† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, «Τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ», β΄ ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ», 1994), σελ. 12-16, 17-26
ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
...Σ’ ὁλόκληρη τήν πατερική θεολογία δέν βρίσκουμε οὔτε μιά συνολική ἤ ἔστω ἀποσπασματική ἀφήγησι τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ. Οἱ Πατέρες δέν τό ἐπιχειροῦν. Ἐνῶ κάνουν βαθειά μελέτη τῶν ἱερῶν κειμένων καί στέκονται μέ δέος «παρά τό λίκνο» καί «παρά τούς πόδας» καί «παρά τόν σταυρόν» τοῦ Κυρίου, δέν ἀποτολμοῦν νά συγγράψουν μιά σκιαγραφία τῆς ὅλης ζωῆς του.
Ἡ ἄρνησι αὐτή τῶν Πατέρων μᾶς βάζει σ’ ἕνα δυνατό προβληματισμό. Εἶναι ἆραγε κατορθωτό νά συντάξουμε μιά ἱστορία τοῦ Ἰησοῦ;...
...Σᾶς καλῶ νά ἀναζητήσουμε νά γνωρίσουμε Ἐκεῖνον, τόν ὁποῖον νοστάλγησαν οἱ προχριστιανικοί ἄνθρωποι καί γιά τόν ὁποῖο ἔχυσαν τό αἷμα τους οἱ μάρτυρες.
Τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
2. Τό ἱστορικό παράδοξο.
Ὑπάρχει ἕνα ἱστορικό παράδοξο. Ἕνα γεγονός, πού φαίνεται ἀντιφατικό, κι’ ὅμως, σέ ὑποχρεώνει νά τό παραδεχτῇς καί νά βγάλῃς τίς συνέπειες.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀπουσιάζει ἀπό τήν ἱστορία. Καί ταυτόχρονα ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι παρών κατά ἕνα μοναδικό τρόπο στήν ἱστορία.
Εἶναι ἰδιαίτερα χαρακτηριστική καί ἐντυπωσιακή ἡ ἀπουσία τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τά κείμενα τῶν ἱστορικῶν καί τῶν χρονογράφων.
Ὑπάρχουν ἀνθρώπινες προσωπικότητες, οἱ ὁποῖες δέν μποροῦν μέ κανένα τρόπο νά ἀπουσιάσουν ἀπό τό βιβλίο τῆς ἱστορίας. Δέν μπορεῖ νά γράψῃ κανείς παγκόσμια ἱστορία χωρίς νά κάνῃ λόγο γιά τόν Περικλῆ, γιά τόν Μέγα Ἀλέξανδρο, γιά τόν Ναπολέοντα καί γιά ἀναρίθμητες ἄλλες φυσιογνωμίες, οἱ ὁποῖες εἴτε μέ τή θετική τους προσφορά στήν κοινωνική ἀνάπτυξι καί στόν πολιτισμό εἴτε μέ τήν ἀρνητική τους συμβολή καί τά ἀσυγχώρητα λάθη ἄφησαν ἀνεξίτηλα ἴχνη στή ροή τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου. Ὁποιοσδήποτε ἐπιχειρήσῃ νά ταξινομήσῃ τό ἱστορικό ὑλικό καί νά παρουσιάσῃ τή διαδοχική ἐξέλιξη, εἶναι ὑποχρεωμένος νά σταματήσῃ μέ προσοχή καί ἀμεροληψία μπροστά στούς δυνατούς μοχλούς τῆς ἱστορίας καί νά σκιαγραφήσῃ τή ζωή τους, τό ἔργο τους καί τίς συνέπειες τίς ὁποῖες εἶχε ἡ παρουσία τους γιά τήν ἐποχή τους καθώς ἐπίσης καί γιά τίς κατοπινές ἐποχές.
Ἀντίθετα, μπορεῖ νά γραφῇ στό σύνολό της ἡ παγκόσμια ἱστορία, χωρίς νά γίνῃ κανένας ὑπαινιγμός στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ. Μπορεῖ νά συνταχθῇ ἡ ἱστορία τῶν πολέμων καί τῶν μεγάλων ἐπιδρομῶν καί κατακτήσεων. Μπορεῖ νά γίνῃ λεπτομερέστατη περιγραφή τῶν μετακινήσεων τῶν λαῶν καί τῆς συγκροτήσεως τῶν μικρῶν ἐθνῶν ἤ τῶν μεγάλων αὐτοκρατοριῶν. Ἀκόμα εἶναι δυνατόν νά παρουσιαστῇ ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τοῦ πνεύματος καί γενικά τοῦ ἀνθρωπίνου πολιτισμοῦ. Καί σ’ ὅλα αὐτά νά μήν ἀναφερθῇ καθόλου τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί νά μή γίνῃ καμμιά ἐξάρτησι τῆς ἱστορίας ἀπό τήν ἐπίγεια παρουσία του καί τό ἔργο του. Πόλεμοι, κατακτήσεις, ἧττες, ἀριστουργήματα τῆς σμίλης, δημιουργίες τοῦ χρωστῆρος, μουσικές συνθέσεις, τεχνικά κατορθώματα, ὅλα μποροῦν νά συνθέσουν τό μεγάλο βιβλίο τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου ἐπάνω στόν πλανήτη μας. Καί μέσα στό μεγάλο αὐτό βιβλίο νά μή βρῇ καμμιά θέσι ὁ διδάσκαλος πού γεννήθηκε στή Βηθλεέμ καί τιμήθηκε μέ τόν πιό ἄσημο τίτλο, τόν τίτλο τοῦ Ναζαρηνοῦ.
Ἡ πρώτη αἰτία αὐτοῦ τοῦ φαινομένου εἶναι ἡ ἀδιαφορία μερικῶν ἀνθρώπων στά προβλήματα τῆς θρησκείας. Τά ἀπωθοῦν ἔξω ἀπό τό χῶρο τῶν ἀναζητήσεών τους. Ἡ σκέψι τους εἶναι συνεπαρμένη ἀπό τό ἐγκόσμιο. Καί θεωροῦν ὅτι δέν ἔχουν κἄν τό δικαίωμα νά ἀφιερώσουν χρόνο καί δυνάμεις γιά τήν προσέγγισι τοῦ προσώπου ἐκείνου πού δέν ἀσχολήθηκε μήτε μέ τήν ἐπιστημονική ἤ τεχνική ἀναζήτησι, μήτε μέ τή στρατιωτική τέχνη, μήτε μέ τόν πεζό ἤ τόν ποιητικό λόγο, μήτε μέ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐνασχόλησι, μέ τήν ὁποία οἱ ἄνθρωποι κερδίζουν τή δόξα καί μπαίνουν στό πάνθεο τῶν ἀθανάτων.
Μιά δεύτερη αἰτία εἶναι, τό ὅτι ἡ ἴδια ἡ παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν εἰσώρμησε σάν ἕνα ἐντυπωσιακό γεγονός μέσα στό χῶρο τῆς ἱστορίας. Ἡ γέννησί του δέν πραγματοποιήθηκε μέ θόρυβο. Τά βήματά του δέν συγχρονίστηκαν μέ πολεμικές ἰαχές. Εἶδε τό φῶς κάπου μακρυά, στή Βηθλεέμ. Ἡ δρᾶσι του περιωρίστηκε ἀνάμεσα στή Γαλιλαία καί στήν Ἰουδαία. Ἡ τροχιά του παρουσιάστηκε σύντομη. Καί ἡ ἐπίδρασί του φάνηκε τόσο μικρή.
Ἔτσι μποροῦμε νά γράψουμε ἤ νά διδάξουμε τήν ἱστορία τῆς Ρώμης χωρίς νά κάνουμε καμμιά ἀναφορά στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ. Μόνο ἴσως περιπτωσιακά μποροῦμε νά κάνουμε κάποια νῆξι, ὅταν μιλήσουμε γιά τόν διωγμό τοῦ Νέρωνος ἤ τοῦ Δεκίου. Κάτι τέτοιο κάνει ὁ ιστορικός Τάκιτος. Στήν ἴδια γραμμή κινεῖται καί ὁ Πλίνιος ὁ νεώτερος. Ἀκόμα ἔχουμε μιά ἱστορία τοῦ Ἰουδαϊκοῦ κόσμου, τήν Ἰουδαϊκή ἀρχαιολογία τοῦ Ἰωσήπου, στήν ὁποία εἶναι ἀμφισβητήσιμο καί αὐτό τό μοναδικό χωρίο, τό ὁποῖο κάνει λόγο γιά τόν Ἰησοῦ. Δέν ἀποκλείεται ἡ σιωπή αὐτή νά εἶναι καρπός τοῦ μίσους τῶν Ἰουδαίων. Δέν ἀποκλείεται ὅμως νά μή θεώρησε ὁ Ἰώσηπος τό ὅλο θέμα τόσο ἀξιόλογο, ὥστε νά τό καταχωρήσῃ στήν ἱστορική του συγγραφή.
Ἀκόμα ἔχουμε καί τοῦτο τό παράδοξο. Μολονότι εἶναι ἀδύνατο νά γραφῇ μιά ἐκκλησιαστική ἱστορία χωρίς νά γίνῃ ὑπαινιγμός ἤ καί σαφής λόγος γιά τό πρόσωπο τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἱστορικοί προϋποθέτουν τήν ἱστορική ὕπαρξί του καί δέν ἀσχολοῦνται μερικές φορές μέ τήν παρουσίασί του. Κλασσικό παράδειγμα ὁ Duchesne: ὁ ὁποῖος γράφει τήν ἱστορία τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, χωρίς νά ἀναφέρεται στόν θεμελιωτή τῆς Ἐκκλησίας καί χωρίς νά κάνῃ καμμιά εἰδική μελέτη τοῦ προσώπου του.
Ἔτσι θά μποροῦσε κανείς νά πῇ ὅτι γιά τόν συνηθισμένο τύπο τῆς ἱστορίας ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι σάν νά μήν ὑπῆρξε. Εἶναι δυνατόν νά ἐξελιχθῇ ἕνας ἱστορικός ἐπιστήμων σέ δόκιμο ἱστορικό συγγραφέα, μή ἔχοντας γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό παρά τίς γνώσεις ἑνός μικροῦ παιδιοῦ.
Ὑπάρχει ὅμως πάντοτε ἕνα πρόβλημα στήν ἱστορία. Ὁ κόσμος καί τό ἱστορικό ποτάμι καί ὁ πολιτισμός, χωρίζονται σέ δύο. Ὑπάρχει ἕνα ὁρόσημο, τό ὁποῖο χωρίζει σέ ἀρχαῖο καί σέ νέο τό βιβλίο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.
Αὐτό πού λέμε ἀρχαιότης εἶναι ἆραγε ἕνας συμβατικός ὅρος; Εἶναι ἕνα ἁπλό σημάδι, πού τό ἔβαλαν οἱ ἐπιστήμονες, γιά να ξεχωρίσουν κάπως καί νά ταξινομήσουν τό ἱστορικό ὑλικό; Ἤ εἶναι μιά βαθύτερη τομή στήν ἱστορική ζωή τῆς ἀνθρωπότητος; Μήπως ὑπάρχει μιά οὐσιαστικώτερη αἰτία, ἡ ὁποία διαφοροποιεῖ τήν ἀρχαιότητα ἀπό τή νέα ἐποχή;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι πρόδηλη. Ἄν ὑπάρχῃ μιά ρωμαϊκή ἱστορία, πού ἔχει ἀρχή καί τέλος, μιά αὐτοκρατορία, πού ἔφτασε σέ ἀκμή καί μετά μπῆκε στήν τροχιά τῆς φθορᾶς, κι’ ἄν ὁ ὁποιοσδήποτε εἶναι σέ θέσι νά βεβαιώσῃ ὅτι ὁ ρωμαϊκός πολιτισμός δέν πρόκειται νά ξαναεμφανισθῇ στό προσκήνιο τῆς ἱστορίας, αὐτό ὀφείλεται στήν παρουσία τοῦ Χριστιανισμοῦ, στήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Τό μικρό βρέφος, πού γεννήθηκε στή Βηθλεέμ, στήν ἀπομακρυσμένη αὐτή γωνιά τῆς ἀπέραντης ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἐπεβλήθηκε μέ τό πνευματικό του σκῆπτρο κι’ ἔκανε νά ἀνατείλῃ μιά ἐντελῶς καινούργια ἐποχή.
Τό ἴδιο μπορεῖ νά λεχθῇ καί γιά τήν Ἑλλάδα καί γιά τήν Αἴγυπτο. Ἡ καμπή τοῦ πολιτισμοῦ τους δέν εἶναι ἀπό ἐκεῖνες πού συμβαίνουν συνήθως καί τίς ὁποῖες ἀκολουθεῖ ἐνδεχομένως μιά καινούργια ἀνοδική πορεία. Τό ἄστρο τους ἔδυσε ὁριστικά. Πίσω τους ἔκλεισε μιά μεγάλη θύρα. Ὁ τάφος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθώς σφραγίστηκε, σφράγισε κι’ ὅλα τά ὄνειρα τοῦ ἀρχαίου κόσμου καί μέ τό ἄνοιγμά του ἄνοιξε τίς καινούργιες προοπτικές καί ἐγκαινίασε τήν καινούργια ἱστορία.
Στά σχολικά μας βιβλία γίνεται ἕνας διαφορισμός τῆς ἱστορίας. Ἡ Ἀνατολή, ἡ Ἑλλάς, ἡ Ρώμη χαρακτηρίζονται ὡς ἀρχαία ἐποχή. Ὁ βυζαντινός πολιτισμός εἶναι παλαιός, ἀλλά δέν εἶναι ἀρχαῖος. Ὅσο κι’ ἄν ἀπέχῃ ἀπό μᾶς, αἰσθανόμαστε πώς μᾶς συνδέει μαζί του μιά πνευματική συγγένεια. Ἀνεξάρτητα ἀπό τήν τεχνική πρόοδο, πού χαρακτηρίζει τήν ἐποχή μας, οἱ βυζαντινοί ἄνθρωποι θά μποροῦσαν νά ζήσουν ἀνάμεσά μας καί νά τούς κατανοήσουμε καί νά μᾶς κατανοήσουν. Τό κοινό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς, ἡ κοινή τοποθέτησι μπροστά στόν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ Χριστό θά ἀποτελοῦσε τήν ἰσχυρότερη συγγένεια τοῦ πνεύματος καί θά δημιουργοῦσε ἄνεσι ἐπικοινωνίας. Ἄν ὅμως ὑποτεθῇ ὅτι κατωρθώναμε καί μπαίναμε στό κλῖμα τῆς Ρώμης ἤ τῶν Ἀθηνῶν, θά νοιώθαμε τόν ἑαυτό μας ξένο καί τό πνευματικό περιβάλλον, παρ΄ ὅλο τό στοχασμό καί τίς φιλοσοφικές πτήσεις, ἀσφυκτικό.
Ἡ διαφοροποίησι τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου εἶναι ἕνα μεγάλο καί ἀδιαμφισβήτητο γεγονός στήν ἱστορία. Πέρα ἀπό αὐτό ὑπάρχει ἡ ὅλοφάνερη παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στόν πολιτισμό καί τήν ἱστορία.
Βέβαια, ὁ Ἰησοῦς δέν ἐπέδρασε κατ’ εὐθείαν στόν πολιτισμό. Δέν ἔδωσε Ἐκεῖνος σχέδια γιά μεγάλα οἰκοδομήματα οὔτε σμίλεψε ἀγάλματα οὔτε ἄνοιξε σχολές πανεπιστημιακές. Κι’ ὅμως, ἄμεσα, ἤ ἔμμεσα, φανερά ἤ ἄδηλα, ἔχει μπῆ ἡ σφραγίδα τοῦ λόγου του καί τῆς παρουσίας του στόν πολιτισμό. Καί ὑπάρχει ἡ ἑξῆς ἰδιοτυπία. Ἐνῶ ὁ Ρωμαϊκός, ὁ ἑλληνικός, ὁ αἰγυπτιακός, ὁ ἰνδικός πολιτισμός χαρακτηρίζονται ἀπό τή γεωγραφική περιοχή, στήν ὁποῖα γεννήθηκαν, ὁ πνευματικός πολιτισμός, πού δημιουργήθηκε κάτω ἀπό τήν ἐπίδρασι τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου, ἁπλώνεται ἔξω ἀπό τά γεωγραφικά ὅρια καί παίρνει ἕνα χαρακτῆρα πέρα γιά πέρα οἰκουμενικό.
Ὅλο αὐτό τό πρᾶγμα ἀποτελεῖ τό θαῦμα τῆς ἱστορίας. Καί τό θαῦμα δέν μπορεῖς νά τό παρατρέξῃς. Δέν ἔχεις τό δικαίωμα νά δοθῇς μέ πάθος στό θόρυβο καί στό συναρπαστικό παιχνίδι τῆς σύγχρονης ζωῆς καί νά τό ἀφήσῃς στό περιθώριο τῆς σκέψεώς σου, τοῦ στοχασμοῦ σου, τῆς ἀγωνίας σου, τῆς μελέτης σου.
Τό θαῦμα Ἰησοῦς Χριστός, φίλε μου, εἴτε τό θέλεις εἴτε δέν τό θέλεις, εἶναι τό πρῶτο πρόβλημα καί τῆς δικῆς μου καί τῆς δικῆς σου ζωῆς. Ἄν αἰσθάνεσαι ἔτσι, τότε ἔχουμε κάτι νά δοῦμε στή συνέχεια τῆς μελέτης μας.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων