† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Τό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 277, 16-5-2010
«Τά τῆς Ἐκκλησίας ἀποίμαντα» (γ) - 1
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου
Βιώνει κανείς φόρτιση ἀφόρητης ὀδύνης, ὅταν ἐξακριβώνει τήν τραγική ἀλλοτρίωση τῶν ἱστορικῶν Κέντρων τῆς ἀποστολικῆς, θυσιαστικῆς διακονίας καί ὅταν διαπιστώνει τή μεταποίησή τους σέ κάστρα κοσμικῆς προβολῆς, σέ ἐργαστήρια ὑπεροχικῆς ἀνάδειξης καί σέ θρόνους μάταιης, ἡγεμονικῆς, κοσμικῆς λάμψης, πού ἐκτρέφει καί διογκώνει τήν ἔπαρση τῶν ἐπικαθήμενων καί ἐκμηδενίζει τό θησαύρισμα τοῦ ψυχικοῦ κάλλους.
Αἰῶνες, τώρα, ἡ Ἐκκλησία σηκώνει τό φορτίο τῆς περιπέτειας καί τούς σπασμούς τῆς διαίρεσης, ἐξ αἰτίας τῆς ἀδυσώπητης διαπάλης γιά τά πρωτεῖα καί τίς πρωτοκαθεδρίες τῶν -κατά κόσμο- κορυφαίων ποιμένων Της.
Σαφέστατη ἡ διδαχή τοῦ Κυρίου μας καί ἡ προτροπή Του στούς δώδεκα Ἀποστόλους Του: «Οἴδατε, ὅτι οἱ Ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καί οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὅς ἐάν θέλῃ ἐν ὑμῖν μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος καί ὅς ἐάν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος» (Ματθ. κ΄ 25-27).
Καί πάλι, μετά τόν ἱερό Νιπτήρα, μέσα στή βαθειά συγκίνηση, ἐξήγησε τήν πράξη τῆς ἔσχατης ταπείνωσης καί χειραγώγησε τούς ἁγίους Ἀποστόλους Του στήν ὑπέρβαση τῶν φιλοδοξιῶν καί στήν «κενωτική» διακονία τῆς ἀγάπης. «Ὅτε οὖν ἔνιψε τούς πόδας αὐτῶν καί ἔλαβε τά ἱμάτια αὐτοῦ, ἀναπεσών πάλιν εἶπεν αὐτοῖς, γινώσκετε τί πεποίηκα ὑμῖν; ὑμεῖς φωνεῖτέ με, ὁ Διδάσκαλος καί ὁ Κύριος, καί καλῶς λέγετε, εἰμί γάρ. εἰ οὖν ἐγώ ἔνιψα ὑμῶν τούς πόδας, ὁ Κύριος καί ὁ Διδάσκαλος, καί ὑμεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων νίπτειν τούς πόδας. ὑπόδειγμα γάρ δέδωκα ὑμῖν, ἵνα καθώς ἐγώ ἐποίησα ὑμῖν καί ὑμεῖς ποιῆτε» (Ἰωάν. ιγ΄ 12-15).
Οἱ ὑπομνήσεις αὐτές, διδαχές τῆς ἔσχατης ὥρας, κατά τήν ὁποία ὁ «ἐξωνημένος» προδότης «ἐξήρχετο», γιά νά ἐπιτελέσει τήν «προδοσία» καί οἱ παθιασμένοι ἄρχοντες τοῦ λαοῦ ὑλοποιοῦσαν τό σχέδιο τῆς σταυρικῆς καταδίκης, λησμονήθηκαν, ἀτυχῶς, ἀπό τούς -κοσμικά- προνομιούχους ποιμένες τῶν μεγάλων κέντρων τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐξουσίας. Καί ἐγκαινίστηκε ἡ ἀδυσώπητη διαμάχη γιά τά πρωτεῖα καί γιά τίς πρόσθετες, ἀποκλειστικές ἁρμοδιότητες.
Τό πόσο στοίχισε αὐτή ἡ διαμάχη εἶναι σέ ὅλους μας γνωστό. Δίχασε τή μιά καί ἀδιαίρετη «Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία». Ἄνοιξε χάσμα μέγα ἀνάμεσά τους. Καί προκάλεσε ἰσχυρούς κλονισμούς καί βίαιες ἀντιπαλότητες στήν ἑνότητα καί στή συνεργασία τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς.
Κατά τίς Οἰκουμενικές, Συνοδικές Της Συνάξεις ἡ ἀδιαίρετη Ἐκκλησία προσδιόρισε μέ ἀκρίβεια καί μέ Θεοφώτιστη σαφήνεια, ὅτι τά πρωτεῖα καί τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης καί τοῦ Πατριάρχη τῆς δεύτερης Ρώμης, τῆς Κωνσταντινούπολης εἶναι «πρωτεῖα τιμῆς» καί, κατά προέκταση, «πρωτεῖα εὐθύνης καί μόχθου». Δέ σηματοδοτοῦν ὑπεροχικά ἀξιώματα καί διευρυμένες δικαιοδοσίες, πού ἀκυρώνουν τήν ἰσοτιμία τῶν Ἐπισκόπων, τῶν διαδόχων τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί ὑποβαθμίζουν τή Συνοδικότητα καί τήν «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» διαχείριση τοῦ ἀποστολικοῦ Χαρίσματος.
Ἔξω, ὅμως, ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, ὑπό τήν καταλυτική ἐπίδραση τοῦ ἀπολυταρχικοῦ σχήματος τῆς κοσμικῆς, αὐτοκρατορικῆς ἐξουσίας καί μέ ὑπερφορτισμένη τή λαχτάρα τῆς ἀλαζονικῆς αὐτοπροβολῆς στίς ὑπεροχικές βαθμίδες τοῦ ἐπισκοπικοῦ λειτουργήματος, οἱ ἀντιπαραθέσεις κατάντησαν ρουτίνα τῆς καθημερινότητας. Καί ὁ ἀγώνας νά ὑπερυψωθοῦν κάποιοι θρόνοι ἤ κάποιοι Ἐπίσκοποι, ἐνθρονισμένοι στούς ἐπίσημους καί διακριτούς θρόνους, πῆρε τή μορφή καί τίς διαστάσεις ἐξοντωτικῆς ἐμφύλιας ἀναμέτρησης.
***
Ἔτσι φτάσαμε στόν εἰκοστό πρῶτο αἰώνα, στόν αἰώνα τῶν κοσμογονικῶν ἀνακατατάξεων, τῆς ἀδηφάγου ὑλομανίας, τῆς καταλυτικῆς ὑποτίμησης τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, τῆς κυριαρχίας τῆς ἀπάτης καί τῆς ἐκμετάλλευσης καί, ἀντί νά ἀναπτυχθοῦμε στήν οἰκουμένη ὡς κήρυκες τῆς Ἀλήθειας καί φορεῖς τοῦ Θεϊκοῦ μηνύματος τῆς Ἀγάπης, δαπανοῦμε τίς δυνάμεις μας καί τό ἐκκλησιαστικό μας κύρος στό διακύβευμα τῶν πρωτείων.
Τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης, ὅπως προβλήθηκε, ὅπως ὑποστηρίχτηκε, καί ὅπως λειτούργησε, κατάντησε τό μεγάλο ἀγκάθι, πού ἔσκισε τήν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος καί ἀντί γιά λέντιο ταπεινῆς καί ἀγαπητικῆς διακονίας, ἐμπιστεύτηκε στά χέρια καί στό κεφάλι τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Ρώμης τήν τιάρα, τό διπλό διάδημα, τῆς πολιτικῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας.
Καί στήν «καθ' ἡμᾶς Ἀνατολή», τό «πρωτεῖο τῆς τιμῆς» τοῦ Ἐπισκόπου τῆς νέας Ρώμης, ἐκδιπλώθηκε καί βιώθηκε ἄλλοτε ὡς ἀποστολική κληρονομιά ἐπίμοχθης, ταπεινῆς διακονίας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί ἄλλοτε ὡς ἀντιγραφή τῶν ὑπερφίαλων βηματισμῶν τοῦ Ποντίφηκα τῆς Ρώμης...
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων