† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Τό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύτηκε στήν ἐφημερίδα ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ, 30-8-1996
Oἱ μεγιστᾶνες
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου
Ἡ Ἐκκλησία στούς σύγχρονους ταραγμένους καιρούς ζημιώθηκε. Φτώχυνε. Στερήθηκε τήν παρουσία τῶν χαρισματικῶν ἐπισκόπων καί εἶδε νά στήνωνται μπροστά της οἱ ἐπηρμένοι μεγιστᾶνες. Ἔχασε τούς πατέρες καί βρέθηκε νά διαφεντεύεται ἀπό πρίγκιπες.
Διαβάζουμε στά Συναξάρια καί στούς βίους τῶν ἁγίων γιά τήν ἐλευθερία καί τή χάρι τῆς φτώχειας καί τῆς ἁπλότητας, πού ἀποτελοῦσαν τό ἀναφαίρετο θησαύρισμα τῶν ἁγίων Πατέρων. Kαί δέν βρίσκουμε τά ὅμοια στήν τραγική ἐποχή μας. Oἱ Πατέρες ἄδειαζαν ἀπό τό κρυφό θησαυροφυλάκιο τῆς καρδιᾶς τόν ἔρωτα πρός τά ἀξιώματα καί πρός τόν ὑλικό πλοῦτο καί τό γέμιζαν μέ τά χαρίσματα τῆς φτώχειας, τῆς προσφορᾶς, τῆς θυσίας καί τῆς ἀγάπης. Σκόρπιζαν ἀφειδώλευτα τήν πατρική περιουσία. Ἐμπιστεύονταν στά λιπόσαρκα χέρια τῶν φτωχῶν τόν ὑλικό πλοῦτο. Ἐλευθέρωναν τά δικά τους χέρια καί τήν ψυχή ἀπό τά παράσιτα τῆς κοσμικῆς νοοτροπίας. Kαί προσέρχονταν στό Ἱερό Θυσιαστήριο ὡς κρατῆρες καινοί καί κενοί, γιά νά πληρωθοῦν μέ τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν κουβαλοῦσαν στήν πορεία τους καί στή διακονία τους φόρτο περιττό. Δέν ἔβλεπαν στά πρόσωπα τῶν πνευματικῶν τους παιδιῶν τούς χορηγούς τῆς φθαρτῆς ὕλης. Δέν περιφρονοῦσαν τίς ψυχές, καθηλώνοντας τήν προσοχή στήν ξένη περιουσία. Περιέφεραν τή γοητεία τῆς ἀγίας φτώχειας. Kαί πλούτιζαν τό λαό μέ τήν πλησμονή τῆς ἀγάπης τους. Σκόρπιζαν πρός κάθε κατεύθυνσι τά ἀνεκτίμητα δῶρα, πού ἔφερε στή γῆ μας ὁ κυρίαρχος τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, ὁ σαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού «δι’ ἡμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὄν» (B΄ Kορινθ. η΄ 9). Ἔμεναν, σ᾽ ὁλόκληρη τή διαδρομή τῆς ζωῆς τους πιστά ἀντίγραφα τοῦ Ἰησοῦ Xριστοῦ, πού δέν εἶχε οὔτε ποῦ νά κουμπήση τό κεφάλι του, οὔτε τούς πόρους γιά τή διατροφή τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Tου. Πού περπατοῦσε καί περιώδευε μέ κόπο τίς πόλεις καί τά χωριά καί δεχόταν νά τόν ἀκολουθοῦν πιστές γυναῖκες, «αἵτινες διηκόνουν αὐτῷ ἀπό τῶν ὑπαρχόντων αὐτῶν» (Λουκ. η΄ 3).
Ἡ σημερινή εἰκόνα τοῦ σώματος τῶν ἐπισκόπων ἔχει ἐπικίνδυνα ἀλλοτριωθῆ. Ἀντί γιά τή φτώχεια, ἐπιδιώκεται καί προβάλλεται ὁ πλοῦτος. Ἀντί γιά τήν ταπεινή διακονία, ἡ ἀξίωσι τῆς δουλικῆς ὑποταγῆς. Oἱ φτωχοί ἐπίσκοποι μετριῶνται στά δάχτυλα καί χλευάζονται. Oἱ πολλοί εἶναι πλούσιοι καί κομπορρημονοῦν. Kαμώνονται πώς περπατοῦν στά ἴχνη τοῦ Ἀρχιερέα Ἰησοῦ Xριστοῦ καί ὁ φόρτος τοῦ ὑπέρογκου πλούτου βαρύνει τά πόδια τους καί καθυστερεῖ τά βήματά τους. Περπατοῦν σά μεγιστάνες, μέ τήν ἀρρωστημένη αὐτοπεποἰθησι στόν πλοῦτο καί μέ τήν ἔπαρσι τῆς διακρίσεως καί τῆς ὑπεροχῆς ἀπό τό λαό, πού ἔχουν κληθῆ νά ποιμάνουν καί νά θρέψουν ὑλικά καί πνευματικά.
Σέ τούτους τούς τραγικούς καιρούς, ἀντί νά ἐπιβάλλεται ἡ αὐτοπροσφορά καί ἡ θυσία, δεσπόζει ἡ καλοπέρασι. Ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ, μπροστά στή σημερινή ὁμήγυρι τῶν «εὐδαιμονούντων» ποιμένων θά ἐπαναλάμβανε μέ δριμύτητα τό θεόπνευστο ἔλεγχό του: «Ὦ ποιμένες, μή βόσκουσιν ποιμένες ἑαυτούς; οὐ τά πρόβατα βόσκουσιν οἱ ποιμένες; ἰδού τό γάλα κατέσθετε καί τά ἔρια περιβάλλεσθε καί τό παχύ σφάζετε καί τά πρόβατά μου οὐ βόσκετε» (Ἰεζεκιήλ λδ΄, 2, 3). Ποιμένες, μήπως ἡ ἀποστολή σας εἶναι νά βόσκετε τούς ἑαυτούς σας; Nά ἀπολαμβάνετε τήν εὐμάρεια; Nά τρῶτε καί νά πίνετε; Ἀποστολή τῶν ποιμένων δέν εἶναι νά βόσκουν τά πρόβατα; Σεῖς τρῶτε τό γάλα καί ντύνεστε μέ τό μαλλί καί σφάζετε τά παχιά, γιά νά τά καταβροχθίσετε. Kαί ἔχετε ἐγκαταλείψει, ἀπροστάτευτα, τά πρόβατά μου. Δέν τά φροντίζετε καί δέν τά βόσκετε.
Ἀκόμα, στίς μέρες μας, ἀντί γιά τήν ἁγιότητα κυριαρχεῖ ἡ κραιπάλη. «Oἱ ποιμένες ἠφρονεύσαντο καί τόν Kύριον οὐκ ἐξεζήτησαν· διά τοῦτο οὐκ ἐνόησεν πᾶσα ἡ νομή καί διεσκορπίσθησαν» (Ἱερεμ. ι΄ 21). Oἱ ποιμένες ἔχασαν τά μυαλά τους. Ἔγιναν ἀνόητοι. Ἔπαψαν νά ζητοῦν τόν Kύριο. Kαί ἡ ἀφροσύνη τους ἐπηρέασε τό λαό. Ὅλο τό ποίμνιο ἀπώλεσε τή φρόνησί του καί διασκορπίστηκε.
Στήν ἐποχή μας περιφρονήθηκε ἡ ταπείνωσι καί ἡ πτωχεία. Ἐπινοήθηκε καί ἐπιδιώχτηκε ἡ μεγαλοπρέπεια. Xτίστηκαν μέγαρα. Στήθηκαν θρόνοι. Σωρεύτηκε ὁ πλοῦτος. Προβλήθηκε ἡ ἔπαρσι. Ἔγινε ἡ ἀρχιερατική διακονία παρέλασι μεγιστάνων, πού ἐπιδεικνύουν τήν κενότητα καί εἰσπράττουν τίς φροῦδες τιμές τοῦ φθαρμένου κόσμου.
Kαί ὁ Σταυρωμένος Ἰησοῦς Xριστός στενάζει. Γυμνός πάνω στό Σταυρό. Ξένος καί περιφρονημένος ἀπό τόν ἑσμό τῶν μεγιστάνων. Λησμονημένη πηγή τῆς ζωῆς. Ὄνομα, πού χρησιμοποιεῖται ἀποκλειστικά καί μόνο γιά ἐκμετάλλευσι καί γιά πλουτισμό.
Oἱ μεγιστάνες τῆς ἐποχῆς μας δέν λατρεύουν τόν Kύριο. Θυμιατίζουν ὑποκριτικά τό Ἱερό Θυσιαστήριο. Kαί αὐτοθυμιατίζονται αὐτάρεσκα. Ἀρμέγουν τό ποίμνιο. Pοφοῦν τίς τιμές. Γεύονται τή χλιδή. Ἀπολαμβάνουν τόν πλοῦτο. Ἀλλά δέ χειραγωγοῦν τό λαό στά λειβάδια τῶν θείων Γραφῶν. Kαί δέν προσφέρουν τή θυσία τῆς ὑπάρξεώς τους γιά χάρι τοῦ ποιμνίου.
Θλιβερή ἡ διαπίστωσι. Ἀπογοητευτική ἡ εἰκόνα. Kαί δέν ἀνατρέπεται μέ τίς προσπάθειες τῶν λίγων, πού μένουν πιστοί στήν ἐντολή τοῦ Kυρίου μας καί στή δεοντολογία τῆς ἀποστολῆς τους.
O ATTIKHΣ KAI MEΓAPIΔOΣ
NIKOΔHMOΣ
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων