† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, «Κατηγορῶ κι ἀπολογοῦμαι», δ' ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ», 1989), σελ. 7-8, 97-106
ΚΑΤΗΓΟΡΩ ΚΙ ΑΠΟΛΟΓΟΥΜΑΙ
Ἕνας νέος Ἕλληνας γράφει ἀπ’ τή φυλακή του. Προσπαθεῖ νά ἐκπέμψει σήματα στόν ἔξω κόσμο. Ἀγωνίζεται νά δώσει νέο σχῆμα στήν ἀπολογία του. Ἀποτολμάει ν’ ἀρθρώσει καί τό «κατηγορῶ» του...
...Μέσα στή μέθη του καί στό πάθος του κινάει μιά φανταστική ἀναψηλάφηση τῆς περίπτωσής του. Βάζει τόν ἑαυτό του ξανά καί ξανά, σάν κατηγορούμενο, στό σκαμνί. Γιά νά τόν δικάσει μέ ἀλύγιστη αὐστηρότητα. Μά, προωθεῖ, αὐθαίρετα, τήν προσωπικότητά του καί στήν ἕδρα τοῦ δικαστῆ. Γιά ν’ ἀναζητήσει τούς πολλούς ἔνοχους, πού κατάφεραν νά ξεγλιστρήσουν καί νά τόν ἀφήσουν ὁλομόναχο στό θρανίο τοῦ φταίχτη καί στό κελλί τῆς φυλακῆς του...
7. «Ἐσύ θρηνεῖς... ἐγώ σπαράσσω...»
Τραγουδιστή μου,
Σταμάτα τό θρῆνο.
Πάψε νά βαρᾶς τό μπουζούκι σου στήν κλίμακα καί στό ρυθμό τοῦ θανάτου.
Δέν τήν ἀντέχω πιά τή μελωδία σου.
Δέν βρίσκω τή δύναμη νά πάρω μέρος στόν πένθιμο χορό σου.
Ρωτᾶς ποιός εἶμαι; Ζητᾶς τό λόγο, γιατί σωριάζομαι μπροστά σου σάν ἐρείπιο καί σοῦ ζητάω ν’ ἀλλάξεις σκοπό;
Θά σοῦ δώσω τήν ταυτότητά μου.
Εἶμαι ἕνα νεαρό λιοντάρι. Μά, λαβωμένο.
Εἶμαι ἕνας ἀνθός τῆς ἄνοιξης. Μά, μαδημένος.
Πότε πρόλαβα νά κάνω τόν κύκλο τῆς ζωῆς καί νά πηδήξω στό ἀπαίσιο στόμα τοῦ θανάτου;
Πότε γυρόφερα τό στάδιο τῆς χαρᾶς καί τερμάτισα στήν ἀπελπισία;
Εἶμαι τώρα στά δεκαενιά μου χρόνια. Εἶναι λίγα; Εἶναι πολλά;
Ἐσύ θά μοῦ πεῖς, πώς τώρα ἀρχίζω νά ξεφαντώνω.
Κι ἐγώ θά σοῦ ἀπαντήσω, πώς τέλειωσε τό ξεφάντωμα καί πώς ἔφτασα νά μετράω ἀδιάκοπα τά τρία κάθετα καί τά ἑφτά ὁριζόντια σίδερα τῆς φυλακῆς μου.
Ἔζησα σάν ἀναρχικός στήν αὐλή τοῦ πατέρα μου. Μπῆκα στά παλάτια τῆς σύγχρονης καλοπέρασης, γιά νά δουλέψω καί γιά νά γνωρίσω τά μυστικά τῶν εἰδώλων τῆς ἐποχῆς μου. Ἔμαθα τό μεθύσι καί τά ὄργια. Ζήτησα τή φυγή στά ναρκωτικά.
Ναί, καί κάτι ἄλλο. Τό μεγάλο μου κατόρθωμα, πού τό σχεδίασα σάν πράξη δυναμικῆς παρουσίας στήν κοινωνία καί πού τό πληρώνω μέ τό μαῦρο δάκρυ στή φυλακή. Μετρήθηκα κι ἐγώ στά μέλη μιᾶς συμμορίας, πού φιλοδόξησε νά γίνει διάσημη στήν τέχνη τῆς διάρρηξης.
Φίλε μου, τραγουδιστή μου,
Σοῦ ἄνοιξα τήν καρδιά μου καί σοῦ μίλησα σάν νά σέ ξέρω. Σάν νά ἀνταμωθήκαμε ἀπό παλιά καί νά περπατήσαμε τούς ἴδιους δρόμους. Σάν νά τερματίσαμε μαζί στό ἴδιο σκοτεινό κελλί.
Βλέπεις τί ἀποθέματα ἀπόγνωσης ἔχω θησαυρίσει μέσα μου. Βλέπεις πόσοι τόνοι φαρμάκι ἔχουν σταλάξει στήν καρδιά μου.
Κι ἐσύ –θελητά ἤ ἀθέλητα, δέν τό ξέρω– ἔρχεσαι μέ τό μελαγχολικό στίχο σου καί μέ τό θρηνητικό σκοπό σου νά μοῦ ξύσεις τήν πληγή καί νά μοῦ ρίξεις μιά καινούργια φτυαριά ἀναμμένα κάρβουνα στήν καρδιά.
Ἐδῶ, πού βρίσκομαι, ἔχω ἕνα μικρό τρανζίστορ. Εἶναι ὁ μόνος μου σύντροφος. Ἡ μόνη φωνή ἀπ’ τόν ἔξω κόσμο.
Ἐδῶ δέν μιλάω μέ κανένα καί δέν θέλω ν’ ἀκούσω κανένα.
Τό μικρό μου τρανζίστορ μοῦ φέρνει τό θόρυβο, τό λίγο γέλιο καί τήν πολλή ἀγωνία τῶν ἀνθρώπων.
Ὧρες τό ἀφίνω νά γρατσουνάει. Ζητάω τήν παρηγοριά του καί τή λησμονιά του.
Ὅταν, ὅμως, ξεκινᾶς ἐσύ τήν πεννιά σου, ὅταν μερακλώνεσαι κι ἀρχίζεις νά τραγουδᾶς, τότε ἡ σφιγμένη ψυχή μου παίρνει χίλιες δίπλες καί γίνεται σωστό λιθάρι. Πέτρα, πού μέ πλακώνει τά σωθικά. Τάπα, πού μοῦ φράζει τήν πνοή.
Ὧρες-ὧρες πέφτω σέ τέτοια κατάθλιψη, πού βλέπω μπροστά μου τόν ἅδη νά μέ καταπίνει. Ἄν εἶχα στό κελλί μου μαχαίρι, θά τό βύθιζα στήν ταλαίπωρη καρδιά μου.
Γιατί μοῦ κάνεις αὐτό τό κακό, φίλε μου τραγουδιστή; Γιατί μέ σπρώχνεις στήν ἔσχατη ἀπόγνωση, στήν αὐτοκτονία;
Τραγουδιστή μου,
Δέν ξέρω, πῶς ξεκίνησες τήν καριέρα σου. Ἄν πρόθεσή σου ἦταν νά ἐμπορευτεῖς τή φωνή σου ἤ ἄν θέλησες νά κάνεις τό τραγούδι σου ζωή καί τή ζωή νά τή μεταβάλεις σέ τραγούδι.
Ὅμως, γιά πές μου, γιά ἐξομολογήσου μου. Δέν βρῆκες στή ζωή σου καθόλου χαρά; Δέν φώτισε γιά τήν ὕπαρξή σου ὁ ἥλιος; Δέν γέμισαν τά πνευμόνια σου με καθαρό ἀέρα;
Ἐγώ σοῦ τό εἶπα: Στά δεκαενιά μου χρόνια εἶμαι ἕνα θλιμμένο φθινοπωρινό δέντρο. Εἶμαι ἡ φωτογραφία τῆς μελαγχολίας. Ἡ πέτρα, πού σκάφτηκε ἀπ’ τό πικρό δάκρυ.
Ὅμως καί σύ εἶσαι τό δικό μου ἀντίγραφο;
Κυλίστηκες ἆραγε καί σύ στόν ἴδιο βοῦρκο καί πέρασες ἀπ’ τούς ἴδιους ἀφώτιστους διαδρόμους;
Ἄν αὐτό εἶναι μιά πραγματικότητα, τότε ἐξηγεῖται τό θλιμμένο σου ὕφος κι ὁ κλαψιάρικος σκοπός σου.
Ὡστόσο καί στήν περίπτωση αὐτή, κράτησε τή θλίψη σου μέσα σου. Σφίξε τήν καρδιά σου καί φυλάκισε τόν πόνο σου.
Μήν τόν βγάζεις στόν ἀέρα. Μήν τόν κάνεις τραγούδι. Μήν τόν ξεχύνεις στό ὄργανό σου καί μή ποτίζεις μέ τό φαρμάκι τούς δρόμους, τά σπίτια, τίς φυλακές καί τή ζωή.
Κι ἐγώ πονάω, ἀλλά σκέφτομαι καί τούς ἄλλους.
Ἄν καί σύ κι ἐγώ, ἄν ὅλοι ὅσοι πονᾶμε καί χύνουμε δάκρυ, ξεχύναμε μέ τά μουσικά μας ὄργανα τή φαρμακάδα μας γύρω, τότε θά εἴχαμε κλείσει στόν τάφο ὅλους τούς ἀνθρώπους.
Ξέρεις πολύ καλά, σάν μουσικός, πού εἶσαι, πώς τό τραγούδι ἀλλοιώνει τήν ψυχή. Τήν παίρνει ἀπ’ τήν κατάσταση τῆς ἀδράνειας καί τήν κάνει νά πάλλεται ἀνάλογα μέ τήν ποιότητα καί τό ρυθμό τῆς μουσικῆς γραμμῆς του.
Ἕνα σάλπισμα δυνατό μπορεῖ νά συνεγείρει σέ πόλεμο.
Ἕνα τραγούδι αἰσθησιακό, μπορεῖ νά θολώσει τό λογικό καί νά παραδώσει τήν ὕπαρξη στά θελήματα τῶν αἰσθήσεων.
Ἕνας σκοπός λυπητερός εἶναι ἱκανός νά νεκρώσει κάθε ἀντίσταση τῆς ψυχῆς καί νά σπρώξει τόν ἄνθρωπο στήν ἀπόγνωση καί στήν αὐτοκτονία.
Ἔχει ἐσωτερικό λόγο τό τραγούδι. Ἔχει μυστική δύναμη.
Δέν εἶναι μονάχα εὐχάριστο ἀκρόαμα, πού ξελασκάρει τά τεντωμένα νεῦρα.
Ἄν εἶσαι ἕνας χαρισματοῦχος τραγουδιστής, εἶσαι ἕνας μπροστάρης, πού δίνεις βηματισμό κι ὁδηγεῖς εἴτε στούς ἀνθόκηπους τῆς χαρᾶς εἴτε στά τάρταρα.
Κράτησε, λοιπόν, τόν πόνο σου σάν τόν προσωπικό σου κλῆρο. Καί μή τόν κάνεις σάλπισμα καταστροφῆς, γιά ἕνα καινούργιο χορό τοῦ Ζαλόγγου.
Τραγουδιστή μου,
Τώρα, πού σοῦ κάνω αὐτή τήν πονεμένη παράκληση, ἔρχεται νά σφηνωθεῖ στό μυαλό μου ὁ πιθανός ἀντίλογός σου.
Ἴσως νά μοῦ πεῖς:
Κάνω τό τραγούδι μου θρῆνο, γιατί θέλω νά ἐκφράσω τήν ἐποχή μου.
Ὅλα γύρω ἐμπνέουν τήν ἀπογοήτευση.
Ἡ ἀνθρωπιά ἐξαφανίστηκε καί παραχώρησε τή θέση της στήν ἀπανθρωπιά.
Ἡ ἀγάπη διαγράφηκε ἀκόμα κι ἀπ’ τά λεξικά μας κι ἄφησε ἐλεύθερη τή θέση της, γιά νά θρονιαστεῖ τό μίσος.
Ἡ ἐκμετάλλευση σφαγιάζει τό δίκιο τοῦ ἀδύνατου.
Ὁ πλοῦτος προκαλεῖ τήν ἀγανάκτηση τῶν φτωχῶν.
Περιπέτεια, ἀγανάκτηση, πόνος, ἀπογοήτευση, ἀβεβαιότητα γιά τό αὔριο, εἶναι τά κύρια συνθετικά τῆς ἀτμόσφαιρας, πού μᾶς περιβάλλει καί πού μᾶς μολύνει.
Πῶς μπορῶ νά παραβλέψω αὐτή τήν πραγματικότητα καί νά μεταφέρω τό τραγούδι μου στά περιβόλια τῆς ἀνεμελιᾶς καί τῆς πρόσχαρης θεώρησης τῆς ζωῆς;
Θέλω νά εἶμαι ἐπίκαιρος, θέλω νά εἶμαι πραγματικός, θέλω νά μιλάω καί νά τραγουδάω στή γλώσσα τῶν ἀνθρώπων καί νά μεταφράζω σέ θρηνωδία τόν πόνο τους.
Κάπως ἔτσι νομίζω πώς διαμορφώνεται ἡ ἀντίρρησή σου, φίλε μου.
Ὅμως, κι ὁ δικός μου ἀντίλογος στόν ἀντίλογό σου εἶναι ἰσχυρός.
Εἶναι ὁ ἀντίλογος τοῦ ἀνθρώπου, πού πόνεσε κι ἔκλαψε. Καί πού, γι’ αὐτό τό λόγο, ζητάει στό τραγούδι σου ἕνα μήνυμα ἐλπίδας.
Ἐσύ ἀνάλαβες νά τραγουδήσεις τή ζωή. Νά χύσεις ἕνα δάκρυ στόν τόπο τῆς συμφορᾶς μας. Ἀλλά καί νά μπάσεις στήν πονεμένη καρδιά μας μιά νότα φωτεινή, μιά ἀκτίνα πίστης, γιά ἕνα καλύτερο αὔριο.
Ἅμα μένεις στό θρῆνο, δέν ἐκφράζεις καθολικά κι οὐσιαστικά τήν ἐποχή. Κάνεις τραγούδι σου τή μελαγχολία της καί τήν ἀπόγνωσή της. Μά δέν ἑρμηνεύεις τήν ἀναζήτησή της γιά κάποιο παράθυρο ἐλπίδας.
Καί τό ἀκόμα σημαντικότερο: Δέν ἀνοίγεις σύ τό παράθυρο τῆς ἐλπίδας.
Ἀναλαμβάνεις νά παίξεις τό ρόλο τῆς παλιᾶς μοιρολογίστρας. Τῆς ἀπαίδευτης ἐκείνης τραγουδίστριας, πού, στημένη μπροστά σ’ ἕνα φέρετρο, ξέσκιζε συμβατικά τό πρόσωπό της καί τραβοῦσε τά μαλλιά της, ἀραδιάζοντας ταυτόχρονα τό ἀτέλειωτο κομπολόϊ τοῦ μοιρολογιοῦ της.
Ἡ μοιρολογίστρα, ἀντί νά φέρει παρηγοριά, ἀντί νά σηκώσει τήν πλάκα τῆς θλίψης ἀπ’ τίς χαροκαμένες καρδιές, πρόσθετε καινούργιο βάρος κι ἔκανε τόν πόνο ἀβάσταχτο.
Καί τό δικό σου τραγούδι, σήμερα, φέρνει παρόμοιο ἀποτέλεσμα.
Στρατιές νέων ἀνθρώπων παρελαύνουν θλιμμένες στό στάδιο τῆς σύγχρονης ζωῆς. Καί καθώς σύ τούς δίνεις μέ τό τραγούδι σου τό βῆμα, καθώς μπάζεις στήν ψυχή τους τό μελαγχολικό σου σκοπό καί παραλύεις τή θέλησή τους μέ τό μοιρολόϊ σου, νεκρώνεται μέσα τους ὁ παλμός, σαβανώνονται τά ὄνειρα καί τό περπάτημά τους μεταβάλλεται σέ πομπή, πού προχωρεῖ μέ κατεύθυνση τό νεκροταφεῖο.
Σκέφτηκες ποτέ τραγουδιστή μου, ἄν καί σύ ἔχεις μερίδιο εὐθύνης, γιά τό φοβερό κόπο τῶν σημερινῶν νέων ἀνθρώπων; Γιά τήν τάση φυγῆς τους στούς ἀπατηλοὐς κόσμους τῶν ναρκωτικῶν; Γιά τήν παράλυση τῆς ζωτικότητάς τους καί τῆς δημιουργικότητάς τους;
Ἔνοιωσες τράνταγμα στή συνείδησή σου διαβάζοντας στίς ἐφημερίδες γιά τίς ἀπόπειρες δραπέτευσης στόν ἄλλο κόσμο μέ τό ὄχημα τῆς αὐτοκτονίας καί ρωτήθηκες ἄν καί σύ εἶσαι ἕνας ἀπ’ τούς κύριους ἔνοχους;
Ναι, σοῦ τό λέω ἐγώ, ὁ παθημένος καί πονεμένος, εἶσαι καί σύ ἕνας ἀπ’ τούς συντελεστές τῆς ἀλλοτρίωσης τῶν νέων καί τῆς καταφυγῆς τους στίς πράξεις τῆς ἔσχατης παραφροσύνης.
Ἐσύ, τά τεντωμένα νεῦρα τους τά τραβᾶς ἀκόμα περισσότερο.
Τίς πληγωμένες καρδιές τους τίς καῖς μέ τόν καυτερό σκοπό σου.
Τό σκοτάδι τῆς ὕπαρξής τους τό κάνεις ἀκόμα πυχτότερο μέ τό θολό κλάμα σου.
Τραγουδιστή μου,
Μή μοῦ πεῖς, πώς ἐσύ κάνεις ἐπάγγελμα. Πώς τραγουδᾶς, γιά νά βγάλεις τό ψωμί σου. Πώς μετατρέπεις τό τάλαντό σου σέ ἐμπορεύσιμο ὑλικό καί τό ρίχνεις στήν ἀγορά, γιά νά ἰκανοποιήσεις τίς ἀνάγκες της.
Καί μή μοῦ ἰσχυριστεῖς, πώς, μιά καί τό μελαγχολικό τραγούδι ἀρέσει στούς πολλούς κι ἐκφράζει τή βαρειά καταχνιά τῆς ψυχῆς τους, τό προσφέρεις ἀφειδώλευτα, μέ μοναδικό κριτήριο τήν ἐμπορικότητα.
Ἄν ἐμπορεύεσαι τό θρῆνο, κάνεις ἕνα φοβερό ἔγκλημα.
Βρίσκεις μπροστά σου δεντριά μαραμένα, καί ρίχνεις στίς ρίζες τους ζεματιστό νερό.
Βρίσκεις πουλιά μέ σπασμένες φτεροῦγες, καί τούς κόβεις καί τά πόδια.
Βρίσκεις ψυχές λυγισμένες ἀπ’ τήν ἀπελπισιά καί τίς τρυπᾶς μέ τό χαριστικό βόλι.
Ἄν θέλεις νά τραγουδήσεις, γιά νά συγκινήσεις τή νέα γενιά, δέν θά κάνεις ἐμπόριο.
Κι ἄν θέλεις νά κάνεις ἐμπόριο, σταμάτησε τό τραγούδι καί πιάσε στά χέρια σου τά προϊόντα τῆς σύγχρονης βιομηχανίας.
Ἡ μελαγχολία δέν εἶναι ἐμπορεύσιμο ὑλικό.
Κι ἡ ψυχή τῶν νέων ἀνθρώπων δέν μπορεῖ νά παίζεται καί νά θυσιάζεται στό βωμό τοῦ κέρδους.
Φίλε μου τραγουδιστή,
Σοῦ τό ζητάω σάν χάρη.
Σοῦ τό ζητάει ἕνας νέος ἄνθρωπος, πού ἔκλαψε πολύ στά λίγα χρόνια τῆς ἱστορίας του καί πού δέν ἀντέχει νά κυκλώνεται καί νά πολιορκεῖται ἀπ’ τά κλαψοπούλια καί τίς μοιρολογίστρες.
Κάνε τό τραγούδι σου θούριο.
Τραγούδα τή λεβεντιά.
Ψάξε νά βρεῖς τήν ὀμορφιά καί τήν καθαρότητα καί γονάτισε ν’ ἀποθέσεις στά πόδια τους τό τάλαντό σου.
Ψάλε τόν ὕμνο τῆς ἀνθρωπιᾶς καί τῆς τιμιότητας.
Παράτα τίς ὀπισθοφυλακές καί τό θρῆνο καί τράβα μπροστά, γιά νά δείξεις καινούργιους δρόμους.
Μιά νεολαία κουρασμένη, μιά ἐλπίδα ζωῆς ξεφτισμένη ζητάει λίγη δροσιά, λίγο κουράγιο.
Ξέχασε τό ἐμπόριο.
Βάλε στήν ἄκρη καί τίς δικές σου μικρότητες καί τούς προσωπικούς σου ἀβάσταχτους καημούς.
Καί δῶσε σάλπισμα ζωῆς. Ἦχο, πού θά ξυπνήσει τά κοιμισμένα βλέφαρά μας καί θά μᾶς κάνει ν’ ἀναζητήσουμε καί ν’ ἀγαπήσουμε ἄλλους κόσμους.
Τό μουσικό σου χάρισμα εἶναι ἀκριβό.
Μή τό σπαταλᾶς στό κλάμα.
Ἅμα θέλει νά κλάψει κανείς, τό κάνει καί δίχως τραγούδι.
Νά ζήσει δέν μπορεῖ δίχως τραγούδι.
Χάρισέ μας ἐσύ τό τραγούδι, πού θά μᾶς δώσει ζωή.
Κι ἐμεῖς θά σοῦ δώσουμε τήν εὐτυχία, κάνοντας ζωή μας τό τραγούδι σου.
Ἕνας νέος, πού ἔσβησε μέσα στό κλάμα
Γιάγκος
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων