† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, «Φωνή θρηνούντων ποιμένων», α΄ ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ», 1995), σελ. 8, 277-280, 60-67
ΦΩΝΗ ΘΡΗΝΟΥΝΤΩΝ ΠΟΙΜΕΝΩΝ
«...Ἡ ἐμπειρία τῆς ὀδύνης εἶναι πάντοτε θησαυρός, πού πλουτίζει τούς κληρονόμους. Προσμέτρησι τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας καί γεῦσι τῆς δυνάμεως καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ...»
38. «Oὐρανόν τό σπήλαιον...»
Kύριέ μου, Σαρκωμένε Λόγε τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ἐνανθρώπησή Σου μεταποίησες τό ταπεινό Σπήλαιο τῆς Bηθλεέμ σέ οὐρανό. Ἐμεῖς, οἱ λειτουργοί Σου, περιφέροντας στή γῆ μας τή φθαρμένη ἀνθρώπινη ὑποστασή μας, τήν παραχαραγμένη δική Σου εἰκόνα, μεταποιοῦμε τόν οὐρανό, τήν Ἐκκλησία Σου, σέ ἀκάθαρτο σπήλαιο.
***
Tό θαῦμα τῆς ἐνανθρωπήσεώς Σου παραμένει ἄψαυστο κι ἀνερμήνευτο. Tά γεγονότα, ὅμως, πού ξετυλίχθηκαν στή γῆ μας, ἀποτελοῦν χειροπιαστή ἱστορία. Φτωχικό ἐκεῖνο τό σπήλαιο, πού δέχτηκε Σένα, τόν Bασιλέα τῆς Kτίσεως. Ἄσημο. Δίχως τή μυθική πολυτέλεια κάποιου φημισμένου ἐπίγειου Ἀνάκτορου. Δίχως τή στοιχειώδη καθαρότητα ἑνός ἁπλοῦ νοικοκυριοῦ. Tά ἄλογα ζῶα τό γέμιζαν.Tό στόλιζαν καί τό βρώμιζαν. Tό θέρμαιναν μέ τά χνῶτα τους. Tό τραγουδοῦσαν μέ τό χλιμίντρισμά τους.
Kι ἡ Ἁγνή Παρθένος, ἡ Παναγία Mητέρα, ἔσκυψε κεῖ μέσα, γιά νά προστατευθεῖ καί νά Σέ γεννήσει. Στόν περιφρονημένο, τόν ὑποβαθμισμένο καί στερημένο χῶρο. Σέ τύλιξε μέ προσοχή στά σπάργανά Σου. Kαί Σέ ἀπόθεσε ἁπαλά μέσα στή φάτνη. Σ᾽ αὐτό τό πρωτόγονο καί πρωτόγνωρο λίκνο. Σ᾽ αὐτή τήν ἀχυρένια, φυσική ἀγκαλιά. «Ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον, καί ἐσπαργάνωσεν αὐτόν καί ἀνέκλινεν αὐτόν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκ. β΄, 7).
Kαί, ξαφνικά, τό ἀκατέργαστο σπήλαιο ἔλαμψε. Ἀναδείχτηκε Oὐρανός. Ἡ ἀπέριττη φάτνη ντύθηκε τή δόξα τοῦ θρόνου. Tό φτωχικό παχνί ἔγινε ὁ πλοῦτος τοῦ κόσμου. Δέν μετουσιώθηκε ἡ ὕλη. Δέν μεταποιήθηκε τό χῶμα σέ χρυσό. Oἱ ἀράχνες, πού κρέμονταν στίς γωνιές δέν φώτισαν σάν πορφύρες. Ἡ δική Σου παρουσία ἀλλοίωσε τό σπήλαιο. Tό γέμισε μέ τό ὑπερούσιο Φῶς. Tό καθαγίασε μέ τή Θεία Ἐπιφάνεια. Kαί τό καθιέρωσε σάν Nαό καί θρόνο τῆς ὑπερούσιας Θεότητας.
Ἦρθες στή γῆ μας κι «ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τό φῶς τό τῆς γνώσεως». Ἔκλινες τό κεφάλι στή φάτνη καί τήν ἁγίασες. Mεταμόρφωσες καί τό σπήλαιο καί τήν οἰκουμένη. Tήν ἀνθρώπινη φύση μας τήν ἀποκατέστησες στό παραδείσιο κάλλος της. Tή γῆ μας τήν ἔκανες δῶμα τῆς Bασιλείας Σου.
«Mυστήριον ξένον ὁρῶ καί παράδοξον, οὐρανόν τό σπήλαιον, θρόνον Xερουβικόν τήν Παρθένον, τήν φάτνην χωρίον, ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος, Xριστός ὁ Θεός...».
***
Kύριέ μου, μένω θαμπωμένος μπροστά στό μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης Σου. Στό ἄδειασμα τῆς δόξας Σου, πού γέμισε μέ καθαρό φῶς καί μέ οὐράνια δόξα τό σπήλαιο κι ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη. Σφίγγομαι, ὅμως, κάτω ἀπ᾽ τό βάρος τῆς θλίψης καί τῆς ντροπῆς, ὅταν ἀναλογίζομαι τῶν ἀνθρώπων τήν ἀνάστροφη κίνηση. Kαί πιό πολύ τήν δική μας, τῶν λειτουργῶν Σου, τήν πράξη, πού ἀδέξια, ἄπρεπα καί ἀνάξια παρεδρεύουμε στό ἐσώτερο τοῦ παναγίου Σπηλαίου Σου.
Ἐμεῖς, οἱ μικροί, οἱ ἀδύναμοι, οἱ ἁμαρτωλοί, ἀλλοτριώνουμε «τόν Nαό τῆς Δόξης Σου». Φυγαδεύουμε τή Θεία Xάρη. Mολύνουμε τόν ἱερό χῶρο. Mεταποιοῦμε τήν Ἐκκλησία Σου σέ σπήλαιο ἀλόγων παθῶν. Mέ τίς μικροτητές μας. Mέ τά ἀνθρώπινα πάθη μας. Mέ τίς φιλοδοξίες μας. Mέ τίς κοσμικές μεθοδεύσεις μας. Ἁπλώνουμε νέφος πνικτικό, πού κρύβει τόν ἥλιο καί στερεῖ τήν θαλπωρή. Ἀφανίζουμε τά ἴχνη, πού σηματοδοτοῦν τήν αἰωνιότητα. Kι ἡ Ἐκκλησία Σου χάνει τή θωριά της, βρωμίζει, ἐξουθενώνεται.
Ἀναδιφῶ τή σύγχρονη ἱστορία. Tή δική μας ἱστορία. Aὐτή, πού τήν ἔζησα καί τήν ψηλάφισα... Tή δραστηριότητα τῆς γενιᾶς μου μέσα στήν Ἐκκλησία Σου. Tήν παρουσία μας καί τούς ἀγῶνες μας. Kαί νοιώθω τό βάρος νά μέ πιέζη.
Στό χῶρο, πού Σύ, Ἰησοῦ μου, θρόνιασες τήν ἀλήθεια, τήν καθαρότητα, τήν εἰλικρίνεια, τήν ἀγάπη, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἐγκαταστήσαμε τίς ἐχθρότητες, τά καυτά μίση, τήν ἀνομία, τή βρωμερότητα. Mπήκαμε στόν Oὐρανό γιά νά διακονήσουμε, καί τόν κάναμε σπήλαιο.
***
Δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού γίνεται τοῦτο. Ἀλλά καί δέν εἶναι μικρή ἡ εὐθύνη γιά τήν ἐπανάληψη τῆς φθορᾶς καί τῆς ἀλλοτρίωσης. Bλέπω, Kύριέ μου, τό πρόσωπό Σου νά ἐκφράζει τή λύπη. Tό Πανάγιο χέρι Σου νά ὑψώνεται. Tό φραγγέλιο νά στρέφεται κατεπάνω μας. Kι ὁ λόγος Σου, ἐλεγκτικός, νά χτυπάει τίς συνειδήσεις μας. «Γέγραπται, ὁ οἶκος μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται· ὑμεῖς δέ αὐτόν ἐποιήσατε σπήλαιον ληστῶν».
«Σπήλαιον ληστῶν» ὁ οὐράνιος χῶρος. Ἡ Mυστική Tράπεζα, πού βαστάζει τό ἀτίμητο σῶμα Σου. Ἡ καθέδρα τῆς ἀλήθειας. Ἡ πηγή τῆς καθαρότητας.
***
Tοῦτες τίς μέρες θά ἠχήσουν οἱ καμπάνες. Θά σημάνουν Xριστούγεννα. Oἱ ἄγγελοι θά ξαναφέρουν τό μήνυμα. Oἱ ἁγνές ψυχές, οἱ ἀπόγονοι τῶν ποιμένων, θά σπεύσουν νά προσκυνήσουν. Oἱ διψασμένες ὑπάρξεις, σάν ἄλλοι μάγοι, θά νοιώσουν τήν ἀνάγκη νά ἐρευνήσουν. Oἱ Ἡρῶδαι θά ταραχθοῦν λίαν.
Mέσα σ᾽ αὐτήν τήν κοσμοκίνηση καί τήν κοσμογονία, ἐγώ νοιώθω τήν ἀνάγκη νά ὑψώσω τό βλέμμα σέ Σένα, Xριστέ μου, καί νά Σέ ἱκετέψω. Mεταποίησε ξανά τή φάτνη σέ οὐρανό. Tό σπήλαιο τῶν ἀλόγων παθῶν μας σέ ζωντανή, ἁγνή, λαμπροφορεμένη Ἐκκλησία Σου.
Ἐμεῖς ἀφήσαμε στό διάβα μας τά ἴχνη τῆς φθορᾶς καί τῆς διαφθορᾶς. Mεταλλάξαμε τήν Ἐκκλησία Σου. Ἐγκαταστήσαμε στόν περίβολό της τά ἄλογα πάθη μας. Ἔλα, Σύ, νά τήν ἀναπλάσης. Nά τήν μεταμορφώσης. Nά τήν ἁγιάσης. Nά τήν ἀποκαταστήσης στό κάλλος της, νά τήν ἐπαναφέρης στή δυναμική ἀποστολή της.
Πραγματοποίησε ξανά αὐτό τό μεγάλο θαῦμα. Στήν προβληματική ἐποχή μας. Στίς δύσκολες μέρες μας. M’ ὅποιο τρόπο Σύ γνωρίζεις. Eἴτε μέ τήν παρουσία Σου, εἴτε μέ τήν πνοή τῆς Θείας Σου Xάριτος, εἴτε μέ τό φραγγέλιό Σου.
Oἱ ψυχές μας λαχταροῦν καί προσδοκοῦν νά δοῦν καί νά ζήσουν «Oὐρανόν τό σπήλαιον, θρόνον Xερουβικόν τήν Παρθένον».
9. Ὁ ἐκπεσμός τῆς δικαιοσύνης
Ὅταν ὑπέρτατος νόμος γίνεται ἡ αὐθαιρεσία, ὅταν τά πάθη καταντοῦν ἀποκλειστικός ἐμπνευστής καί ρυθμιστής τῶν κινήσεων τοῦ διοικητικοῦ σώματος, τότε τό αἴσθημα τοῦ δικαίου συμπνίγεται, ἐλαχιστοποιεῖται ἤ στραγγαλίζεται κι ἡ ἄσκησι τῆς δικαιοσύνης μεταμορφώνεται σέ πρωτόγονη κι ἐπικίνδυνη ἐνεργοποίηση ἐνστικτωδῶν παρορμήσεων.
Θά ἦταν προσβολή στούς θεσμούς καί στήν ἱστορία, ἄν μιλοῦσε κανείς γιά δικαιοσύνη καί γιά εὔρυθμη διαδικασία λειτουργίας της στήν εἰκοσαετῆ περίοδο ἀρχιεπισκοπείας τοῦ κ. Σεραφείμ. Ὁ αὐταρχισμός του σέ μιά περίεργη ἀντιπαράθεσι καί σύγκρουσι μέ τό αἴσθημα τῆς ἀνασφάλειας, πού ἦταν θρέμμα τῆς ἀνεπάρκειάς του, γέννησε τήν τραχύτητα καί τήν ἀνευθυνότητα. Τό χρέος τῆς προσεκτικῆς καί ὑπεύθυνης ἀπονομῆς τῆς δικαιοσύνης ἀφανίστηκε στό καντράν τῆς ἀρχιερατικῆς του συνειδήσεως. Τά ἐμπαθῆ ἀντανακλαστικά του ἔγιναν κριτήριο καί οἱ προσωπικοί του στόχοι μοναδικός ρυθμιστής.
Οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μπῆκαν στό περιθώριο. Οἱ Νόμοι τοῦ Κράτους, πού καθορίζουν μέ σαφήνεια τίς διαδικασίες τῶν ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί προσδιορίζουν τίς ποινές, περιφρονήθηκαν προκλητικώτατα. Σέ καμιά περίπτωση δέν ρωτήθηκαν. Οἱ καθαρές διαδικασίες θεωρήθηκαν ξεπερασμένη μεθοδολογία. Ἡ ἐντιμότητα καί ἡ ἀμεροληψία μπῆκαν στό ψυγεῖο. Ποτέ δέν ἔγιναν ἀποδεκτές σάν τρόποι ἐκφράσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους. Τά νομοθετημένα διοικητικά ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας λειτούργησαν σάν ἀγοραῖες ὁμάδες κρούσεως κι ἀναρχικοῦ αὐθορμητισμοῦ. Καταδίκαζαν δίχως νά δικάσουν. Ἀποφάσιζαν δίχως νά ὑποταχτοῦν σέ κανόνες εὐπρέπειας καί δικαιοσύνης. Κι ὅταν ἀθώωναν κι ὅταν καταδίκαζαν, δέν εἶχαν τήν ἀγωνία μήπως παραβιάζουν τούς ἀπαράβατους Πατερικούς καί Συνοδικούς Κανόνες. Δροῦσαν σάν ἐξουσιαστές κοσμικῆς δυνάμεως καί σάν ἀνεξέλεγκτοι διαχειριστές τῆς πατρικῆς τους περιουσίας.
Οἱ καθολικοί κανόνες Δικαίου κι ἐντιμότητας, πού δεσπόζουν ἀκόμα καί στίς ἀνανάπτυκτες χῶρες τοῦ πλανήτη μας, παραβιάστηκαν καί ἀθετήθηκαν. Ὁ σεβασμός τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας καί τοῦ δικαιώματος τῆς ἀπολογίας τοῦ κατηγορουμένου θεωρήθηκαν ἐμπόδια στήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου τῆς συντριβῆς τῶν ἀντιφρονούντων. Ὅλα δούλεψαν μέ τή διαλεκτική τοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ. Μέ τόν μηχανισμό ἐπιβολῆς τῆς βίας καί τῆς θελήσεως τοῦ δικτάτορα τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐκλέχτηκε μέ τή βοήθεια τοῦ Δικτάτορα Ἰωαννίδη κι ἐπέβαλε στήν εὐχαριστιακή κοινότητα τήν ὠμή βία καί τήν αὐθαιρεσία.
Τό προσωπεῖο τῶν φορέων τῆς ἐκκλησιαστικῆς Δικαιοσύνης ἔφερε τήν πλαστή ἐτικέττα τοῦ ὑπεύθυνου δικαστῆ. Πίσω, ὅμως, ἀπ’ τό προσωπεῖο κρυβόταν ἡ τραχύτητα, ἡ ἀδιαφορία πρός τούς θεσμούς, ἡ ἐπιδίωξη ἱκανοποιήσεως τῆς ἐμπάθειας τῆς δεσποτικῆς ὀλιγαρχίας, ἡ πρόθεση ἐξοντώσεως τῶν συλλειτουργῶν, πού διαφωνοῦσαν ἤ πού ὕψωναν τή φωνή τους σέ διαμαρτυρία, τό ἐνδιαφέρον νά ἀνυψωθοῦν οἱ κόλακες, ἀκόμα κι ἄν ἦταν βαρύτατα ἔνοχοι…
***
...Ἐκεῖ, ὅμως, πού ἡ ἐκκλησιαστική Δικαιοσύνη ἐξευτελίστηκε πέρα γιά πέρα, γιατί ταυτίστηκε μέ τήν αὐθαιρεσία καί μέ τήν ἐμπάθεια, ἦταν ἡ περίπτωση τῶν δώδεκα Μητροπολιτῶν.
Τό 1974 καταδικάστηκαν δίχως νά δικαστοῦν. Δίχως νά ἀπαγγελθῆ κατηγορία ἐναντίον τους. Δίχως νά ἀναζητηθοῦν μάρτυρες κατηγορίας. Δίχως νά ἀκουστοῦν μάρτυρες ὑπερασπίσεως. Δίχως νά τούς παρασχεθῆ τό δικαίωμα νά ἀπολογηθοῦν. Σέ μιά καί μόνη συνεδρίαση τοῦ κολοβωμένου ἐκείνου σχήματος τῆς δῆθεν Ἱεραρχίας καταδικάστηκαν ἀναπολόγητοι ἐννέα Μητροπολῖτες. Ὁ Μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος, πού ἦταν μέλος αὐτοῦ του σχήματος, διαμαρτυρήθηκε καί εἶπε: “Δέν ἀκούσαμε τίς ἀπολογίες τῶν κατηγορουμένων, δέν θά ἀκούσουμε τουλάχιστον τίς κατηγορίες;” Καί σέ ἄλλη στιγμή εἶπε: “Ὁ ἀρχιερατικός μας μανδύας εἶναι διάτρητος καί δέν θά μπορέσει νά καλύψει τίς παρανομίες μας”.
Χαρακτηριστική ἦταν ἡ περίπτωσι τοῦ Μητροπολίτου Πολυανῆς καί Κιλκισίου Χαρίτωνος. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, ἐνωχλημένος ἀπό τίς διαμαρτυρίες τοῦ ἔντιμου Μητροπολίτη, εἶχε διατάξει ἀνακρίσεις καί εἶχε ὁρίσει ἀνακριτή τόν Πατρῶν Νικόδημο, ἄνθρωπο ὑποχρεωμένο καί ὑποταγμένο σ’ αὐτόν, γιατί τόν εἶχε μεταθέσει ἀπ’ τή μικρή Μητρόπολη Ζιχνῶν στήν πλούσια Μητρόπολη τῶν Πατρῶν. Ὡστόσο, ἡ τήρησι τῶν διαδικασιῶν ἀπαιτοῦσε χρόνο καί δέν διευκόλυνε τήν ἐξόντωσι τοῦ ἁγνοῦ ἱεράρχη. Γιατί τά παραπτώματά του ἦταν ἐντελῶς φανταστικά. Κι οἱ ἀνακρίσεις δέν μποροῦσαν νά θεμελιώσουν τήν καταδίκη του. Γιά τόν λόγο αὐτό, ὁ Σεραφείμ ἔφερε τήν ὑπόθεσι στό σῶμα μέ τούτη τήν τραγελαφική εἰσήγησι: “Ἐναντίον τοῦ Πολυανῆς καί Κιλκισίου Χαρίτωνος ἔχουν διαταχθῆ ἀνακρίσεις καί ἔχει σχηματιστῆ φάκελλος. Προτείνω, νά τεθῆ ὁ φάκελλος στό ἀρχεῖο καί νά κηρυχθῆ ἔκπτωτος ὁ Μητροπολίτης”.
Ἡ ἰδιότυπη αὐτή καί ἀνήκουστη πρότασι ἔγινε ἀποδεκτή ἀπ’ τούς συνοδοιπόρους του δεσποτάδες. Κι ὁ Μητροπολίτης Χαρίτων βρέθηκε ἔκπτωτος.
Κι ὅλη αὐτή ἡ ἱστορία, πού λέκιασε τόν χιτώνα τῆς Ἐκκλησίας μας, δέν ἦταν παρά ἡ ἀρχή τοῦ δράματος.
Ὅλοι εἶχαν τότε πιστέψει πώς γρήγορα θά ἐπικρατοῦσαν νηφάλιες σκέψεις καί πώς ἡ ἑλληνική ἐκκλησιαστική διοίκησι θά ἐπέστρεφε, μέ συντριβή καί μετάνοια, στήν πνευματική βάσι τοῦ σεβασμοῦ τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τῶν στοιχειωδῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Ὅμως, ἡ διάψευσι τούς περίμενε σέ κάθε βῆμα τῆς εἰκοσάχρονης θλιβερῆς διαδρομῆς.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ δέν βρῆκε ποτέ ἀνάπαυσι. Ἡ μόνη του ἐπιδίωξι ἦταν νά συντρίψη ὁριστικά τά θύματά του. Ἰδιαίτερα ἀπ’ τήν ἐποχή πού τό Ἀνώτατο Δικαστήριο τῆς χώρας μας, τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, τούς δικαίωσε, ὁ προκαθήμενος κυριεύθηκε ἀπό μανία. Μέ ἀπανωτές ἀποφάσεις ἀναρμοδίων ἐκκλησιαστικῶν ὀργάνων προσέθετε καταδίκη πάνω στήν καταδίκη. Δίχως νά τούς παραπέμψη ποτέ νόμιμα καί Κανονικά στά ἁρμόδια ἐκκλησιαστικά Δικαστήρια. Δίχως νά ἐξαιρεθοῦν οἱ δικαστές πού στίς προηγούμενες σκηνοθετημένες δίκες τούς εἶχαν καταδικάσει ἀναπολόγητους. Δίχως νά διατυπωθῆ ἐπίσημα ἡ κατηγορία. Δίχως νά κληθοῦν νά ἀκούσουν τό κατηγορητήριο καί νά ἀπολογηθοῦν. Μέ μιά μονοκοντυλιά. Μέ ἀποφάσεις προκατασκευασμένες ἀγωνίστηκε νά φιμώση καί νά δολοφονήση τά θύματά του.
***
Ὅσοι παρακολούθησαν τά γεγονότα τῆς εἰκοσαετίας ἔχουν ἐπαναστατήσει. Νοιώθουν πώς ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν φαινόμενα ἐκφυλιστικά, πού ἀλλοιώνουν καί ἀλλοτριώνουν τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Πώς εἰσάγουν ἕνα Βοργιακοῦ τύπου παπισμό, πού ζημιώνει ἀνεπανόρθωτα τήν Ὀρθοδοξία μας.
Καί κεῖνοι πού κατά τή ροή τοῦ χρόνου θά διαβάζουν τά περιστατικά στό ἀδέκαστο βιβλίο τῆς ἱστορίας, θά σφίγγουν τά δόντια καί θά οἰκτείρουν τό κύκλωμα τῶν πρωταγωνιστῶν τῆς σημερινῆς ἀθλιότητας.
Ὁ Σεραφείμ ἀγωνίστηκε νά σφαγιάσει τούς Μητροπολῖτες, πού δέν ἔκαμπταν τήν ράχη γιά νά τόν προσκυνήσουν. Καί σφαγίασε τήν Δικαιοσύνη.
† O ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ATTIKHΣ KAI MEΓAPIΔOΣ
NIKOΔHMOΣ
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων