† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Μηνύματα... μέ πολλούς ἀποδέκτες
Μητροπολίτου Ἀττικῆς και Μεγαρίδος Νικοδήμου
Μέσα στή θολή ἀτμόσφαιρα τῶν ἡμερῶν μας, παράλληλα στίς καταλυτικές, κοινωνικές ἀνατροπές, οἱ ἀπρόσμενες ἐξελίξεις τῶν ἐκκλησιαστικῶν μας πραγμάτων δροῦν ἀρνητικά καί τονίζουν ἕνα μελαγχολικό ρέκβιεμ. Αἰφνιδιάζουν τό λογισμό. Πνίγουν τό λόγο. Καί φορτίζουν τήν ἀνήσυχη ψυχή μέ ἀσήκωτο βάρος ὀδύνης. Δέ θά ἐπιχειρήσω τήν ἱστόρηση τῶν γεγονότων. ῾Η κοινή γνώμη τά ἔχει εἰσπράξει ἀπό τά ἀνοιχτά ταμεῖα τῆς κοινῆς ἐνημέρωσης καί τά ἔχει καταμετρήσει. ῎Οχι ὡς τιμήματα φωτισμένης καί ἐξαγιασμένης ἀγωνιστικότητας. ᾿Αλλά ὡς συμπτώματα ἐκτροχιασμοῦ καί ἀλλοτρίωσης ἀπό τή χαρισματική ᾿Αποστολική καί Πατερική Παράδοση τῆς “ἐν πορείᾳ” ᾿Εκκλησίας μας. Βραχυκυκλωμένος στή σκοτεινιά τοῦ κυκλώνα, ἀναζήτησα φῶς ἀπό τίς ἱστορικές σελίδες ἄλλης ἐποχῆς καί μηνύματα ἀπό προσωπικότητες, πού εἶχαν τό θάρρος καί τή δύναμη, νά σταθοῦν ὄρθιες μέσα στή θύελλα καί νά μιλήσουν μέ παρρησία καί εὐθυκρισία στούς σκοτισμένους ἤ κατατρομαγμένους καπετάνιους τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σκάφους. ῾Η ἐπιλογή ἐκκλησιαστικῆς περιόδου, στήν ὁποία θά ἀναφερθῶ, εἶναι τό δεύτερο κομμάτι τοῦ τέταρτου αἰώνα καί τό πρῶτο τοῦ πέμπτου. ῾Η ἐποχή, κατά τήν ὁποία τό κοσμικό φρόνημα τοῦ παλατίου καί οἱ ἴντριγκες τῶν ἐραστῶν τῆς ἐξουσίας εἶχαν μολύνει τό θυσιαστικό Πατερικό φρόνημα καί εἶχαν φέρει στό προσκήνιο τῶν ἀρχιερατικῶν θρόνων φυσιογνωμίες μέ θολά ὁράματα καί ἀγοραῖο ἦθος. Καί ἡ λαχτάρα μου γιά προσφυγή σέ ἐξαγιασμένο πομπό μηνυμάτων, ἱκανῶν νά ἀφυπνίσουν τήν ἐποχή του καί νά συγκλονίσουν τά ἐκκλησιαστικά στελέχη τοῦ “νῦν αἰώνα”, μέ ἔφερε στόν ἀσκητή τῆς Αἰγυπτιακῆς γῆς, στόν ἅγιο ᾿Ισίδωρο τόν Πηλουσιώτη.῾Ο ἅγιος ᾿Ισίδωρος μᾶς ἄφησε, ὡς πολύτιμη κληρονομιά, περισσότερες ἀπό 2.000 ἐπιστολές. Τίς ἀπευθύνει σέ μεγάλο φάσμα ἀποδεκτῶν. Σέ ᾿Επισκόπους καί ἰδιαίτερα στόν ᾿Επίσκοπο τῆς περιοχῆς του, τόν Εὐσέβιο. Σέ διάφορους κληρικούς καί μοναχούς. Καθώς καί σέ πρόσωπα τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, πού διαχειρίζονταν ζωτικά προβλήματα τοῦ κοινωνικοῦ σώματος. ῞Ολες οἱ ἐπιστολές του ἀποπνέουν ἄρωμα ζωντανῆς πίστης καί ἀνεπίληπτου βίου. Καί ὅλες οἱ παρατηρήσεις του εἶναι πιστές ἀποτυπώσεις τῆς ἀνέλεγκτης ἐκκοσμίκευσης τοῦ ἡγετικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κυκλώματος και θερμές παροτρύνσεις γιά μετάνοια καί ἐπιστροφή στό πνεῦμα καί στό κλίμα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἀπό τή σούμα τῶν ἐπιστολῶν του ξεχώρισα ἐλάχιστες. Κάποιες ἀπό τίς πολλές, πού δίνουν τό στίγμα τῆς ἔκπτωσης καί τῆς διαφθορᾶς ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καί, ταυτόχρονα, ἰχνογραφοῦν καί ἀναπλάθουν τή δυναμικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, πού διατηρεῖ, ὡς ἀποκλειστικό θησαύρισμα τήν Εὐαγγελική ἀλήθεια καί τό ἀπτόητο, ἀγωνιστικό φρόνημα.
***
῾Η πρώτη ἐπιστολή, πού τή μεταφέρω ἐδῶ, ἐστάλη ἀπό τόν ἀσκητή ἅγιο ᾿Ισίδωρο στόν ᾿Επίσκοπο Λεόντιο. ᾿Εκεῖνος, μέ δική του ἐπιστολή, εἶχε ἐκφράσει τή θλίψη του γιά τίς ἐκφυλιστικές τάσεις τοῦ ὁμίλου τῶν ᾿Επισκόπων καί γιά τήν ἀλλοίωση τοῦ ἤθους στίς τάξεις τῶν κληρικῶν. Καί ὁ ἀσκητής ᾿Ισίδωρος ἀπαντάει, προσδιορίζοντας μέ σαφήνεια, χωρίς φόβο καί χωρίς ὐποστολή, τό ἐκκλησιαστικό πρόβλημα τῆς εὐρύτερης περιοχῆς. Τήν ἐπιπολαιότητα καί τήν ἐκκοσμικευμένη σκοπιμότητα, πού πρυτάνευε κατά τίς ἱερές στιγμές τῆς ἐπιλογῆς τῶν νέων λειτουργῶν τοῦ Θυσιαστηρίου. Καί τήν ἀνατροπή, μέ τήν τακτική αὐτή, τῶν προδιαγραφῶν, πού ὁρίζει ὁ λόγος τοῦ Κυρίου καί οἱ πράξεις τῶν ἁγίων ᾿Αποστόλων Του. ΕΠΙΣΤΟΛΗ Φ ΚΑ΄ «Λεοντίῳ ᾿Επισκόπῳ»: «῎Οντως, καθώς γέγραφας, πολλαί εἰς τάς ᾿Εκκλησίας ἐπεκώμασαν ταραχαί. ῞Οπου γάρ τό τῆς εἰρήνης ὄνομα, ἐκεῖσε τά τοῦ πολέμου ἔργα χορεύει. Ταῦτα δέ συμβαίνει ἐκ τοῦ πολλά καί παντοδαπά ἡμαρτῆσθαι τοῖς τό διδασκαλικόν ἀξίωμα ἐγκεχειρισμένοις· ὧν τό καθ᾿ ἕν ἐάσας, ἕν εἰς ὅ πάντα βλέπει γράψω, πρᾶγμα ἔντιμον καί μέγα καί λαμπρόν· καί ὅ τούς ἀποστόλων συλλόγους, ὡς φωστῆρας πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης εἶναι πεποίηκε· νῦν ραθυμηθέν συγχύσεως ἐνέπλησε τάς ᾿Εκκλησίας· τί δέ ἐστι τοῦτο; φράσω μετά παρρησίας, καί γάρ οὐδ᾿ ἄν ἄλλως δυναίμην· ὅτι τότε μέν οἱ φιλάρετοι εἰς ἱερωσύνην προήγοντο, νυνί δέ οἱ φιλάργυροι· τότε οἱ φεύγοντες τό πρᾶγμα διά τό μέγεθος τῆς ἀρχῆς, νῦν δέ οἱ ἐπιπηδῶντες τῷ πράγματι, διά τό μέγεθος τῆς τρυφῆς. Τότε οἱ ἀκτημοσύνῃ ἑκουσίῳ ἐναβρυνόμενοι, νυνί δέ οἱ πλεονεξίᾳ ἑκουσίῳ χρηματιζόμενοι· τότε οἱ πρό ὀφθαλμῶν ἔχοντες τό θεῖον δικαστήριον, νυνί δέ οἱ μηδέ ἔννοιαν τούτου ἔχοντες· τότε οἱ τύπτεσθαι· νῦν δέ οἱ τύπτειν ἕτοιμοι· καί τί δεῖ τά πολλά λέγειν; μεταπεπτωκέναι λοιπόν τό ἀξίωμα ἔδοξεν ἀπό ἱερωσύνης εἰς τυραννίδα· ἀπό ταπεινοφροσύνης εἰς ὑπερηφανίαν· ἀπό νηστείας εἰς τρυφήν, ἀπό οἰκονομίας εἰς δεσποτείαν· οὐ γάρ ὡς οἰκονόμοι ἀξιοῦσι διοικεῖν, ἀλλ᾿ ὡς δεσπόται σφετερίζεσθαι. Ταῦτα δέ οὐ κατά πάντων εἴρηται, ἀλλά κατά τῶν ἐνόχων· εἰσί γάρ εἰσιν οἵ κατά τόν ἀποστολικόν μέν ζῶσι χαρακτῆρα, ρῆξαι δέ φωνήν μή τολμῶντες· εἰ καί λίαν εἰσί κατά τοῦτο μόνον μεμπτοί, ὅτι δεδοικότες τῶν ἀκολάστων τό πλῆθος, τό γε εἰς αὐτούς ἧκον, τῆς τηλικαύτης διορθώσεως ἀμελοῦσι». (Μετάφραση: Πραγματικά, ὅπως γράφεις, πολλές συμφορές ξέσπασαν στίς ᾿Εκκλησίες μας. ᾿Εκεῖ, πού ἔχει δοθεῖ τό ὄνομα καί τό χάρισμα τῆς εἰρήνης, χορεύουν τά ἔργα τοῦ πολέμου. Καί αὐτά συμβαίνουν, ἐπειδή ἐκεῖνοι, στούς ὁποίους ἔχει δοθεῖ τό διδασκαλικό ἀξίωμα, ἔχουν κάνει πολλά καί ποικίλα ἁμαρτήματα. Καί ἐγώ, παραλείποντας νά μνημονεύσω τό καθένα ἀπό αὐτά, χωριστά, θά ἀναφέρω ἕνα, πού τά ἀνακεφαλαιώνει ὅλα, πού εἶναι μεγάλο καί ἔντιμο καί λαμπρό καί πού ἀνάδειξε τίς ὁμάδες τῶν ᾿Αποστόλων φωστῆρες ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης. Αὐτό, καθώς τώρα ἀμελήθηκε, πλημμύρισε τίς τοπικές ᾿Εκκλησίες μέ σύγχυση. Ποιό εἶναι αὐτό, θά τό πῶ μέ παρρησία. Δέ θά μποροῦσα νά κάνω καί κάτι τό διαφορετικό. Τότε, προωθοῦνταν στήν ἱερωσύνη οἱ φιλάρετοι, ἐκεῖνοι, πού ἀγαποῦσαν καί ἐπιζητοῦσαν τήν ἀρετή. Τώρα, προωθοῦνται καί προάγονται οἱ φιλάργυροι. Τότε, ἐπιλέγονταν ἐκεῖνοι, πού ἀπέφευγαν τό ἀξίωμα, γιατί συναισθάνονταν τό βάρος τῆς ἡγετικῆς τιμῆς. Τώρα, ἐπιλέγονται ἐκεῖνοι, πού σπεύδουν νά ἀνεβοῦν στό ἀξίωμα, γοητευμένοι ἀπό τό μέγεθος τῆς τρυφῆς. Τότε, ἐκεῖνοι, πού καυχῶνταν γιά τήν ἑκούσια ἀκτημοσύνη τους. Τώρα, ἐκεῖνοι, πού χρηματίζονται, νικημένοι ἀπό τήν ἑκούσια πλεονεξία τους. Τότε, ἐκεῖνοι, πού εἶχαν μπροστά στά μάτια τους τό θεῖο δικαστήριο. Τώρα, ἐκεῖνοι, πού δέν ἔχουν οὔτε κἄν τήν ἔννοια τοῦ ἱεροῦ δικαστηρίου. Τότε, ἐκεῖνοι, πού ἦταν ἕτοιμοι νά χτυπηθοῦν καί νά ματώσουν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τώρα, ἐκεῖνοι, πού εἶναι ἕτοιμοι νά χτυπήσουν καί νά πληγώσουν ἄλλους. Καί γιατί νά ἐξακολουθήσω νά ἀραδιάζω πολλά; Μέ ὅσα γίνονται, δίνεται ἡ ἐντύπωση, πώς ἔχει κατρακυλήσει τό ἀξίωμα ἀπό ἱερωσύνη σέ τυραννίδα. ᾿Από ταπεινοφροσύνη, σέ ὑπερηφάνεια. ᾿Από νηστεία, σέ τρυφή. ᾿Από ἐπιστασία καί διευθέτηση, σέ δεσποτεία. Γιατί -οἱ σημερινοί ἱερεῖς- δέν ἐπιδιώκουν νά διοικοῦν ὡς οἰκονόμοι, ἀλλά σφετερίζονται τά κοινά ἀγαθά, ὡς δεσπότες. Καί ὅλες αὐτές τίς μομφές δέν τίς καταλογίζω σέ ὅλους τούς ἱερεῖς, ἀλλά στούς ἐνόχους. Γιατί ὑπάρχουν -ναί, ὑπάρχουν- καί ἐκεῖνοι, πού ζοῦν μέν σύμφωνα μέ τό ἀποστολικό παράδειγμα, ἀλλά δέν τολμοῦν νά βγάλουν φωνή διαμαρτυρίας. Καί αὐτοί -πρέπει νά λεχτεῖ- εἶναι ἀξιόμεμπτοι μόνο κατά τοῦτο, ὅτι φοβοῦνται τό πλῆθος τῶν ἀκόλαστων καί ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ φόβου, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτούς, ἀμελοῦν νά συνεισφέρουν στή διόρθωση τῶν πραγμάτων).
***
῾Η δεύτερη ἐπιστολή ἀπευθύνεται στόν ᾿Επίσκοπο ῾Ερμογένη. ῾Ο ἅγιος ᾿Ισίδωρος ἀναφέρεται στίς συμπεριφορές τοῦ ᾿Επισκόπου Πηλουσίου Εὐσεβίου καί στίς ἐπιλογές τῶν προσώπων, πού συγκρότησαν τήν ἐπισκοπική του αὐλή. Καί, ἐκδηλώνοντας τόν προβληματισμό του καί τήν ἀπογοήτευσή του, κάνει τήν ἐπισήμανση: Μή παραξενεύεσαι γιά τά πρόσωπα, πού διάλεξε ὁ Εὐσέβιος καί τά κάλεσε κοντά του. Γιατί εἶναι συνήθεια, νά καλεῖ ὁ ἡγέτης τούς ὁμοτρόπους του καί αὐτούς νά συγκεντρώνει στό στενό του περιβάλλον. Ἐπιστολή ΙΙΙ ΚΘ΄ «῾Ερμογένῃ ᾿Επισκόπῳ» «Εἰ δεῖγμα σαφές τῶν ἑκάστου τρόπων ἡ τῶν συνόντων ἐστί πολιτεία, μή θαύμαζε εἰ Εὐσέβιος τούς περί Μαρτινιανόν καί Ζώσιμον καί Μάρωνα, καί τούς ἄλλους τούς ὁμοτρόπους αὐτοῖς, διά τιμῆς ἔχει. ῞Ωσπερ γάρ εἰ ἀρετῆς ἦν ἐραστής, οὐκ ἄν τῶν φιλαρέτων ἑτέρους προετίμησεν οὕτως ἐπειδή σύντροφον καί φίλην τήν κακίαν ἔχει, τοῖς ὁμοτρόποις χρῆται». (Μετάφραση: Ἄν ἀσφαλής μέθοδος, γιά νά διαπιστώσει κανείς τούς τρόπους καί τή συμπεριφορά κάποιου ἀνθρώπου, εἶναι ἡ διερεύνηση τῆς πολιτείας τῶν ἀνθρώπων, πού εἶναι κοντά του, μήν ἐκπλήττεσαι, γιά τό γεγονός, ὅτι ὁ Εὐσέβιος ἐκδηλώνει τήν ἐκτίμησή του σέ κείνους, πού βρίσκονται κοντά στό Μαρτινιανό καί στό Ζώσιμο καί στό Μάρωνα καί στούς ἄλλους, πού εἶναι ὁμότροποι μέ αὐτούς. Γιατί, ὅπως ἄν ἦταν ἐραστής τῆς ἀρετῆς, δέ θά προτιμοῦσε κανένα ἄλλο ἐκτός ἀπό τούς φιλαρέτους, ἐπειδή ἔχει σύντροφο καί φίλη τήν κακία, χρησιμοποιεῖ ὡς συνεργάτες του τούς ὁμοτρόπους του).
***
῾Η τρίτη στέλλεται στόν ἴδιο τόν Εὐσέβιο, πού ἦταν καί ὁ κυριάρχης ᾿Επίσκοπος τῆς ἐπαρχίας, στήν ὁποία ἀσκήτευε ὁ ᾿Ισίδωρος. Καί μέ ὕφος σοβαρό, ἀλλά καί τολμηρό, τόν ἐλέγχει γιά τήν πράξη του αὐτή, νά συγκροτήσει τήν αὐλή του μέ πρόσωπα πού δέ διέθεταν τήν «ἔξωθεν καλή μαρτυρία». ΕΠΙΣΤΟΛΗ Ι ΡΙΘ΄ “Εὐσεβίῳ ᾿Επισκόπῳ» «Καλῶς τό ψαλμικόν ἐμελέτησας, καί τούς μονοτρόπους ἐν τῷ τοῦ Κυρίου οἴκῳ συνήγαγες, Ζωσίμῳ συζεύξας Μάρωνα· πᾶσαν σπουδήν, ὡς οἶμαι, τιθέμενος, μή τι τῶν φαύλων ἔξω τοῦ θυσιαστηρίου σταίη. ῎Ισθι τοίνυν ὡς πληθύνων τούς Σίμωνας, τούς χρήμασι κτᾶσθαι τό τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα νομίζοντας, κοινόν ἐκτήσω βαλάντιον τῷ προδότῃ, εἰς χολήν πικρίας καί σύνδεσμον ἀδικίας καλινδούμενος, καί προπίνων τολμηρῶς τά καί ἀγγέλοις αὐτοῖς περιπόθητα». (Μετάφραση: Καλά μελέτησες τό ψαλμικό χωρίο: ῾Ο Θεός κατοικίζει μονοτρόπους ἐν οἴκῳ καί, ὡς ἐφαρμογή, μάζεψες τό Ζώσιμο καί τό Μάρωνα, πού ἦταν μοναχικοί καί ξένοι στόν οἶκο του Θεοῦ. Καί, καθώς πιστεύω, κατέβαλες κάθε φροντίδα γιά νά μήν παραμείνει ἔξω ἀπό τό Θυσιαστήριο κανένα ἀπό τά φαῦλα στοιχεῖα. Γνώριζε, λοιπόν, ὅτι, πληθύνοντας τούς Σίμωνες, πού νομίζουν πώς μποροῦν νά ἀποκτοῦν μέ τά χρήματα τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀπέκτησες βαλάντιο ὅμοιο μέ τό βαλάντιο τοῦ προδότη, καθώς κυλιέσαι εἰς χολήν πικρίας καί σύνδεσμον ἀδικίας καί πίνεις, μέ θρασύτητα, τό αἷμα ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι περιπόθητο ἀκόμα καί στούς ἀγγέλους).
***
῾Η ἑπόμενη ἐπιστολή, πού τήν ἐπέλεξα, γιά νά σᾶς τήν παρουσιάσω, στέλλεται στο διάκονο ᾿Ιωάννη. Καί μερίζεται μέ τό νέο αὐτό λειτουργό τῆς ᾿Εκκλησίας τήν ἀπογοήτευση πού προκαλοῦσε στίς καρδιές τῶν ἁγνῶν λειτουργῶν τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Πηλουσίου καί στίς συνειδήσεις ὁλόκληρου τοῦ πληρώματος ἡ ἀντιφατική καί ἄκρως ἀνησυχητική ποιμαντική τακτική τοῦ Εὐσέβιου. ῾Η ἐκδίωξη ἀπό τήν ἐπαρχία του τῶν λειτουργῶν, τῶν “κοσμίως ζώντων” καί ἡ ἀνύψωση στίς ποιμαντικές ἐπάλξεις ἐκείνων πού ἦταν πασίγνωστοι, γιά τά πολλά καί προκλητικά τους ἐλαττώματα. «ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΙ Ν΄ ᾿Ιωννῃ διακόνῳ» «...Εἰσί δέ οἵ τούς μέν κοσμίως ζῶντας ἀπελαύνουσι, τούς δ᾿ ἐπί τοῖς αἰσχίστοις ἁλισκομένους, και μείζονος βαθμοῦ ἀξιοῦσιν. Εἰ δέ Εὐσέβιος, ὡς γέγραπται, τά πάντων ὁμοῦ ἐλαττώματα ἀπομαξάμενος, καί ἐγκρίνων μέν οὕς οὐ χρή, χρηματιζόμενος δέ καί τρυφῶν, καί ἑαυτόν καί φίλους ἀγνοῶν, ἐχθρούς τε ἀμυνόμενος, καί εἰς τυραννίδα τῇ ἱερωσύνῃ ἀποχρώμενος, οὐδενί πλεονεκτήματι κεκόσμηται (οἱ γάρ τά εἰρημένα δρῶντες, καί κατορθώμασί τισι πάντως εἰσί κεκοσμημένοι) μή θαυμάσῃς. Τό γάρ μήτε ἀφ᾿ ἑαυτοῦ συνορᾷν τό δέον, μήτε συμβουλεύοντος ἀνέχεσθαι, εἰς τοιαύτην ἐξώκειλε κακίαν, ὥστε καί τούς πάσῃ ἀρετῇ κομῶντας, καί κατά τόν ἀποστολικόν ζῶντας βίον, καί τῶν μαθητῶν τοῦ Σωτῆρος διασώζοντας τόν χαρακτήρα (εἰσί γάρ, εἰσί κἄν μυριάκις τινές μαίνονται, πάντας εἰς κακίαν ἐκπεπτωκέναι διαβεβαιούμενοι), οὐ μόνον οὐκ ἀποδέχεται, οὐδέ ζηλοῖ, ἀλλά καί κακίζει, καί ἐξοστρακίζει. ῎Ελεγχον γάρ τοῦ οἰκείου βίου τήν ἐκείνων πολιτείαν ἡγούμενος, διά τοῦ ἐκείνους αἰτιᾶσθαι, τήν οἰκείαν κακίαν περιστέλλειν οἴεται. Μή τοίνυν ὀλιγώρει· ἀναλογοῦσαν γάρ τοῖς πταίσμασι τήν τιμωρίαν ὑφέξει». (Μετάφραση: ῾Υπάρχουν καί αὐτοί πού ἀποδιώχνουν ἐκείνους πού ζοῦν μέ κοσμιότητα, ἐνῶ ἐκείνους πού συλλαμβάνονται νά ἀσχημονοῦν τούς τιμοῦν μέ ἀνώτερους βαθμούς. Καί ἄν ὁ Εὐσέβιος (ὅπως ἔγραψες), ἔχει μαζέψει τά ἐλαττώματα ὅλων καί ἐγκρίνει ἐκείνους, πού δέν πρέπει νά ἐγκρίνει καί χρηματίζεται καί τρυφᾶ, ἀγνοώντας καί τή δική του ἰδιότητα καί τήν ἰδιότητα τῶν φίλων του καί ἄν, κάνοντας ἄμυνα ἐνάντια στούς ἐχθρούς του, χρησιμοποιεῖ τήν ἱερωσύνη ὡς τυραννίδα (αὐτοί, πού ἀπεργάζονται ὅσα ἀνάφερα, κοσμοῦνται καί μέ κάποια κατορθώματα) μή θαυμάσεις. Γιατί, μέ τό νά μή βλέπει ὁ ἴδιος ἐκεῖνο, πού εἶναι σωστό καί μέ τό νά μή ἀνέχεται ἐκεῖνον, πού τόν συμβουλεύει, ἔγινε αἰτία νά ἐξοκείλει σέ τέτοια κακία, ὥστε καί αὐτούς ἀκόμα, πού εἶναι στολισμένοι μέ κάθε ἀρετή, πού ζοῦν τόν ἀποστολικό βίο καί διασώζουν τό χαρακτήρα τῶν μαθητῶν τοῦ Σωτῆρα (ὑπάρχουν, ναί, ὑπάρχουν τέτοιοι, ἔστω καί ἄν μερικοί μαίνονται καί ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ πάντες ἔχουν περιπέσει σέ κακία) ὄχι μόνο νά μή τούς ἀποδέχεται, ἀλλά καί νά τούς ζηλεύει καί νά τούς κακίζει καί νά τούς ἐξοστρακίζει. Καί ἐπειδή θεωρεῖ καί αἰσθάνεται τήν πολιτεία ἐκείνων ὡς ἔλεγχο τοῦ δικοῦ του βίου, νομίζει, ὅτι μέ τό νά ρίχνει τά βάρη σέ ἐκείνους, περιστέλλει τή δική του κακία καί τή δική του ἐνοχή. Μή, λοιπόν, ὀλιγωρεῖς. Γιατί μέ τήν ὀλιγωρία σου θά ἔχεις τήν τιμωρία, πού ἀναλογεῖ στό πταῖσμα).
***
Συμπληρώνοντας τόν πίνακα τῆς κριτικῆς τοῦ ἁγίου ᾿Ισιδώρου, μεταφέρω καί μιά ἀκόμα, τελευταία, ἐπιστολή του πού τή στέλνει στόν ᾿Επίσκοπο ᾿Αλύπιο. ᾿Ερέθισμα τῶν μελαγχολικῶν στοχασμῶν του εἶναι ἡ φιλαργυρία κάποιων ἐκκλησιαστικῶν λειτουργῶν τῆς ἐποχῆς του, ᾿Επισκόπων καί πρεσβυτέρων. Δέ γέμιζε ἡ ψυχή τους μέ τά βιώματα τοῦ Θυσιαστηρίου. Μέ τήν παράστασή τους στό Γολγοθά τῆς θεληματικῆς, ἔσχατης φτώχειας τοῦ σαρκωμένου Λόγου καί τῆς ὑπέρτατης Θυσίας Του. Δέν τούς συγκινοῦσε ἡ πολλαπλή ὑπόμνηση τοῦ Κυρίου, πώς χρέος τους ἦταν ἡ προσφορά ἀγάπης καί ἡ θυσία. Δέν τούς καταξίωνε ἡ ἑκούσια ἀπαγκίστρωση καί ἀπελευθέρωση ἀπό τή νόθη μαγεία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καί τό ἄνοιγμα τοῦ θησαυροφυλακίου τῆς ὕπαρξης στή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί στούς καρπούς τοῦ Πνεύματος. Οἱ θησαυροί “ἐπί τῆς γῆς” (Ματθ. στ΄ 19), ὁ χρυσός καί ὁ ἄργυρος, ἡ χλιδή καί ἡ μάταιη κοινωνική προβολή ἦταν τά ὄνειρά τους καί τά κίνητρα τῶν ἀγώνων τους. Αὐτές τίς διαστροφές καί αὐτές τίς μεθοδεύσεις τίς στιγματίζει ὁ ἅγιος ᾿Ισίδωρος, μέ τούτη τήν ἐπιστολή του καί τίς ἀποδοκιμάζει μέ ὅλο τό πάθος τῆς ψυχῆς του. ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΙΙ, ΣΛΔ΄ «᾿Αλυπίῳ ᾿Επισκόπῳ» «Μή δυσχεράνῃς, ὦ βέλτιστε, ἐάν ἐπαφῶ τήν γλῶσσαν τοῖς φιλαργύροις. Πρᾶγμα γάρ λέξω σαφές, καί ἁπλοῦν, καί μαρτυρίας μή δεόμενον. Τοσοῦτον γάρ κεχείρωνται τῷ νοσήματι, ὡς μηδέ νόσημα αὐτό ἡγεῖσθαι. Καθάπερ γάρ οἱ οὐρανοπολῖται, οἱ ἐν τοῖς ὄρεσι, φημί, μοναχοί, οὐδέ ἴσασι τί ἐστι πλεονεξία, οὕτως οὐδέ οὗτοι, ἀλλ᾿ οὐχ ὁμοίως, ἀλλ᾿ ἀπεναντίας ἐκείνοις. ᾿Εκεῖνοι μέν γάρ διά τό πόρρω εἶναι τοῦ πάθους ἀγνοοῦσι τό νόσημα· οὗτοι δέ οὐδέ νόσημα αὐτό ἡγοῦνται εἶναι. Οὕτω γάρ παρώσατο τήν ἀρετήν ἡ κακία, καί τυραννεῖ, καί πάντα ἄνω καί κάτω ποιεῖ, ὡς μηδέ κακία εἶναι νομίζεσθαι». (Μετάφραση: Μή δυσαρεστηθεῖς, ἀγαθότατε, ἄν ἀφήσω τή γλώσσα μου νά ἐγγίσει τούς φιλάργυρους. Θά πῶ ἕνα πράγμα, πού εἶναι σαφές καί ἁπλό καί πού δέ χρειάζεται μαρτυρικές ἀποδείξεις. ῾Ο φιλάργυρος τόσο πολύ αἰχμαλωτίζεται στό νόσημα τῆς φιλαργυρίας, πού οὔτε τό ὑπολογίζει σάν νόσημα. Γιατί, ὅπως οἱ οὐρανοπολίτες (καί λέγοντας οὐρανοπολίτες ἐννοῶ τούς μοναχούς, πού ζοῦν στά βουνά) οὔτε κἄν γνωρίζουν τί εἶναι ἡ πλεονεξία, ἔτσι καί αὐτοί δέν τό γνωρίζουν, ὄχι βέβαια ὅμοια μέ τούς μοναχούς, ἀλλά ἐντελῶς ἀντίθετα. Ἐκεῖνοι, οἱ μοναχοί, ἐπειδή βρίσκονται μακρυά ἀπό τό πάθος, ἀγνοοῦν, ὅτι εἶναι νόσημα. Τοῦτοι, ἐπειδή εἶναι παραδομένοι στή φιλαργυρία, οὔτε νά σκεφτοῦν μποροῦν, ὅτι εἶναι νόσημα. ῎Ετσι ἔσπρωξε στήν ἄκρη ἡ κακία τήν ἀρετή καί τυραννεῖ καί κάνει τά πάντα ἄνω-κάτω, ὥστε οὔτε κἄν νά νομίζεται ἡ πλεονεξία καί ἡ φιλαργυρία ὡς κακία).
***
῞Οποιος ἀπό ὅλους ἐμᾶς διαβάζει τίς ἐπιστολές τοῦ ἁγίου ᾿Ισιδώρου τοῦ Πηλουσιώτη, νοιώθει ρίγος. Οἱ ἐπισημάνσεις του εἶναι διαχρονικές καί ὁ πόνος του ματώνει καί τίς δικές μας καρδιές. ῎Οχι μόνο γιατί διαπιστώνουμε πώς, ἀμέσως μετά τή διακοπή τῶν διωγμῶν, τό φρόνημα “τοῦ αἰῶνος τούτου” χτύπησε τίς πόρτες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ οἰκοδομήματος καί ἀλλοτρίωσε μερίδα τῶν λειτουργῶν Του, ἀλλά καί γιατί, διακρίνουμε, ὁλοκάθαρα, ὅτι οἱ προβληματισμοί τοῦ τέταρτου καί τοῦ πέμπτου αἰώνα εἶναι προβληματισμοί καί ἀνησυχίες καί τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰώνα. Οἱ ἱστορικές ἐκτιμήσεις τοῦ, τότε, ἀσκητή τοῦ Πηλουσίου ὄρους, εἶναι καί δικές μας ἱστορικές ἐκτιμήσεις. Οἱ ἐμπειρίες τῆς ὀδύνης του εἶναι καί ἐμπειρίες δικές μας. Καί τά μηνύματά του, μηνύματα γιά ὅλους μας. Μπορεῖ νά ὑπάρξει πιστό μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας, δικαιοῦται νά ἀνεβεῖ κάποιος στόν ἐπισκοπικό θρόνο, ἤ νά σταθεῖ μπροστά στό Πανάγιο Θυσιαστήριο πρεσβύτερος ἤ διάκονος, μπορεῖ νά διακινηθεῖ ὁλόκληρος ὁ διοικητικός μηχανισμός τῆς σύγχρονης ᾿Εκκλησίας, δίχως, ὁ καθένας ἀπό μᾶς, νά βάλει μετάνοια, συντριβῆς καί ἀναγνώρισης, μπροστά στόν ἀσκητή ᾿Ισίδωρο; Δίχως νά δώσει ὑπόσχεση, ὅτι θά βάλει στήν καρδιά του τά μηνύματα τοῦ φλογεροῦ ἐρημίτη καί θά κάνει θησαύρισμά του καί πράξη του τίς ὁδηγητικές συμβουλές του;
Ο ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων