† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Ἐπιτάφιος καί συντομή τοῦ αὐτοῦ βίου
(Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἔπη ἱστορικά: ϞΒ’, Migne XXXVII, 1447)
Μετάφραση Μητροπολίτου Ἀττικῆς και Μεγαρίδος Νικοδήμου
Κουρασμένος, ταλαιπωρημένος, γυρίζει ὁ Γρηγόριος τό 381 στήν πατρίδα του τήν Ἀριανζό. Εἶναι τόσο θλιμμένη ἡ ψυχή του, πού δέν σκέπτεται παρά μόνο τό θάνατο. Ἀτενίζοντας πρός τή μυστηριώδη αὐτή πόρτα, πού βάζει τέρμα στίς ἀγωνίες καί τίς θλίψεις τῆς γῆς καί ταυτόχρονα ἀνοίγει τήν ὁλοφώτεινη ἀπεραντωσύνη τοῦ παραδείσου, γράφει τό παρακάτω ἐπιτάφιο ἐπίγραμμα γιά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του.
Χριστέ βασιληᾶ, γιατί μ’ ἔδεσες
μέ τοῦτα δῶ τά δίχτυα τῆς σάρκας;
Ἆραγε γιατί σέ τοῦτο τό βίο
μ’ ἔβαλες κάτω ἀπ’ ἀντίπαλο;
Ἐγώ γεννήθηκα ἀπό πατέρα θεοειδῆ
κι’ ὄχι λιγώτερο θεοειδής
ἦταν ἡ μητέρα μου. Κι’ ἦρθα στό φῶς
ἀφοῦ ἐκείνη εὐχήθηκε.
Προσευχήθηκε καί μ’ ἀνέθεσε στό Θεό
σάν ἤμουν μικρό βρέφος· ἄφθαρτη δέ
θερμή ἀγάπη ἔχυνε ἡ ὄψι της
σέ μένα, καθώς ξενυχτοῦσε.
Ὁ Χριστός μέν μοῦ χάρισε τέτοια·
ἀλλά ὕστερα τά κύματα μέ παρέσυραν.
Ἀπομάκρυνα ἁρπακτικά χέρια,
διαλύθηκα στό σῶμα.
Πολέμησα μέ ποιμένες, πού δέν ἦταν φίλοι,
συνάντησα ἀπιστίες,
στερήθηκα τούς γονεῖς,
μέ δυστυχίες καθώς ἀποσύρθηκα.
Αὐτός εἶναι ὁ βίος τοῦ Γρηγορίου.
Γιά τά κατοπινά νοιάζεται
ὁ ζωοδότης Χριστός.
Γράψτε τά αὐτά σέ πέτρες.
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, «Ἡ ἱκεσία ἑνός Ἁγίου», β΄ ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ», 1994), σελ. 275 καί 277
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων