† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Ἐν “λόγῳ” καί ἐν “διαλόγῳ”
Μητροπολίτου Ἀττικῆς και Μεγαρίδος Νικοδήμου
Η ᾿Εκκλησία ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἀπολίθωμα παρωχημένης ἱστορικῆς ἐμπειρίας. Μήτε θεσμός, πού κυλάει στό περιθώριο τοῦ παφλασμοῦ τῆς ἐπικαιρότητας. Εἶναι ἡ ζωντανή κοινότητα “τοῦ πλήθους τῶν πιστευσάντων”. Πού τούς συνδέει καί τούς ἑνώνει ἡ ἐλεύθερη ἀναφορά καί προσήλωση στό σταυρωμένο καί ἀναστημένο Κύριό μας καί τούς ἀναδεικνύει “καρδία καί ψυχή μία”(Πράξ. δ΄ 32). Οἱ καιροί ἀλλάζουν. “Γενεά πορεύεται καί γενεά ἔρχεται” (᾿Εκκλησιαστής α΄ 4). Τά σχήματα τῶν πολιτισμῶν ἀναμορφώνονται καί μεταμορφώνονται. Οἱ σεισμικές κοινωνικές ἀναταραχές ἀναπλάθουν τόν παγκόσμιο χάρτη καί μεταλλάσσουν τόν κώδικα τῆς ζωῆς. Τό Σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅμως, μένει ζωντανό, μάρτυς καί ἀπόστολος τῆς “καινῆς κτίσης”. ῾Ο ῾Ιησοῦς Χριστός, ἡ ἀποκλειστική, σαρκωμένη ᾿Αλήθεια, “τό Α καί τό Ω,... ὁ ὤν και ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενος” (᾿Αποκάλ. α΄ 8) εἶναι, ἀδιάκοπα, ἡ Κεφαλή τοῦ τιμημένου αὐτοῦ Σώματος, κοντά στόν καθένα καί μαζί μέ ὅλους, “῾Οδηγός” καί “Παράκλητος” καί “Σωτήρας”, “πάσας τάς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος” (Ματθ. κη΄ 20).
῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι μιά πραγματικότητα, πού σφραγίζει, ἀλλά καί δίνει ἄλλη ποιότητα στήν ἱστορία. Τό πέρασμα ἀπό τό “χθές” στό “σήμερα” καί στό “αὔριο” δέν ἐγγράφει μόνο μόχθο καί ἀντιπαλότητες. ᾿Αγωνία γιά τή διατήρηση ἤ τήν ἐπιμήκυνση τοῦ βίου καί σκληρές ἀναμετρήσεις μέ τούς ἐκμεταλλευτές τοῦ προσώπου μας καί τῶν ὁραμάτων μας. ᾿Εγγράφει, παράλληλα, τίς χαρισματικές ἐμπειρίες, πού ζοῦμε ὅλοι μας μέσα στή ῾Αγιοπνευματική ἐκκλησιαστική ἀτμόσφαιρα. Τήν ἄμεση σχέση μας μέ τό θεανδρικό Πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας. Τόν ἐμπλουτισμό μας μέ τό λόγο Του, μέ τά “ρήματα ζωῆς αἰωνίου” (᾿Ιωάν. στ΄ 68). Τή διακριτική προσέγγισή μας στό “κενό μνημεῖο” Του. Τήν προσωπική ψηλάφηση, ἐκ μέρους μας, τῆς λογχισμένης πλευρᾶς Του. Τήν καταύγασή μας μέ τό Φῶς τῆς ᾿Ανάστασης. ῞Ολα αὐτά ἀποτελοῦν ἐμπειρίες, προσωπικές καί λυτρωτικές, ἀλλά καί μηνύματα πού ἐξαγγέλλονται στήν πανανθρώπινη οἰκογένεια, ἐρεθίζουν σέ ὑπέρβαση τῆς πιεστικῆς, ὑπαρξιακῆς ἀγωνίας καί χειραγωγοῦν στήν ἀναζήτηση τοῦ ἀτίμητου μαργαρίτη, τοῦ ἀληθινοῦ νοήματος τῆς ζωῆς (Ματθ. ιγ΄ 46).
***
῾Η ᾿Εκκλησία, μέσα στή ροή τῆς ἱστορίας, δέ σιωπᾶ, δέν ἀποσύρεται καί δέν κρύβεται. ῾Ως ἐκδίπλωση μοναδικοῦ γεγονότος, ὡς ἐμπειρία ἀλήθειας καί ὑπαρξιακοῦ νοήματος, ὡς γεύση πληρότητας καί ἐπανάπαυσης, ζεῖ δυναμικά καί πορεύεται “ἐν λόγῳ” καί ἐν “διαλόγῳ”. Καταθέτει, μέ ὑπευθυνότητα τήν ἐμπειρία Της καί τό μήνυμά Της. Καί διαλέγεται, σεμνά, ἐγκάρδια, ἀδελφικά, μέ τά μέλη Της καί μέ κάθε ἀνήσυχη ὕπαρξη. ᾿Ακούει, μέ προσοχή, τά ἐρωτήματα καί τήν ἔκφραση τῶν ποικίλων προβληματισμῶν. Καί καταθέτει τό κοινό θησαύρισμα τῶν ἁγίων ᾿Αποστόλων καί τῶν μαρτύρων Της.
῾Ο λόγος τῆς ᾿Εκκλησίας δέν εἶναι δημοσιογραφικό ἤ ἐπικοινωνιακό ἄνοιγμα στό ἐπώνυμο ἤ ἀνώνυμο πλῆθος. Δέν εἰσφέρει μιά, ἐπί πλέον, ἄποψη στά πολυσυζητημένα οἰκονομικοτεχνικά προβλήματα ἤ ἕνα, πρόσθετο, κέντρισμα ἀντιλόγου καί ἀντιμαχίας στίς παρατάξεις, πού περπατοῦν στήν ὁδό τῆς ἐπικαιρότητας μέ τίς κάννες στηλωμένες στά ἀντίπαλα στρατόπεδα. ῾Η ᾿Εκκλησία, μιλώντας στό σύγχρονο κόσμο, στήν κάθε γενιά, πού ὁδεύει τό δικό της, προσδιορισμένο, δρομολόγιο, φέρνει τό Εὐαγγέλιο ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀτίμητη ἐμπειρία τῆς μακραίωνης ἱστορίας. Τή σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Πού “ἑαυτόν ἐκένωσε μορφήν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος” (Φιλιπ. β΄ 7). Καί, πού ἡ ἐνανθρώπησή Του χαράχτηκε, ὡς μοναδική, λυτρωτική παρέμβαση στήν πανανθρώπινη περιπέτεια. ῾Ο λόγος τῆς ᾿Εκκλησίας ἐκδιπλώνει ὅλες τίς προoπτικές πού ἀνοίχτηκαν στήν προσωπική καί στήν κοινωνική μας ἀνέλιξη. Προσεγγίζει τόν ἄνθρωπο καί τοῦ μεταδίδει τήν πνοή τῆς ἄπειρης ᾿Αγάπης τοῦ Θεοῦ. Καί δημιουργεῖ τό κλίμα καί τή διάθεση, γιά ἀντιμετάδoση ἀγάπης καί πιστότητας ἐκ μέρους τοῦ ἀποδέκτη τῆς θεϊκῆς ᾿Αγάπης, τοῦ ὑπεροχικοῦ, λογικοῦ πλάσματος, τοῦ κάθε ἀνθρώπου.
῾Η ροή καί ἡ καλλιέργεια τῆς ἀγάπης, μέσα στούς κόλπους τῆς ᾿Εκκλησίας-ἀπό τό Θεό στόν ἄνθρωπο καί ἀπό τόν ἄνθρωπο στό συνάνθρωπο-ἀναδεικνύει τό διδακτικό λόγο τῆς ᾿Εκκλησίας σέ ἀγαπητικό διάλογο. ῾Η ᾿Εκκλησία δέ μιλάει ἀπό ἀπόσταση καί ἀπό ὑπερυψωμένο βάθρο ἐξουσίας. Στέκεται πλάϊ στόν πικραμένο ἤ στόν προβληματισμένο ἀδελφό, στόν ἐρημίτη τοῦ βίου ἤ στόν χτυπημένο ἀπό τίς ἀντίξοες περιστάσεις, ἀκούει τούς στεναγμούς τῆς ψυχῆς καί ἀνταποκρίνεται ἁπλά, στοργικά, χύνοντας στίς πληγές “ἔλαιον καί οἶνον” (Λουκ. ι΄ 34) καί ἀνορθώνοντας “τάς παρειμένας χεῖρας καί τά παραλελυμένα γόνατα” (῾Εβρ. ιβ΄ 12).
Αὐτή εἶναι ἡ ᾿Εκκλησία ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Ζωντανή, ἀποκαλυπτική, ὁδηγητική, ἐνταγμένη στή διακονία τοῦ ἀνθρώπου. ᾿Εκφέρει πρός κάθε κατεύθυνση “λόγο ἀληθείας” καί διαλέγεται, ἀδελφικά καί ταπεινά μέ τόν κάθε ἄνθρωπο.
***
Θά μέ ρωτήσετε, ἴσως μέ κάποιο τόνο μελαγχολίας, ἴσως καί μέ μιά διάθεση ἐλαφρῆς ἤ φορτισμένης εἰρωνείας: ῾Η τοπική μας ᾿Εκκλησία, ἡ ᾿Εκκλησία τῆς ῾Ελλάδος, πού φέρνει στίς ἱστορικές Της ἀποσκευές τή βαρειά κληρονομιά τοῦ μεγάλου ᾿Αποστόλου Παύλου καί πού, στή μακρότατη καί πολυκύμαντη διαδρομή Της, θησαύρισε τούς καμάτους τῶν δυσεξαρίθμητων ἁγίων Της καί δασκάλων Της, ἔχει τούτη τή στιγμή, τήν ἱστορικά κρίσιμη καί ἀλλόκοτη, ἄρτια τήν πνευματική Της ἐξάρτηση; Εἶναι σέ θέση νά ἐκφέρει λόγο σωστικό, ἔμπνευση καί διδαχή, στερεωμένη στήν Παύλεια παράδοση, ἱκανή νά ἀφυπνίσει τίς ναρκωμένες καί παγωμένες συνειδήσεις καί νά συμπήξει ἐκκλησιαστική κοινότητα γνήσιου νοηματισμοῦ τῆς ζωῆς, ἀνυπόκριτης ἀγάπης καί λυτρωτικῆς ἐμπειρίας; Τά στελέχη Της καί τά μέλη Της εἶναι καταρτισμένα καί πρόθυμα νά ἐγκαινίσουν διάλογο ἤ καί ἀξιόπιστο ἀντίλογο στά φλύαρα ἰδεολογήματα τῆς ἐποχῆς μας, πού διαφημίζουν εὐμάρεια καί ἐξασφαλίζουν ἀπαξίωση καί ἐξουθένωση;
Θά ἀπαντήσω, μέ τό χέρι στήν καρδιά. Δίχως νά ἀποσιωπήσω τήν ἀλήθεια. Καί δίχως νά ἐπαυξήσω, αὐτόβουλα καί αὐθαίρετα, τόν ἔπαινο ἤ τόν ψόγο.
Στήν πλατειά βάση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας Σώματος διακινήθηκαν καί διακινοῦνται ὄχι λίγες, χαρισματικές, φυσιογνωμίες, πού διαθέτουν τήν πνευματική συγκρότηση καί τήν ἱκανότητα νά διατυπώσουν λόγο πιστότητας καί ἀλήθειας καί νά συνεχίσουν τό διάλογο τῆς ἀγάπης, πού ἄνοιξαν οἱ ᾿Απόστολοι καί οἱ ἅγιοι.
῾Ο αἰώνας πού ἔκλεισε εἶναι στιγματισμένος καί φωτισμένος μέ τά σημάδια τῆς παρουσίας καί τῆς μαρτυρίας τῶν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας, πού, μέ τό παράδειγμά τους καί μέ τό λόγο τους, ἄνοιξαν δρόμους καί χειραγώγησαν πλανεμένες ὑπάρξεις στήν ἑστία τῆς θεϊκῆς ᾿Αγάπης, στήν ἀναδόμηση τῶν ὁραμάτων τους καί στήν ἀληθινή καταξίωση.
Στήν πυραμίδα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, στό ἡγετικό κύκλωμα τῆς ἐπισκοπικῆς ἐξουσίας-εἶμαι ὑποχρεωμένος νά τό διακηρύξω-τό κλίμα εἶναι ζοφερό καί ἀποκαρδιωτικό. ᾿Ενῶ τό εὐρύ ἐκκλησιαστικό Σῶμα διαθέτει στούς κόλπους του ἰσχυρά ἀντισώματα καί μέλη μέ ἔμπνευση καί ἱεραποστολικό ζῆλο, ἡ Συνοδική ὁμήγυρη βιώνει καταστάσεις βαριᾶς κρίσης καί ἐμφανίζεται στό προσκήνιο ἀνίκανη νά μιλήσει ἤ νά διαλεχθεῖ, νά ἐξαγγείλει καθαρό μήνυμα σωστικῆς ἐμπειρίας καί νά σκύψει ταπεινά σέ ἀδελφικό διάλογο.
Ξεχωρεῖστε μιά μικρή ὁμάδα Μητροπολιτῶν τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος, πού ὁ λόγος τους καί ἡ βιοτή τους ἀναδίνουν ἄρωμα Πατερικῆς παιδείας καί ἀποστολικῆς γνησιότητας. Εἶναι τόσο λίγοι, πού μποροῦν νά μετρηθοῦν στά δάχτυλα τοῦ ἑνός χεριοῦ. ᾿Από κεῖ καί πέρα θά συναντήσετε τήν ἀπαιδευσία παντρεμένη μέ τή χλιδή καί τήν ἔπαρση τῆς ἀλόγιστης ἐξουσίας. ῞Ενα ἄγος, καλυμμένο κάτω ἀπό τό ἐπισκοπικό ὠμόφορο.
Αὐτή ἡ πλειοψηφία, μέ τήν κοσμική της ἀρματωσιά καί τά φροῦδα ὄνειρα, ξεροσταλιάζει στά τηλεοπτικά παράθυρα, θηρεύοντας κάποιο φακό καί κάποιο εἰκονολήπτη πού θά εὐδοκήσει νά ἑστιάσει τήν προσοχή του στό ἀγέρωχο πρόσωπό τους, ἔστω καί ἄν αὐτός ἐνεργοποιεῖ τήν κάμερα, μόνο καί μόνο γιά νά φωτογραφίσει τά ἀπομεινάρια τῆς ἀσημαντότητας καί νά τά ἐμφανίσει ὡς δείγματα τῆς σημερινῆς κατάπτωσης καί τῆς ἀσύγγνωστης διαφθορᾶς.
***
Μή θεωρήσετε ὑπερβολική καί ἀνεδαφική τήν ἀπαισιόδοξη κρίση μου. Τά γεγονότα κραυγάζουν. Καί οἱ ἀντιδραστικές κινητοποιήσεις-δημοσιογραφικές, τηλεοπτικές, μαζικές-εἶναι τόσο πυκνές καί τόσο ἔντονες, πού δέν ἀφήνουν περιθώρια γιά ἐφησυχασμό, μήτε ἐπιτρέπουν τήν ἐπιστράτευση τῆς ἀρχῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, γιά μετριασμό τῆς ἐναγώνιας καταφορᾶς ἐνάντια στή σημερινή ἐπισκοπική ἀσημαντότητα.
Ξέρω πώς ἡ πρώτη κουβέντα πού θά ἐκστομιστεῖ γιά νά ἀναιρέσει ἤ νά ἀποδυναμώσει τήν ἐκτίμηση -τή δική μου καί τοῦ εὐρύτερου ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος- καί ἡ πρώτη πρωτοβουλία πού θά ἐπιχειρηθεῖ, θά εἶναι ἡ παραπομπή στόν ὄγκο τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐντύπων πού πνίγουν -κυριολεκτικά- τούς Ναούς μας καί τίς ἀποθῆκες τῶν ἐκκλησιαστικῶν μας ὀργανισμῶν.
Δέ διαφωνῶ καί δέν ἀντιλέγω πώς τά ἔντυπα πού ἐκδίδουν τά διάφορα ἐκκλησιαστικά μας κλιμάκια εἶναι πληθωρικά. ᾿Ασύμμετρα μέ τόν ὄγκο τοῦ πληθυσμοῦ. ῎Αν συλλεγοῦν σέ μιά χωματερή, θά σχηματίσουν βουνό. ᾿Αλλά, βουνό ἀνώφελο καί ἐπικίνδυνο. Οἱ Μητροπολίτες φιλοτιμοῦνται, ἤ παρορμοῦνται ἀπό τό ἔνστικτο τῆς αὐτοπροβολῆς, νά ἐκδώσουν ἕνα ἔντυπο ἤ ἕνα περιοδικό, μέ τή δηλωμένη σκοπιμότητα, νά διδάξουν τό λαό ἤ νά τοῦ παρουσιάσουν τήν πολυδιάστατη ἐνεργητικότητα τῆς Μητρόπολης καί τοῦ ἴδιου τοῦ Μητροπολίτη καί νά τόν πείσουν ὅτι ἡ τοπική ᾿Εκκλησία, ἀκοίμητη, καθοδηγεῖ τό πλήρωμα, ἀφουγκράζεται τίς ἀνησυχίες του καί τούς στεναγμούς του, μοχθεῖ γιά τήν ἀνακούφισή του καί συμβάλλει, ὁλοένα καί περισσότερο, στήν ἐπίλυση τῶν προβλημάτων, πού εἰσάγει ἡ ἐπικαιρότητα. Τό τραγικό καί ἀποκαρδιωτικό εἶναι, πώς ὁ ὄγκος αὐτοῦ τοῦ τυπωμένου χαρτιοῦ εἶναι ἐντελῶς ἀνούσιος καί ἀνίκανος νά θρέψει τίς πεινασμένες ψυχές. ῾Η θεολογική του ποιότητα, δεῖγμα ἀκάλυπτης ἀπαιδευσίας, φτηνῆς καυχησιολογίας καί, συχνά, κραυγαλέας ἀγραμματωσύνης. Τό θεματολόγιο, πεζό καί τετριμμένο, ἀναμάσημα ἰδεῶν, πού ἔχουν ἀκουστεῖ κατ᾿ ἐπανάληψη καί ἔχουν καταπονήσει τό ᾿Ορθόδοξο ἀκροατήριο. ῾Η γλώσσα ξύλινη, παγερή, σάν ἠχώ σπασμένου γραμμόφωνου. Οἱ μητροπολιτικές δραστηριότητες πού προβάλλονται καί διαφημίζονται, δάνεια ἀπό τή μικροπολιτική καί ἀπό τίς ντιρεκτίβες τῶν δασκάλων τῶν ἐπικοινωνιακῶν τρίκ. Καί, κερασάκι στήν τούρτα τῆς ἀσημαντότητας, ἡ φάτσα τοῦ δεσπότη, πού -ὅσο μικρό καί ἄν εἶναι τό μητροπολιτικό ἔντυπο- τυπώνεται σέ τριάντα, ὡς σαράντα, πόζες. ῾Ο δεσπότης εὐλογεῖ. ῾Ο δεσπότης μιλάει. ῾Ο δεσπότης χαιρετάει τούς ἐπίσημους. ῾Ο δεσπότης μπαίνει ἤ βγαίνει ἀπό τήν κούρσα του. Λές καί ἔχουν οἱ ἄνθρωποι σεβντά νά μάθουν, λεπτομερέστατα, τό ἐπικοινωνιακό παιχνίδι τοῦ καθενός δεσπότη, γιά νά βγοῦν στούς δρόμους, νά τόν πολυχρονίσουν.
Τό ἀποτέλεσμα ξέρετε ποιό εἶναι; ῞Ολα αὐτά τά τυπωμένα χαρτιά, πού ἐμφανίζουν καί διαφημίζουν τήν πνευματική ἀνέχεια τῶν ῾Ελλήνων ᾿Επισκόπων καί τήν ἀκόρεστη δίψα τους γιά προβολή, σκοντάφτουν στή λαϊκή περιφρόνηση καί καταντοῦν ἀνώφελα. ῾Υλικό γιά ἀνακύκλωση. Οἱ Μητροπολίτες φορτώνουν στούς Ναούς τίς δαπάνες τῆς ἔκδοσής τους. Οἱ προϊστάμενοι τῶν Ναῶν κάνουν ἀπανωτές συστάσεις στό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα νά δώσει κάποιο μικρό νόμισμα, γιά νά προμηθευτεῖ τό διαφημιστικό φυλλάδιο. ᾿Αλλά ἡ ἀναπόκριση εἶναι πέρα γιά πέρα ἀρνητική. Οἱ ἱερεῖς, προβληματισμένοι καί τρέμοντας τή δεσποτική ὀργή, ἀναλαμβάνουν νά πληρώσουν ἀπό ταμεῖο τῆς ᾿Εκκλησίας ἤ, στήν ἔσχατη ἀνάγκη, ἀπό τήν τσέπη τους, τό ἀντίτιμο τῶν περιοδικῶν. Καί κάνουν ἔκκληση στούς ἐνορίτες τους νά περάσουν ἀπό τό παγκάρι καί νά πάρουν -ἐντελῶς δωρεάν- τό μητροπολιτικό ἔντυπο. ᾿Αλλά καί στήν περίπτωση αὐτή, οἱ ἐνορίτες ἀδιαφοροῦν καί προσπερνοῦν, δίχως νά δωρίσουν, οὔτε κἄν βλέμμα ἐκτίμησης, στίς φωτογραφίες καί στά κείμενα τοῦ αὐτοδιαφημιζόμενου δεσπότη.
Κατάσταση τραγική καί ἐνδεικτική. Πού δέν τήν ξεφεύγουν μήτε τά, ἐμφανισιακά ἀνανεωμένα, ἔντυπα, πού ἐκδίδουν ἡ ᾿Αρχιεπισκοπή ᾿Αθηνῶν καί ἡ ῾Ιερά Σύνοδος τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος. Οἱ ἐκκλησιαστικοί αὐτοί ὀργανισμοί, μέ τήν ὤθηση καί τήν καθοδήγηση τοῦ κ. Χριστόδουλου, τυπώνουν ἀδιάκοπα ἔντυπα -περιοδικά, φυλλάδια, μικρότερα καί μεγαλύτερα βιβλία- πού κεντρικό μοτίβο ἔχουν τή διαφήμιση τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ προσώπου καί τήν ἑστίαση τῆς λαϊκῆς προσοχῆς στό λυμφατικό ἔργο τῆς σημερινῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας. Καί, μόλις ρωτήσετε τόν ὁποιονδήποτε ῞Ελληνα, ἄν ἔχει διαβάσει καί, πολύ περισσότερο, ἄν ἔχει ἐντυπωσιαστεῖ καί ἐπηρεαστεῖ θετικά ἀπό κάποιο τέτοιο ἀρχιεπισκοπικό αὐτολιβάνισμα, ἡ ἀπόκριση πού θά εἰσπράξετε, θά εἶναι εἴτε τό μειδίαμα, εἴτε τό γύρισμα τῆς πλάτης.Τολμῶ μιά πρόκληση.
Ἀπευθυνθεῖτε σέ ἕνα, ὁποιοδήποτε, ἱερέα τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος. Καί ρωτεῖστε τον, ἄν ἔχει διαβάσει τό ἐπίσημο δημοσιογραφικό ὄργανο τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος, τό περιοδικό “᾿Εκκλησία”. Τό ἔντυπο αὐτό στέλλεται σ᾿ ὅλους τούς ἱερεῖς. ᾿Αλλά κανένας δέν τό ξεφυλλίζει. Οἱ ἱερεῖς, ἤ τό ρίχνουν στό ντουλάπι, γιά νά σιτέψει, ἤ τό ἀφήνουν πάνω σέ κάποιο τραπέζι, ἴσαμε νά καταντήσει κουρελόχαρτο. Κανένας δέν ἐνδιαφέρεται γιά τήν πληθωρική ἀρθρογραφία τοῦ Χριστόδουλου καί κανένας δέν προστρέχει στίς σελίδες της γιά νά λύσει θεολογικές ἀπορίες ἤ γιά νά ἐμπλουτίσει τήν ποιμαντική του φαρέτρα.
Καταιγιστικός, ἀλλά κενός ὁ θεολογικός καί ὁ ποιμαντικός λόγος τῆς σημερινῆς ἐπισκοπικῆς οἰκογένειας. Βεγγαλικά, δίχως σταθερό, ὁδηγητικό, φῶς. Καρύδια, δίχως θρεπτική ψίχα, πού κυλοῦν, θορυβοῦν καί ἐνοχλοῦν. Λουλούδια πολυκαιρισμένα, πού δέν εὐωδιάζουν καί δέν τροφοδοτοῦν τίς αἰσθήσεις μέ εὐφροσύνη. ῾Η σημερινή ἐκκλησιαστική μας ἡγεσία βηματίζει, τραγικά ἀπομονωμένη, μέσα στό πυκνό δάσος τῶν προβληματισμῶν, τραυλίζοντας κακόηχους “δοξαστικούς” αὐτοέπαινους.
***
Τό δεύτερο στοιχεῖο τῆς ἐκτροπῆς καί τοῦ ἐκφυλισμοῦ τοῦ σημερινοῦ ἡγετικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κλάμπ, εἶναι ἡ ἀνικανότητά του νά περπατήσει, ἀνάμεσα στόν ἀνήσυχο ἤ στόν πονεμένο λαό, “ἐν διαλόγῳ”. Νά βάλει αὐτί νά ἀκούσει τήν ἀντίρρησή του ἤ τό παράπονό του. Νά μετρήσει τό δίκιο του. Νά σεβαστεῖ τήν ἄποψή του καί τήν ἀγωνία του.
῾Η Συνοδική παρέα, στή συντριπτική πλειοψηφία της, ἔχει συνηθίσει νά ἀπευθύνεται στίς λαϊκές μάζες μέ μονόλογο. Καί, ὅπως σημειώσαμε παραπάνω, μέ κακόγουστο, ἀθεολόγητο, ἀνεπίκαιρο καί σκοτεινό μονόλογο. Δέ διαφωτίζει μέ ὑπευθυνότητα. Δέ χειραγωγεῖ μέ ἀγάπη. ᾿Επιλεγμένο θεματολόγιο, ἡ ὑπερέξαρση τῆς ἐπισκοπικῆς αὐθεντίας. “...῞Οπου ᾿Επίσκοπος ἐκεῖ ἡ ᾿Εκκλησία...”. Κεντρική στόχευση, ὁ ἐξαναγκασμός σέ ὑποταγή. Νεόκοπη πρόκληση -ἐγκαινιάστηκε ἀπό τόν Χριστόδουλο- ἡ υἱοθέτηση καί ἡ ἐπιδοκιμασία τοῦ ἐπισκοπικοῦ μονόλογου μέ κροταλιστό χειροκρότημα.
῾Η λαϊκή ἀντίδραση, ἡ κριτική τῶν ἐπισκοπικῶν ἀτοπημάτων, ἡ διεκδίκηση τοῦ δικαιώματος μετοχῆς τῶν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας στούς ἐπίκαιρους προβληματισμούς καί στούς σχεδιασμούς τῶν ἱεραποστολικῶν ἀνοιγμάτων, χαρακτηρίζονται, ἄλλοτε ὡς ἀνεπίτρεπτες παρεμβάσεις στίς ἐπισκοπικές ἁρμοδιότητες καί ἄλλοτε ὡς βίαιες ἐπιθέσεις τῶν “ἐχθρῶν τῆς ᾿Εκκλησίας”. Τό μοτίβο τῶν συμβουλῶν εἶναι ἕνα καί μοναδικό: Οἱ νομιμόφρονες πιστοί, τά πρόβατα, πού ἀκολουθοῦν μέ ἀφοσίωση τούς ποιμένες τους, δέ φωνάζουν, δέ διεκδικοῦν λεπτομερή καί πειστική ἐνημέρωση, δέ διαμαρτύρονται, δέ σηκώνουν παντιέρα. Σκύβουν τό κεφάλι καί πορεύονται, ὄχι ὡς λογικά πρόβατα, ἀλλά ὡς κοπαδιασμένες ἄλογες ὑπάρξεις.
Θυμηθεῖτε τίς ἐξελίξεις στά δέκα χρόνια τῆς Χριστοδουλικῆς ἡγεμονίας. ῾Ο ᾿Αρχιεπίσκοπος, καθημερινά μπροστά στό μικρόφωνο ἤ στημένος στό τηλεοπτικό παράθυρο. Μέ τό χαρακτηριστικό ὑπεροπτικό του βλέμμα καί μέ τό φτηνό, μακρόσυρτο καί ἐξοργιστικά στηλιτευτικό του λόγο. Καί, πρόσθετα, μέ τήν ἀπαίτηση νά μήν ἀποτολμηθεῖ ὁ παραμικρός ἀντίλογος. ῎Αν ἕνας ἄλλος ᾿Επίσκοπος, ἤ ἕνας διακριτικός μελετητής τῆς θεολογικῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας περιουσίας ἤ ἕνας παράγοντας τοῦ δημοσιογραφικοῦ κυκλώματος ἐπιχειροῦσε τό τολμηρό ἐγχείρημα νά βγεῖ στή δημοσιά καί νά ἀμφισβητήσει ἤ νά ἀνασκευάσει τήν ἀπόφανση τῆς ἀρχιεπισκοπικῆς αὐθεντίας, θά δεχόταν ἀμέσως τήν καυτή ρετσινιά καί τό ὄνομά του θά περνοῦσε στή μαύρη λίστα.
Ἀκόμα καί στήν ῾Ιερά Σύνοδο τῆς ῾Ιεραρχίας τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος καί στή Διαρκή ῾Ιερά Σύνοδο, πού προήδρευε ὁ Χριστόδουλος, ὁ “διάλογος” βρισκόταν στιγματισμένος ὡς δικαίωμα “ἐν ἀπαγορεύσει”. ῞Αμα μιλάει ὁ πρόεδρος (ὁ πρῶτος, ὅπως, γιά ἕνα διάστημα, αὐτοδιαφημιζόταν), οἱ πολλοί πρέπει νά σιωποῦν, ἔστω καί ἄν, Κανονικά καί θεσμικά, παρακάθονται στήν τράπεζα τῶν Συνοδικῶν διασκέψεων, ὡς συνυπεύθυνοι καί συνυπόλογοι μέ τόν πρόεδρο καί -ἀπό τίς Καταστατικές διατάξεις- ἀντλοῦν τό δικαίωμα ἤ, μᾶλλον, ὑποχρεώνονται νά ἐκφέρουν ἐλεύθερη γνώμη καί νά χρησιμοποιοῦν τήν ψῆφο τους, δίχως τόν παραμικρό ἐκβιασμό.
Τά παραδείγματα τῆς φίμωσης τοῦ ἐλεύθερου λόγου καί τοῦ ἀντιρρητικοῦ ἤ ἐλεγκτικοῦ ἀντίλογου, πάμπολλα. Εἶναι τό σταθερό, ζοφερό καί αἰνιγματικό, κλίμα στίς Συνοδικές διασκέψεις, στό χῶρο, πού ἡ ἱερή Πατερική μας παράδοση καί οἱ θεσμοθετημένες Κανονικές ὑποδείξεις διασφαλίζουν τήν ἐλευθερία τῶν μελῶν τοῦ Σώματος καί ὑπογραμμίζουν τήν προσωπική τους εὐθύνη.
Ἰδιαίτερα χτυπητό καί ἀποκρουστικό ἦταν τό φαινόμενο αὐτό κατά τήν περίοδο, πού οἱ σκανδαλώδεις διαστροφές τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἤθους, ἀκόμα καί τοῦ ἀνδρισμοῦ τους, κύλησαν στά κανάλια τῆς δημοσιογραφικῆς ἐπικαιρότητας καί ἔπνιξαν τίς εὐαισθησίες καί τίς προσδοκίες τοῦ ἀνυποψίαστου λαϊκοῦ πληρώματος. Κείνη τήν ὥρα, τῆς βαθειᾶς σκοτεινιᾶς, τῆς ἀπελπισίας καί τῆς πονεμένης κραυγῆς, τήν ὥρα, πού πιστοί καί ἄπιστοι ἀπαιτοῦσαν “κάθαρση” τοῦ ἐπισκοπικοῦ σώματος, τά παραπετάσματα τῆς σκόπιμης καί ἔνοχης σιωπῆς ἔπεφταν, βαριά, στήν πύλη καί στά παράθυρα τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου καί ἔκρυβαν τή νοσηρή ἐκκοσμίκευση καί τήν ἀφόρητη δυσοσμία τῆς ἠθικῆς σήψης.
***
Τοῦτο τόν καιρό τά δυό κορυφαῖα διοικητικά Σώματα τῆς ᾿Εκκλησίας μας συνεδριάζουν δίχως τήν παρουσία καί τή δυναστική πίεση τοῦ προέδρου Χριστόδουλου. Νά ἀφήσουμε ἐλεύθερη τή φαντασία μας νά ὁραματιστεῖ πώς εἶναι δυνατό νά ἀλλάξει τό κλίμα; Νά πιστέψουμε πώς μπορεῖ νά ἀνοίξει ὁ δίαυλος τῆς ἐλευθερίας; Νά κατασταλεῖ ἡ στυγνή ἔπαρση, τό μονοπώλιο τῆς πλανεμένης καί νοσηρῆς ἀρχιερατικῆς αὐθεντίας; Νά ἀναγνωριστεῖ τό ἀναφαίρετο δικαίωμα τοῦ “λόγου” καί τῆς κατάθεσης ἔλλογης διαφωνίας ἐκ μέρους τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, ὥστε “ἐν ἑνί πνεύματι καί μιᾷ καρδίᾳ” νά ἀναζητεῖται ἡ ἀλήθεια καί νά βιώνονται τά δωρήματα τοῦ Παναγίου Πνεύματος;
Τό αἴτημα, συνοδευμένο μέ τήν ἐλπίδα, χτυπάει τήν πόρτα τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου καί τίς καρδιές τῶν Συνοδικῶν ῾Ιεραρχῶν.῎Αν γίνει ἀποδεκτό, μπορεῖ νά φέρει τήν ἄνοιξη.
Ἄν οἱ καρδιές μείνουν κλειστές καί παγωμένες, ὁ χειμώνας θά συνεχιστεῖ καί μετά τή Χριστοδούλειο περίοδο. Γιά ἀπροσδιόριστο μῆκος χρόνου. Καί μέ ἀπρόβλεπτες συνέπειες.
Ο ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων