† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Τό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 280, 1-7-2010
Ἡ διακονία τοῦ ἐπισκόπου (ΙΙΙ).
«Δεῖ τόν ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι»
Ἐλευθερίου Οἰκονομάκου
(Τό παρόν ἄρθρο εἶναι τό τρίτο ἀπό μιά σειρά τριῶν αὐτοτελῶν ἄρθρων, διαφόρων ξένων συγγραφέων, πού πραγματεύονται τό σημαντικό θέμα τῆς διακονίας τοῦ ἐπισκόπου στήν Ἐκκλησία σήμερα. Τά ἄρθρα τά ἐρανιστήκαμε ἀπό διάφορες ἰστοσελίδες τοῦ διαδικτύου καί τά δημοσιεύουμε συγκεντρωμένα ἐν μεταφράσει. Ὁ συγγραφέας τοῦ παρόντος ἄρθρου εἶναι Μητροπολίτης τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας).
Κανείς δέν μπορεῖ νά λάβει τή θεία χάρη ἀπό μόνος του. Ἡ θεία χάρη καλεῖ τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ὅποιος μέ γνησιότητα τήν προσεγγίζει, νοιώθει τιποτένιος καί παραμένει στά μάτια του ἕνα τίποτα μέχρι τήν Ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ὁ καθένας μας πρέπει νά ἔχει συναίσθηση τῶν ταλέντων του, ἀναγνωρίζοντάς τα ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ. Πάει ὅμως χαμένος ἄν θεωρήσει ὅτι τά ταλέντα του τοῦ ἀνήκουν. Τά ἔχει ὡς δῶρα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος καί μπορεῖ νά τά πάρει πίσω, ἄν ἔτσι θελήσει.
Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τά διακονήματα μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Κάθε ὑπευθυνότητα, πού ἀναλαμβάνουμε, εἶναι δωρεά. Στό βάθος της, ἡ ὅποια διακονία εἶναι δῶρο, πού κατέρχεται σέ σένα ἄνωθεν. Ἄν τήν ἀναλάβεις, μήν ἐπιτρέψεις στόν ἑαυτό σου νά πιστέψει ὅτι τήν ἄξιζες. Στήν πραγματικότητα ὁ Κύριος σέ καλεῖ κάθε μέρα νά ὑπάρξεις ὡς «καινή κτίσις». Ἄν νιώθεις ὅτι ἔχεις γίνει σκεῦος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, μή ξεχνᾶς ὅτι «ἔχομεν τόν θησαυρόν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν» (Β΄ Κορ. δ΄ 7). Νά εἶσαι εὐτυχής πού σοῦ ἔχει ἀνατεθεῖ αὐτός ὁ θησαυρός, ἀλοίμονό σου ὅμως ἄν θεωρήσεις τόν ἑαυτό σου ὡς κάτι παραπάνω ἀπό πηλό.
Μέ τίς σκέψεις αὐτές προσεγγίζω τά λόγια τοῦ Παύλου: «Εἴ τις ἐπισκοπῆς ὀρέγεται, καλοῦ ἔργου ἐπιθυμεῖ. Δεῖ οὖν τόν ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι» (Α΄ Τιμ. γ΄ 1-2). Ἐδῶ δέν θά ἐνδιατρίψω στήν ἱστορική ἔννοια τῆς λέξεως «ἐπισκοπή». Ὅταν γραφόταν ἡ ἐπιστολή, δέν ὑπῆρχε ἀκόμα σαφής διάκριση μεταξύ ἐπισκόπου καί πρεσβυτέρου ἤ τουλάχιστον ἡ διάταξη τῶν βαθμῶν ἱεροσύνης δέν ἦταν ἀκόμα ἐνιαία σ’ ὅλες τίς Ἐκκλησίες. Ἐμεῖς σήμερα ὅταν διαβάζουμε τή λέξη «ἐπισκοπή» ἐννοοῦμε τό λειτούργημα αὐτοῦ, πού ὀνομάζεται Μητροπολίτης, (ἐτυμολογικά, ὁ ἐπίσκοπος μιᾶς σημαντικῆς πόλεως).
Ὅποια ἔννοια καί ἄν δώσουμε στή λέξη, δέν σημαίνει ὅτι ὁ Παῦλος ἐπαινεῖ φιλοδοξίες ἀνθρώπων ἤ ὅτι τούς ἐνθαρρύνει νά πασχίζουν νά γίνουν ἐπίσκοποι. Αὐτό εἶναι δῶρο Θεοῦ, ἀνεξάρτητο ἀπό τίς ἀνθρώπινες φιλοδοξίες. Τό νόημα τοῦ χωρίου εἶναι σαφές: ἄν σοῦ ἔλθει τέτοια ἐπιθυμία, γνώριζε ὅτι ἐπιθυμεῖς κάτι τό ἀσύλληπτα σημαντικό. Πρέπει, πρῶτα ἀπ’ ὅλα, νά εἶσαι ἀνεπίληπτος. Καί αὐτό δέν θά τό κρίνεις ἐσύ, ἀλλά ἄλλοι· ἄνθρωποι μέ πνευματική εὐαισθησία.
Πράγματι, δέν ἐπιτρέπεται οὔτε κἄν νά λαμβάνεται ὑπόψη ἡ ὑποψηφιότητα γιά τό λειτούργημα τοῦ ἐπισκόπου κάποιου, πού εἶναι γνωστό ὅτι ἔχει διαπράξει ἔστω μία πράξη ἀκάθαρτη ἀπό τά ἔργα τοῦ διαβόλου. Ὅποιος σταθεῖ, ἔστω γιά λίγο, εὐνοϊκά πρός μιά τέτοια ὑποψηφιότητα, γίνεται μέτοχος καί αὐτός τῆς ἴδιας ἀκαθαρσίας. Ὁ ρυπαρός ὁδηγεῖ καί ἄλλους σέ πράξεις ρυπαρές. Ἀναπόφευκτα, ἕνα πρόσωπο διεφθαρμένο εἶναι πηγή διαφθορᾶς γιά τό περιβάλλον του.
Ἔτσι ὁ Παῦλος στή συνέχεια τοῦ παραπάνω χωρίου, ἀναφέρει πλῆθος ἀρετῶν, πού πρέπει νά κοσμοῦν τόν ὑποψήφιο πνευματικό ἡγέτη. Λέει π.χ. ὅτι πρέπει νά εἶναι: «νηφάλιος, φιλόξενος, διδακτικός, μή πάροινος (ὄχι μέθυσος), μή πλήκτης (ὄχι βίαιος), μή αἰσχροκερδής, ἀλλ’ ἐπιεικής, ἄμαχος (εἰρηνικός)», κτλ. Ὅποιος δηλαδή δέν ἔχει νά ἐπιδείξει πλοῦτο ἀρετῶν δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἀνεπίληπτος. Ὁ χῶρος δέν ἐπιτρέπει νά πραγματευθοῦμε κάθε ἀρετή λεπτομερῶς. Γενικά λέμε ὅτι ὁ πνευματικός ἡγέτης πρέπει νά βρίσκεται σέ διαρκή ἐγρήγορση. Νά ἐπιτηρεῖ τόν ἑαυτό του στενά καί νά ἐλέγχει τή συμπεριφορά του. Ἔτσι θά μπορέσει νά παρακινήσει καί ἄλλους νά ἀκολουθήσουν τήν ὁδό τοῦ Κυρίου. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι χῶρος γιά νά κοιμᾶται κανείς. Ὅλοι πρέπει νά βλέπουμε τή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας σάν ἀτίμητο θησαυρό, πού ἔχουμε χρέος νά διαφυλάξουμε. Πρέπει νά συμμετέχουμε ὁλόψυχα σ’ αὐτήν, νά ἀγαπᾶμε ὅλους τούς ἀνθρώπους καί, μέ μετάνοια καί ἀδιάλειπτη θυσία γιά τούς ἀδελφούς μας, νά διασφαλίζουμε τήν ἑνότητα τοῦ Ἁγίου Λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὅσοι θέλουν νά ἐφησυχάζουν ἀμέριμνοι ἄς τό χωνέψουν: ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κρεββάτι οὔτε γιά τόν πιστό οὔτε γιά τόν ποιμένα.
Πνευματικός ἡγέτης σημαίνει καλός διδάσκαλος. Ὁ Χριστιανισμός εἶναι γνώση τῆς ἀλήθειας καί διδαχή. Μιά Ἐκκλησία, πού ἀρκεῖται σέ τελετές, τίς ὁποῖες κανείς δέν καταλαβαίνει, σέ τί χρησιμεύει; Ἑπομένως, ἄν κάποιος δέν ἔχει τό χάρισμα τῆς διδαχῆς καί τοῦ κηρύγματος δέν μπορεῖ νά εἶναι κατάλληλος γιά θέση ποιμαντική, ἱερέως ἤ ἐπισκόπου. Μπορεῖ νά εἶναι κατάλληλος γιά ψάλτης ἤ γιά σιωπηλός μοναχός ἤ γιά νά ὑπηρετεῖ τό ναό μέ ὁποιοδήποτε ἄλλο τρόπο. Ὅλα αὐτά εἶναι εὐλογημένες διακονίες καί ὅσοι ἀπό μᾶς τίς ἀναλάβουμε πρέπει νά θεωρήσουμε τόν ἑαυτό μας εὐτυχή. Χριστιανισμός πάντως σημαίνει κατανόηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, μετοχή στή λογική λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καί σεβασμός στήν Ἱερή Παράδοση. Ἡ τήρηση αὐτῶν τῶν ὅρων εἶναι ἰσόβιο χρέος ὅλων ἀνεξαιρέτως. Ἐάν ὅμως ὁ ἁπλός πιστός καλεῖται νά ὁμολογεῖ τήν πίστη του μέ τή γλῶσσα του, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος (βλ. Ρωμ. ι΄ 9-10), πόσο μᾶλλον ἕνας κληρικός, «ὑπηρέτης τοῦ Λόγου», ὅπως ἀποκαλεῖται κατά τήν χειροτονία του, πρέπει νά δίδει τή μαρτυρία τοῦ Λόγου. Ἕνας βουβός δέν μπορεῖ νά λάβει ἱεροσύνη, ἔστω καί ἄν ξεπερνᾶ σέ ἁγιότητα ὅλους ὅσους μετέχουν στό ἱερατεῖο. Κάποιοι πιστοί ἔφεραν ἕναν ἄντρα στόν Ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο μέ τήν παράκληση νά τόν χειροτονήσει. Τούς ρώτησε τί γνωρίζουν γι’ αὐτόν. Εἶπαν ὅτι εἶναι εὐσεβής. Τούς ἀπάντησε ὅτι αὐτό δέν εἶναι ἀρκετό, γιατί ὅλοι οἱ Χριστιανοί πρέπει νά εἶναι εὐσεβεῖς. Χρειάζεται ἐπιπλέον νά ἔχει καί βαθειά κατάρτιση.
Ὁ ἐπίσκοπος δέν πρέπει νά εἶναι «πλήκτης (βίαιος)», «ἀλλ’ ἐπιεικής, ἄμαχος (εἰρηνικός)», διότι ὁ Κύριος ἔχει πεῖ «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. ια΄ 29). Γιατί ὁ Κύριος διάλεξε αὐτές τίς δύο ἀρετές γιά νά χαρακτηρίσει τό Πρόσωπό του; Διότι εἶναι οἱ κορωνίδες. Μόνο ἄν εἶσαι ταπεινός ὁ Κύριος θά σέ ὑψώσει. Ἀλλά καί ἐσύ μέ τή δική σου ταπείνωση θά μπορέσεις νά ἀνορθώσεις ἄλλους. Μόνο ἄν ἀγαπήσεις τήν ταπείνωση καί τή βιώσεις θά μπορέσεις νά γίνεις ἀκόλουθος τοῦ Σωτῆρος στή θυσιαστική πορεία Του.
Δέν θά μᾶς ἀπασχολήσει ἡ ἐννοιολογική διαφορά τῶν ἀρετῶν χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πραότης, τίς ὁποῖες ὁ Παῦλος ἀναφέρει στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή. Τό σημαντικό εἶναι ὅτι τίς θεωρεῖ μαζί μέ ἄλλες ὡς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄν δέ συσχετίσουμε τό γεγονός αὐτό μέ ὅσα ὁ Ἀπόστολος παραγγέλλει πιό πάνω καταλαβαίνουμε ὅτι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι Ἐκεῖνο, πού παράγει μέσα μας ἕναν τρόπο ζωῆς ἀνώτερο, πνευματικό.
Σχετικά μέ αὐτό, πού εἶπε ὁ Παῦλος, ὅτι ὁ ἐπίσκοπος πρέπει νά εἶναι «ἄμαχος (εἰρηνικός)», ἔχω παρατηρήσει σέ μιά σειρά περιπτώσεων ὅτι ἡ πιό ἀποτελεσματική ἐπίπληξη σέ ἕναν πιστό, πού παρεκτράπηκε, εἶναι αὐτή πού δέν συνοδεύεται ἀπό ὀργή. Μέ τήν ἀοργησία σου τοῦ δίνεις ἀκόμα ἕνα ἄριστο παράδειγμα, ἄν αὐτός ἔχει κυριευθεῖ ἀπό θυμό. Εἶναι κάτι, πού θά φέρει κοντά στό Θεό, καί σένα καί αὐτόν, τόν ὁποῖο ἐπιτιμᾶς.
Ὅταν ἡ Γραφή λέει ὅτι ὁ ἐπίσκοπος πρέπει νά εἶναι «ἀνεπίληπτος» σημαίνει πρῶτον, ὅτι ἕνα ἀνεπίληπτο πρόσωπο δέν εἶναι κάτι τό ἐξωπραγματικό καί δεύτερο, ὅτι ὑπάρχουν καταστάσεις μέ τίς ὁποῖες δέν παίζει κανείς. Οἱ ὑπεύθυνοι γιά νά ἐπιλέξουν ἕνα πρόσωπο πρέπει νά χύσουν ἄπλετο φῶς στή ζωή του καί νά τήν ἐξετάσουν σέ κάθε της λεπτομέρεια, πρίν τόν θεωρήσουν ὑποψήφιο καί τόν ἐκλέξουν. Πρέπει νά θέσουν ὅρους δεσμευτικούς γιά προαγωγή προσώπων σέ ἀνώτερες θέσεις. Δηλαδή, νά μήν γίνεται διάκονος κάποιος, πού δέν εἶναι ἀνεπίληπτος, καί ἄν γίνει τό λάθος καί χειροτονηθεῖ δέν πρέπει νά προωθεῖται στήν ἱεροσύνη. Ἄν καί πάλι γίνει λάθος καί γίνει ἱερέας νά μή προωθεῖται στήν ἀρχιεροσύνη. Ἕνας ἀνάξιος ἐπίσκοπος διασπείρει τήν ἀναξιότητά του στήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία διαποιμαίνει. Ἄν π.χ. εἶναι φιλοχρήματος ἐξωθεῖ αὐτούς, πού διοικεῖ σέ δωροδοκίες πρός τό πρόσωπό του προκειμένου νά ἐξασφαλίσουν τήν εὔνοιά του, καθώς καί σέ κλοπές. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία μετατρέπεται σέ σπήλαιο ληστῶν.
Οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας θεωροῦν ὑπαρκτό τό ἐνδεχόμενο νά σημειωθοῦν συχνά ἁμαρτίες στόν κλῆρο. Γι’ αὐτό ἔχουν θεσμοθετήσει δικαστικές διαδικασίες γιά ἱερεῖς καί μητροπολίτες, οἱ ὁποῖες κάποτε μπορεῖ νά καταλήξουν καί σέ καθαιρέσεις, δηλαδή ἀποπομπές ἀπό τίς τάξεις τοῦ κλήρου ἀναξίων ἱερωμένων. Κατά τή γνώμη μου μιά Ἐκκλησία, πού ἀποφεύγει νά δικάσει, δέν ἔχει τή δυνατότητα νά ἐμπνεύσει στόν λαό τί εἶναι ἀρετή. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος, στόν ὁποῖο ἐξαγιαζόμαστε. Ὁ Ἰησοῦς μᾶς ἐξαγνίζει διά τῶν Ἀποστόλων καί τῶν διαδόχων τους, τῶν ἐπισκόπων καί ἐν γένει τῶν κληρικῶν. Οἱ διεφθαρμένοι ὅμως ἐξ αὐτῶν ἀκολουθοῦν τίς ἁμαρτίες τους. Δέν εἶναι διάδοχοι ἁγίων.
Ἡ κάθαρση μέσα στήν Ἐκκλησία ξεκινᾶ ἀπό τούς ἡγέτες Της. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι δυνατόν νά ἀδρανεῖ περιμένοντας, ὅσοι ἱερεῖς καί ἐπίσκοποι ἔχουν σοβαρές πτώσεις, νά μετανοήσουν. Δέν μπορεῖ νά ἀφήσει τό κακό, πού προκαλοῦν, νά τεθεῖ ἐκτός ἐλέγχου. Ὁ στόχος Της εἶναι ἕνας καί μοναδικός: ἀποπομπή.
Ὁ Μέγας Βασίλειος καθαίρεσε κάποτε ἕναν ἱερέα, πού εἶχε διαπράξει μοιχεία. Μετά ἀπό πολλά χρόνια ὁ καθαιρεμένος βρέθηκε σέ μιά κηδεία. Πλησίασε τό φέρετρο καί ἀκούμπησε τό νεκρό σῶμα. Ὁ νεκρός ἀναστήθηκε. Πῆγε τότε στό Βασίλειο καί τοῦ εἶπε: «Θέλεις καλύτερη ἀπόδειξη γιά τήν ἁγιότητα, στήν ὁποία ἔχω φτάσει, γιά νά μέ στείλεις πίσω στό ποίμνιό μου;» Ὁ Βασίλειος ἀπάντησε: «Ἡ ἁγιότητά σου εἶναι κάτι μεταξύ σοῦ καί τοῦ Θεοῦ. Δέν μπορεῖς ὅμως νά πᾶς στό ποίμνιό σου, γιατί τούς σκανδάλισες. Δέν μπορεῖς νά ἐπιστρέψεις σ’ αὐτούς».
Ποιός θά μᾶς δώσει ἄνδρες σάν τό Μέγα Βασίλειο, ἔτσι πού νά αἰσθανθοῦμε ὅτι ἀνήκουμε μέ γνησιότητα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ;
Ὁ Μητροπολίτης Ὄρους Λιβάνου
Γεώργιος Khodr.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων