† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Ἄρθρο ἀπό τό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», τεῦχος 228, 1 Μαΐου 2008
Μάταιος μόχθος
Μητροπολίτου Ἀττικῆς και Μεγαρίδος Νικοδήμου
Στήν πλήμμυρα τῆς ἀναστάσιμης φωτοχυσίας, στό πλαίσιο τῆς δοξολογικῆς ὑπόκλισης μπροστά στό κενό μνημεῖο, πού φιλοξένησε γιά κλάσμα χρόνου τό νεκρό Σῶμα τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου μας, στό ἀπεριόριστο ἄνοιγμα τῶν ὑπαρξιακῶν ὁριζόντων μας καί στήν ἄμετρη, ἀτέρμονη χαρά μας, τό παλιό, ξεχασμένο ἐρέθισμα τῆς κάποιας πικρίας καί τοῦ συνοδευτικοῦ αἰσθήματος οἴκτου, γιά τούς ἐκπρόσωπους τοῦ ἀθεϊστικοῦ φονταμενταλισμοῦ, ξαναχτύπησε μέσα μου. Σέ στιγμές, πού σέ συνεπαίρνει, κυριολεκτικά, ἡ χαρά, ἀναδύονται, δειλά, οἱ ἀναμνήσεις τῆς ὁποιασδήποτε ὀδυνηρῆς ἔκπληξης καί δρομολογοῦνται οἱ κρίσεις καί οἱ συγκρίσεις.
Τό ἀρχειοθετημένο στή μνήμη μου ἐρέθισμα ἦταν ἕνα -ὄχι πολύ παλιό- δημοσίευμα Ἀθηναϊκῆς ἐφημερίδας, πού χαρακτήριζε τήν πίστη στό Θεό “ἁμαρτωλή ἱστορία”. Δέν εἶναι σπάνια τά δοκίμια ἤ οἱ ἐξόφθαλμα ὑποβαθμισμένες ἀπόπειρες δοκιμίων, πού φιλοδοξοῦν νά ἀποκαθηλώσουν τή λατρευτική ἀναφορά στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ ἀπό τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Ὡστόσο, κάποια ἀπό αὐτά, φορτισμένα μέ ἀδιάκριτη ἐπιθετικότητα, διεγείρουν τήν ἀντίδραση καί ἀναγκάζουν στήν ἐπιστράτευση τοῦ ἀντιρρητικοῦ λόγου.
Ὁ ρέκτης Ἕλληνας δημοσιογράφος θέλησε νά παρουσιάσει στούς ἀναγνῶστες του, θετικά καί ἐγκωμιαστικά, τό δοκίμιο κάποιου Γάλλου ὀπαδοῦ τῆς ἀθεϊστικῆς κενολογίας καί νά τό ὑπομνηματίσει ὡς ἐλπιδοφόρο μήνυμα γιά κείνους, πού ὁραματίζονται νά γκρεμίσουν ἀπό τό βάθρο τῆς ἀπόλυτης ἀξίας τό ὑπερούσιο Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καί νά στήσουν στή θέση του τήν ἀσύδοτη ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Ἀπό τό ὅλο κείμενο, ξεχώρισα δυό, χτυπητές θέσεις του. Ἡ πρώτη, εἶναι ἀναφορά στούς μεγάλους -ὅπως τούς χαρακτηρίζει- φιλοσόφους τοῦ τέλους τοῦ δέκατου ἔνατου αἰώνα, τόν Μάρξ, τόν Σοπενχάουερ καί τόν Νίτσε, “πού βάζουν τά τελευταῖα καρφιά στό φέρετρο τῆς θρησκείας”. Καί ἡ δεύτερη, οἱονεί συμπερασματική θέση του, προδίδει τή μίξη τῆς αἰσιοδοξίας του μέ τήν ἀπογοήτευση, πού παγώνει τίς καρδιές τῶν μαχητῶν τῆς ἀθεΐας: “Ἡ ἀθεΐα νίκησε, ὄχι ὅμως ὡς φιλοσοφική στάση κάποιων ἀποφασισμένων νά τελειώνουν μέ τίς προκαταλήψεις καί νά ἀνυψώσουν τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά ὡς ἀποτέλεσμα τῆς φθορᾶς ὅλων τῶν ἀξιῶν. Ἕνας ἀθεϊσμός χωρίς συνείδηση, ἕνα κενό κέλυφος, πού μοιάζει ἁπλά μέ τήν ἄλλη ὄψη τοῦ θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ”.
Δέ θά σχολιάσω τό δεύτερο σκέλος τῶν συμπερασμάτων τοῦ ἄθεου Γάλλου συγγραφέα, πού τό μεταφέρει στόν Ἕλληνα ἀναγνώστη, μέ κάποια δόση καύχησης, ὁ ὁμοεθνής μας δημοσιογράφος. Τό ὅτι ἡ ἀθεΐα εἶναι “ἀποτέλεσμα τῆς φθορᾶς ὅλων τῶν ἀξιῶν” καί λειτουργεῖ “χωρίς συνείδηση”, ὡς “ἕνα κενό κέλυφος”, τό διαπιστώνει ὁ καθένας μας, ἀρκεῖ νά σταθεῖ κάπου παράμερα, μέ ἀδούλωτη τή συνείδηση καί μακρυά ἀπό τίς ἀγκυλώσεις τῆς προκατασκευασμένης σκοπιμότητας. Ἐκεῖνο, πού νοιώθω τήν ἀνάγκη νά τό προβάλω καί νά τό διασαλπίσω, ἀνεμπόδιστα, μπροστά σ᾿ ὅλους τούς σχηματισμούς τῆς ἀθεϊστικῆς κυριαρχίας, εἶναι τό ἕνα καί μοναδικό συμπέρασμα, πού τό κατακυρώνει ἡ μακρότατη -εἴκοσι αἰώνων- ἱστορία καί τό προσυπογράφουν οἱ ἀνόθευτες, πεντακάθαρες συνειδήσεις τῶν ἀναρίθμητων προγόνων μας, πού ἀναμετρήθηκαν δυναμικά καί νικηφόρα μέ τήν ἄρνηση καί ἔστησαν, γενναία καί ἄφοβα, τά στήθη τους, γιά νά ἀνακόψουν “τή φθορά ὅλων τῶν ἀξιῶν”.
Φίλοι ἄθεοι, ἐμεῖς ὅλοι, πού βρισκόμαστε στό στόχαστρό σας, πρίν λίγες μέρες ζήσαμε τήν Ἀνάσταση. Σκύψαμε, μέ δέος καί ἀφοσίωση, στό ἄδειο μνημεῖο τοῦ Κυρίου μας. Καί ἀφουγκραστήκαμε τό μήνυμα τῶν ἀγγέλων: “Ἰησοῦν ζητεῖτε τόν Ναζαρηνόν, τόν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη οὐκ ἔστιν ὧδε” (Μάρκ. ιστ’ 6). Ἀναστήθηκε. Δέ βρίσκεται, πιά, μέσα στόν τάφο. “Ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν”. Οἱ παθιασμένοι διῶκτες Του τόν εἶχαν καταδικάσει στήν ἀφόρητη σταυρική ὀδύνη καί στό φρικτότερο θάνατο. Καί, ἀνικανοποίητοι, ἔλαβαν τά μέτρα τους, μή τυχόν καί κλέψουν τό Σῶμα Του οἱ βαρυθλιμμένοι μαθητές Του. “Πορευθέντες ἠσφαλίσαντο τόν τάφον σφραγίσαντες τόν λίθον μετά τῆς κουστωδίας” (Ματθ. κζ’ 66). Δέν ἐμπιστεύτηκαν τή φύλαξη τοῦ τάφου στή βαρειά πέτρα, πού ἔκλεισε τό ἄνοιγμά του. Τοποθέτησαν καί φρουρά. Γιά νά παρακολουθεῖ τήν παραμικρή κίνηση καί νά ἀποτρέψει τό ὁποιοδήποτε ἐνδεχόμενο.
Ὄμως ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός ἀναστήθηκε. Μήτε ἡ βαρειά πέτρα τόν ἐμπόδισε, μήτε ἡ στρατιωτική κουστωδία. “Ἄγγελος Κυρίου καταβάς ἐξ οὐρανοῦ προσελθών ἀπεκύλησε τόν λίθον ἀπό τῆς θύρας καί ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ... ἀπό δέ τοῦ φόβου ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες καί ἐγένοντο ὡσεί νεκροί” (Ματθ. κη’ 2-4). Ἡ ἀπεριόριστη θεϊκή Δύναμη, πού ἐξουσιάζει καί τή ζωή καί τό θάνατο, ἔστησε τή σημαία τῆς νίκης στήν πύλη τοῦ Τάφου, πού φιλοξένησε πρόσκαιρα τό νεκρό Σῶμα τοῦ Κυρίου μας καί ἀπό ἐκεῖ τήν ἅπλωσε στήν οἰκουμενική ἱστορία.
Ἀπό τή σημαδιακή στιγμή τοῦ μεγάλου γεγονότος, οἱ διαδοχικές γενιές τῶν πιστῶν ζοῦν τήν ἀσταμάτητη Παρουσία τοῦ Ἀναστημένου Λυτρωτή. Καί λούζονται στή θεϊκή Του Χάρη. Ὀφειλετικά, Τοῦ ἀντιπροσφέρουν τήν πηγαία ἀφοσίωση τῆς καρδιᾶς τους καί τά μύρα τῆς λατρείας τους. Καί ζητοῦν τό φωτισμό Του καί τή χειραγωγία Του στό τραχύ μονοπάτι τοῦ βίου. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, οἱ διάδοχοι τῶν σταυρωτῶν Του, σέ κατάσταση ἀσύγγνωστης ἔξαψης, πασκίζουν νά τόν ὁδηγήσουν σέ δεύτερο θάνατο καί σέ ὁριστική διαγραφή Του ἀπό τά κιτάπια τῆς ἱστορίας. Ἀνιστόρητα καί ἀπρόσφορα. Δέ βαραίνει μέσα τους ὁ λόγος τῆς ἱστορίας. Καί δέν καταφέρνουν τίποτε περισσότερο, ἀπό κεῖνο, πού σημείωσε, ἀποκαρδιωμένος, ὁ σύγχρονος ἄθεος δημοσιογράφος: “ἡ ἀθεΐα νίκησε... ὡς ἀποτέλεσμα τῆς φθορᾶς ὅλων τῶν ἀξιῶν. Δημιουργήθηκε ἕνας ἀθεϊσμός χωρίς συνείδηση, ἕνα κενό κέλυφος, πού μοιάζει ἁπλά μέ τήν ἄλλη ὄψη τοῦ θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ”.
“Μάτην φυλάττεις τόν τάφον, κουστωδία·
οὐ γάρ καθέξει τύμβος αὐτοζωΐαν”
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων