† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, «Ἡ πύλη τοῦ Οὐρανοῦ», γ΄ ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ»), σελ. 6-7 καί 37-43
Η ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ
…Ἡ ἐργασία τοῦ ναοῦ σιωπηλή, ἀλλά καί πέρα γιά πέρα δυναμική. Ὑψώνει φραγμό στό κακό. Δημιουργεῖ ἀντίδρασι στίς ἐπιδημικές καί θανατηφόρες ἰδιότητες τῆς ἁμαρτίας...
Τώρα, κάθε φορά πού ἡ ζωή μας γίνεται πνικτική, κάθε φορά πού οἱ ἐκδηλώσεις μας παίρνουν ἕνα μελανό χρῶμα κατωτερότητος καί ἡ πνευματική μας ζωή πέφτει σέ ὑπόστασι, ἀπό τά παράθυρα τοῦ οὐρανοῦ, ἀπό τούς ἱερούς πνεύμονες, τούς ναούς, διοχετεύεται στόν ἀρρωστημένο κοινωνικό μας ὀργανισμό τό μικροβιοκτόνο καί ζωογόνο οὐράνιο στοιχεῖο, ἡ θεία Χάρις. Καί ἡ τρεμάμενη φλόγα τῆς ψυχικῆς μας ὑγείας καί τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς τονώνεται καί ζωογονεῖται…
Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
Μόλις πατήσουμε τό πόδι μας στό κατώφλι τοῦ ναοῦ, τό μάτι μας σχίζει τό σιωπηλό, ἐπιβλητικό χῶρο, φθάνει στήν κόγχη τοῦ ἱεροῦ Βήματος κι’ ἐκεῖ, ὅταν εἶναι ἀνοικτή ἡ Ὡραία Πύλη, συναντάει τό Ἅγιο θυσιαστήριο.
Ἁπλό εἶναι τό σχῆμα τοῦ Θυσιαστηρίου. Ἡ ὕλη μέ τήν ὁποία εἶναι κατασκευασμένο παρμένη ἀπό τή γῆ μας. Τό μάτι μας, μπορεῖ νά τό ἐρευνήσῃ. Ὁ ἀνθρώπινος λόγος μας νά τό περιγράψῃ. «Λίθος ἐστί κατά φύσιν κοινός οὐδέν διαφέρων τῶν ἄλλων πλακῶν, αἵ τούς τοίχους ἡμῶν οἰκοδομοῦσι καί καλλωπίζουσι τά ἐδάφη» (Γρηγόριος Νύσσης). Μά τό μεγαλεῖο εἶναι μυστικό κι’ ἀπρόσιτο στό μάτι μας καί στό λόγο μας.
Τό ἱερό θυσιαστήριο εἶναι ὁ χῶρος στόν ὁποῖο:
Θυσιάζεται ὁ Κύριος,
κοινωνοῦμε Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ,
φυλάγονται τά καθαγιασμένα Τίμια δῶρα.
Φρικτός ὁ τόπος! Εἶναι ταυτόχρονα καί Γολγοθᾶς καί Τράπεζα καί θρόνος.
Εἶναι ὁ Γολγοθᾶς, πάνω στόν ὁποῖο ἐξακολουθεῖ νά προσφέρεται ἡ μία καί μοναδική θυσία τοῦ Λυτρωτοῦ μας.
Εἶναι ἡ Μυστική Τράπεζα στήν ὁποία ἀνακλινόμαστε μέ τούς Ἀποστόλους, γιά νά πάρουμε τήν οὐράνια τροφή, τόν «ἄρτον τόν ἀληθινόν» (Ἰωάν. στ΄ 32).
Εἶναι ὁ θρόνος ὁ γήϊνος, στόν ὁποῖο μέ ὅλη του τή δόξα ἀναπαύεται ὁ Κύριος.
Βέβαια, τήν οὐράνια λαμπρότητα τοῦ Χριστοῦ μας, πού εἶναι θρονιασμένη στό θυσιαστήριο, δέν μποροῦν νά τή συλλάβουν οἱ ὑλικοί φακοί τῶν ματιῶν μας. Τό θεϊκό του μεγαλεῖο εἶναι κρυμμένο ἀπό τά βλέμματά μας. «Οὐ γάρ μή ἴδῃ ἄνθρωπος τό πρόσωπον τοῦ Θεοῦ καί ζήσεται» (Ἐξόδου λγ΄ 20). Ἐμεῖς ἐγγίζουμε μέ τίς αἰσθήσεις μας μόνο τόν ταπεινωμένο Ἰησοῦ. Μποροῦμε νά δοῦμε μόνο τά στοιχεῖα τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, τά ὁποῖα, ἐνῶ ἔχουν ἁγιαστῆ καί ἔχουν μεταβληθῆ σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, διατηροῦν πάλι τήν ἁπλῆ καί ταπεινή τους ὄψι. Ὁ Ἰησοῦς, ὅπως ταπεινώθηκε καί σμικρύνθηκε μέ τήν ἐνανθρώπησί του, γιά νά περπατήσῃ ἀνάμεσά μας καί νά μᾶς μιλήσῃ καί νά μᾶς δείξῃ τό ὑπέροχο παράδειγμά του, ἔτσι ταπεινώνεται καί σμικρύνεται καί πάλι καί ἐμφανίζεται μέ τή μορφή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, γιά νά γίνῃ προσιτός στήν περιωρισμένη μας ἀντιληπτικότητα καί τίς ἀδύνατες αἰσθήσεις μας.
Ὅταν βλέπουμε τό Ἅγιο Ποτήριο στήν Ἁγία Τράπεζα, βλέπουμε, ταυτόχρονα, τόν Ἰησοῦ στό Σταυρό καί τόν Κρατῆρα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καί τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ στόν γήϊνο θρόνο του.
Ἕνας ἀπό τούς μεγάλους ἐκκλησιαστικούς μας συγγραφεῖς, ὁ ὁποῖος μέ ἰδιαίτερη προσοχή καί βαθύ θεολογικό στοχασμό περιέγραψε τό ναό, ὁ Συμεών ὁ Θεσσαλονίκης, γράφει: «Ἡ φρικτή Τράπεζα εἶναι εἰς τό μέσον τοῦ θυσιαστηρίου καί δηλοῖ τό μνῆμα τοῦ Χριστοῦ καί τό μυστήριον τοῦ πάθους τῆς παγκοσμίου καί ζώσης θυσίας. Εἰς αὐτήν τήν Ἁγίαν Τράπεζαν ὁ Σωτήρ ὡς μέν Θεός ἀναπαύεται ὡς δέ ἄνθρωπος θυσιάζεται. Διά τοῦτο πρόκειται ἐν τῷ μέσῳ εἰς ὅλους, διά νά τόν θεωρήσουν οἱ οἰκεῖοί του καί ἄξιοι».
Θυμηθῆτε τήν εὐχή, τήν ὁποία, ἐξ ὀνόματος ὅλων μας, λέει ὁ ἱερεύς, ὅταν τελῆται ἡ θ. Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων: «ἔπιδε ἐφ’ ἡμᾶς τούς τῷ ἁγίῳ σου τούτῳ θυσιαστηρίῳ ὡς τῷ Χερουβικῷ σου παρισταμένους θρόνῳ, ἐφ’ ᾧ ὁ μονογενής σου Υἱός καί Θεός ἡμῶν διά τῶν προκειμένων φρικτῶν ἐπαναπαύεται μυστηρίων».
Ἐπαναφέρετε ἀκόμα στή σκέψι σας τή θερμή ἱκεσία τήν ὁποία ὅλοι ἀπευθύνουμε στόν Κύριο μέ τό στόμα τοῦ ἱερέως, λίγο πρίν ἀπό τή θεία Κοινωνία: «καταξίωσον ἡμᾶς μεταλαβεῖν τῶν ἐπουρανίων σου καί φρικτῶν μυστηρίων, ταύτης τῆς ἱερᾶς καί πνευματικῆς τραπέζης».
Στιγμές ἱερές οἱ στιγμές πού περνᾶμε λατρεύοντας τόν Κύριο μπροστά στό ἅγιο Θυσιαστήριο. «Πές μου, ἐρωτᾷ ὁ πύρινος Λειτουργός, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅταν ἀντικρύζῃς τόν Κύριο θυσιασμένο καί “κείμενον” πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα καί τόν ἱερέα νά στέκεται καί νά προσεύχεται κι’ ὅλους τούς ἀνθρώπους νά βάφωνται μ’ ἐκεῖνο τό τίμιο αἷμα, νομίζεις ἀκόμα ὅτι βρίσκεσαι στή γῆ, ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους;» Ὄχι, δέν βρίσκεσαι στή γῆ. Ἔχεις ξεπεράσει τή στιγμή ἐκείνη τά ὅρια τοῦ ὑλικοῦ κόσμου καί μέ τήν ψυχή καί τή σκέψι κατοπτεύεις τήν οὐράνια πραγματικότητα.
Πρέπει νά ὁμολογήσουμε ἕνα ἁμάρτημά μας. Μπαίνουμε πολλές φορές στό ναό καί μέ πολλή ἐπιπολαιότητα κυττάζουμε τό φρικτό Θυσιαστήριο. Μᾶς ἐπηρεάζει ἡ ὑλική του ἐμφάνισι. Τό ὅτι εἶναι καμωμένο καί στολισμένο μέ ὑλικά γήϊνα, ἀπό τά χέρια τῶν ἀνθρώπων. Καί τό ὅτι «ὁ καθήμενος ἐπί τοῦ θρόνου» ἔχει τή μορφή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου. Ἡ σκέψη μας, νωθρή, δέν ξεπερνάει τό ὑλικό κι’ ὁρατό. Δέν ἔχει τή δύναμι νά συναντήσῃ καί νά χαρῇ τήν παρουσία τοῦ Κυρίου. Ἴσως γιατί, ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Συμεών ὁ Θεσσαλονίκης, δέν εἴμαστε ὅσο πρέπει «οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ καί ἄξιοι».
Νά ἕνας μεγάλος τομεύς προσπαθείας: Νά γίνουμε περισσότερο ἄξιοι, γιά νά αἰσθανθοῦμε τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ μας στό ἱερό καί φρικτό Θυσιαστήριο.
Νά ἕνα μεγάλο θέμα μελέτης: Ἡ κάθε μας παράστασι νά εἶναι ἄξια τῆς σοβαρότητος καί τῆς ἱερότητος τοῦ χώρου.
Νά κι’ ἕνα μεγάλο αἴτημα προσευχῆς:
Ἀξίωσέ μας, Κύριε, νά κυκλώνουμε τήν Ἁγία σου Τράπεζα, ὅπως στό μυστικό σου Δεῖπνο τήν κύκλωσαν οἱ ἕντεκα ἐκλεκτοί σου μαθηταί. Νά πλησιάζουμε τό Γολγοθᾶ σου, ὅπως τόν πλησίασε ὁ Ἰωάννης καί ἡ Παναγία μητέρα Σου. Νά γονατίζουμε κάτω ἀπό τό θρόνο σου, ὅπως γονατίζουν οἱ ἅγιοί σου.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων