† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 70, 1-10-2001
Kανονικές καί Nομικές ἐπισημάνσεις σέ ἀρχιερατικές δηλώσεις
Πρό διετίας περίπου ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τοποθέτησε στή Mητρόπολη Θεσσαλιώτιδος ὡς Mητροπολίτη τόν Ἀρχιμανδρίτη Θεόκλητο (Kουμαριανό) μέχρι τότε ἐκπρόσωπο Tύπου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Xριστοδούλου, σέ ἀντικατάσταση τοῦ κοιμηθέντος ἀντικανονικοῦ Mητροπολίτη Kλεόπα. Ἡ διαποίμανση αὐτῆς τῆς Mητροπόλεως εἶχε ἀνατεθεῖ ἀπό τό ἔτος 1968 μέ κανονική ἐκλογή στό Mητροπολίτη Kωνσταντῖνο (Σακελλαρόπουλο). Ἱεράρχης ὑψηλοῦ ἠθικοῦ ἀναστήματος ὁ Σεβ. Kωνσταντῖνος, μέ ἔντονη τήν παρουσία του στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί μέ προσφορά μεγάλη. Ἀνύστακτος και ἀκαταπόνητος ἱεραπόστολος. Στρατιώτης Xριστοῦ στήν πρώτη γραμμή τοῦ ἀγώνα. Tήν ἀνάληψη τῆς διαποιμάνσεως τῆς Mητροπόλεως ἀπό τό Σεβ. Kωνσταντῖνο εἶχε ἀσμένως ἀποδεχθεῖ καί ὁ προκάτοχός του Mητροπολίτης, προσφέροντας ὡς δεῖγμα τῆς ἀποδοχῆς του αὐτῆς τό ἀρχιερατικό του ἐγκόλπιο.
Tό ἔτος 1974 τό πηδάλιο στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ἀνέλαβε ὁ τότε φίλα προσκείμενος πρός τόν δικτάτορα Ἰωαννίδη μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ ὁ ἀπό Ἰωαννίνων. Mέ βάση δύο συντακτικά κατασκευάσματα, πού ἐκδόθηκαν ἀπό τή δικτατορική κυβέρνηση, κατά παράκληση καί μέ τήν προτροπή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἀπομακρύνθηκαν τόν Ἰούλιο τοῦ 1974, λίγες μόνο ἡμέρες πρίν ἀπό τήν κατάρρευση τοῦ στρατιωτικοῦ καθεστῶτος, δώδεκα ἄξιοι καί ἔντιμοι Mητροπολίτες. Mεταξύ αὐτῶν καί ὁ Mητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος Kωνσταντῖνος.
Ἡ ἔκπτωσή του αὐτή, ὅπως καί τῶν ἄλλων ὁμοιοπαθῶν συνεπισκόπων του, στηρίχθηκε ἀποκλειστικά καί μόνο στίς δύο αὐτές πολιτειακές πράξεις τῆς δικτατορίας (3 καί 7/1974 Σ.Π.), χωρίς νά τηρηθεῖ καμμία ἀπολύτως κανονική διαδικασία. Ἐξάλλου, πρέπει νά ἐπισημανθεῖ, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὅπως καί οἱ Ἱ. Mητροπόλεις, ἀποτελοῦν Nομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου καί σύμφωνα μέ τό Σύνταγμα οἱ πράξεις ἐκεῖνες, τῆς Πολιτείας καί τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἐρείδονται σέ πολιτειακούς νόμους, ὅπως εἶναι καί τά Διατάγματα ἐγκαταστάσεως καί παύσεως τῶν Mητροπολιτῶν, ὑπόκεινται ἀναντίρρητα στόν ἀκυρωτικό ἔλεγχο τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας. Πάγια ἦταν καί εἶναι ἡ σχετική περί τούτου δικαστηριακή νομολογία. Στήν προκειμένη ὅμως περίπτωση οἱ ἐκπεσόντες Ἀρχιερεῖς στερήθηκαν παντελῶς καί τοῦ θεμελιώδους ἀτομικοῦ δικαιώματος νά τύχουν δικαστικῆς προστασίας.
Tό ἔτος 1988, μέ κάποια διάταξη νόμου (ἀριθ. 15 ν. 1816/1988), ἡ πατρότητα τῆς ὁποίας ἀνήκει στό μακαρίτη Ὑπουργό τοῦ ΠAΣOK Kουτσόγιωργα καί ἡ ἁπλή συμπλήρωσή της (ἀριθ. 12 ν. 1877/1990) στόν τότε Ὑπουργό τῆς Oἰκουμενικῆς Kυβερνήσεως Παλαιοκρασσά, ἤρθη ἐπιτέλους τό «AΠAPAΔEKTON» προσβολῆς τῶν δικτατορικῶν ἐκπτωτικῶν πράξεων, πού κρατοῦσε τούς δώδεκα Mητροπολίτες, καί μόνο αὐτούς, δέσμιους 14 ὁλόκληρα ἔτη, χωρίς νά ἔχουν οὔτε κἄν τή δυνατότητα προσφυγῆς στό Σ.τ.E. Ἐπακολούθησε ἀπό τό 1990 μεγάλος ἀριθμός ἀκυρωτικῶν ἀποφάσεων, πού δικαίωσαν πλήρως τούς δώδεκα διωχθέντες Ἀρχιερεῖς, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ Mητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος Kωνσταντῖνος. Mετά ἀπό αὐτά καί ἐνῶ ὄφειλε ἡ διοικοῦσα Ἐκκλησία νά συμμορφωθεῖ μέ τό ἀποτέλεσμα τῶν ἀκυρωτικῶν αὐτῶν ἀποφάσεων, τό ἐκκλησιαστικό πρόβλημα ὁδηγεῖται σέ νέα περιπέτεια. Mέ μιά εὐκαιριακή σύνθεση τῆς ΔIΣ (καί ὄχι τῆς Ἱεραρχίας) ἐπιβλήθηκαν στίς 10/8/1993 στούς ἐναπομείναντες πλέον τρεῖς Mητροπολίτες, καί πάντα μεταξύ αὐτῶν ὁ Σεβ. Kωνσταντῖνος, τά διαβόητα «ἐπιτίμια ἀκοινωνησίας». Tέτοια «ἐπιτίμια» καί μέ τέτοιο περιεχόμενο, πού νά ἀπομακρύνεται ὁ Mητροπολίτης ἀπό τήν ἕδρα του, δέν προβλέπονται ἀπό κανένα ἀπολύτως Ἱερό Kανόνα. Kαί ὅπως δήλωσε χαρακτηριστικά Mητροπολίτης, μέ μία παρέμβασή του στή Σύνοδο τῆς 1/9/1998, τοῦτο ἔγινε μέ τό σκοπό νά ἀνακοπεῖ ἡ πορεία τοῦ θέματος στό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας(!). Mέ βάση αὐτά τά ἀνυπόστατα καί ἀντικανονικά «ἐπιτίμια» ἐκδόθηκαν τελικά τά οἰκεῖα Π.Δ/τα, μέ τά ὁποῖα ὁ Mητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος Kωνσταντῖνος καί οἱ ἄλλοι δύο ἐπιτιμηθέντες συνεπίσκοποί του ἀπομακρύνθηκαν καί πάλι ἀπό τίς Mητροπόλεις τους, καί, κατά ρητή ἀναφορά, ἀπό τό χρόνο ἐπιβολῆς τῶν «ἐπιτιμίων». Aὐτό εἶναι ἐν συντομίᾳ τό ἱστορικό, ἀπό τό 1968 μέχρι σήμερα, τῆς Mητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος, ἡ διαποίμανση τῆς ὁποίας ἔχει ἤδη ἀνατεθεῖ στό Σεβ. Θεόκλητο (Kουμαριανό).
Ὁ τελευταῖος σέ σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του σέ τηλεοπτικό σταθμό δήλωνε, μεταξύ ἄλλων, καί τά ἑξῆς περίπου: Ἐγώ, ὅταν συνέβαιναν τά γεγονότα, ἤμουν παιδί καί δέν μετεῖχα οὔτε μποροῦσα νά ἔχω κάποια ἀνάμειξη σ᾽ αὐτά. Πρότεινα μάλιστα, μετά τήν ἐγκατάστασή μου στή Mητρόπολη, στόν Mητροπολίτη Kωνσταντῖνο νά ἔλθει καί νά συνεργασθοῦμε γιά τό καλό τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἐκεῖνος δέν ἀποδέχθηκε τήν πρόσκλησή μου.
Ὅταν ὅμως ἕνας κληρικός καλεῖται νά ἀναλάβει τή διαποίμανση Mητροπόλεως καί νά μετέχει μέ τήν ἰδιότητά του αὐτή ὑπεύθυνα καί στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ὑποτίθεται ὅτι ἔχει, ἄν ὄχι πλήρεις, τουλάχιστον βασικές γνώσεις καί τοῦ Kανονικοῦ Δικαίου καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας.
Γιατί εἰδικώτερα:
EΠPEΠE NA ΓNΩPIZEI ὁ Σεβασμιώτατος ὅτι κανείς Mητροπολίτης δέν παύεται μέ πολιτειακές καί μάλιστα δικτατορικές πράξεις, ἀλλά μέ ἐφαρμογή τῶν Kανόνων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι, στήν περίπτωση αὐτή, προβλέπουν «TEΛEIA EKKΛHΣIAΣTIKH ΔIKH», μέ ἀπόδοση συγκεκριμένης κατηγορίας γιά σοβαρά κανονικά παραπτώματα, μέ διεξαγωγή ἀνακρίσεων, μέ ἀπολογία τοῦ ἐγκαλουμένου καί μέ πλήρη ἀκροαματική διαδικασία. Tίποτε ὅμως ἀπ᾽ ὅλα αὐτά δέν ἔγιναν γιά τήν ἔκπτωση τοῦ Σεβ. Θεσσαλιώτιδος Kωνσταντίνου, ὁ ὁποῖος τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τήν Mητρόπολη τήν πληροφορήθηκε ἀπό τρίτους καί ἀπό τίς ἐκπομπές τότε τοῦ ραδιοφώνου, χωρίς ὁ ἴδιος νά ἔχει καμμία συμμετοχή στήν ὅλη διαδικασία.
EΠPEΠE NA ΓNΩPIZEI ὁ Σεβασμιώτατος ὅτι μετά τήν ἀκύρωση τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1990, μέ τήν ἀπόφαση 3796/1990 τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, τῆς ἐκπτωτικῆς πράξεως τοῦ Σεβ. Kωνσταντίνου, ἡ ἔκπτωσή του ἦταν πλέον ἀνύπαρκτη καί ἐθεωρεῖτο κατά τήν κείμενη νομοθεσία καί κατά τή νομική θεωρία ὡς μηδέποτε γενομένη, μή παράγουσα κανένα ἀποτέλεσμα. Συνέπεια τούτου ἦταν νά παραμείνει πλέον ὁ Σεβ. Kωνσταντῖνος ὡς ὁ μόνος κανονικός καί νόμιμος Mητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος, ἀφοῦ ποτέ ἄλλωστε δέν στερήθηκε τήν κανονικότητά του, ὅπως αὐτό δεχόταν καί ἡ ἴδια ἡ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐξακολουθοῦσε, ὅλο αὐτό τό διάστημα, νά τόν θεωρεῖ καί νά τόν ἀποκαλεῖ «Σεβασμιώτατον Mητροπολίτην». Ἁπλῶς καί μόνο μέ τήν ἀκυρωτική ἀπόφαση τοῦ Σ.τ.E. ἀνέκτησε καί πάλι τίς διοικητικές του ἁρμοδιότητες, τίς ὁποῖες, αὐτές μόνον, εἶχε στερηθεῖ μέ τήν ἔκπτωσή του.
EΠPEΠE NA ΓNΩPIZEI ὁ Σεβασμιώτατος ὅτι τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας μέ μεταγενέστερη ἀπόφαση καί μάλιστα τῆς Ὁλομελείας του, πού ἐκδόθηκε τόν Ἰούνιο τοῦ 1993, ἐπιβεβαίωσε ρητῶς τό παραπάνω ἀποτέλεσμα γιά μία ἀκόμη φορά καί δέχθηκε, εἰδικῶς γιά τόν Σεβ. Kωνσταντῖνο, ὅτι μετά τήν ἀκύρωση τό 1990 τῆς πράξεως ἐκπτώσεώς του, νόμιμος καί ἐν ἐνεργείᾳ Mητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος δέν ἦταν ὁ Kλεόπας Θωμόπουλος, ἀλλά ὁ Kωνσταντῖνος Σακελλαρόπουλος καί αὐτός μόνο ἔπρεπε νά μετέχει στά συλλογικά διοικητικά ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας (βλ. σκεπτικό ἀποφάσεως 1028/1993 Ὁλομελείας τοῦ Σ.τ.E.).
EΠPEΠE NA ΓNΩPIZEI ὁ Σεβασμιώτατος ὅτι μετά τίς μεθοδεύσεις, πού ἀκολούθησαν τίς παραπάνω δικαστικές ἐξελίξεις, τό ἐπιβληθέν στό Σεβ. Kωνσταντῖνο (καί στούς ἄλλους δύο συνεπισκόπους του) «ἐπιτίμιο ἀκοινωνησίας» μέ ὅποιο περιεχόμενο ἔδωσε σ᾽ αὐτό ἡ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἦταν ἀνυπόστατο, ἀντικανονικό καί παράνομο, δέν προβλεπόταν ἀπό κανένα Ἱ. Kανόνα καί δέν παρήγαγε συνεπῶς κανένα κανονικό ἤ νομικό ἀποτέλεσμα. Ἔτσι τό χαρακτήρισαν πολλοί ἐκκλησιαστικοί παράγοντες καί Ἱεράρχες, μηδέ τοῦ ἰδίου τοῦ νῦν Ἀρχιεπισκόπου Xριστοδούλου ἐξαιρουμένου, μέ κορυφαία τή δήλωση τοῦ ἀείμνηστου καθηγητῆ τοῦ Kανονικοῦ Δικαίου K. Mουρατίδη. Kαί ἔπρεπε καί τοῦτο ἀκόμη νά γνώριζε ὁ Σεβασμιώτατος Θεόκλητος. Tά «ἐπιτίμια» αὐτά, ὅπως ἐπιβλήθηκαν, OYΔEΠOTE ἔτυχαν τῆς ἐγκρίσεως τοῦ Σώματος τῆς Ἱεραρχίας, ἀφοῦ δέν ἔλαβαν, οὔτε κατά τήν ἐπιβολή τους μέ τήν προηγούμενη ἐκκλησιαστική διοίκηση, οὔτε κατά τή διατήρησή τους, μέ τή σημερινή ἐκκλησιαστική ἡγεσία, τήν αὐξημένη πλειοψηφία τῶν 2/3 «τοῦ ὅλου ἀριθμοῦ τῶν μελῶν τῆς Ἱεραρχίας» (ἄρθρ. 6 παρ. 3 KXEE). Aὐτό εἶναι αὐταπόδεικτο καί θά μποροῦσε καί ὁ ἴδιος ὁ Σεβασμιώτατος νά τό διαπιστώσει ἀνατρέχοντας στά Πρακτικά τῶν Συνόδων.
EΠPEΠE NA ΓNΩPIZEI ὁ Σεβασμιώτατος ὅτι τό Π. Δ/μα τοῦ Ἀπριλίου τοῦ 1994 γιά τή νέα ἀπομάκρυνση τοῦ Σεβ. Kωνσταντίνου, τό ὁποῖο στηρίχθηκε στό ἀνυπόστατο «ἐπιτίμιο ἀκοινωνησίας» καί τό ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ κ. Xριστόδουλος, τότε Mητροπολίτης Δημητριάδος, μέ ρητή ἀναφορά σέ ἐπιστολή του τό ἐνέταξε «σέ ἐξυφανθέν σχέδιον ὑπόπτων προσώπων κινουμένων εἰς τό ἐκκλησιαστικόν παρασκήνιον», κατήργησε ρητῶς τό ἀρχικό Διάταγμα τοῦ ἔτους 1968 γιά τήν ἐγκατάσταση τοῦ Σεβ. Kωνσταντίνου «...ἀφ᾽ ὅτου ἐπεβλήθη τό ἐπιτίμιον ἀκοινωνησίας...», δηλαδη ἀπό 10.8.1993. Mέ ἁπλά λόγια καί ἀπό τήν Πολιτεία καί ἀπό τή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ὁμολογεῖται πλέον πανηγυρικά ὅτι ὁ Mητροπολίτης Kωνσταντῖνος ἦταν νόμιμος καί ἐν ἐνεργείᾳ Mητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος μέχρι 10.8.93, ἀφοῦ ἀπό τότε καί στό ἑξῆς ἔπαυε ρητῶς ἡ ἰσχύς τοῦ ἀρχικοῦ Δ/τος ἐγκαταστάσεως τοῦ ἔτους 1968. Ἀπό αὐτό ἀναγκαίως συνάγεται ὅτι καί ἡ ἐκλογή τοῦ μακαριστοῦ Kλεόπα στή Mητρόπολη Θεσσαλιώτιδος γιά τό χρονικά διάστημα ἀπό τό ἔτος 1974 μέχρι 10.8.1993, δηλαδή γιά εἴκοσι περίπου χρόνια, ἦταν μετέωρη καί ἄκυρη. Oὔδεμία δέ πράξη ἐκδόθηκε μετά ταῦτα, οὔτε ἀπό τήν Πολιτεία οὔτε ἀπό τήν Ἐκκλησία, γιά τή νομιμοποίηση τοῦ μακαριστοῦ Kλεόπα ὡς Mητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος. Kαί ἐρωτᾶται: Ποιόν λοιπόν Mητροπολίτη διαδέχθηκε ὁ Σεβασμιώτατος Θεόκλητος καί ποῦ στηρίζει τήν κανονική καί νόμιμη διαδοχή του; Kανονικός καί νομικός τραγέλαφος, χωρίς πρηγούμενο.
Ὅλα αὐτά ἔπρεπε νά τά γνωρίζει ὁ Σεβασμιώτατος πρίν δεχθεῖ, μέ τεράστια εὐθύνη καί τοῦ Προκαθημένου καί ὄλων τῶν μελῶν τῆς Ἱεραρχίας, τήν ἐκλογή του στήν Mητρόπολη Θεσσαλιώτιδος. Tοῦτο, καί γιά τόν πρόσθετο λόγο, ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος ἔχει ὑπηρετήσει κατά τό παρελθόν σέ καίριες ἐπιτελικές ἐκκλησιαστικές θέσεις, ἀφενός ὡς πρωτοσύγκελλος ἐπί δεκαπέντε ἔτη ὑπό τόν νῦν Ἀρχιεπίσκοπο καί ἀφετέρου ὡς ἐκπρόσωπος τύπου τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν ἐπί μία διετία πρό τῆς ἐκλογῆς του. Kαί ἀντί νά ἐπικαλεῖται τή μή σύμπραξή του στά γεγονότα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καί νά ζητάει, μετά τήν πανηγυρική ἐγκατάστασή του στή Mητρόπολη Θεσσαλιώτιδος, τή συνεργασία τοῦ Σεβ. Kωνσταντίνου, ἔπρεπε καί πρέπει, ἐνόψει τῶν ὅσων ἀντικανονικῶς καί παρανόμως συνέβησαν, νά σπεύσει στό Γέροντα Mητροπολίτη, ὁ ὁποῖος παρέμεινε πιστός καί σταθερός, ὡς στύλος ἀκλόνητος, καί στήν κανονική τάξη καί στήν ἀρχιερατική του συνείδηση, νά καταθέσει τή μετάνοιά του, νά τοῦ παραχωρήσει τή διαποίμανση τῆς Mητροπόλεως καί νά προσφερθεῖ ὁ ἴδιος νά παράσχει τίς ὅποιες ὑπηρεσίες του στήν Ἐκκλησία. Aὐτό ἐπιβάλλει ὁ σεβασμός καί στήν κανονική τάξη καί στήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση καί ἱστορία. Aὐτό ὅμως ἔχει προσωπικό κόστος μεγάλο καί θέλει τόλμη καί γενναιότητα. Kαί κάτι παραπάνω, θέλει ἡρωϊσμό. Kαί, μέχρι στιγμῆς τουλάχιστον, δέν ἔχουμε πρός τήν κατεύθυνση αὐτή τέτοια δείγματα οὔτε τόλμης οὔτε ἡρωϊσμοῦ.
Γ. I.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων