† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, «Τό ὁδοιπορικό μιᾶς μοναχῆς», α΄ ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ»), σελ. 8, 129-134
ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΜΙΑΣ ΜΟΝΑΧΗΣ
...Δίνοντας τό βιβλίο αὐτό στά χέρια τῶν σημερινῶν πιστῶν, τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, πού ζεῖ στό πέρασμα πρός τήν τρίτη χιλιετηρίδα, συνοδεύουμε τήν προσφορά μέ τήν εὐχή καί τήν προσευχή νά βοηθήσει σέ μιά στροφή καί σέ μιά ἐπιστροφή στίς πηγές ζωῆς καί δραστηριότητας τῆς Ἐκκλησίας. Νά χειραγωγήσει σέ μιά μαθητεία κοντά στούς μεγάλους Πατέρες καί Δασκάλους τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ μας Σώματος, πού μέ τήν ἄσκησή τους καί μέ τόν φωτισμένο βίο τους καί μέ τόν σύντομο ἀλλά πυκνό λόγο τους ἔδωσαν τή μεγάλη μαρτυρία τῆς ἀλήθειας καί τῆς γνησιότητας καί τῆς κρυστάλλινης ἀφοσίωσης στό πρόσωπο τοῦ σαρκωμένου καί σταυρωμένου Λόγου τοῦ Θεοῦ.
13. Ἡ γιορτή τῶν Ἐπιφανείων
Ὁ καιρός προχώρησε. Κι ἔφτασε ἡ μεγάλη γιορτή τῶν Ἐπιφανείων.
Τήν προηγούμενη χρονιά ἡ Αἰθερία κι οἱ συνοδοί της εἶχαν γιορτάσει τά Ἐπιφάνεια στήν Ἀραβία. Μαζί μέ τούς πιστούς τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Καί μέ τήν ἔξαρση τῶν ἀσκητῶν τῆς γύρω περιοχῆς.
Τούτη τή φορά τούς προσφερόταν μιά ἄλλη πνευματική εὐλογία. Νά ζήσουν τή μεγάλη γιορτή στήν ἀγκαλιά τῆς «μητρός τῶν Ἐκκλησιῶν».
Αὐτή τήν ἀτίμητη εὐκαιρία τή δέχτηκαν, σά νά τήν ἔβαζε στά χέρια τους καί στίς καρδιές τους τό χέρι τοῦ Πανοικτίρμονα Θεοῦ.
Μεσάνυχτα ξεκίνησε ἡ μεγάλη πομπή ἀπ’ τή Βηθλεέμ.
Εἶχαν κάνει ἐκεῖ τήν Παννυχίδα. Κι ἄρχισαν νά πορεύονται πεζῆ πρός τήν Ἁγία Πόλη Ἱερουσαλήμ.
Οἱ ἱερεῖς, οἱ μοναχοί, ὁ λαός. Πιστοί, πού ζοῦσαν στήν πόλη τοῦ Πάθους καί στήν ὔπαιθρο. Καί ψυχές φλογερές, πού ταξίδεψαν ἀπό μακριά, γιά νά φτάσουν στά Ἱεροσόλυμα καί νά γιορτάσουν ἐκεῖ τά Ἐπιφάνεια. Ἡ Ἐκκλησία ὁλόκληρη σέ ἔκσταση καί σέ ἱερή πορεία. Ἀγρυπνοῦσε καί πανηγύριζε. Καί βημάτιζε θριαμβευτικά μέσα στόν χρόνο καί στόν χῶρο, γιά νά δηλώσει τήν ἀκοίμητη προσδοκία τοῦ Μεσσία καί τή λαχτάρα της νά φτάσει στό ἀνέσπερο φῶς τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Στή διαδρομή ἔψαλλαν. Ψαλμούς κι ὕμνους. Ξεχείλισμα τῆς ἀγάπης τους στό πρόσωπο τοῦ σαρκωμένου Κυρίου.
Φτάνοντας στά Ἱεροσόλυμα οἱ ψαλμωδίες πῆραν ἀκόμα πανηγυρικότερο χαρακτήρα. Ὁ 117 ψαλμός τοῦ Δαβίδ ἔδωσε τόν παλμό: «Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τόν αἰῶνα τό ἔλεος αὐτοῦ... εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· εὐλογήκαμεν ὑμᾶς ἐξ οἴκου Κυρίου».
Ἔτσι, πού ἡ πομπή ἦταν ἀτέλειωτη καί προχωροῦσε μέ ἀργό ρυθμό, πάτησαν τά κράσπεδα τῆς Πόλης τήν ὥρα πού ἄρχιζε νά χαράζει κι οἱ φυσιογνωμίες τῶν ἀνθρώπων ξεχώριζαν κάπως στήν ἀχνή ἀτμόσφαιρα. Δηλαδή, πρίν ἀκόμα φέξει καλά καί φωτιστεῖ ἡ δημιουργία.
Στριμώχτηκαν στό μεγάλο αἴθριο.
Μιά δεύτερη, μικρή συνοδεία ἱερέων ἔφερε τόν ἐπίσκοπο.
Ὁ ἀρχιερέας προχώρησε καί μπῆκε στήν Ἀνάσταση.
Κι ὁ κόσμος τόν ἀκολούθησε.
Τά καντήλια καί οἱ λαμπάδες ἄστραφταν.
Ἐκεῖ διάβασαν ἕνα ψαλμό. Στή συνέχεια εἶπαν μιά εὐχή. Κι ὁ ἐπίσκοπος εὐλόγησε πρῶτα τούς κατηχούμενους κι ὕστερα τούς πιστούς.
Μέ τήν εὐλογία τέλειωσε ἡ σύντομη ἀκολουθία.
Ὁ ἐπίσκοπος ἀποσύρθηκε γιά ν’ ἀναπαυτεῖ. Τό ἴδιο κι ὁ λαός. Ἔμειναν μονάχα οἱ μοναχοί καί συνέχισαν τούς δοξολογικούς ὕμνους. Ἴσαμε, πού ἔφτασε ἡ δεύτερη ὥρα, δηλαδή ἡ ὄγδοη πρωϊνή.
Τότε ὅλοι οἱ δρόμοι καί τά στενά δρομάκια γέμισαν. Ὁ λαός, μέ ἐνθουσιασμό, ἔτρεξε στή μεγάλη ἐκκλησία, γιά νά συνεχίσει τόν πανηγυρισμό.
Μαζεύτηκαν στόν Γολγοθᾶ. Τήν Αἰθερία τήν συνεπῆρε τό θέαμα. Ὅλα τά κτίσματα, πού συναποτελοῦσαν τό μεγάλο προσκύνημα εἶχαν μιά ἐπιβλητική λαμπρότητα. Ὁ βασιλιάς Κωνσταντῖνος εἶχε φροντίσει νά ὑψωθοῦν καί νά διακοσμηθοῦν τά οἰκοδομήματα μέ τέτοιον τρόπο, πού νά μήν ὑπάρχει κάτι ἀνάλογο σ’ ὁλόκληρη τήν αύτοκρατορία. «Ἔργον ἐξαίσιον εἰς ὕψος ἄπειρον ἠρμένον μήκους τε καί πλάτους ἐπί πλεῖστον εὐρυνόμενον· οὗ τά μέν εἴσω τῆς οἰκοδομίας ὕλης μαρμάρου ποικίλης διεκάλυπτον πλακώσεις, ἡ δ’ ἐκτός τῶν τοίχων ὄψις ξεστῷ λίθῳ ταῖς πρός ἕκαστον ἁρμογαῖς συνημμένῳ λαμπρυνομένη ὑπερφυές τι χρῆμα κάλλους τῆς ἐκ μαρμάρου προσόψεως οὐδέν ἀποδέον παρεῖχεν» (Εὐσεβίου: Εἰς τόν βίον Κωνσταντίνου Γ΄ ΧΧΧVΙ. Β.Ε.Π. τ.24, σ. 159).
Κείνη, ὅμως, τή μεγάλη μέρα τῶν Ἐπιφανείων ἡ ἀνθρώπινη εὐλάβεια μιᾶς ἄλλης γενιᾶς, τῆς γενιᾶς, πού ζοῦσε στό κλείσιμο τοῦ τέταρτου αἰῶνα, πρόσθεσε τόν δικό της τόνο στήν διακόσμηση.
Δέν ἔβλεπες τίποτα ἄλλο, παρά χρυσάφι, πολύτιμες πέτρες καί μετάξι.
Ὑπῆρχαν ὁλομέταξα καλύμματα, πού ἦταν γαρνιρισμένα μέ χρυσάφι. Καί στά παράθυρα καί στά ἄλλα ἀνοίγματα κρέμονταν κουρτίνες, ἀπό καθαρό μετάξι καί χρυσές μπορντοῦρες. Κι ὅλα τά σκεύη τῆς λατρείας ἦταν φτιαγμένα ἀπό καθαρό χρυσάφι καί στολισμένα μέ πολύτιμους λίθους.
Τό φῶς ἀπ’ τά καντήλια καί τ’ ἀναρίθμητα κεριά ἔπεφτε στίς χρυσές ἐπιφάνειες καί στίς πολύτιμες πέτρες καί τίς ἔκανε ν’ ἀντανακλοῦν, σά νά εἶχαν ρουφήξει μέσα τους τή ζωτικότητα τοῦ ἥλιου.
Μέσα σ’ αὐτό τό κάλλος ξεδιπλώθηκαν οἱ ψυχές καί λάτρεψαν τόν σαρκωμένο Λόγο τοῦ Θεοῦ. Τόν Κύριο, πού δέχτηκε νά πάρει τήν ἀνθρώπινη φύση καί νά γεννηθεῖ μέσα στό ταπεινό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ.
Διάβασαν ἀναγνώσματα. Εἶπαν ὕμνους. Ἔγινε ὁμιλία. Ὅλα αὐτά ἦταν προσαρμοσμένα στό γεγονός καί στό νόημα τῆς ἑορτῆς.
Ὕστερα πρόσφεραν τή θυσία τῆς Εὐχαριστίας καί κοινώνησαν.
Πρίν κάνουν ἀπόλυση, πῆγαν μέ πομπή στήν Ἀνάσταση. Ἐκεῖ, σύμφωνα μέ τή συνήθεια, εἶπαν μιά προσευχή κι ὁ ἐπίσκοπος εὐλόγησε τά πλήθη.
Πέρασαν καί τοῦ φίλησαν τό χέρι.
Ἦταν πιά μεσημέρι. Ἡ ὥρα, πού ὁ ἥλιος δεσπόζει στόν οὐρανό. Τό γέμισμα τῆς μέρας. Ἡ πληρότητα τοῦ φωτός καί τῆς ζωῆς.
Οἱ πιστοί ἔφυγαν μέσα στήν πλήμμυρα τοῦ φωτός καί τῆς χαρᾶς. Ὁ ἀνέσπερος ἥλιος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός φώτιζε τόν οὐρανό τῆς καρδιᾶς τους καί τούς χάριζε τό πλήρωμα τῆς ζωῆς.
Ὡστόσο, ὁ πανηγυρισμός δέν τέλειωσε. Συνεχίστηκε καί τό ἀπόγευμα, στό Λυχνικό. Καί στήν ἑσπερινή αὐτή τελετή κράτησε ἡ ἴδια πανηγυρική ἀτμόσφαιρα κι ὁ ἴδιος δοξολογικός τόνος στίς ψαλμωδίες καί στίς προσευχές.
Οἱ προσκυνητές ζοῦσαν καί χαίρονταν. Καί μάζευαν ἀποθέματα δύναμης κι ἐνθουσιασμοῦ, γιά νά τά ἔχουν, ὅταν θά ξαναβρίσκονταν στίς ψυχρές χῶρες τοῦ βορά.
Κατά τίς δυό ἑπόμενες, μεθέορτες μέρες, ἔγιναν πάλι λιτανεῖες καί δόθηκε πανηγυρικός χαρακτήρας στόν γιορτασμό.
Ἡ πομπή κατάληγε στή μεγάλη Βασιλική τοῦ Γολγοθᾶ. Κι ἐκεῖ γινόταν ἡ Ἀκολουθία κι ἡ Θεία Εὐχαριστία.
Τήν τέταρτη μέρα οἱ προσκυνητές χάρηκαν μιά ἄλλη ἐκδήλωση τοῦ γιορτασμοῦ. Ἡ πομπή πορεύτηκε στόν Ἐλαιῶνα. Στόν μεγάλο καί λαμπροστόλιστο ναό, πού βρισκόταν στήν κατάφυτη πλαγιά τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν.
Τήν πέμπτη μέρα ἔκαναν μεγαλύτερη λιτανευτική πορεία. Πῆγαν στό Λαζάριο, στήν ἐκκλησία, πού ἦταν ἀφιερωμένη στόν Λάζαρο καί πού βρισκόταν στή Βηθανία, πεντακόσια περίπου πόδια μακριά ἀπ’ τά Ἱεροσόλυμα.
Τήν ἕκτη μέρα γιόρτασαν στή Σιών. Τήν ἕβδομη στόν Σταυρό. Καί τήν ὄγδοη ξαναγύρισαν στήν Ἀνάσταση.
Ἕνα ὁλόκληρο ὁκταήμερο κράτησε ἡ μεγάλη γιορτή. Ὁ παλμός τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ δοξολογικοί ὕμνοι. Ἡ λιτάνευση τῆς χαρᾶς τους.
Ἡ Αἰθερία γεύτηκε ὅλον αὐτόν τόν κύκλο τῶν γιορταστικῶν ἐκδηλώσεων στά Ἱεροσόλυμα. Τῆς διηγήθηκαν ὅμως, πώς καί στήν Βηθλεέμ δέν κράτησε λιγότερο ἡ γιορτή καί δέν ἦταν χαμηλότερος ὁ τόνος. Ὅλο τό ὀκταήμερο ὁ Ναός τῆς Βηθλεέμ ἦταν καταστόλιστος καί καθημερινά γίνονταν λιτανεῖες κι Ἀκολουθίες.
Ὁ ἐπίσκοπος ἔμεινε ὅλες τίς μέρες στά Ἱεροσόλυμα. Στή Βηθλεέμ τίς γιορτές τίς ἔκαναν οἱ ἱερεῖς τῆς περιοχῆς μέ τούς μοναχούς, πού ζοῦσαν στά γύρω ἀσκητήρια καί τούς λίγους ἀνθρώπους, πού κατοικοῦσαν ἐκεῖ.
Ὅλοι αὐτοί συγκροτοῦσαν ἕνα ἱερό χορό. Διάβαζαν ψαλμούς. Ἔψελναν ὕμνους κι ἀντίφωνα. Λειτουργοῦσαν τό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας.
Ὅταν πέρασε τό ὀκταήμερο, ὅλα γύρισαν στόν κανονικό τους ρυθμό. Οἱ πολλοί προσκυνητές ἔφυγαν. Οἱ μοναχοί, πού εἶχαν ἔρθει ἀπό μακριά ἀποσύρθηκαν στά ἀσκητήριά τους.
-Δέν ὑπάρχει τώρα κοντά ἄλλη γιορτή; ρώτησε κάποιον ἱερέα ἡ μοναχή Αἰθερία.
-Ἔχουμε τήν Ὑπαπαντή. Αὐτή κλείνει τόν κύκλο τῶν γιορτῶν τῶν Ἐπιφανείων. Γιατί κείνη τή μέρα ζοῦμε τήν προσαγωγή τοῦ βρέφους Ἰησοῦ στόν Ναό καί τόν ἐναγκαλισμό Του ἀπ’ τόν λευκασμένο πρεσβύτη, τόν Συμεών.
Διάβηκαν τίς μέρες μέ γαλήνη καί μέ προσευχές.
Ὁ ἄνθρωπος πού προσεύχεται, δέ νοιώθει ποτέ νικημένος ἀπ’ τήν ἀνθρώπινη ἐπικαιρότητα. Ζεῖ τήν ἀδιάκοπη παρουσία τοῦ Θεοῦ. Γεύεται τήν αἰωνιότητα. Κι οἱ μέρες, πού περνοῦν, δέν τοῦ φαίνονται, παρά ἀδιόρατες στιγμές στήν ἐκδίπλωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ἔφτασε ἡ μέρα τῆς Ὑπαπαντῆς, ἡ Αἰθερία βρέθηκε ἀπ’ τούς πρώτους στή γιορταστική συνοδεία.
Σχηματίστηκε καί πάλι ἡ ἱερή πομπή. Καί λιτάνευσε ἴσαμε τήν Ἀνάσταση. Οἱ ψαλμωδίες γέμισαν τόν χῶρο. Ὁ θόλος ἀντιλάλησε. Σά νά ἔδινε αἰσθητό σημάδι τῆς εὐλογίας καί τῆς ἀπόκρισης. Διάβασαν τά ἀναγνώσματα. Οἱ ἱερεῖς ἔκαναν κήρυγμα. Ὕστερα, τελευταῖος, ἔκανε κι ὁ ἐπίσκοπος.
Ὅλοι ἀνάλυσαν τά κομμάτια τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού μιλοῦν γιά τό γεγονός. Γιά τήν προσαγωγή τοῦ Κυρίου μας στόν Ναό. Διηγήθηκαν τά περιστατικά. Ἐξήγησαν καί τό βαθύτερο νόημα τῆς πράξης τῆς Παναγίας καί τῆς συμπεριφοράς τοῦ γέροντα Συμεών.
Μετά τό κήρυγμα προσφέρθηκε ἄρτος καί οἶνος κι ἔγινε ἡ Εὐχαριστία.
Ὅλα μέσα στά πλαίσια τού ἴδιου τυπικοῦ καί τῆς ἴδιας πράξης τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων. Μέ καινούργια, ὅμως διάθεση καί μέ ἀνεξάντλητα αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης καί πιστότητας.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων