† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, «Συναγμένοι στήν Εὐχαριστία», α΄ ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ»), σελ. 48 καί 8-16
ΣΥΝΑΓΜΕΝΟΙ ΣΤΗΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ
…Φορτωμένος μέ τό ἀνάλαφρο βάρος τῆς συγκίνησης τῶν ἁγίων, μέ τή γνήσια παράδοση καί τό βίωμα τῆς μαρτυρικῆς Ἐκκλησίας, μέ τό λόγο τῆς καθοδήγησης τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων καί μέ τό προσωπικό μου αἴσθημα, τό αἴσθημα τοῦ ἀνθρώπου τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, ἔρριξα ἕνα βλέμμα γύρω, χάρηκα τήν παρουσία τῶν ἀδελφῶν μου, καί προχώρησα νά ἀρχίσω τήν Κυριακάτικη λατρεία.
Καθώς βημάτιζα δειλά, τά χείλη μου ἔνοιωσαν τήν ἀνάγκη νά προφέρουν μια προσευχή, πού τήν εἶχαν συνθέσει οἱ ἀσκητές τῆς ἐρήμου, γιά νά ἐκφράσουν τή χαρά τῆς συνάντησης στό Ναό τοῦ Θεοῦ λίγες μέρες πρίν τήν ὀδύνη τοῦ Γολγοθᾶ καί τήν ἀνείπωτη εὐτυχία τῆς Ἀνάστασης. Πίστεψα πώς ἡ προσευχή αὐτή ἐκφράζει καί τό βίωμα καί τή χαρά κάθε σύναξής μας, πού γίνεται μέ σκοπό τήν ἱερουργία τῆς Εὐχαριστίας καί μέ ὁραματισμό τήν κοινωνία μέ τό σταυρωμένο καί ἀναστημένο Χριστό μας.
«Σήμερον ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡμᾶς συνήγαγε…»…
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ συνάγεται στήν Ευχαριστία, «εἰς τό δεῖπνον τοῦ γάμου τοῦ ἀρνίου»1. Ἡ θεμελιακή πράξη, πού τή συγκροτεῖ, τή ζωογονεῖ καί τήν ὁλοκληρώνει, εἶναι ἡ Εὐχαριστία.
Μαζεμένα στόν ἴδιο τόπο, «ἐπί τό αὐτό»2, «ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως»3, ὅλα «τά τέκνα τοῦ Θεοῦ τά διεσκορπισμένα»4 δένονται στό ἕνα σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τρέφονται μέ τήν ἄσπιλη Σάρκα καί τό ζωοποιό Αἷμα τοῦ σταυρωμένου «Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ», μετέχουν στή ζωή τοῦ Σαρκωμένου Λόγου, γεύονται τό πλήρωμα τῆς χαρᾶς τῆς Ἀνάστασης, ψηλαφοῦν τήν καθολική διάσταση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, σταθεροποιοῦν τόν ὁραματισμό τους καί τό βηματισμό τους στά μονοπάτια τῆς αἰωνιότητας.
«Μία προσευχή, μία δέησις, εἷς νοῦς, μία ἐλπίς ἐν ἀγάπῃ, ἐν τῇ χαρᾷ τῇ ἀμώμῳ, ὅ ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός, οὗ ἄμεινον οὐδέν ἐστιν»5.
Μιά προσευχή, μιά παράκληση, ἕνας νοῦς, μιά ἐλπίδα, πού τήν ἀποδέχονται ὅλοι ἑνωμένοι μέ τήν ἀγάπη, μέ τήν ἀψεγάδιαστη χαρά, πού εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί πού δέν ὑπάρχει τίποτα καλύτερο ἀπ’ Αὐτόν.
«... ἕνα ἄρτον κλῶντες, ὅς ἐστιν φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτος τοῦ μή ἀποθανεῖν»6.
Κομματιάζοντας τόν ἕνα ἄρτο, πού εἶναι φάρμακο ἀθανασίας, ἀντίδοτο γιά νά μήν πεθάνουμε.
Ὁ λόγος γιά τήν Εὐχαριστία δέν μπορεῖ νά ταυτιστεῖ μέ τή Λειτουργική Ἐπιστήμη. Οὔτε ὁριοθετεῖται στά πλαίσια ἑνός προσωπικοῦ λειτουργικοῦ στοχασμοῦ.
Ἡ ἐπιστήμη τῆς Λειτουργικῆς, σάν ἔρευνα, βυθίζεται εὐσυνείδητα στό παρελθόν. Ἀναδιφάει μέ προσοχή τίς πηγές. Ψάχνει ν’ ἀνακαλύψει καί νά συναρμολογήσει τήν ἀρχέγονη λειτουργική πράξη. Μελετάει τόν πρῶτο πυρήνα τῶν Εὐχαριστιακῶν προσευχῶν. Παρακολουθεῖ τή διαμόρφωση τῶν λειτουργικῶν τύπων στά διάφορα διαμερίσματα τῆς χριστιανικῆς οἰκουμένης. Προσπαθεῖ νά ἐπισημάνει τή σταδιακή παγίωση τοῦ τελετουργικοῦ τυπικοῦ. Ἀναλύει τόν ἀτίμητο ποιητικό κι ὑμνολογικό πλοῦτο, πού βλάστησε καί μέστωσε στόν ἀγρό τῆς σκέψης καί τῆς καρδιᾶς τῶν ἁγίων καί μεταποιήθηκε σέ προσευχή ὁλόκληρου τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν ἐπιστημονική κατάκτηση καί γνήσια πληροφόρηση. Ἀποσαφηνίζουν προβλήματα. Ἀπαντοῦν σ’ ἐρωτηματικά. Καθαρίζουν τό αὐλάκι τῆς παράδοσης ἀπό ἐποχιακά παραγεμίσματα. Πλουτίζουν τή γνώση τῆς σύγχρονης χριστιανικῆς γενιᾶς. Φέρνουν στήν ἐποχή μας τήν ἀρχική καταβολή τῆς ἀποστολικῆς καί τῆς πατερικῆς προσέγγισης στή Μυστική Τράπεζα τῆς Εὐχαριστίας.
Ὅμως, ἡ ἐπιστημονική διερεύνηση τῆς ἐξέλιξης τοῦ τελετουργικοῦ καί ἡ ἀνάλυση τῶν κειμένων δέν εἶναι ἀρκετά σάν ἔκφραση καί σάν ἀποτύπωση τῆς λειτουργικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ προσεκτική καί στοχαστική προβολή τῶν πηγῶν κι ἡ ἐπισήμανση τῆς σταδιακῆς διαμόρφωσης καί τοῦ ἐμπλουτισμοῦ τοῦ τυπικοῦ δέν «τελειώνουν» τήν ἀνάγκη καί τό χρέος τῆς γνωριμίας. Δέν ἐξαντλοῦν αὐτό, πού ζεῖ κι αὐτό, πού ἔχει νά πεῖ ὁ λαός τοῦ Θεοῦ στόν ἑαυτό του καί στούς γύρω του. Στή συναγμένη κοινότητα, πού λαχταράει νά προχωρήσει σέ βάθος γνώσης καί πείρας καί στόν κόσμο, πού «προβληματίζεται» γιά τό νόημα καί γιά τό σκοπό αὐτῆς τῆς «παράδοξης» λειτουργικῆς συνάθροισης.
Μά κι ὁ ἀπομονωμένος κι ἀποσπασματικός προσωπικός στοχασμός, ὁ δικός μου ἤ ὁ δικός σας, τοῦ ἀνθρώπου, πού στέκεται μέ διάθεση προσευχῆς «ἐν οἴκῳ Κυρίου, ἐν αὐλαῖς οἴκου Θεοῦ ἡμῶν»7 ἤ τοῦ Λειτουργοῦ, πού πρόσφερε ἀκέρια τήν ὕπαρξή του στή διακονία τοῦ φρικτοῦ Μυστηρίου, δέν εἶναι ἱκανός νά φτάσει, δίχως τή βοήθεια τῶν ἁγίων, στό βάθος. Νά ἐκφράσει τά ἀνέκφραστα. Νά περιγράψει τά ἀπερίγραπτα. Καί νά ἑρμηνεύσει τά ἀνερμήνευτα.
Φτωχός ὁ δικός μας στοχασμός, καλουπωμένος στά ἐγκοσμιοκρατικά καλούπια τῆς ἐποχῆς, στεγνωμένος ἀπ’ τό λίβα τῆς λογοκρατίας, δέν ἔχει τή δύναμη νά συλλάβει μονάχος του τήν ὑπερούσια πραγματικότητα. Ἅμα ἐπιχειρήσει νά ἐξερευνήσει μέ τή συνηθισμένη μέθοδο τῆς ἀνάλυσης τή Θεία Λειτουργία, θά γυροφέρνει στά «βλεπόμενα», δίχως νά καταφέρει νά προωθήσει τό βηματισμό του στά «μή βλεπόμενα»8.
Ἡ Λειτουργία δέν εἶναι μιά συνηθισμένη τελετή. Εἶναι ὁ «καιρός»9, ἡ μυστηριακή, χαρισματική εὐκαιρία, πού προσφέρεται προσωπικά στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί στό καθολικό σῶμα της, σάν ἑνότητα, «τοῦ γνῶναι αὐτόν καί τήν δύναμιν τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ καί τήν κοινωνίαν τῶν παθημάτων αὐτοῦ»10. Εἶναι ἡ δυνατότητα τῆς προσωπικῆς καί κοινῆς συνάντησης καί κοινωνίας μέ τό πρόσωπο τοῦ σαρκωμένου καί σταυρωμένου «Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ». Καί μονάχα ἐκεῖνος ἤ ἐκεῖνοι, πού «ἐξαγοράζονται τόν καιρόν»11 –πού ἀξιολογοῦν κι ἀξιοποιοῦν τήν ἀνεκτίμητη εὐκαιρία, βιώνουν τό σκοπό καί τό περιεχόμενο τῆς Εὐχαριστίας, ἐνσωματώνονται δίχως ἐπιφύλαξη καί δίχως γήϊνη σκοπιμότητα στή λατρευτική κοινότητα καί «γεύονται» «ὅτι χρηστός ὁ Κύριος»12– κατορθώνουν νά ὑπερβοῦν τό «φαινόμενο» καί νά φτάσουν στό «ἐνεργούμενο». Αὐτοί, «αὐξανόμενοι εἰς τήν ἐπίγνωσιν τοῦ Θεοῦ, ἐν πάσῃ δυνάμει δυναμούμενοι...»13, ξεπερνοῦν τήν ψυχρή, τήν ἐπιστημονική κυκλοφορία στό χῶρο τῆς λειτουργικῆς θεωρίας καί τῆς λειτουργικῆς πράξης κι ἀνυψώνονται στήν ἀληθινή γνώση καί στήν ἀπόλυτα προσωπική, μεθυστική, ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς Λειτουργίας.
Αὐτή ἡ βαθειά γνώση εἶναι τό κατόρθωμα καί τό χάρισμα τῶν ἁγίων.
Οἱ ἅγιοι, τά προνομιοῦχα ἀντίγραφα τῆς ἀνθρώπινης φύσης μας, ἑνώθηκαν ὀργανικά μέ τό Εὐχαριστιακό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔζησαν λειτουργικά. Κι ἐκφράστηκαν μέ τίς λειτουργικές κατηγορίες τῆς ἐξαγιασμένης καί χαρισματικῆς κοινότητας. Προσέγγισαν ὑπαρξιακά τή Λειτουργία. Μέτρησαν τό κάλλος της καί τή δυναμική της διάσταση. Τήν ἔνοιωσαν σάν τό συγκλονιστικό γεγονός, πού ἀνακεφαλαιώνει κι ἐνεργοποιεῖ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα στό στίβο τῆς ἀνθρώπινης περιπέτειας καί κάνει προσιτή στήν κάθε γενιά τῶν ἀνθρώπων τή χαρά τῆς Ἀνάστασης καί τή Χάρη τῆς λύτρωσης. Καί στά κείμενά τους, τά μικρά ἤ τά μεγάλα, ἀποτύπωσαν αὐτή τή βαθειά ἀλλοίωση καί μεταμόρφωση, πού γνώρισε καί γεύτηκε ἡ ὕπαρξή τους μετέχοντας στήν Εὐχαριστία.
Μικρό, ἀλλά περιεκτικό ἀπόσταγμα τῆς γνήσιας καί βιωματικῆς προσέγγισης στή θεμελιακή πράξη τῆς Ἐκκλησίας, στήν ἀναίμακτη Μυσταγωγία, εἶναι ἡ Πατερική ἀνάλυση τῆς Εὐχαριστίας κι ἡ Πατερική Διδαχή.
Οἱ Πατέρες, οἱ ἁγιασμένες καί θεωμένες εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, ἐρεύνησαν σάν εὐσυνείδητοι Θεολόγοι καί μίλησαν μέ ἀκρίβεια καί σαφήνεια προσεκτικοῦ μελετητῆ. Μά, παράλληλα, ἐκφράστηκαν ἀπό περιουσία προσωπικῶν βιωμάτων. Οἱ ἴδιοι, προσφέρθηκαν δῶρο –σωστό ὁλοκαύτωμα– στό Θεό καί στό ἱερό Θυσιαστήριο. Ἱερούργησαν τήν Εὐχαριστία. Μετάφεραν τήν ἱκεσία τῆς Ἐκκλησίας στό θρόνο τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στό συναγμένο λαό. Κράτησαν στά ἁγνά τους χέρια τόν Κρατήρα τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου μας. Κοινώνησαν τά Ἄχραντα Μυστήρια. Τά μετάδωσαν μέ πάθος ἀγάπης καί στό λαό. Γι’ αὐτό, ἐκεῖνο, πού ἔβγαλαν ἀπό μέσα τους σάν Κατήχηση καί σάν «ἄρτο» Θεολογίας, ἦταν φανέρωμα «μυστικῆς» γνώσης κι ἀπαύγασμα θεοπτίας καί μαρτυρία ζωῆς. Ἦταν ἡ κοινο-ποίηση τῆς ἐμπειρίας, πού θησαύρισαν στά κατάβαθα τοῦ «εἶναι» τους. Τό ξεδίπλωμα τῆς πλούσιας προσωπικῆς ἐμπειρίας τῶν Πατέρων τό παρακολουθεῖ κανείς ἄνετα, μόλις ἀφήσει τή ματιά του νά περπατήσει στά Πατερικά κείμενα. Βαθειά, ζωντανά, ἀποκαλυπτικά, περιγράφουν τήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας κι ἀνεβάζουν στά ὕψη τοῦ μυστικοῦ νοήματος τῆς Εὐχαριστιακῆς τελετουργίας.
Οἱ Πατέρες κατηχοῦσαν τά βαφτισμένα καί ξαναγεννημένα παιδιά τοῦ Θεοῦ καί τά χειραγωγοῦσαν μέχρι κι αὐτό τό φρικτό Θυσιαστήριο, δίνοντάς τους ἕνα κομμάτι ἀπ’ τήν καρδιά τους. Μιλοῦσαν ὄχι μέ τήν ψυχρότητα ἑνός ἐπαγγελματία δασκάλου, ἀλλά μέ τή φλόγα καί τό φωτισμό καί τό ἱερό δέος τῶν διαδόχων τῶν Ἀποστόλων. Γνήσιοι κρίκοι στήν ἁλυσίδα τῆς ἀποστολικῆς παράδοσης, «παρείποντο τῷ ποιμένι ὡς ἄρνες καί συνημμένοι, ὧ οὐκ ἐχωρίσθησαν Χριστῷ, θείῳ λόγῳ τρεφόμενοι, εὐχαρίστως ἐβόων...»14. «Πλήρεις πίστεως καί Πνεύματος Ἁγίου»15, μεταβίβαζαν τό φρόνημα καί τό αἴσθημα, τήν πίστη καί τήν πράξη, πού παράλαβαν ὄχι σάν νεκρό γράμμα, ἀλλά σάν γεύση τῆς «καινῆς» ἡμέρας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, σέ μιά ἀπ’ τίς Κατηχήσεις του, πού τίς ἔκανε σέ νεοφώτιστους, ἔνοιωσε τόσο συγκινημένος καί τόσο συγκλονισμένος, πού αὐθόρμητα ἄφησε νά βγεῖ ἀπό μέσα του ἕνα κύμα ἐξομολογητικοῦ στεναγμοῦ:
«Δακρῦσαί μοι νῦν ἔπεισι καί ἀνοιμῶξαι μέγα· ἐνενόησα γάρ τήν ἡμέραν ἐκείνην καθ’ ἥν καί αὐτός κατηξιώθην ταύτην ἀφεῖναι τήν φωνήν καί λογισάμενος τό φορτίον τῶν ἁμαρτημάτων ὅ ἐξ ἐκείνου μέχρι τοῦ νῦν συνέλεξα, συγχέομαι τήν διάνοιαν καί δάκνομαι τόν λογισμόν ὁρῶν ὅσην ἐμαυτοῦ τήν αἰσχύνην κατεσκέδασα διά τῆς μετά ταῦτα ραθυμίας»16.
Μοὖρθε τώρα νά δακρύσω καί νά κλάψω μέ ἀναφιλητό. Γιατί θυμήθηκα τή μέρα ἐκείνη, πού ἀξιώθηκα κι ἐγώ ν’ ἀφήσω αὐτή τή φωνή (τῆς ὁμολογίας τῆς πίστης πρίν ἀπ’ τό Βάπτισμα). Καί καθώς σκέφτηκα τό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν πού μάζεψα ἀπό τότε μέχρι τώρα, χάνω τό νοῦ μου καί νοιώθω νά μέ δαγκώνει ὁ λογισμός βλέποντας πόση ντροπή πῆρα πάνω μου ἐξαιτίας τῆς κατοπινῆς ραθυμίας μου.
Ἡ σκέψη ἐκείνης τῆς μέρας, πού ἀξιώθηκε νά διαβεῖ τήν πύλη τοῦ Βαπτίσματος καί νά πάρει μέρος στήν Εὐχαριστία, τόν γεμίζει μέ δέος καί τρόμο. Νοιώθει τήν ἀνάγκη νά ἐκφράσει τή συντριβή του, γιά τά ἁμαρτήματα, πού στό μεταξύ σωρεύτηκαν στήν ψυχή του κι ἀμαύρωσαν τήν πρώτη του λευκότητα.
Γεμάτος ἀπ’ τά αἰσθήματα τῆς συντριβῆς, διατυπώνει σέ μιά ἑπόμενη Κατήχησή του τούτη την προτροπή:
«Ἀκουέτωσαν ταῦτα καί οἱ πρόσφατον τῆς τοῦ Βαπτίσματος δωρεᾶς ἀξιωθέντες καί ἡμεῖς ἅπαντες οἱ πάλαι ταύτης μετασχόντες τῆς χάριτος καί δεχώμεθα τήν συμβουλήν τοῦ τῆς οἰκουμένης διδασκάλου καί ἐννοήσωμεν οἵους εἶναι βούλεται τούς ἅπαξ τῶν ἀπορρήτων μυστηρίων μετόχους γεγενημένους»17.
Ἄς τ’ ἀκούσουν αὐτά καί κεῖνοι, πού τώρα τελευταῖα ἀξιώθηκαν νά δεχτοῦν τή δωρεά τοῦ Βαπτίσματος κι ὅλοι ἐμεῖς, πού ἀπό παλιά πήραμε αὐτή τή Χάρη. Κι ἄς δεχτοῦμε τή συμβουλή του δάσκαλου τῆς Οἰκουμένης. Κι ἄς κατανοήσουμε ποιούς τούς θέλει νά εἶναι ἐκεῖνοι πού κάποτε ἔγιναν μέτοχοι τῶν ἀνέκφραστων Μυστηρίων.
Ὁ Πατερικός λόγος δέν εἶναι ρητορικό σχεδίασμα ἤ λογοκρατικό δοκίμιο. Εἶναι ὁ κραδασμός τῆς λυτρωμένης ψυχῆς, ἡ ἁρμονία, πού συνθέτει καί «μελωδεῖ» τό Ἅγιο Πνεῦμα, καθώς ἀγγίζει τίς χορδές τῶν σκευῶν τῆς ἐκλογῆς καί τῆς εὐαρέσκειας τῆς Τρισυπόστατης Θεότητας.
Μπροστά σ’ αὐτή τήν πνευματικά χυμώδη Πατερική παραγωγή προβάλλεται προβληματικά ἰσχνή κι ἀτροφική ἡ δική μας λειτουργική ἐμπειρία. Θησαυρός, πού δέν κατορθώσαμε, ὅπως οἱ Πατέρες κι οἱ ἅγιοι, νά τόν ξεκλειδώσουμε καί νά τόν σφίξουμε στήν ἀγκαλιά. Περιοχή γνώσης, πού ἐπιχειρήσαμε νά βάλουμε τό πόδι στά κράσπεδά της, μά πού δέν τήν ἐξερευνήσαμε στά ἀπροσμέτρητα βάθη της.
Οἱ ὁδοιπόροι τοῦ τραγικοῦ αἰώνα μας πλουτίσαμε στή γνώση τῆς φύσης, κορεστήκαμε στή χρήση τῆς ὕλης, ἀπονευρωθήκαμε στήν ἀπόλαυση τῆς εὐμάρειας, μά μείναμε φτωχοί καί νηστικοί κι ἀνανάπτυκτοι, σωστά νήπια, στή γνώση τοῦ Θεοῦ καί στίς ἐμπειρίες τῆς ἐσωτερικῆς ὡρίμανσης, πού εἶναι ὁ καρπός τῆς συμμετοχῆς μας στή σύναξη τῆς Εὐχαριστίας.
Αὐτή ἡ αἴσθηση τῆς φτώχειας καί τῆς πείνας, μέ κάνει ν’ ἀποτολμῶ τή συγγραφή τούτου τοῦ βιβλίου. Θέλω, γράφοντάς το, νά καθηλώσω τή σκέψη μου καί τό λόγο μου στό Θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ καί «ἐπί τά προκείμενα δῶρα ταῦτα»18.
Ἡ πρόθεσή μου δέν εἶναι νά φέρω στή δημοσιότητα τή δική μου γνώση καί νά διδάξω τό λαό. «Σοφισθῆναι δεῖ πρῶτον καί οὕτω σοφίσαι, γενέσθαι φῶς, καί φωτίσαι, ἐγγίσαι Θεῷ καί προσαγαγεῖν ἄλλους»19.
Θέλω, μαζί μέ τό λαό τοῦ Θεοῦ, μαζί μ’ αὐτούς, πού, δεμένοι στή μιά κοινωνία, στό ἕνα σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, προσφέρουμε τήν ἀναίμακτη Θυσία καί προσφερόμαστε ἑκούσια καί λογική λατρεία20 στόν Κύριο, νά προσμετρήσουμε τήν ἀποσπασματική γνώση καί τήν ἀκόμα ἀποσπασματικότερη ἐμπειρία, πού ἀποχτήσαμε μετέχοντας στή Θεία Λειτουργία. Καί, στή συνέχεια, αὐτό τό ἀναιμικό δικό μας ἀπόκτημα, νά τό ζυμώσουμε μέ τό πολύτιμο νέκταρ τῆς Ἐκκλησίας, μέ τή γνώση, πού μᾶς κληροδοτήθηκε σάν θησαύρισμα τῆς ἐπιστήμης τῆς Λειτουργικῆς καί μέ τήν ἁγιοπατερική διδαχή καί τό ἁγιοπατερικό βίωμα, πού φέρνουν ἀνάμεσά μας ζωντανές, πυρφόρες, τίς καρδιές τῶν Πατέρων μας.
Ξεκινώντας ἀπ’ τήν ἐμπειρία ἤ τόν προβληματισμό τῆς σημερινῆς γενιᾶς τῆς Ἐκκλησίας, τῆς γενιᾶς μου, θέλω νά βάλω τό αὐτί, γιά νά πιάσω τό χτύπο καί τή λαχτάρα καί τή μαρτυρία τῶν μεγαλύτερων ἀδελφῶν μας.
Γιά τούς ἀνθρώπους, πού ζοῦν μονάχα τήν κοσμική διάσταση τοῦ χρόνου καί τήν ὑλιστικά διαλεκτική κλιμάκωση τῆς ἱστορίας, ἡ φωνή τῶν Πατέρων μοιάζει μακρινός ἀπόηχος ρομαντικῆς βύθισης στόν ὑπερβατικό χῶρο. Γιά τό λαό τοῦ Θεοῦ, πού ὁδοιπορεῖ μέ τέρμα τήν αἰώνια ἄνοιξη καί τό αἰώνιο φῶς καί τό πλήρωμα τῆς χαράς τοῦ Θεοῦ, εἶναι λόγος ἀλήθειας κι ἀπαύγασμα ζωῆς, πού ἐκφράζουν τό αἰώνιο σήμερα τῆς Ἐκκλησίας καί βοηθοῦν στήν προσέγγιση τοῦ αἰώνιου κι ἀναλλοίωτου Δημιουργοῦ.
Ἡ μόνη μου πρόθεση κι ἡ μόνη μου ἐπιδίωξη εἶναι νά ζήσουμε μέ τή βοήθεια τῆς δικῆς τους φωτισμένης σκέψης καί μέ τή μεταμόσχευση τῆς δικῆς τους ἁγιασμένης καρδιᾶς τή μεγάλη «εὐκαιρία», πού προσφέρεται στή γενιά μας, ὅπως προσφέρθηκε καί στίς δικές τους γενιές, τή Θεία Λειτουργία.
1. Ἀποκάλυψ. ιθ΄ 9.
2. Πράξ. β΄ 44.
3. Ἐφεσ. δ΄ 4.
4. Ἰωάν. ια΄ 52.
5. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας: Ἐπιστολή Μαγνησιεῦσιν, VII, I. Β.Ε.Π. τ. 2, σ. 270.
6. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας: Ἐπιστολή πρός Ἐφεσίους, ΧΧ. Β.Ε.Π. τ. 2, σ. 292.
7. Ψαλμ. ρλδ΄ 2.
8. Β΄ Κορινθ. δ΄ 18.
9. Β΄ Κορινθ. στ΄ 2.
10. Φιλιππησ. γ΄ 10.
11. Ἐφεσ. ε΄ 16.
12. Ψαλμ. λγ΄ 8.
13. Κολασ. α΄ 10,11.
14. Τροπάριο τῆς η΄ ὠδῆς τοῦ Κανόνα στόν Ὄρθρο τῆς Μεγάλης Πέμπτης.
15. Πράξ. στ΄ 5.
16. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: Ὁμιλίαι Κατηχητικαί... II, 19. S.C. τ. 50, σ. 144.
17. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: Ὁμιλίαι Κατηχητικαί... VII, 23. S.C. τ. 50, σ. 240.
18. Εὐχή τοῦ Καθαγιασμοῦ τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
19. Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ: Ἀπολογητικός... 71. Migne, τ. 35, σ. 373.
20. Ρωμ. ιβ΄ 1.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων