† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, «Ἡ πύλη τοῦ Οὐρανοῦ», γ΄ ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ»), σελ. 45-51
Η ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΜΥΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
Τήν παράστασί μας στή μυστική Τράπεζα τήν χαρακτηρίσαμε σάν ἕνα ἀπό τά πιό μεγάλα θέματα.
Ὑπάρχουν ὅμως τρία βασικά ἐρωτήματα, πού πρέπει νά θέσουμε στόν ἑαυτόν μας, καθώς ἀντικρύζουμε τό μέγιστο καί βασικώτατο τοῦτο θέμα.
Τό πρῶτο ἐρώτημα:
Πῶς στεκόμαστε μπροστά στό ἅγιο Θυσιαστήριο;
Φαίνεται, μέ πρώτη ματιά, πώς τό ἐρώτημα τοῦτο ἀναφέρεται στά ἐξωτερικά. Στή στάσι ἤ τήν κίνησι τοῦ σώματος, τῶν χεριῶν, τῆς κεφαλῆς. Καί πραγματικά ἔχει σχέσι μ’αυτά. Ὅμως, ποιά ἀνθρώπινη ἐκδήλωσι δέν πηγάζει ἀπό κάποιο βάθος; Ποιά κίνησι δέν ἐκφράζει σέ μεγαλύτερο ἤ μικρότερο βαθμό τό περιεχόμενο τῆς ψυχῆς; Ἄν αὐτό ἰσχύῃ γιά τίς συνηθισμένες μας ἐκηλώσεις, εἶναι δυνατόν νά μή ἰσχύσῃ γιά τίς κινήσεις καί τίς ἐκδηλώσεις πού γίνονται στόν ἰερώτερο χῶρο, τό ναό, καί στήν ἰερώτερη ὥρα, τήν ὥρα τῆς λατρείας;
Ἡ ἕνωσι τῶν τριῶν μας δακτύλων ἐπί παραδείγματι, συμβολίζει τό τριαδικό τοῦ Θεοῦ, τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ συμβολίζει τό ὄργανο τῆς λυτρώσεως, τό Σταυρό τοῦ Κυρίου, τό ἅπλωμα τῶν χεριῶν στή στάσι τῆς ἰκεσίας, τήν ἐξάρτησί μας ἀπό τόν οὐράνιο Πατέρα.
Ὅταν ὅμως τόσο βαθειά καί μυστική καί λατρευτική σημασία ἔχῃ ἡ κάθε μας κίνησι τήν ὥρα πού βρισκόμαστε μπροστά στό θρόνο τοῦ Θεοῦ, εἶναι φανερό ὅτι ὅλες πρέπει νά γίνονται μέ εὐλάβεια, μέ τάξι καί σεμνότητα. Μέσα στό ναό δηλαδή δέν ἐπιτρέπεται νά περπατᾶμε ἄσκοπα, νά κινοῦμε τά χέρια, νά γυρίζουμε τό κεφάλι πέρα δῶθε, ν’ ἀνταλάσσουμε κουβέντες μέ τό διπλανό. Αὐτά μποροῦν νά ἔχουν θέσι στό σαλόνι τοῦ σπιτιοῦ μας, στό καφενεῖο, στά πεζοδρόμια, ὄχι ὅμως καί στό χῶρο πού τόν ἁγιάζει τό ἱερό Θυσιαστήριο. Ἐκεῖ θά στεκώμαστε μέ σιωπή, μέ σεβασμό βαθύ καί θά κάνουμε μέ σεμνότητα καί ἁπλότητα τίς κινήσεις πού εἶναι ἀπαραίτητες, γιά νά ἐκφράσουμε ὅ,τι γεμίζει τήν καρδιά μας, τά αἰσθήματα λατρείας καί τῆς ἀφοσιώσεως.
Το δεύτερο ἐρώτημα:
Μπροστά στό θρόνο τοῦ Θεοῦ τί πρέπει νά λέμε;
Συχνά δέν σκεπτόμαστε τί πρόκειται νά ποῦμε. Ἀφίνουμε μπροστά στά πόδια τοῦ Κυρίου προσευχές ἀνούσιες καί αἰτήματα ἄστοχα, μερικές φορές καί ἁμαρτωλά. Παθαίνουμε ὅ,τι ἔπαθαν οἱ δυό μαθηταί, ὁ Ἰάκωβος κι’ ὁ Ἰωάννης μέ τή μητέρα τους. Συνήθισαν κάπως τήν παρουσία τοῦ Διδασκάλου. Δέν εἶχαν ἐπίγνωσι τῆς σοβαρότητος καί τῆς εὐθύνης τοῦ κάθε λόγου πού θά τοῦ ἀπηύθυναν. Καί τόλμησαν νά τοῦ ζητήσουν ἀσυλλόγιστα τιμές καί μεγαλεῖα. Ἡ ἀπάντησι ὅμως πού πῆραν ἦταν ἕνας δριμύς ἔλεγχος: «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε» (Ματθ. κ’ 22).
Μέ πόση ἐλαφρότητα κι’ ἐπιπολαιότητα κι’ ἐμεῖς δέν στεκόμαστε μερικές φορές μπροστά στό ἅγιο Θυσιαστήριο, μπροστά στόν γήϊνο θρόνο τοῦ Θεοῦ! Ζητᾶμε ἀπό τόν παντοδύναμο βασιληᾶ τῆς γῆς καί τοῦ οὐρανοῦ, ἀπό τόν Ὕψιστο, τόν Ἄπειρο καί Αἰώνιο Θεό, πράγματα τιποτένια, πολλά χρήματα καί λαχεῖα ἤ καί πράγματα ἁμαρτωλά. Τήν ὥρα ἐκείνη προσθέτουμε στό φορτίο τῶν ἁμαρτημάτων μας ἕνα ἀκόμα: Τή βεβήλωσι τοῦ χώρου καί τήν ἀσέβεια στήν παρουσία τοῦ Θεοῦ.
Μά μπροστά στό Θυσιαστήριο πρέπει νά μετρᾶμε τά λόγια μας. Νά εἶναι σοβαρά, ταπεινά. Νά ἐκφράζουν τά αἰσθήματα τῆς προσωπικῆς μας μετανοίας καί τόν πόθο μας γιά λύτρωσι. Καί νά παρουσιάζουν τίς ἀνησυχίες μας καί τά προβλήματά μας μέ ἀπόλυτο σεβασμό καί μέ βαθειά συναίσθησι. Νά αἰσθανώμαστε ὅτι μιλᾶμε στόν Κύριο καί νά τοῦ λέμε ὅ,τι πρέπει καί ὅπως πρέπει.
Καί τό τρίτο ἐρώτημα:
Τήν ὥρα ποῦ πλησιάζουμε τήν Ὡραία Πύλη, ἀκριβῶς μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα γιά νά κοινωνήσουμε τόν ἴδιο τόν Κύριο, ποιό πρέπει νά εἶναι τό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μας;
Εἶναι ἡ στιγμή τόσο ἱερή. Δέν τολμᾶμε νά μιλήσουμε γι’ αὐτήν. Ἀφίνουμε νά μιλήσουν δυό ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, πού διαθέτουν βάρος σοφίας καί πολλή ἁγιότητα.
Ὁ Μ. Βασίλειος μᾶς συμβουλεύει πώς μόνο ἀφοῦ ἀποθέσουμε τό μολυσμό τῆς σαρκός καί τοῦ πνεύματος καί ἐτοιμάσουμε τό ἐσωτερικό μας σάν δοχεῖο καθαρό, ἕτοιμο νά δεχτῇ τό πνευματικό μύρο, μποροῦμε «τῇ καθαρᾷ προσεγγίσαι θυσίᾳ».
Κι’ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Κανένας ἀπ’ αυτούς πού εἶναι φιλάργυροι καί προδόται, σάν τόν Ἰούδα, ἄς μή πλησιάσῃ. Ὅποιος δέν εἶναι πιστός μαθητής τοῦ Ἰησοῦ, ἄς παραμερίσῃ. Δέν τούς δέχεται αὐτούς ὁ Κύριος».
Οἱ δυό αὐτοί μεγάλοι πατέρες μᾶς ὑπενθυμίζουν, πώς τήν ὥρα πού πλησιάζουμε, γιά νά λάβουμε μέρος στήν Τράπεζα τοῦ οὐρανίου Δείπνου, πρέπει νά ἔχουμε καθαρίσει καί λευκάνει τήν καρδιά μας. Νά εἶναι ἡ ψυχή μας ἕνα ξεκαινουργωμένο καί ὀλοκάθαρο δοχεῖο, γιά νά δεχτῇ τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας.
Σάν ἐπιστέγασμα τῶν συνθημάτων τῶν Πατέρων ἔρχεται τό λειτουργικό πρόσταγμα, τό ὁποῖο μᾶς ἀπευθύνει ἡ Ἐκκλησία κατά τήν ἱερή στιγμή τῆς συμμετοχῆς μας:
«Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε».
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων