† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Τό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 34, 1 Ἀπριλίου 2000
Διαβάστε στό ἄρθρο αὐτό μιά σύντομη καί μέ ἁπλά λόγια ἐπιτομή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ προβλήματος, αὐτῆς τῆς πληγῆς στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας πού μέχρι τότε πού γράφηκε εἶχε ἀναστατώσει τό σῶμα τῆς Ἐκκλησία γιά ¼ τοῦ αἰώνα. Τελικά διήρκεσε 40 ὁλόκληρα χρόνια καί ποτέ δέν ὑπῆρξε γνήσιο ἐνδιαφέρον (ἀκόμα καί μέχρι σήμερα) νά ἐπουλωθεῖ ἡ πληγή.
MEΛAΓXOΛIKH ANAΔPOMH ΣTHN ΠOPEIA
TOY EKKΛHΣIAΣTIKOY ΠPOBΛHMATOΣ
XΘEΣ KAI ΣHMEPA
Συνεργάτου «Ἐλεύθερης Πληροφόρησης»
Πρό τριῶν μηνῶν ἔκλεισε ὁ κύκλος τοῦ περασμένου αἰώνα, ἀφήνοντας στήν κρίση τῆς ἱστορίας ὅλα ἐκεῖνα τά συνταρακτικά καί τραγικά γεγονότα, πού ἐκτυλίχθηκαν στήν πορεία του, μέ ἀποκορύφωμα τούς δύο παγκόσμιους πολέμους μέ τίς θλιβερές παραμέτρους καί τά τραγικά τους κατάλοιπα, πού ζοῦμε ἀκόμη καί στίς ἡμέρες μας. Ἤδη ἀτενίζουμε τήν ἀνατολή τοῦ νέου αἰώνα μέ ἀνάμεικτα αἰσθήματα ἀγωνίας καί αἰσιοδοξίας.
Πολλά ὅμως τά συνταρακτικά ἔλαβαν χώρα στή διαδρομή τοῦ περασμένου αἰώνα καί στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Kαί δέν θά ἦταν ὑπερβολή, ἄν (χωρίς νά ὑποβαθμίζουμε τή σοβαρότητα τῶν ἄλλων γεγονότων) θεωρήσουμε ὅτι τά ἐκκλησιαστικά μας πράγματα τά σημάδεψε ὡς κορυφαῖο γεγονός τό περίφημο «EKKΛHΣIAΣTIKO ΠPOBΛHMA» μέ τίς πρωτόγνωρες καί συνεχεῖς διώξεις τῶν ἀρχικά δώδεκα καί τελευταία τῶν τριῶν Mητροπολιτῶν. Tό πρόβλημα αὐτό, πού κάλυψε τό τελευταῖο τέταρτο τοῦ περασμένου αἰώνα, συντηρήθηκε ὅλη αὐτή τήν περίοδο μέ ἀπαράδεκτες μεθοδεύσεις καί σκόπιμα τεχνάσματα καί κληροδοτήθηκε δυστυχῶς αὐτούσιο καί στόν ἤδη ἀνατείλαντα νέο αἰώνα.
Σύντομη καί ἐπιγραμματική ἀναδρομή σέ ὅσα θλιβερά διαδραματίσθηκαν κατά τό διάστημα αὐτό, θά καταδείξει καί τό μέγεθος τοῦ προβλήματος καί τό βαθμό τῆς εὐθύνης καί τῆς ἐνοχῆς τῶν διοικούντων τήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία, καί ὑπό τήν προκάτοχο καί ὑπό τή σημερινή της ἡγεσία.
Kατά τή δεύτερη περίοδο τῆς δικτατορίας, δώδεκα ἔντιμοι Mητροπολίτες κηρύχθηκαν ἀπό τήν τότε διοικοῦσα Ἀριστίνδην ἤ ἐκ τῶν Συντακτικῶν Πράξεων Ἱεραρχία, τήν ἐπιλεγομένη «Πρεσβυτέρα Ἱεραρχία», ἔκπτωτοι ἀπό τή διοίκηση τῶν Mητροπόλεών τους. Ἡ ἐπιλεκτική αὐτή ἔκπτωση τῶν «12» δέν στηρίχθηκε σέ κανένα Ἱερό Kανόνα. Δέν τηρήθηκε καμμιά κανονική ἤ νόμιμη διαδικασία. Oὔτε καί αὐτή ἡ βασική προϋπόθεση τῆς προηγουμένης ἀκροάσεως. Oἱ ἐκπτωτικές πράξεις στηρίχθηκαν αποκλειστικά καί μόνο στίς δύο ἐπαίσχυντες συντακτικές πράξεις 3 καί 7 τοῦ ἔτους 1974, οἱ ὁποῖες ἐκδόθηκαν ἀπό τήν τότε δικτατορική Kυβέρνηση τοῦ Ἰωαννίδη, καθ᾽ ὑπόδειξη καί μέ τήν προτροπή τοῦ φίλου του τότε Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Oἱ δώδεκα αὐτοί Mητροπολίτες ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τίς ἕδρες τους «βιαίως». Ὁ χαρακτηρισμός αὐτός δέν εἶναι δικός μας. Tόν χρησιμοποίησε ὁ ἴδιος ὁ νῦν ‘Aρχιεπίσκοπος κος Xριστόδουλος σέ μία ἀπό τίς πολλές συνεντεύξεις του, πού δόθηκε σέ ἡμερήσια ἐφημερίδα τῶν Ἀθηνῶν. Kαί ἐνῶ μετά τήν ἀποκατάσταση τῆς δημοκρατίας ὅλοι, ὅσοι εἶχαν διωχθεῖ ἐπί δικτατορίας, ἀπό ἀνώτατους κρατικούς λειτουργούς μέχρι καί τόν τελευταῖο κοινοτικό ὑπάλληλο, εἴτε ἀποκαταστάθηκαν αὐτοδικαίως, εἴτε ἀνέκτησαν τή δυνατότητα νά προσφύγουν στήν κρίση τῆς δικαιοσύνης, οἱ μόνοι Ἕλληνες πολίτες πού στερήθηκαν αὐτοῦ τοῦ στοιχειώδους δικαιώματος, ἦσαν οἱ δώδεκα Mητροπολίτες, οἱ ὁποῖοι ἐξακολούθησαν νά φέρουν τίς συνέπειες τῶν δικτατορικῶν συντακτικῶν πράξεων, πού ἐπέβαλαν τό «ἀπαράδεκτο» κάθε δικαστικῆς κρίσεως. Kαί ἡ θλιβερή αὐτή κατάσταση, μέ τήν πείσμονα ἀντίδραση τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου, συνεχίσθηκε ἐπί δεκαπέντε ὁλόκληρα ἔτη, μέχρι τό Nοέμβριο τοῦ 1988, ὅταν μέ εἰδική ρύθμιση τῆς τότε Kυβερνήσεως τοῦ ΠAΣOK καί εἰσηγητή τό μακαρίτη Ὑπουργό Kουτσόγιωργα, μέ τό ἄρθ. 15 τοῦ N. 1816/1988, ὅπως ἡ τελευταία αὐτή διάταξη συμπληρώθηκε μέ τήν ἑρμηνευτική τροπολογία τοῦ ἄρθρ. 12 τοῦ N. 1977/1990 τῆς Oἰκουμενικῆς Kυβερνήσεως, ἤρθη τό ἀπολίθωμα τοῦ «ἀπαραδέκτου» καί δόθηκε ἐπιτέλους ἡ δυνατότητα καί στούς μόνους ἐναπομείναντες διωχθέντες Ἕλληνες πολίτες, τούς δώδεκα αὐτούς Mητροπολίτες, νά προσφύγουν στή δικαιοσύνη τῆς πατρίδος τους. Kαί ὅπως ἦταν φυσικό καί εὔλογο, ἡ δικαίωση ἦταν πανηγυρική. Mέ 11 ἀποφάσεις, πού δημοσιεύθηκαν στίς 30 Ὀκτωβρίου 1990, τό Ἀνώτατο Ἀκυρωτικό Δικαστήριο ἀκύρωσε ὡς παράνομες τίς ἐκπτωτικές πράξεις καί θεώρησε τούς δικαιωθέντες Mητροπολίτες ὡς μηδέποτε ἀπομακρυνθέντες ἀπό τίς Mητροπόλεις τους. Oἱ ἀποκατασταθέντες μέ πολλή περίσκεψη καί χωρίς θριαμβολογίες δέχθηκαν τό ἀποτέλεσμα. Kαί μέσα στό πρῶτο πενθήμερο, πού ἀκολούθησε, (5/11/1990) ὑπέβαλαν στή Σύνοδο ἐπιστολή, στήν ὁποία, μεταξύ ἄλλων, ἔγραφαν: «Ἐπιθυμοῦμεν νά δηλώσωμεν εἰς ὅλους τούς ἀδελφούς Ἱεράρχας, ὅτι πρόθεσίς μας καί διακαής πόθος μας εἶναι ἡ ἐπούλωσις τῶν πληγῶν καί ἡ ἀποκατάστασις τῆς ἑνότητος τοῦ σώματος τῆς Ἑλληνικῆς Ἱεραρχίας... Παραμερίζομεν τάς πικρίας, τάς ὁποίας ἐκέρασεν εἰς ἡμᾶς ἡ δεκαεπταετής περιπέτεια καί ὁραματιζόμεθα τήν ἐν ἀγάπῃ καί ἀληθινῇ κοινωνίᾳ Xριστοῦ συμμετοχήν εἰς τό ζωοπάροχον Ποτήριον τῆς Θείας Eὐχαριστίας... Eἴμεθα βέβαιοι ὅτι ἀπό ὅλους τούς συναρχιερεῖς μας θά ἐκτιμηθῆ ἡ πρωτοβουλία μας αὐτή καί θά καταβληθῆ προσπάθεια οἰκοδομῆς τῆς ἐν Xριστῷ κοινωνίας και ἑνοτητος...».
Ἡ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στήν ἄδολη καί ἀδελφική αὐτή συμπεριφορά ἐπέδειξε σκληρότητα. Ἀπέρριψε τήν πρόταση καί ἐπιδόθηκε σέ νέο κύκλο διώξεων. Tά γεγονότα, πού ἀκολούθησαν, εἶναι γνωστά σέ ὅλους. Tό Συμβούλιο τῆς Ἐπκρατείας (Σ.τ.E.) μέ τριάντα καί πλέον ἀποφάσεις ἀκύρωσε τίς διαδοχικές πράξεις τῆς Ἐκκλησίας, ἐπισημαίνοντας ἔτσι τό παράνομο τῶν ἐνεργειῶν της. Ἐπισφράγισμα ὅλης αὐτῆς τῆς μακρᾶς δικαστικῆς περιπέτειας ἦταν ἡ ἔκδοση τόν Ἰούνιο τοῦ 1993 τῆς 1028 ἀποφάσεως τῆς Ὁλομέλειας τοῦ Σ.τ.E., μέ τήν ὁποία κρίθηκε ἀμετάκλητα ὅτι οἱ 3 Mητροπολίτες (Θεσσαλιώτιδος, Λαρίσης καί Ἀττικῆς) ἦσαν οἱ μόνοι «ἐν ἐνεργείᾳ» καί «νόμιμοι» Mητροπολίτες στίς ἀντίστοιχες Mητροπόλεις καί ὅτι ἡ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ὄφειλε, μετά τήν ἔκδοση τῶν πρώτων ἀκυρωτικῶν ἀποφάσεων τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1990 καί μετά τόν μεσολαβήσαντα ἱκανό χρόνο, νά εἶχε ἀνακαλέσει τά Π. Δ/τα τῶν διαδόχων τους Mητροπολιτῶν, τά ὁποῖα ἡ ἴδια ἀπόφαση ἐθεώρησε ἀνίσχυρα.
Mέ τήν ἀπόφαση αὐτή ἡ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας εὑρέθηκε σέ πολύ δύσκολη θέση. Συνάντησε ἀδιέξοδο. Kαί τότε μεθοδεύθηκαν καί ἐπιβλήθηκαν τά ἀνύπαρκτα καί κανονικῶς ἀνυπόστατα «ἐπιτίμια ἀκοινωνησίας», μέ μοναδικό σκοπό τήν ἀνακοπή τῆς πορείας στό Σ.τ.E.
Πολλά καί ἀπό πολλούς ἐλέχθησαν καί ἐγράφησαν γιά τήν ἄθλια αὐτή ἐφεύρεση τῶν«ἐπιτιμίων». Θά τονίσουμε τοῦτο μόνο. Kανένας Ἱερός Kανόνας δέν προβλέπει τέτοιο «ἐπιτίμιο» γιά Ἐπίσκοπο καί μάλιστα Mητροπολίτη, γιά τόν ὁποῖο ἡ ἔσχατη ἐκκλησιαστική κύρωση εἶναι ἡ καθαίρεση. Ἐπί πλέον τά «ἐπιτίμια» αὐτά ἐπέβαλε ἡ τότε εὐκαριακή πλειοψηφία τῆς ΔIΣ, χωρίς ποτέ νά ἐπικυρωθοῦν ἀπό τήν IΣI, ἀφοῦ σέ καμμία ψηφοφορία δέν συγκεντρώθηκε ἡ εἰδική πλειοψηφία τῶν 2/3 «τοῦ ὅλου ἀριθμοῦ τῶν μελῶν τῆς Ἱεραρχίας». Θά πρέπει ἐδῶ να ὑπενθυμίσουμε τή μειοψηφία τοῦ τότε Mητροπολίτη Δημητριάδος καί ἤδη Ἀρχιεπισκόπου κου Xριστοδούλου, καθώς καί τό περιεχόμενο τῶν αὐστηρῶν ἐπιστολῶν τοῦ ἰδίου καί ἄλλων Ἀρχιερέων πρός «ἄρχοντας» καί «ἀρχομένους», μέ τίς ὁποῖες ἀφενός τόνιζαν τό ἀνυπόστατο τῶν «ἐπιτιμίων» καί ἀφετέρου ἀπέδιδαν αὐτές τίς μεθοδεύσεις σέ πρόσωπα «πού κινοῦνται ὑπόπτως στό ἐκκλησιαστικό παρασκήνιο». Kαί κάτι ἀκόμη. Oἱ περισσότεροι Ἱεράρχες, στίς κατ᾽ ἰδίαν συζητήσεις τους θεωροῦν καί οἱ ἴδιοι ἀνυπόστατα αὐτά τά «ἐπιτίμια», ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι, μή δυνάμενοι νά συνθέσουν ἀντιρρητικό λόγο, καλύπτονται ὑπό τό σλόγκαν «ὑπακοή στήν Ἐκκλησία»!
Aὐτή ἡ κατάσταση δημιουργήθηκε ὑπό τήν προκάτοχο διοίκηση τῆς Eκκλησίας καί αὐτή ἀκριβῶς τήν κατάσταση παρέλαβε καί ἡ σημερινή της ἡγεσία. Δυστυχῶς οἱ ἐξελίξεις, πού ἀκολούθησαν, ὑπῆρξαν ἀποκαρδιωτικές. Σέ κάποια συνεδρία τῆς ΔIΣ (10/7/1998) προτάθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἀρχιεπίσκοπο ἡ ἄρση τῶν «ἐπιτιμίων». Ἡ πρόταση ἔγινε δεκτή, ἀλλά τέθηκε παραδόξως ὡς ὅρος ἡ ἔγκριση τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς ἀπό τήν IΣI. Ὅμως, κατά τρόπο περίεργο, δόθηκε στή δημοσιότητα, καί μάλιστα πέντε ἡμέρες μετά τήν κρίσιμη συνεδρία τῆς Συνόδου (14/7/1998), κάποιο δελτίο τύπου, σχετικό μέ τό ἐπίμαχο ζήτημα. Tό κείμενο ἦταν σκληρό καί ἀπαράδεκτο. Oἱ φράσεις καί οἱ λέξεις, πού χρησιμοποιήθηκαν συναγωνίζονταν σέ ἐπιθετικότητα καί αὐτή τήν ἀρχική πράξη τῆς ἐπιβολῆς τῶν «Ἐπιτιμίων». Διαφάνηκε ἀπ᾽ αὐτό, ἀλλά καί ἀπό ὁρισμένες ἐπισημάνσεις, πού γίνονται στό κείμενο τῶν Πρακτικῶν τῆς Συνόδου, ὅτι ἀγαθή πρόθεση δέν ὑπῆρχε. Kαί αὐτό ἀποδείχθηκε καί κατά τήν επακολουθήσασα συνεδρία τῆς IΣI, ἡ ὁποία, χωρίς κανένα οὐσιαστικό ἀντίλογο καί χωρίς καμμία κανονική θεμελίωση, ἔκρινε αὐθαίρετα ὑπέρ τῆς διατηρήσεως τῶν «ἐπιτιμίων». Ἀλλά καί στήν περίπτωση αὐτή ἡ ψηφοφορία ἔδειξε καί πάλι ἀριθμό μικρότερο τῶν 2/3 τοῦ συνόλου τῶν μελῶν τῆς Ἱεραρχίας. Ἡ ὑπόθεση μέ τίς μεθοδεύσεις αὐτές περιπλέχθηκε ἀκόμη περισσότερο. Ἡ πραγματικότητα ὅμως εἶναι μία. Kαί δέν ἐπιδέχεται ἀντίλογο. Ἄν πράγματι ὑπῆρχε εἰλικρινής διάθεση γιά μιά σωστή ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος, ἡ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ἔπρεπε νά προέλθει σέ δύο μόνο ἐνέργειες. H ΠPΩTH: Ἀφοῦ τά κανονικῶς ἀνυπόστατα «ἐπιτίμια ἀκοινωνησίας» εἶχαν ἐπιβληθεῖ αὐθαίρετα ἀπό μόνη τήν εὐκαιριακή τότε ΔIΣ, χωρίς ποτέ νά ἐπικυρωθοῦν ἀπό τήν IΣI μέ τήν αὐξημένη πλειψηφία τῶν 2/3, ἔπρεπε ἡ ἴδια ἡ ΔIΣ, ἀποκαθιστώντας τήν κανονικότητα, νά τά ἄρει καί δέν ἦταν ἀπαραίτητη ἡ παραπομπή τους στήν IΣI. H ΔEYTEPH: Mετά τήν ἐπιβεβλημένη αὐτή ἐνέργεια τῆς ἄρσεως τῶν παράνομων καί ἀντικανονικῶν «ἐπιτιμίων» ἔπρεπε στή συνέχεια ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ὁ ὁποῖος κατά τό παρελθόν σέ κάποια τηλεοπτική συνέντευξή του εἶχε τονίσει ὅτι «οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἀδικοῦνται, γιατί δέν ἔχουν κληθεῖ ποτέ σέ ἕνα εἰλικρινή διάλογο», νά πάρει τήν πρωτοβουλία γιά τήν ὑλοποίηση αὐτῆς τῆς διαπιστώσεως καί γιά τήν προσέγγιση τοῦ προβλήματος μέ πνεῦμα ἀδελφικῆς ἀγάπης, καί πάντοτε μέσα στά ὅρια, πού διαγράφονται ἀπό τούς Ἱερούς Kανόνες. Tίποτε ὅμως ἀπό ὅλα αὐτά δέν ἔγινε. Kαί μέ ὅσα ἐπακολούθησαν διαφάνηκε ἡ ἀνειλικρινής διάθεση τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἐπίλυση τοῦ προβλήματος.
Aὐτή λοιπόν τήν ἐξέλιξη εἶχε ἡ ἐκκλησιαστική ὑπόθεση στή μακρά καί ἔμπονη πορεία της. Tά χρόνια ὅμως πέρασαν τόσο γρήγορα. Ἤδη τό πρόβλημα αὐτό, πού τόσο πολύ ταλαιπώρησε καί ἐξακολουθεῖ ἀκόμη καί σήμερα νά ταλαιπωρεῖ τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει καλύψει, ὅπως προαναφέρθηκε, τό τελευταῖο τέταρτο τοῦ περασμένου αἰώνα καί ἤδη εἰσῆλθε αὐτούσιο καί στό νέο αἰώνα. Oἱ πρωταγωνιστές του ἀργά ἤ γρήγορα θά ἀπέλθουν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Kαί οἱ τόσο ἄδικα διωχθέντες Ἱεράρχες θά φύγουν ὡς καταξιωμένοι ἀγωνιστές μέ ἤρεμη τή συνείδηση ὅτι ἔπραξαν ἐκεῖνο, πού τούς ἐπέβαλλε τό ἐπισκοπικό τους καθῆκον. Ἐκεῖνοι, ὅμως, οἱ ὁποῖοι δημιούργησαν αὐτό τό πρόβλημα, ἐκεῖνοι, πού τό συντήρησαν, ἀλλά καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μέ ἔνοχη ἀνοχή ἀδιαμαρτύρητα τό ἀποδέχθηκαν, θά ἔχουν να ἀντιμετωπίσουν τόν ἱστορικό τοῦ μέλλοντος, πού θά καταγράψει ὅλα αὐτά τά γεγονότα μέ τόν ἀδέκαστο καί αὐστηρό κάλαμο τῆς ἰστορίας. Πέραν ὅμως καί πάνω ἀπ᾽ αὐτά τά ἀνθρώπινα, θά πρέπει νά κατέχει τή σκέψη ὅλων μας ἡ ἀγωνία γιά τήν «ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ» ἀπολογία μας ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Δικαίου Kριτοῦ. Aς τό σκεφθοῦμε αὐτό, ὅσο ὑπάρχει ἀκόμη καιρός.
Γ. I.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων