† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, «Μαρτυρία ἀπ' τά σπλάχνα τῆς γῆς», α΄ ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ», 1982), σελ. 7-12, 60-64
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΠ’ ΤΑ ΣΠΛΑΧΝΑ ΤΗΣ ΓΗΣ
...Ἦταν μιά ἐποχή, πού οἱ ἄνθρωποι ἔσκυβαν μέ παιδική ἁπλότητα στό Βιβλίο τοῦ Θεοῦ. Χωρίς ν’ ἀφίνουν στήν καρδιά τους χῶρο γι’ ἀμφιβολίες καί δισταγμούς.
Δέν ἄργησε, ὅμως, νά φανεῖ στόν ἱστορικό ὁρίζοντα κι ἡ ἐποχή τῆς «ἐφηβικῆς» δυσπιστίας...
…Οἱ ἄνθρωποι-ἐπιστήμονες ρώτησαν τή γῆ κι ἡ γῆ τούς ἀπάντησε. Ἄλλοτε μέ ὑπαινιγμούς κι ἄλλοτε μέ σαφήνεια. Ἔβγαλε ἀπ’ τά σπλάχνα της τά μυστικά καί τά παράδωσε στά σύγχρονα, ἀνήσυχα παιδιά τῆς ἀνθρωπότητας...
…Αὐτή τή φωνή τῆς σκαπάνης στοχαστήκαμε ν’ ἀναμεταδώσουμε στούς λάτρεις τῆς Βίβλου. Καί προτείνουμε, νά κάνουμε μαζί ἕνα ταξίδι στή χώρα τή Βιβλική. Γιά νά σκύψουμε πάνω στά ἐρείπια, πού κρύβουν μέσα τους τή ζωή καί τόν παλμό τῶν προγόνων. Καί νά δοῦμε πῶς αὐτά ζωντανεύουν κι ἐπιβεβαιώνουν τά γεγονότα, πού ἀπ’ τά παιδικά μας χρόνια τόσο μᾶς εἶχαν μιλήσει στήν καρδιά…
6. Οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.
Δέν εἶναι λίγα καί τά ζητήματα, πού δημιουργήθηκαν κι οἱ ἀντιρρήσεις, πού ρίχτηκαν στόν ἐπιστημονικό στίβο, κάθε φορά, πού γινόταν λόγος γιά τό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων. Συχνά οἱ ἱστορικές πληροφορίες ἀμφισβητήθηκαν. Κι οἱ ἀμφισβητήσεις ἤ οἱ ἀμφιβολίες χρησιμοποιήθηκαν γιά νά θρέψουν τή φωτιά τῆς ἀρνητικῆς κριτικῆς καί τό πάθος τοῦ ἀθεϊσμοῦ.
Στό 13ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων καί στόν στίχο 7, ὁ διοικητής τῆς Κύπρου Σέργιος Παῦλος ὀνομάζεται ἀνθύπατος.
Αὐτή ἡ πληροφορία φάνηκε ἀνακρίβεια. Γιατί ὑποστηριζόταν, ὅτι ἡ Κύπρος λίγο καιρό πρίν ἀπ’ τήν ἐπίσκεψη τοῦ Παύλου εἶχε γίνει ἐπαρχία αὐτοκρατορική καί κυβερνιόταν ἀπό ἔπαρχο (propraetor ἤ legatus) κι ὄχι ἀπό ἀνθύπατο.
Οἱ σημερινοί, ὅμως ἐρευνητές θεωροῦν τόν ἰσχυρισμό ἐκεῖνο ἐπιπόλαιο. Γιατί ἔχει ἀποδειχτεῖ, πώς στήν ἐποχή τοῦ ἀπόστολου Παύλου ὁ σωστός τίτλος τοῦ διοικητῆ ἦταν procunsul (ἀνθύπατος).
Μιά δέ ἑλληνική ἐπιγραφή, πού ἦρθε στό φῶς κατά τή διάρκεια ἀνασκαφῶν στήν τοποθεσία Σόλοι τῆς βόρειας Κύπρου, χρονολογεῖται ἀπ’ τήν ἐποχή τῆς ἀνθυπατίας τοῦ Παύλου, ἑνός προσώπου, πού θά πρέπει νά ταυτιστεῖ μέ τόν Σέργιο Παῦλο.
Στή Θεσσαλονίκη μπῆκε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στή Συναγωγή καί κήρυξε. Οἱ Ἐβραῖοι, ὅμως ξεσηκώθηκαν. Καί «προσλαβόμενοι τῶν ἀγοραίων τινάς ἄνδρας πονηρούς καί ὀχλοποιήσαντες ἐθορύβουν τήν πόλιν».
Ἔτσι μανιασμένοι πῆγαν στό σπίτι, πού ἔμενε ὁ Παῦλος. Κι ὅταν δέν τόν βρῆκαν ἐκεῖ, ἔπιασαν τόν φιλόξενο Ἰάσονα καί μερικούς ἀδελφούς καί τούς ὁδήγησαν στούς πολιτάρχες.
Τί ἦταν αὐτοί οἱ «πολιτάρχες»;
Κανείς δέν ἤξερε.
Πάτημα καί τοῦτο γιά πολεμική. Ἴσως, εἶπαν, ἦταν μιά ἐπινόηση τοῦ συγγραφέα.
Ἦρθε, ὡστόσο, μιά μέρα, πού μάθαμε τί ἦταν αὐτοί οἱ «πολιτάρχες». Καί τό μάθαμε ἀπό μιά ἐπιγραφή, πού βρέθηκε χαραγμένη πάνω ἀπ’ τήν πύλη τοῦ Βαρδαριοῦ. Ἡ πολύτιμη αὐτή ἐπιγραφή ἔδινε τόν τίτλο αὐτό στούς ἑπτά δικαστές τῆς Θεσσαλονίκης.
Ὅσο προσεκτικός εἶναι ὁ Λουκᾶς στή σήμανση τῆς ἰδιότητας τῶν προσώπων, πού μνημονεύει, τόσο σαφής καί ἀκριβής εἶναι καί στίς γεωγραφικές του πληροφορίες καί στίς περιγραφές τῶν ταξιδιῶν του.
Ὁ William Ramsay ἀναφέρει, πώς, ὅταν, μικρό παιδί, μάθαινε ἀπ’ τούς δασκάλους του νά ἔχει πολύ ταπεινή ἰδέα γιά τήν ἱστορική ἀξία τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, τοῦ εἶχε κάνει βαθειά ἐντύπωση μιά μικρή γεωγραφική λεπτομέρεια. Ὁ Λουκᾶς, ἀναφέρει, πώς ὁ Παῦλος κι ὁ Βαρνάβας ἔφυγαν, ὕστερα ἀπ’ τήν ἐχθρική στάση τοῦ ὄχλου, ἀπ’ τό Ἰκόνιο κι ἦρθαν στά Λύστρα καί στή Δέρβη, πόλεις τῆς Λυκαονίας.
Ἡ διήγηση προϋποθέτει, πώς τό Ἰκόνιο, μ’ ὅλο, πού ἦταν στήν περιοχή τῆς Λυκαονίας, δέν ἀνῆκε διοικητικά στή Λυκαονία.
Αὐτό εἶναι πέρα γιά πέρα ἀληθινό. Τό Ἰκόνιο ἔγινε πόλη τῆς Λυκαονίας τό 372 μ.Χ.
Θά μποροῦσε νά διηγηθεῖ κανείς πολλά γιά τή συμφωνία τῶν τελευταίων πορισμάτων τῆς ἀρχαιολογίας μέ τό βιβλίο τῶν Πράξεων.
Θά ἀναφέρουμε, ὅμως, μιά καί μόνη ἀνακάλυψη, γιατί αὐτή ζωντανεύει ἕνα περιστατικό, πού στάθηκε σταθμός μεγάλος στή ζωή καί στή δράση τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου, τοῦ Παύλου.
Πρόκειται γιά μιά ἐπιγραφή, πού ὁ Clermont-Ganneau βρῆκε τό 1871 κατά τή διάρκεια ἀνασκαφῶν στήν Ἱερουσαλήμ. Εἶναι μιά ἀπ’ τίς πολλές ἐπιγραφές, πού ὑπῆρχαν στό Ναό τῶν Ἱεροσολύμων καί πού ἀπαγόρευαν στούς Ἕλληνες καί γενικά στούς ἀλλογενεῖς, νά περάσουν τά κάγκελλα, πού χώριζαν τήν αὐλή τῶν ἐθνῶν ἀπ’ τήν ἐσωτερική αὐλή.
Νά τό περιεχόμενο τῆς ἐπιγραφῆς:
«Μηδένα ἀλλογενῆ εἰσπορεύεσθαι ἐντός τοῦ περί τόν ἱερόν τρυφράκτου καί περιβόλου· ὅς δ’ ἄν ληφθῇ ἑαυτῷ αἴτιος ἔσται διά τό ἐξακολουθεῖν θάνατον».
Πόσα δέ φέρνει στή σκέψη αὐτή ἡ ἐπιγραφή. Τή σύλληψη τοῦ Παύλου. Τήν κατηγορία ὅτι ἔμπασε τόν Τρόφιμο τόν Ἐφέσιο στόν Ναό καί «κεκοίνωκε τόν ἅγιον τόπον». Κι ὅλα τά δραματικά γεγονότα, πού ἀκολούθησαν τή σύλληψη αὐτή, ἴσαμε τό ταξίδι καί τήν ἀπολογία τοῦ Ἀπόστολου στή Ρώμη.
Μᾶς φαίνεται, πώς τά ζοῦμε τά γεγονότα αὐτά. Πώς βρισκόμαστε καί μεῖς στό πλευρό τοῦ μεγάλου, τοῦ φλογεροῦ Ἀπόστολου καί μοιραζόμαστε μαζί του τόν κόπο καί τήν ὀδύνη.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων