† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 242, 1-12-2008
Κριτική-αὐτοκριτική
Τρία πορτρέτα
1) Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος Κοτσώνης
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου
Δέν εἶναι εὔκολο νά εἰκονίσεις, μέ πληρότητα καί πειστικότητα, τή διακύμανση τοῦ δίδυμου “κριτική-αὐτοκριτική” στή λειτουργία τῶν δυό διοικητικῶν Σωμάτων τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος, τῆς Συνόδου τῆς ῾Ιεραρχίας καί τοῦ ἐξουσιοδοτημένου ἀπό αὐτήν ὀργάνου, τῆς Διαρκοῦς ῾Ιερᾶς Συνόδου. Πρέπει νά ἀπομονώσεις τίς ἱστορικές περιόδους. Καί νά προωθήσεις στή βάσανο τῆς ἀνάλυσης καί τῆς κριτικῆς σου τίς συμπεριφορές τῶν κορυφαίων, σημαιοφόρων ἡγετικῶν παραγόντων, πού, μέ τόν προσωπικό τους δυναμισμό ἤ μέ τήν πολύχρωμη ἀδυναμία τους, χάραξαν τό ἰδιόμορφο στίγμα τῆς ἐποχῆς. Τά Συνοδικά σχήματα λειτουργοῦν σέ ἀτέρμονο μῆκος χρόνου. ᾿Αλλά τά πρόσωπα βηματίζουν σέ σχηματισμό συνεχοῦς διαδοχῆς. Καί ἡ ἐναλλαγή τῶν ἡγετικῶν ᾿Επισκοπικῶν στελεχῶν, σηματοδοτεῖ τροποποίηση ἤ καί ἀνατροπή τοῦ προηγούμενου modus potestatis καί εἰσαγωγή νέου ὁράματος καί νέων ἀντιδράσεων στίς προκλήσεις τῆς ἐπικαιρότητας. Σέ περίπτωση, πού δέ θά ψυχογραφήσεις, μέ πιστότητα, τήν ἄλλη προσωπικότητα καί, παράλληλα, πού δέ θά φωτογραφήσεις τόν ἄλλο τρόπο διαχείρισης τοῦ ποιμαντικοῦ λειτουργήματος και τό ἄλλο φάσμα τῶν προσωπικῶν συμπεριφορῶν, κατά τή διαδοχή τῶν προκλήσεων τῆς καθεμιᾶς μέρας, δέ θά κατορθώσεις νά προσδιορίσεις ἄν καί μέ πόση εὐσυνειδησία ἀνταποκρινόταν ἡ ἡγεσία τοῦ “χθές” καί ἀνταποκρίνεται ἡ διάδοχη φρουρά τοῦ “σήμερα” στό ἐπιτακτικό χρέος τῆς ἐλεύθερης κριτικῆς τῶν ποιμαντικῶν σχεδιασμῶν καί τῆς ταπεινόφρονης, ἐνσυνείδητης αὐτοκριτικῆς, στίς περιπτώσεις ἐλλείψεων ἤ καί ὀλισθημάτων.
῎Εχω μπροστά μου, νωπό, τόν πίνακα τῶν ἐκκλησιαστικῶν γεγονότων, πού συνέθεσαν τήν ἱστορική ἀφήγηση τῆς τελευταίας πεντηκονταετίας. ῎Οχι ὡς πληροφόρηση ἀπό ἄλλες πηγές ἤ ἱστορική σύνθεση ἀπό δεύτερο ἤ τρίτο χέρι. ῎Εχω τό πλούσιο ὑλικό, ὡς προσωπικό ἀπόκτημα καί ἐπεξεργασμένο θησαύρισμα. ῾Η κάθε λεπτομέρεια ἀποτελεῖ, γιά μένα, ἐμπειρικό χάραγμα στή συνείδηση καί στή μνήμη. ᾿Αποτίμηση διαμορφωμένη καί παγιωμένη στή ροή τῶν γεγονότων καί στήν, ἀπό κοντά, παρακολούθηση τοῦ Συνοδικοῦ ἔργου.
Κάνοντας χρήση ὅλων αὐτῶν τῶν προσωπικῶν μου ἐμπειριῶν, θά προσπαθήσω νά συνθέσω, μέ ἁδρές γραμμές, τά πορτρέτα τῶν τριῶν προκαθημένων τῆς ἑλληνικῆς ᾿Εκκλησίας, πού πηδαλιούχησαν τό ἱερό Σκάφος κατά τήν τελευταία πεντηκονταετία καί ἀπόθεσαν, μέ γαλήνια σεμνότητα ἤ μέ ἐκρηκτικό πάθος, τήν ἀτομική τους σφραγίδα στή βίβλο τῶν συμβάντων καί στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων.
***
Τόν πρῶτο ἡγέτη νοιώθω τήν ἀνάγκη νά τόν προσεγγίσω ἰδιαίτερα σεβαστικά. Γιατί ἄφηνε, μέ τό πέρασμά του, πνοή ἁγίας βιοτῆς καί ζεστασιά ἀνόθευτης, πηγαίας ἀγάπης.
Εἶναι ὁ μακαριστός ᾿Αρχιεπίσκοπος ῾Ιερώνυμος. ῎Ασκησε τό λειτούργημά του μέ ἀθόρυβη, ἀλλά δυναμική, σεμνότητα, σέ χρονικό μῆκος μιᾶς καί μόνης ἑξαετίας. Καί ἄφησε πίσω του ἔργο, πού δέν ἐπαρκοῦν γιά νά τό ἀντισταθμίσουν οἱ προκάτοχοί του καί οἱ διάδοχοί του τῆς περιόδου ὁλόκληρου τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα.
Θά ἀποτυπώσω τό πρῶτο, καίριο στίγμα τῆς πνευματικῆς του ταυτότητας, δημοσιοποιώντας μιά προσωπική μου ἐμπειρία. Τόν ἐπισκέφθηκα, μετά τήν ἀπόσυρσή του ἀπό τήν πολύπτυχη καί πολυτάραχη ἀρχιεπισκοπική δράση του, στό ταπεινό του ἡσυχαστήριο τῆς Τήνου. Καί, σέ κάποια στιγμή, καθώς καθόταν στό γραφεῖο του, τόν εἶδα νά πιάνει στό χέρι τό ῾Ιερό Εὐαγγέλιο, νά τό σηκώνει καί νά μοῦ λέει, μέ φωνή τρεμάμενη ἀπό τό δέος καί τή συγκίνηση: Αὐτό τό Εὐαγγέλιο, ἐγώ τό ἐφαρμόζω; Εἶμαι λειτουργός τῆς ᾿Εκκλησίας, εἶμαι ᾿Αρχιεπίσκοπος, φορτισμένος μέ τήν εὐθύνη νά διδάσκω καί νά ἁγιάζω τό λαό. Αὐτά, πού μοῦ λέει τό Εὐαγγέλιο τά ἔχω βιώσει, μέ πιστότητα καί μέ ἀκρίβεια, στήν προσωπική μου ζωή καί τό ἔχω κάνει πράξη κατά τήν ἄσκηση τοῦ λειτουργήματός μου;
Στάθηκα ἄφωνος καί τόν κύτταζα. ῎Ενοιωθα, πώς δέ μιλοῦσαν τά χείλη του, ἀλλά ἡ καρδιά του. ῾Η εὐαίσθητη συνείδησή του, πού μοναδικό της ὅραμα εἶχε τήν εὐθυγράμμιση μέ τό λόγο τοῦ σαρκωμένου Λόγου, μέ τήν ἀτίμητη Διδαχή τοῦ ᾿Αρχηγοῦ τῆς ᾿Εκκλησίας μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
Μετά ἀπό καιρό, τυπώθηκε τό βαθύτατα ἐξομολογητικό βιβλίο του, μέ τόν ἐρωτηματικό τίτλο· “Εἴμαστε Χριστιανοί;”. Καί ἐκεῖ εἶδα νά ἐπαναλαμβάνει, ἐνώπιον ὅλων τῶν ἀναγνωστῶν του, τήν ἴδια, ἐναγώνια, αὐτοκριτική του·
“Τό βιβλίο αὐτό ξεκίνησε ἀπό ἕναν αὐτοέλεγχο, πού μέ ἀπασχολοῦσε ἐπί πολύν καιρό. Σκοπός του ἦταν ν᾿ ἀπαντήσω στόν ἑαυτό μου, ἄν εἶμαι ἤ δέν εἶμαι Χριστιανός”.
᾿Εκμυστηρεύσεις συγκλονιστικές καί ἀφυπνιστικές. ῞Οταν ἔχεις μπροστά σου ἕνα λευκασμένο γέροντα, νά σοῦ ὁμολογεῖ, μέ ἤρεμο βλέμμα καί σπασμένη φωνή, ὅτι αὐτοεξετάζεται καί αὐτοανακρίνεται, ἄν στοιχίζεται μέ ἀκρίβεια στίς Εὐαγγελικές προδιαγραφές καί στήν πλούσια Πατερική Παράδοση, δέ βρίσκεις ἄλλο τρόπο ἀνταπόκρισης, παρά μόνο τό νά σκύψεις καί νά ἀσπαστεῖς τό τίμιο χέρι του.
Θά ἀναφέρω καί ἕνα δεύτερο δεῖγμα τῆς πνευματικῆς του εὐαισθησίας, πού ἐναρμονίζεται μέ τό πρῶτο καί ἀκτινοβολεῖ τήν πληρότητα τῆς ἐξαγιασμένης ὕπαρξής του. Εἶχε τήν ἄνεση, στήν περίπτωση λαθεμένου ἤ κακῶς ἐπιλεγμένου χειρισμοῦ του, νά ἀναγνωρίζει, δημόσια, τήν εὐθύνη του καί νά καταθέτει ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ τή μετάνοιά του.
Σέ κρίσιμη στιγμή, πού κλήθηκε νά παρέμβει στήν ἐκκλησιαστική ζωή τῆς Κύπρου καί νά βοηθήσει στήν ἀποκατάσταση τῆς σπασμένης ἑνότητας τοῦ ᾿Επισκοπικοῦ Σώματος, θεώρησε, πώς πρώτη καί ἀδήριτη ἀνάγκη ἦταν νά ἀνακόψει τήν ἔξαψη τοῦ διχασμοῦ, γιά νά ἀποφευχθεῖ ἡ καταιγίδα τοῦ αἱματοκυλίσματος καί τῆς καταστροφῆς, πού διαγραφόταν στό θολό ὁρίζοντα. Καί παρακάμπτοντας τήν ἐπιταγή τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων, πού δέν ἐπιτρέπουν τήν ταυτόχρονη ἄσκηση ἐκκλησιαστικῆς καί κοσμικῆς ἐξουσίας, συνέστησε στή μικρή ὁμάδα τῶν Κυπρίων ᾿Επισκόπων, νά μήν ἐπιμείνουν στήν ἀπαίτησή τους νά παραιτηθεῖ ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ἀπό τήν κοσμική ἔπαλξη τοῦ προέδρου τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας.
᾿Αργότερα καί μετά τίς τραγικές ἐξελίξεις στήν Κύπρο, δέ δίστασε νά ἐξομολογηθεῖ δημόσια, ὅτι ἡ παράκαμψη τῶν σχετικῶν διατάξεων τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων ἦταν λάθος του καί ἐκκλησιαστικό ἀτόπημά του.
Σέ ἕνα χειρόγραφο, τό ὁποῖο βρέθηκε στά κατάλοιπά του καί στό ὁποῖο διεκτραγωδεῖ τά γεγονότα, πού κατέληξαν στήν Τουρκική κατοχή τῆς μισῆς Κύπρου, ἱστορεῖ καί τή δική του προσπάθεια νά συγκρατήσει ἑνωμένη τήν ῾Ιεραρχία τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Κύπρου.
Μεταφέρω κάποια ἀποσπάσματα·
“Τόν Μακάριο, παρά τίς γνωστές ἀδυναμίες του, τόν θεωροῦσα ἕνα μεγάλο ἐκκλησιαστικό καί ἐθνικό κεφάλαιο. ᾿Εκκλησιαστικό μέν γιατί εἶχε μιά παγκόσμια ἀκτινοβολία, καί μάλιστα στίς Χῶρες τοῦ λεγομένου Τρίτου Κόσμου καί ἰδιαίτερα τῆς ᾿Αφρικῆς. ῏Ηταν ἀκόμα ἀρκετά νέος καί, κατά ἄνθρωπον, μποροῦσε νά ὑπολογίζη κανείς ὅτι θά ζοῦσε ἀκόμα πολλά χρόνια. Γι᾿ αὐτό, ἄν ἀξιοποιοῦσε αὐτή τήν ἀκτινοβολία, θά μποροῦσε νά βοηθήση πολύ στή διάδοσι τῆς πίστεώς μας, ἰδιαίτερα στή Μαύρη ῎Ηπειρο, ὅπου ἡ παρουσία μας εἶναι τόσο ἰσχνή.
...᾿Εκεῖ, ὅμως, πού ἡ παρέκκλισις ἀπ᾿ τούς ῾Ιερούς Κανόνες ἦταν κατάφωρη, ἦταν ὁ συνδυασμός τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ ἀξιώματος τοῦ Μακαρίου, μέ τήν Προεδρία τῆς Δημοκρατίας. Καί σ᾿ αὐτή τήν παραβίαση τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων νοιώθω, πώς εἶμαι συνένοχος ὄχι μόνο γιατί δέν τήν κατήγγειλα, ἀλλά καί γιατί προσπάθησα, μέ διάφορα κανονολογικά τεχνάσματα νά τή δικαιολογήσω. Σ᾿ αὐτό εἶχε πέρα γιά πέρα δίκαιο ὁ π. ᾿Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, πού μέ ἕνα περισπούδαστο καί ἐμπεριστατωμένο ἄρθρο του ἔχει ἀντικρούσει τίς ἀπόψεις μου.
Θά μ᾿ ἐρωτήσει ὁ Θεός γιατί τό ἐνέκρινα, ἐνῶ ἤξερα πώς δέν ἦταν σωστό. ᾿Εκεῖνος, ὅμως, γνωρίζει, ὅτι ἄν εἶχα τηρήσει τή στάση πού τήρησα στό ζήτημα αὐτό δέν ἦταν οὔτε ἀπό ἰδιοτέλεια δική μου οὔτε ἀπό ἀνθρωπαρέσκεια, οὔτε καί ἀπό δειλία. Στή στάση μου ἐκείνη τό μόνο μου κίνητρο ἦταν τό ἐθνικό συμφέρον. ῎Αν ἡ ἄποψί μου ὅτι ἦταν ἐθνικό συμφέρον νά παραμείνη ὁ Μακάριος καί ᾿Αρχιεπίσκοπος Κύπρου καί Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας ἦταν λανθασμένη, αὐτό εἶναι λάθος, ἁμάρτημα ὅμως εἶναι νά καταπατηθοῦν οἱ ῾Ιεροί Κανόνες γιά χάρι τοῦ ἐθνικοῦ συμφέροντος. Καί αὐτό ἔγινε σ᾿ αὐτή τήν περίπτωσι”.
῾Η εἰλικρίνεια τοῦ μακαριστοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου ῾Ιερώνυμου, ἡ ἀνοιχτή, διάφανη καρδιά του, πού κατέθετε, πάντοτε, ἔντιμο λόγο καί μπροστά στό Θρόνο τοῦ Θεοῦ καί μπροστά στήν ἀγαπημένη του ἐκκλησιαστική οἰκογένεια, βρίσκεται πιά κατατεθειμένη στό φυλακτήριο τῆς ἱστορίας, ὡς “Χριστοῦ εὐωδία ἐν τοῖς σωζομένοις καί ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις” (Β΄ Κορινθ. β΄ 5). ῞Οσοι ποιμένες ὀσφρανθοῦν αὐτή τήν εὐωδία, θά νοιώσουν τήν ἀνάγκη νά τήν ἀναμεταδώσουν. ῞Οσοι μείνουν προσκολλημένοι στήν ὑπόκριση τοῦ φαρισαϊκοῦ σχήματος, θά ἀναπλάσουν τό σκηνικό τῆς ἀπάτης.
***
Τό δεύτερο, χαρισματικό στοιχεῖο συμπεριφορᾶς τοῦ μακαριστοῦ, ἀνεπανάληπτου (τοὐλάχιστο γιά τήν ἐποχή μας) ῾Ιεράρχη ῾Ιερώνυμου, ἦταν ἡ ἔντιμη, ἀνεπιτήδευτη, καθαρά ἐκκλησιοκεντρική διαχείριση τῶν προβλημάτων τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ σαφής ἀποστασιοποίησή του ἀπό τά σχήματα καί τά ὁράματα τῆς κατεστημένης κοσμικότητας καί ὁ “ἐν ἁπλότητι” ἀδελφικῆς ἀγάπης διάλογός του μέ τόν ὁποιοδήποτε συνομιλητή, πού θά διατύπωνε ἐρώτημα ὑπαρξιακῆς ἀγωνίας ἤ θά ἐπιχειροῦσε πολεμική ἀναμέτρηση μαζί του.
῾Ο ᾿Αρχιεπίσκοπος ῾Ιερώνυμος δέν ἀνῆκε σέ λέσχες ἐκκλησιαστικῆς ἤ κοινωνικῆς σκοπιμότητας. Δέν ὑποτασσόταν στούς ἐκβιασμούς τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας. Δέν ἅπλωνε τό χέρι, γιά νά δρέψει τούς καρπούς τῆς “ἄκρατης δημοσιότητας” καί τῆς ἐξαγορασμένης “δημοτικότητας”. ῏Ηταν ἕνα καθαρό, ἀλάξευτο μέταλλο, ἀποκομμένο ἀπό τό μεταλλεῖο τῆς Πατερικῆς ἁγιότητας. Καί ἄφηνε -παντοῦ καί πάντοτε- τή στιλπνή λάμψη καί τόν ἐναρμόνιο ἦχο τῆς ἀνόθευτης ἀρχιερωσύνης του.
Κατά τό βραχύ διάστημα τῆς ὑπεύθυνης ἡγετικῆς του δράσης, πολεμήθηκε ἀπό πολλούς. ᾿Από τίς κυψέλες τῶν σκανδαλοποιῶν, πού ὑπῆρχαν καί τότε καί δροῦσαν ἀσύδοτοι μέσα στήν αὐλή τῆς ᾿Ορθόδοξης ἑλληνικῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Από τούς ἠλεκτρισμένους καί ἐπαναστατημένους διαχειριστές τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας. ᾿Από τούς κράχτες τῶν μοντέρνων(!!!) ἰδεῶν καί τούς ἐμπόρους τῶν φετίχ τῆς ποικίλης ἀπόλαυσης. Κάποιοι τόν ἤθελαν δουλικά ὑποταγμένο στούς σχεδιασμούς τους. Κάποιοι ἄλλοι τόν πυροβολοῦσαν, γιατί τόν θεωροῦσαν ἀνάχωμα, πού ἐμπόδιζε τήν προσωπική ἤ τήν ὁμαδική προέλασή τους.
᾿Απέναντι ὅλων αὐτῶν ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος ῾Ιερώνυμος στάθηκε ὄρθιος, ἀκέραιος, καθηλωμένος στό πρόσωπο τοῦ ᾿Εσταυρωμένου καί στό ἐπισκοπικό του ὅραμα, ἀνοιχτός πάντοτε στόν ἔντιμο διάλογο, ἕτοιμος καί πρόθυμος “πρός ἀπολογίαν παντί τῷ αἰτοῦντι λόγον” (Α΄ Πέτρ. γ΄ 15), ἀπρόθυμος γιά σκοτεινές δοσοληψίες ἤ γιά συμβιβασμούς “πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου” (᾿Εφεσ. στ΄ 12).
Εἶναι σέ ὅλους γνωστό, ὅτι ἡ ἀρχιεπισκοπική θητεία τοῦ μακαριστοῦ ῾Ιερώνυμου συνέπεσε μέ τήν κατάλυση τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος καί τήν ὑπερίσχυση τῆς δικτατορίας. Τό κλίμα, πού προέκυψε, ἦταν ἐπικίνδυνα ἐκρηκτικό. Καί ὁ ἀναβρασμός τῶν κυμάτων δέ σεβάστηκε καί δέν ἄφησε ἀπρόσβλητο τό “ἀκέραιο” καί “ἐντελῶς ἀνεύθυνο” πρόσωπό του. ῾Η μιά ὁμάδα τόν κατηγοροῦσε καί τόν σπίλωνε, γιατί δέν προσχώρησε στό σχηματισμό της καί δέ συστρατεύτηκε στούς ἀγῶνες της. Καί ἡ ἄλλη τόν ὀνομάτιζε σύμμαχο τῆς τυραννίας καί τόν πυροβολοῦσε, μέ μανία καί πάθος.
Στήν πραγματικότητα, ὅλες αὐτές οἱ “πεφυσιωμένες” μαχητικές ἐπάλξεις, μέρος τῶν παικτῶν τῆς σύγχρονης παγκόσμιας αἱματηρῆς τραγωδίας, ἀποδεικνύονταν, πώς δέν ἦταν σέ θέση νά ἀποκρυπτογραφήσουν τόν πνευματικό κώδικα τοῦ ῾Ιερώνυμου, πού ξεπερνοῦσε τή μάταιη, ἀποπλανητική συνθηματολογία τῶν τριόδων καί ἄνοιγε ὁρίζοντες ἀναβάθμισης τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου καί οἰκοδόμησης τῆς “κοινωνίας τῆς ἀγάπης”.
Μεταφέρω κάποια ἀποσπάσματα ἀπό τή συγκινητική καί συγκλονιστική ἀποχαιρετιστήρια ὁμιλία του, πού τήν ἔκανε στό Μητροπολιτικό Ναό τῶν ᾿Αθηνῶν στίς 9 Δεκεμβρίου 1973.
“῞Οτε τό 1967 ἀνελαμβάνομεν τάς εὐθύνας τῆς ᾿Αρχιεπισκοπείας ὑπῆρχαν ὡρισμένα αἰτήματα τοῦ λαοῦ διά τήν ᾿Εκκλησίαν, τά ὁποῖα ἀπετέλουν πάγκοινον καί γενικήν ἀπαίτησιν καί τά ὁποῖα δέν ἦτο δυνατόν νά τά ἀντιμετωπίσῃ ἕνα μόνον πρόσωπον, ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος, ὁ Προκαθήμενος τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Αλλά πάντες ἀπό κοινοῦ καί ἰδιαιτέρως ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο εἰς ἡγετικάς θέσεις ἔπρεπε ὄχι μόνον νά μήν ἀντιδράσουν, ἀλλά καί θετικῶς νά βοηθήσουν.
῞Ενα ἀπό τά θέματα αὐτά, τό κυριώτερον, ἦτο ἡ κάθαρσις τοῦ ἱεροῦ κλήρου. Αὕτη ἀπετέλει καί πάγκοινον καί ἐπιτακτικόν αἴτημα...
῏Ητο φυσικόν, ἡ τάξις τῶν πολεμίων νά πληθύνεται συνεχῶς ἀπό ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐπλήττοντο ἀπό τά μέτρα, τά ὁποῖα ἔπρεπε νά ληφθοῦν διά τήν παντοειδῆ ἐξυγίανσιν τῆς ᾿Εκκλησίας...
᾿Επίσης προσετέθησαν εἰς τάς τάξεις τῶν πολεμίων ὅσοι ἔχασαν τάς θέσεις των, ὄχι διότι ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος εἶχε κάτι τό προσωπικόν ἐναντίον των, ἀλλά διότι οὗτοι δέν ἦτο δυνατόν νά ἐπιτελέσουν καλῶς τό καθῆκον των.
῎Αλλοι οἱ ὁποῖοι προσετέθησαν εἰς τούς πολεμίους καί αὐτοί εἶναι οἱ περισσότεροι, εἶναι ὅσοι ἐπλήγησαν οἰκονομικῶς, τῶν ὁποίων δηλαδή ἐθίγησαν τεράστια οἰκονομικά συμφέροντα μέ τήν προσπάθειαν τῆς περισυλλογῆς καί τῆς τιμίας διαχειρίσεως τῆς περιουσίας της ᾿Εκκλησίας μας.
Τάς τάξεις τῶν ἀντιπάλων ἐπύκνωσαν καί ἄλλαι σκοτειναί δυνάμεις, αἱ ὁποῖαι κατέχουν πολύ κεντρικάς καί ὑψηλάς θέσεις, καί αἱ ὁποῖαι ἐπ᾿ οὐδενί λόγῳ οὔτε ἤθελαν οὔτε θέλουν νά ἴδουν τήν ᾿Εκκλησίαν νά στέκεται ὑψηλά, νά ἔχη δύναμιν καί νά εἶναι σεβαστή ἀπό ὅλους.
Τέλος, εἰς τούς φανατικούς ἐναντίον μας πολεμίους προσετέθησαν καί ἄλλοι ἐκ λόγων, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται εἰς τήν πολιτικήν. Διότι ὅλοι ἐνόμιζον, ὅτι ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος ἀνήκει εἰς τήν τάδε ἤ τήν τάδε παράταξιν. ᾿Αλλά τό τραγικόν εἰς αὐτήν τήν περίπτωσιν ἦτο, ὅτι καί οἱ μέν καί οἱ δέ ἐστρέφοντο ἐναντίον τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου. Οἱ μέν διότι ἐνόμιζον, ὅτι ἐπειδή δέν ἦτο μαζί των, ἦτο μέ τούς ἄλλους καί οἱ ἄλλοι πάλιν, ἐπειδή ἔβλεπαν, ὅτι δέν τούς ἠκολούθει, ὅτι ἀνῆκε τάχα εἰς τούς ἀντιπάλους των. ᾿Αλλά αὐτό ἀκριβῶς ἀποδεικνύει, ὅτι ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος δέν εἰργάζετο οὔτε διά τήν μίαν μερίδα οὔτε διά τήν ἄλλην. ῾Ο ᾿Αρχιεπίσκοπος ὅπως πρέπει νά ἐργάζεται καί ὁ κάθε ᾿Αρχιεπίσκοπος, εἰργάζετο δια τήν ᾿Εκκλησίαν. Διά τήν ᾿Εκκλησίαν καί δι᾿ αὐτῆς διά τό ῎Εθνος. Αὐτή εἶναι ἡ ἀποστολή τοῦ ἑκάστοτε ᾿Αρχιεπισκόπου. ῾Ο ᾿Αρχιεπίσκοπος δέν πρέπει νά ἀποβλέπη εἰς τά πρόσωπα, τά ὁποῖα διοικοῦν τήν Πολιτείαν, οὔτε νά συνδυάζεται μέ αὐτά. ῾Ο ᾿Αρχιεπίσκοπος καί ὅλοι οἱ ἐκκλησιαστικοί ἄρχοντες πρέπει νά ἴστανται ὑπεράνω τῶν πολιτικῶν παρατάξεων. Διότι καί ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος καί οἱ λοιποί ἐκκλησιαστικοί ἡγέται εἶναι ποιμένες, ποιμένες ὅλων τῶν ῾Ελλήνων, ἀνεξαρτήτως τοῦ ἄν οὗτοι ἀνήκουν εἰς αὐτήν ἤ εἰς ἐκείνην τήν πολιτικήν παράταξιν ἤ ἀκόμη καί ἰδεολογίαν...”.
῞Ολες αὐτές, οἱ ἀπό βάθους ἐξαγιασμένης καί διάφανης καρδιᾶς, ἐξομολογητικές ἀναφορές, δίνουν τό στίγμα τῶν ὁραμάτων καί τῆς ποιμαντικῆς διακονίας τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου ῾Ιερώνυμου. Τά ἡγετικά του ἐρεθίσματα εἶχαν, πάντοτε, ὡς ἀφετηρία τίς διδαχές καί τά παραγγέλματα τοῦ σαρκωμένου Λόγου καί, ὡς φωτεινούς ὁδηγούς, τίς συμπεριφορές τῶν καταξιωμένων Πατέρων μας, πού συνάρμοσαν τή μεγάλη καί ἀδιαμφισβήτητη Παράδοση τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας μας. Αὐτή ἡ εὐθυγράμμισή του τόν ἀναδεικνύει ὡς τόν ᾿Αρχιεπίσκοπο τῶν ᾿Αποστολικῶν ὁραματισμῶν καί ὡς τόν ἡγέτη μέ τά πλούσια χαρίσματα καί τή διακριτική σεμνότητα.
***
Δέν μπορῶ ἤ, ὀρθότερα, δέ δικαιοῦμαι νά θεωρήσω ὁλοκληρωμένη τή σκιαγραφία τοῦ πορτρέτου τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου τῆς ταπείνωσης, τῆς προσευχῆς καί τῆς δουλειᾶς, ἄν δέ σύρω δυό-τρεῖς γραμμές, πού νά σηματοδοτοῦν τήν εὐρύτητα καί τή σοβαρότητα τοῦ ποιμαντικοῦ του μόχθου.
῾Ο ᾿Αρχιεπίσκοπος ῾Ιερώνυμος στάθηκε ὄρθιος στήν ἀνώτατη ἐκκλησιαστική ἔπαλξη μόνο γιά ἕξι χρόνια. Καί ἄνοιξε ὁρίζοντες ὀργανωτικῆς ἀνανέωσης, μόρφωσης καί ἐπιμόρφωσης τῶν στελεχῶν τῆς ᾿Εκκλησίας, ὀργάνωσης καί διακλάδωσης τῶν ἱδρυμάτων τῆς ἀγάπης καί πρόσβασης στούς προβληματισμούς καί στίς ἀνησυχίες τῆς ἐπικαιρότητας, πού δέν τούς εἶχαν ἀνοίξει οἱ προκάτοχοί του ἀπό τήν ἀρχή τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα.
Κάποιος ἀπό τούς ᾿Επισκόπους, πού φιλοδόξησε νά τόν ἀντιπολιτευτεῖ, περιήρχετο, μέ ὕφος σοβαροφανές, “τάς ὁδούς καί τάς ρύμας” καί ἐκήρυττε· “Δῶστε μου ἐμένα τούς πακτωλούς τῆς Μονῆς Πεντέλης καί τῆς ᾿Αρχιεπισκοπῆς καί σᾶς κάνω πολύ περισσότερα ἔργα, ἀπό αὐτά, πού ἔκανε ὁ ῾Ιερώνυμος”.
Τήν ἐπηρμένη αὐτή διακήρυξη τήν ἀποδόμησε καί τήν εὐτέλισε ἡ ἱστορία.
῾Ο ῾Ιερώνυμος, φορτωμένος μέ τά ἔργα τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ μόχθου του καί ταλαιπωρημένος ἀπό τίς ἐπιθέσεις τῶν “θιγμένων” ἀντιπάλων του, ἀποσύρθηκε ἀπό τό θρόνο τῆς προσφορᾶς καί τῶν δακρύων. Οἱ διῶκτες του ἀνέβηκαν τά σκαλοπάτια τῆς ὑπεύθυνης ἐξουσίας. Καί διαχειρίστηκαν τούς πακτωλούς τῆς Πεντέλης καί τῆς ᾿Αρχιεπισκοπῆς καί ὅλων τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ταμείων ὄχι ἕξι, ἀλλά τριανταπέντε ὁλόκληρα χρόνια. ῎Αν αὐτή τή στιγμή βρεθεῖ ὁ τολμηρός καί ἔντιμος ἐκτιμητής, πού θά ἐπιχειρήσει καταγραφή καί ἀποτίμηση τῶν δυό περιόδων, τῆς ἑξαετίας τοῦ μαρτυρικοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου ῾Ιερωνύμου καί τῆς τριακονταπενταετίας τῶν διαδόχων του, θά μείνει ἄφωνος μπροστά στά φαινόμενα. Στήν τριακονταπενταετία δέν ἔγινε τό παραμικρό ἔργο ὑποδομῆς. Δέν μπῆκε πέτρα πάνω στήν πέτρα. ᾿Αντίθετα, κάποια ἀπό τά ἔργα τῆς προηγούμενης ἑξαετίας, ἐπειδή κρίθηκαν δαπανηρά, μπλοκαρίστηκαν καί διακόπηκαν. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ ἀπεμπόληση καί παράδοση στό κράτος τοῦ Νοσοκομείου τῶν Κληρικῶν, πού τό ἔστησε ὁ ῾Ιερώνυμος μέ πολύ κόπο καί μέ μεγάλες θυσίες καί πού -στά λίγα χρόνια τῆς λειτουργίας του- πρόλαβε νά ἀναδειχτεῖ σέ ὑψηλῆς στάθμης Νοσηλευτικό ἵδρυμα.
***
Θά χαράξω, κατά προσταγή τῆς συνείδησής μου καί τήν τελευταία σκίαση στό ὁλοφώτεινο πορτρέτο.
῾Ο ᾿Αρχιεπίσκοπος ῾Ιερώνυμος ξεκίνησε τήν ὁδοιπορία του σέ τοῦτο τόν κόσμο φτωχός καί ἔφυγε φτωχότερος. Τά πρῶτα του βήματα τά ἔκανε ὀρφανός, μιά καί ὁ πατέρας του πέθανε πρίν ἀντικρύσει τό γελαστό πρόσωπο τοῦ παιδιοῦ του. Μεγάλωσε μέ τήν ἀποκλειστική φροντίδα τῆς ἡρωΐδας χήρας μάνας του. Καί πορεύτηκε, στή μακρά διαδρομή τῶν σπουδῶν του καί τῆς διακονίας του μέ ὅραμα καί ἄθλημα τήν ἀγάπη καί μέ περιφρόνηση στήν ἀλαζονία τοῦ πλούτου.
Τό φτωχό του βαλάντιο, πρίν περάσει ὁ μήνας, ἔπρεπε νά ἀδειάσει τελείως. Νά μή μείνει μέσα οὔτε ἡ τελευταία δραχμή. Καί τό παραμικρό ὑπόλειμμα γινόταν χειρονομία καί πνοή ἀγάπης. Καί στόν ἐργάτη τῆς ἀγάπης ἔμενε ἡ χαρισματική φτώχεια. Τό ἄδειασμα τῆς ὕλης καί τό πλήρωμα τοῦ πνεύματος.
***
Αὐτό εἶναι τό πορτρέτο τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου τῶν ᾿Αποστολικῶν ὁραματισμῶν ῾Ιερώνυμου Κοτσώνη.
Προσωπική μου πεποίθηση εἶναι, ὅτι καμμιά δύναμη ὑλοφροσύνης ἤ ἐμπάθειας δέ θά καταφέρει νά τό ἀμαυρώσει. Γιατί ἡ χαρισματική του γνησιότητα καί φωτεινότητα, ἔχει τήν ἀντοχή καί τή δύναμη νά διεμβολίζει τίς ἀστραπές καί τίς βαρειές συννεφιές καί νά ἁπλώνει, πρός κάθε κατεύθυνση, τό γλυκό φῶς τοῦ Παραδείσου.
Ο ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων