† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Πρός Χριστόν
(Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἔπη ἱστορικά: ΛΓ’, Migne XXXVII, 1305)
Μετάφραση Μητροπολίτου Ἀττικῆς και Μεγαρίδος Νικοδήμου:
Οἱ στίχοι τοῦ ποιήματος αὐτοῦ ἀντανακλοῦν τήν ψυχική του κατάστασι κατά τήν περίοδο 384-390. Ἀποστάζουν κόπο καί μελαγχολία. Μέ πολύ σκωπτικό, ἀλλά καί ζωντανό, τρόπο διηγεῖται καί πάλι τά παθήματά του.
Ἀλλοίμονο, κουράστηκα, Χριστέ μου,
(πού εἶσαι ἡ) πνοή τῶν ἀνθρώπων!
Ἀλλοίμονο, κουράστηκα ἀπ’ τή μάχη καί τή ζάλη
πού μοῦ δημιουργεῖ τό σῶμα, ὁ σύντροφος τῆς ψυχῆς.
Ἀλλοίμονο, μέ κατέβαλε ἡ μακρά ζωή
κι’ ἡ ξενιτειά μου στή γῆ,
καί τά ἐσωτερικά
κι’ ἐξωτερικά ἀγωνίσματα,
ἀπ’ τά ὁποῖα φθείρεται ἡ ὀμορφιά
τῆς θείας εἰκόνος!
Ποιά βελανιδιά μπορεῖ νά ὑποφέρῃ
μιά τέτοια ὁρμή τῶν ἀνέμων;
Καί ποιό καράβι
σέ τόσα κύματα δέν ἔσπασε;
Ἔχω συντριβῆ ἀπ’ τόν πόνο
κι’ ἀπ’ τίς ἐπιδρομές τῶν περιστάσεων.
Τή φροντίδα τοῦ πατρικοῦ μου σπιτιοῦ
τήν ἀνέλαβα ὄχι θεληματικά.
Κι’ ὅταν τήν ἀνέλαβα
εἶδα τό σπίτι νά σκορπίζεται.
Οἱ φίλοι μέ ἔκαμψαν,
ἡ ἀρρώστια μέ ἐβασάνισε.
Ἔγινα δεκτός μέ πέτρες
ὅπως ὁποιοσδήποτε ἄλλος μέ ἄνθη.
Στερήθηκα τό λαό,
στόν ὁποῖο τό Ἅγιο Πνεῦμα μ’ ἐγκατέστησε ποιμένα.
Τά πνευματικά μου παιδιά, ἄλλα τά ἄφησα,
ἀπό ἄλλα ἀποσπάστηκα,
κι’ ἀπό ἄλλα δέν τιμήθηκα σάν πατέρας.
Ὤ, πόσο εἶμαι ἄθλιος πατέρας!
Οἱ συνθύται μου εἶν’ ἀπέναντί μου δυσμενεῖς
πιό πολύ κι’ ἀπ’ τούς ἐχθρούς,
χωρίς νά φοβοῦνται
οὔτε τή μυστική θεία Τράπεζα,
κι’ ἄν ὄχι τίποτ’ ἄλλο,
οὔτε τούς κόπους μου τούτους,
τούς ὁποίους πολλές φορές κι’ οἱ πονηροί
συνηθίζουν νά τιμοῦν·
οὔτε θέλουν νά θεραπεύσουν
κάποιο φρόνημα ἀλαζονείας,
ἀλλ’ ἕνα μόνο ἀναπνέουν
τή δική μου ἀτίμωση.
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, «Ἡ ἱκεσία ἑνός Ἁγίου», β΄ ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ», 1994), σελ. 219 καί 221
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων