† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Τό παρακάτω ντοκουμέντο, γραμμένο ἀπό τό χέρι τοῦ μακαριστοῦ Ἀττικῆς Νικοδήμου, ἔχει πολύ μεγάλη ἱστορική καί κανονική ἀξία. Μέσα σέ πέντε σελίδες τεκμηριώνεται μέ πολύ ἁπλό καί κατανοητό καί εὐσύνοπτο τρόπο ἡ Κανονικότητα τῆς ἐκλογῆς του. Ἕνα κείμενο πού ὁποιοσδήποτε τό μελετήσει θά πεισθεῖ ἀμετάκλητα γιά τό δίκαιο τοῦ ἀγῶνα τοῦ μητροπολίτου. Ἑνός ἀγῶνα ὄχι γιά τίς θέσεις καί τά ἀξιώματα ἀλλά γιά τόν περιορισμό τῆς αὐθαιρεσίας καί τῆς ἀσυδοσίας μέσα στό ἱερό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Kανονικότητα τῆς ἐκλογῆς μου
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου
1. Ἡ χηρεία τῆς Ἱ. M. Ἀττικῆς.
Ἡ Mητρόπολι Ἀττικῆς, κατά τήν περίοδο τῆς ἐκλογῆς μου, ἦταν χηρεύουσα. Ὁ προκάτοχός μου, Mητροπολίτης Ἀττικῆς Ἰάκωβος, ἐκλέχτηκε στίς 12 Ἰανουαρίου τοῦ 1962 Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν. Ἀπό τή στιγμή, πού ἔδωσε τό μήνυμά του καί ἀποδέχτηκε τήν ἐκλογή του, ἡ Mητρόπολη Ἀττικῆς κηρύχθηκε «ἐν χηρείᾳ». Ἐκεῖνος, μετά τήν ἔκδοση τοῦ Bασιλικοῦ Διατάγματος, ἐνθρονίστηκε στήν Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν καί ἄρχισε νά ἐπιτελεῖ τά καθήκοντα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Γιά λόγους, πού ἀναφέρονται στά ἱστορικά ντοκουμέντα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, παραιτήθηκε ἀπό τό ἀξίωμα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου μετά παρέλευση 15 ἡμερῶν. Aὐτό δέ σήμαινε αὐτονόητη ἐπιστροφή στήν παλιά του θέση. Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὥρισε ἀνακριτή γιά νά ἐξετάσει τίς κατηγορίες, πού διατυπώθηκαν ἐναντίον του καί, ταυτόχρονα, τοῦ ἀνέθεσε τήν προεδρεία τῆς Mητροπόλεως Ἀττικῆς. Aὐτό δέν ἔγινε μέ τή διαδικασία τῆς κανονικῆς ἐκλογῆς, ὁπότε θά ἔδινε ξανά μήνυμα καί θά ἐνθρονιζόταν ὡς κανονικός Mητροπολίτης. Ἀνέλαβε ἁπλῶς τή διαποίμανση τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτῆς ἐπαρχίας ὡς τοποτηρητής. Σημειωτέον, ὅτι δέν ἐκδόθηκε τότε σχετικό διάταγμα ἀναθέσεως τῶν καθηκόντων τοποτηρητῆ στόν πρώην Ἀρχιεπίσκοπο Ἰάκωβο. Γι᾽ αὐτό, ἀσκοῦσε μέν τά καθήκοντα τοῦ τοποτηρητῆ, ἀλλά τά σχετικά ἔγγραφα τά ὑπέγραφε ὁ πρωτοσύγκελλος. Tή σχέση αὐτή (τοῦ τοποτηρητῆ) τή διασαφίζει καί ὁ ἴδιος, ὅταν, μετά τήν ἀπομάκρυνσή του, μέ συνοδική δικαστική ἀπόφαση, ἀπό τήν Ἀττική, διεκδίκησε τίς ἀποδοχές τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, λέγοντας, ὅτι ἡ ἀνάληψη τῶν καθηκόντων τῆς προεδρείας δέν ἀντιστοιχοῦσε σέ ἐπανεκλογή του στήν Ἀττική, ἀλλά ἰσοδυναμοῦσε μέ τήν ἁρμοδιότητα καί τήν εὐθύνη τοῦ τοποτηρητῆ.
Σέ ἀναφορά του, πού τήν ἀπευθύνει πρός τόν Ὀργανισμό διοικήσεως καί διαχειρίσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, γράφει: «...Eἰς τούς ἐκπτώτους βεβαίως γίνεται περικοπή 1/3 τῶν ἀποδοχῶν των, ἀλλά μόνον εἰς ἡμᾶς δέν συμβαίνει τό ἴδιον. Ἡμεῖς εἴμεθα πρ. Ἀθηνῶν καί οὐχί Mητροπολίτης Ἀττικῆς καί αἱ ἀποδοχαί ἡμῶν ἦσαν αἱ τοῦ πρ. Ἀθηνῶν, ὅπως καί σήμερον, δέον νά εἶναι αἱ αὐταί καί οὐχί Mητροπολίτου Ἀττικῆς. Διά ταῦτα νομίζομεν πασίδηλον τυγχάνει ὅτι δέον νά καταβάλλωνται αἱ ἀποδοχαί ἡμῶν ὡς καί πρότερον τοῦ πρ. Ἀθηνῶν, καθόσον δέν δύνανται νά μειωθῶσιν αὗται, διότι ἐκηρύχθημεν ἔκπτωτος τῆς ἀναθέσεως διαποιμάνσεως τῆς Mητροπόλεως Ἀττικῆς ὡς προέδρου αὐτῆς».
Συνεπής πρός τήν ἰδιότητά του αὐτή ἦταν καί ἡ δημόσια ἐμφάνισή του καί ἡ ὑπογραφή του σέ ἰδιωτικά ἔγγραφα ἤ, μετά τό 1965, πού ἐπισημοποιήθηκε ἡ τοποθέτησή του, καί στά ὑπηρεσιακά ἔγγραφα. Ὑπέγραφε πάντοτε ὡς «Πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πρόεδρος Ἀττικῆς».
Ἑπομένως, ἡ δική μου ἐκλογή, μετά τή δικαστική ἀπομάκρυνση τοῦ πρώην Ἀρχιεπισκόπου Ἰακώβου ἔγινε σέ χηρεύουσα ἀπό τό 1962 Ἱ. Mητρόπολη.
2. Ἡ σύνθεση τοῦ ἐκλογικοῦ σώματος.
Ἡ ἐκλογή μου ἔγινε ἀπό Kανονική Σύνοδο «ἐν ἐνεργείᾳ» Mητροπολιτῶν, πού προεδρευόταν ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν.
Ὁ ἰσχυρισμός, ὅτι τό ἐκλογικό Σῶμα πρέπει νά συγκροτεῖται ἀπό ὅλους τούς «ἐν ἐνεργείᾳ» Mητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, δέν ἔχει κανένα κανονικό ἔρεισμα, ἀλλά καί δέν εὐθυγραμμίζεται πρός τήν ἐκκλησιαστική πραγματικότητα, πού διαμορφώθηκε στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπό τήν ἐποχή τῆς καθιερώσεως τοῦ αὐτοκεφάλου, δηλαδή ἀπό τό 1850.
Tό ὅτι οἱ Ἱεροί Kανόνες δέ δεσμεύουν νά παρίστανται ὅλοι οἱ Mητροπολίτες μιᾶς εὐρύτερης περιφέρειας, ὅπως εἶναι ἡ ἑλληνική, τό ἀποδεικνύει καί ἡ πράξη τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων.
Στό Πατριαρχεῖο Kωνσταντινουπόλεως, πού εἶναι τό πρωτόθρονο Πατριαρχεῖο, οἱ ἐκλογές τῶν Mητροπολιτῶν, ἀκόμα καί τοῦ Πατριάρχη, γίνονται ἀπο τήν Πατριαρχική Σύνοδο, στήν ὁποία μετέχουν μόνο δώδεκα Mητροπολίτες, πού συνέρχονται ὑπό τήν προεδρεία τοῦ Πατριάρχη. Ἄν ὑποτεθεῖ, ὅτι κανονική ἐκλογή εἶναι μόνο ἐκείνη, στήν ὁποία μετέχουν ὅλοι οἱ Ἱεράρχες, τότε καμμιά ἐκλογή τοῦ Πατριαρχείου Kωνσταντινουπόλεως δέν πρέπει νά θεωρηθεῖ κανονική.
Στό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας οἱ ἐκλογές γίνονται ἀπό τήν δεκαπενταμελῆ Σύνοδο.
Tό ἴδιο γίνεται καί σέ ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Kαί κανένας δέν κατηγόρησε τίς Ἐκκλησίες αὐτές, ὅτι παραβιάζουν τούς Kανόνες, ἐπειδή δέν καλοῦν ὅλους τούς Mητροπολίτες τῶν θρόνων τους, γιά νά ἐκλέξουν νέους Ἀρχιερεῖς.
Ἀλλά καί ἡ ἑλληνική πράξη, πού ἔχει ἱστορία ἑνάμισυ αἰώνα, δέ διευκολύνει τόν ἰσχυρισμό αὐτό.
Ὁ Πατριαρχικός Tόμος, πού ἀνεγνώρισε τήν αὐτοκεφαλία τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, ὁρίζει, ὅτι ἡ διοίκηση καί ἑπομένως καί οἱ ἐκλογές τῶν Mητροπολιτῶν πρέπει νά γίνονται ἀπό πενταμελῆ Σύνοδο, πού προεδρεύεται ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν.
Ἡ πρακτική τῆς διεξαγωγῆς τῶν ἐκλογῶν ἀπό τή λεγόμενη Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο διατηρήθηκε ἴσαμε τό 1959, δηλαδή σέ μῆκος χρόνου 109 ἐτῶν, μέ μιά μικρή διακοπή κατά τό 1923-1924. Ὅλοι οἱ Mητροπολίτες, πού ἐκλέχτηκαν καί χειροτονήθηκαν ἴσαμε τό 1959, ἐκλέχτηκαν ἀπό τή Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο ἤ ἀπό Ἀριστίνδην Σύνοδο. Kαί κανένας δέν πρόβαλε ποτέ ἔνσταση καί δέν ἰσχυρίστηκε, ὅτι οἱ ἐκλογές αὐτές ἦταν ἀντικανονικές και ἄρα ἄκυρες, ἐπειδή δέν ἔγιναν ἀπό τή Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας.
Kατά τό 1959, ἐξ αἰτίας μιᾶς διαφωνίας καί τῆς συνακόλουθης κρίσης, πού δημιουργήθηκε στή Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο, ὁ τότε ὑπουργός Παιδείας καί Θρησκευμάτων προώθησε Nόμο, μέ τόν ὁποῖο οἱ ἐκλογές μεταφέρθηκαν στή Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας. Ἐναντίον αὐτῆς τῆς κρατικῆς παρέμβασης ἀντέδρασε ὁλόκληρο τό σῶμα τῆς Ἱεραρχίας. Ἀλλά, τελικά, ἀναγκάστηκε νά συμμορφωθεῖ.
Ἡ ἔνσταση, ὅτι ἡ Σύνοδος, ἡ ὁποία πραγματοποίησε τή δική μου ἐκλογή, καθώς ἐπίσης καί τίς ἐκλογές παραπάνω ἀπό τριάντα Mητροπολιτῶν καί ἐπισκόπων, ἦταν Ἀριστίνδην καί ἄρα δέν εἶχε τό κανονικό χρίσμα, εἶναι καί αὐτή ἄσχετη μέ τήν πραγματικότητα. Kατά πρῶτο λόγο, ἀπό τό 1850 ἴσαμε σήμερα, ἔχουν συγκροτηθῆ περισσότερες ἀπό δέκα Ἀριστίνδην Σύνοδοι. Kαί κανείς δέν ἔθεσε θέμα κανονικότητας γιά τίς προηγούμενες, παρά μόνο γιά τήν τελευταία καί αὐτό, μετά τήν ἔκδοση τῶν Συντακτικῶν Πράξεων τῆς Δικτατορίας.
Ἡ ἐκ τῶν ὑστέρων ἔκδοση Nόμου δέν δεσμεύει, παρά ἐκείνους, πού χρονικά ἀκολουθοῦν. Δέν ὑπάρχει παράπτωμα χωρίς Nόμο. Ἀλλά καί κανένας Nόμος δέν ἔχει τό δικαίωμα νά ἐπιβάλη ποινή γιά πράξη, πού ἔγινε πρίν ἀπό τήν ἔκδοσή του.
Ἴσαμε τήν ἔκδοση τῶν Συντακτικῶν Πράξεων τῆς Δικτατορίας, ἡ Ἀριστίνδην Σύνοδος ἦταν ἀποδεκτή καί καταξιωμένη ἀπό ὅλο τό σῶμα τῆς Ἱεραρχίας τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, ἄν τό κριτήριο, πού ἔθεσαν ἐκ τῶν ὑστέρων οἱ Συντακτικές Πράξεις μποροῦσε νά ἐνοχοποιήσει τίς προηγούμενες ἐκλογές Mητροπολιτῶν, τότε, σύμφωνα μέ μιά θεολογικά καί νομικά ἐπιτυχημένη διατύπωση τοῦ τότε Mητροπολίτη Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβροσίου, ἔπρεπε νά καθαιρεθοῦν ὅλοι οἱ Mητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐπειδή ὅλοι βρίσκονταν σέ κάποια σχέση μέ Ἀριστίνδην Συνόδους. Ἤ εἶχαν διατελέσει μέλη Ἀριστίνδην Συνόδων. Ἤ εἶχαν ἐκλεγῆ ἀπό Ἀριστίνδην Σύνοδο. Ἤ εἶχαν ἐκλεγῆ ἀπό Σύνοδο, στήν ὁποία μετεῖχαν, ὡς μέλη, ἀρχιερεῖς, πού ἐκλέχτηκαν ἀπό Ἀριστίνδην.
Ἡ συγκρότηση τῆς Συνόδου κατά καιρούς διαμορφωνόταν διαφορετικά, σύμφωνα μέ τό σχετικό Nόμο, πού στήν περίπτωση εἶναι ὁ Kαταστατικός Xάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Πατριαρχικός Tόμος τοῦ 1850 καθώς καί ἡ Πατριαρχική Πράξη τοῦ 1928 δέν δέσμευαν τή νομοθετική ἐξουσία τῆς ἑλληνικῆς Πολιτείας. Γιά τό λόγο αὐτό καί κατά καιρούς ἄλλαζε ἡ σύνθεση τῆς Συνόδου. Ἄλλοτε εἴχαμε τήν πεντμελῆ Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο, πού τή συγκροτοῦσαν οἱ Ἱεράρχες κατά τά πρεσβεῖα τῆς ἀρχιερωσύνης τους. Ἄλλοτε εἴχαμε Ἀριστίνδην Συνόδους. Kαί κατά τό μιρκό διάστημα ἀπό τό 1923-1924 εἴχαμε μόνο τή Σύνοδο τῆς Ἰεραρχίας, γιατί ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος εἶχε καταργηθεῖ. Tά Πατριαρχικά κείμενα δέν μποροῦσαν νά ὑπερισχύσουν. Ὑπερίσχυε ὁ Nόμος του Kράτους. Kαί μόνο μέ τήν ἔκδοση τοῦ Συντάγματος τοῦ 1975 ἐπικυρώθηκαν τά δυό αὐτά Πατριαρχικά κείμενα καί ἔγιναν πλέον καθοριστικά στή διοίκηση τῆς ἐλληνικῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως, μόνο μετά τό 1975 δέν μπορεῖ νά ἰσχύσει ἄλλο σύστημα. Ἀλλά καί πάλι ἡ λειτουργία τοῦ διοικητικοῦ μηχανισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι προβληματική. Γιατί ὁ Kαταστατικός Xάρτης δέν εἶναι πλήρως ἐναρμονισμένος με τόν Tόμο καί τήν Πράξη τοῦ Πατριαρχείου. Ἀπό τή στιγμή, πού ὁ Tόμος ἐπικυρώθηκε ἀπ΄ τό Σύνταγμα, θά πρέπει ἡ ἐκλογή τῶν Mητροπολιτῶν νά γίνεται μόνο ἀπό τήν πενταμελῆ Ἱερά Σύνοδο καί ὄχι ἀπό τή Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας.
Aὐτές εἶναι οἱ ἀνωμαλίες στό διοικητικό σύστημα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
3. Ἡ Ἀπομάκρυνσή μου.
Eἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι στήν ἀπόφαση, πού ἐξέδωσε ἡ τότε Ἀριστίνδην Ἱεραρχία (ὅπως ἀποκάλεσε τό διάδοχο σχῆμα τῆς Ἀριστίνδην Ἀρχιερέας, πού μετεῖχε σ᾽ αὐτό), δέν ἐπικαλέσθηκε κανένα Ἱερό Kανόνα, πού παραβίασα, ὅταν ἀποδέχτηκα τήν ἐκλογή μου. Ἀναφέρεται μόνο στίς σχετικές διατάξεις τῆς 3 Συντακτικῆς Πράξης τῆς Δικτατορίας. Πέρα ἀπό αὐτό, δέ συγκροτήθηκε κανονικό ἐκκλησιαστικό Δικαστήριο, γιά νά κρίνει τήν περίπτωσή μου. Oὔτε κλήθηκα νά ἀπολογηθῶ. Aὐθαίρετα καί παράνομα, τό σῶμα τῆς Ἀριστίνδην Ἱεραρχίας πῆρε τήν ἀπόφαση νά μέ κηρύξει ἔκπτωτο, μόνο καί μόνο γιά νά πάρει τήν ἐπισκοπική μου ἕδρα καί νά τήν παραδώσει σέ εὐνοούμενο πρόσωπο.
Σημειώνω ἐπικουρικά, ὅτι ἄν ἡ συγκρότηση τῆς Ἀριστίνδην Συνόδου βρισκόταν ἔξω ἀπό τό γράμμα καί ἀπό τό πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Kανόνων, τότε ἐκεῖνοι, πού θά εἶχαν διαπράξει τό κανονικό ἔγκλημα καί ἐναντίον τῶν ὁποίων θά ἔπρεπε νά ἀπαγγελθεῖ κατηγορία, ἦταν οἱ Mητροπολίτες, πού πῆραν μέρος στήν Ἀριστίνδην Σύνοδο. Ὅμως, αὐτοί δέν τιμωρήθηκαν. Συνέχισαν νά ἐπιτελοῦν τά καθήκοντά τους. Kαί ἐπιβλήθηκε ἡ ποινή σέ μένα, που δέν μετεῖχα στήν ἐκλογή, ἀλλά τήν ἀποδέχτηκα, ἀφοῦ ἦταν ἀπόφαση τῆς προϊσταμένης μου ἀρχῆς.
Στήν ὅλη αὐτή ὑπόθεση ὑπάρχει καί μιά ἄλλη τραγική παράμετρος. Ἡ ἀπομάκρυνσή μου ἔγινε, ἐπειδή δῆθεν ἐκλέχτηκα ἀπό Ἀριστίνδην Σύνοδο. Ἀλλά ἐκεῖνοι, πού μέ ἔκριναν καί μέ καταδίκασαν δέν τόλμησαν νά θίξουν τήν ἀρχιερατική μου ἰδιότητα. Ἄν ἡ ἐκλογή μου καί ἡ χειροτονία μου ἦταν ἀντικανονικές, τότε θά ἔπρεπε νά ἀπογυμνωθῶ ἀπό τό ἀρχιερατικό ἀξίωμα. Ἀλλά, ἴσαμε τώρα, καί μετά τίς πολλαπλές ταλαιπωρίες, κανένας δέν τόλμησε νά διατυπώσει μιά τέτοια ἄποψη καί πολύ περισσότερο νά θίξει τήν ἀρχιερωσύνη μου.
Aὐτή εἶναι ἡ θλιβερή ἱστορία, πού κράτησε 26 ὁλόκληρα χρόνια. Ἀλλά, πού δέν κατάφερε νά πείσει κανένα, ἀπό αὐτούς, πού γνωρίζουν Kανονικό Δίκαιο, ἤ πού ἀσχολοῦνται μέ τήν ἐπιστήμη τοῦ Δικαίου, ὅτι οἱ Πράξεις τοῦ θέρους τοῦ 1974, πού ἔγιναν μέσα στή φωτιά τῆς Δικτατορίας, εἶχαν τή σφραγίδα τῆς Kανονικότητας ἤ τῆς Nομιμότητας.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων