† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Ἄρθρο ἀπό τό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», τεῦχος 136, 1 Ἰουλίου 2004
Στά προπύλαια τῆς Ὀλυμπιάδας
Μητροπολίτου Ἀττικῆς και Μεγαρίδος Νικοδήμου
Βρισκόμαστε, ἔκθαμβοι, στίς παραμονές τοῦ γεγονότος, πού χαρακτηρίστηκε μέγιστο. Πατᾶμε τά σκαλοπάτια τῶν προπυλαίων τῆς Ὀλυμπιάδας, μέ ὄνειρα, μέ ἐλπίδες καί μέ ἄμετρους φόβους. Ἡ προβολή τῆς ἀθλητικῆς ἐκδήλωσης ὑπερκαλύπτει τήν ἐπικαιρότητα καί ἐπικαλύπτει τά καυτά προβλήματα τῆς ἐπιβίωσης. Ἕνας λόγος μειωτικός ἤ ἀπαξιωτικός τοῦ Ὀλυμπιακοῦ ἰδεώδους, τούτη τή στιγμή, ἐγγράφεται στήν ἱστορική βίβλο ὡς πράξη βέβηλη καί ἀξιοδάκρυτη. Ἀντίθετα, ἡ προσφορά πληθωρικοῦ θαυμασμοῦ καί ἀνθοδέσμης ἐγκωμίων διακηρύσσεται ὡς ὀφειλετική ἀναγνώριση τοῦ μεγέθους τῆς πολιτιστικῆς μας κληρονομιᾶς. Ἡ διαφώτιση, ἤ, ἄν θέλετε, ἡ διαφήμιση, μᾶς ἔχει ὑπερπληρώσει. Ἐκ μεταφορᾶς, ἀναγράφουμε στήν πιστωτική στήλη ἕνα ἀσήκωτο φορτίο πατρογονικῶν κατορθωμάτων. Καί, μέ χρηστές ἐλπίδες, σχηματοποιοῦμε τόν μακρύ προϋπολογισμό τῶν αὐριανῶν κατορθωμάτων μας.
Ὡστόσο, πιστεύω, πώς ἡ ἐνημέρωσή μας μεθοδεύεται μονόπλευρα καί καταντάει ἐλλιπέστατη.
Ἡ ἀνάλυση τοῦ Ὀλυμπιακοῦ ἰδεώδους δέν μᾶς δίνει ὁλοκληρωμένη εἰκόνα τῆς ἴδιας μας τῆς ὑπαρξης καί τῶν παραμέτρων τῆς ὁλοκλήρωσής της. Δέν μᾶς μιλάει γιά τή συναρμογή τῆς ὕλης καί τοῦ πνεύματος. Τοῦ κορμιοῦ μας καί τῶν θησαυρισμάτων τῆς ψυχῆς μας. Οὔτε καί σκιαγραφεῖ τίς διαστάσεις καί τήν κλιμάκωση τῶν σκιάσεων, πού ὁριοθετοῦν τό προσωπικό μας χρέος. Νά ὑποθέσουμε, ὅτι αὐτό ὑποδηλώνει μιά σύγχυση; Ὅτι σηματοδοτεῖ μιά θεμελιακή ἀδυναμία τῆς ὑλοκρατούμενης ἐποχῆς μας; Δύσκολη ἡ ἀπάντηση. Προσωπικά, βιώνω τόν προβληματισμό. Καί νοιώθω τήν ἀνάγκη νά τόν καταθέσω σέ κοινή μελέτη καί διακριτική ἀντιμετώπιση.
Οἱ ἀρχαῖοι προγονοί μας ἀνύψωσαν σέ περιωπή τήν ἄσκηση τοῦ σώματος καί τήν ἅμιλλα. Τίς ἐπιδόσεις αὐτές τίς πρόβαλαν ὡς στοιχεῖα συνθετικά τοῦ πολιτιστικοῦ ἰδεώδους. Καί τά ὑπηρέτησαν μέ πιστότητα και συνέπεια. Ἔστησαν γυμναστήρια. Ὠργάνωσαν ἀθλητικούς ἀγῶνες. Δίδαξαν τήν αὐτοσυγκράτηση καί τήν ἄσκηση. Ἄμειψαν μέ κλάδο ἐλαίας τούς νικητές. Καί, μέ προωθημένη σκέψη καί φιλόσοφη ἔμπνευση, σύνδεσαν τήν Ὀλυμπιάδα, τήν εὐγενή ἅμιλλα τῆς νεολαίας στά στάδια τῶν ἀθλημάτων, μέ τή συμφιλίωση καί τήν εἰρήνη. Μέ τήν ἀπόθεση τῶν ὅπλων τῆς καταστροφῆς. Καί μέ τό ἄνοιγμα τῶν διόδων τῆς προσέγγισης καί τῆς ἐπικοινωνίας τῶν λιλιπούτειων κρατῶν τους.
Δέν ὑποτιμῶ τήν πρακτική τῶν ἀρχαίων προγόνων μας. Τήν ἀναγνωρίζω καί τή σέβομαι. Ὡστόσο, στέκομαι θαυμαστής καί σέ μιά ἄλλη ἀνεκτίμητη προσφορά τῶν προγόνων μας, πού ἐκδηλώθηκε καί καταξιώθηκε κατά τή μακρά ἱστορική διαδρομή μας. Αὐτή κινήθηκε σέ διαφορετικό ἐπίπεδο ὑπαρξιακῆς αὐτοσυνειδησίας. Καί μέ ἄλλη χάραξη ἀγωνιστικῶν γηπέδων. Ἐκτός ἀπό τό σῶμα, ἐνδιαφέρθηκε νά διεγείρει καί νά ἀναπτύξει τίς ἱκανότητες τῆς ψυχῆς. Νά δυναμώσει τή θέληση. Νά ὀξύνει τό νοῦ. Νά ἐξαγιάσει τό ἦθος. Μέ μιά σύντομη καί σφιχτή διατύπωση: νά πλάσει τόν ἅγιο. Αὐτή τή διάσταση τῆς ἄθλησης δείχνουμε, σήμερα, πώς τήν ἀγνοοῦμε. Οὔτε, πού τήν ὑποψιαζόμαστε. Καί, φυσικά, οὔτε πού τή δρομολογοῦμε.
Προβληματισμένος περιδιαβάζω τούς δρόμους τῆς πόλης, μέ τά λαμπρά στάδια καί τίς ἐντυπωσιακές ἀφίσες. Μετρῶ τή φιλοτιμία, τό μόχθο καί τή δαπάνη τῆς Ὀλυμπιακῆς προετοιμασίας. Στέκομαι ἔκθαμβος μπροστά στά γήπεδα καί ὅλους τούς χώρους ἄθλησης τῆς νέας γενιᾶς. Βλέπω καί τούς ἀδριάντες, πού ἔστησαν, οἱ πρόγονοί μας, γιά νά δοξάσουν τούς νικητές. Ἡ ἔμπνευση καί οἱ προγονικοί ἄθλοι ἐπιβάλλονται μέσα μου. Εἶναι ἱστορία τοῦ γένους μου. Νοιώθω νά μέ συνεπαίρνει ἡ χαρά καί ἡ ὑπερηφάνεια. Καί μέ αὐτό τό ἀπόθεμα συνεχίζω τό βηματισμό μου. Ὅμως, δυό βήματα παραπέρα, συναντάω τό Ναό τοῦ Θεοῦ. Τή στέγη, πού καλύπτει τήν ἱερή οἰκογένεια τῆς Ἐκκλησίας. Τούς φορεῖς τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί μύστες τοῦ χαρισματικοῦ βίου. Ἐκεῖ μοῦ ἀποκαλύπτεται ἄλλος ἀγωνιστικός χῶρος. Καί ἀντικρύζω ἄλλο ἡρωϊκό περίγυρο. Ἐκεῖ βλέπω παραταγμένους τούς ἀθλητές τῆς πίστης καί τούς σκυταλοδρόμους τῆς ἀγάπης. Στέκονται ὅλοι σιωπηλοί. Ἀλλά μιλοῦν, πειστικά καί ἀφυπνιστικά, μέ τήν παρουσία τους καί μέ τήν Ἁγιοπνευματική σιωπή τους. Ἀφηγοῦνται, δίχως νά τό καυχῶνται, τίς πνευματικές ἐπιδόσεις τους. Τά ὁράματά τους, πού ἀγκάλιαζαν τήν αἰωνιότητα. Τήν ἀφοσίωσή τους στό σαρκωμένο Λόγο, πού τούς ἀναδείκνυε “συμπολίτες τῶν ἁγίων καί οἰκείους τοῦ Θεοῦ” (Ἐφεσ. β΄ 19). Τόν ἀσταμάτητο μόχθο τῆς ἀγάπης τους, πού ἔδενε καί ἀναδείκνυε τό ἅγιο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή ἡ παρουσία τους μέ ἐντυπωσιάζει. Μοῦ ἀνοίγει ὁρίζοντες. Μέ φέρνει κοντά στόν αἰώνιο Θεό. Μέ κάνει νά βιώνω, σ᾿ ὅλη της τήν ὀμορφιά, τήν ἀξία “ἄνθρωπος”.
Ἕνα δεύτερο γεγονός, πού μέ κεντρίζει, εἶναι τοῦτο: Ἡ Ἐκκλησία παρέλαβε τήν παράδοση καί τήν πρακτική τῆς σωματικῆς ἄθλησης, ὡς τυπολογία, γιά νά προσδιορίσει καί νά τυπώσει τόν ἀγώνα τῆς προσωπικότητας γιά ὑπέρβαση τῶν γήινων καί γιά ἀναγεννητική πορεία πρός τή φωτεινή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τή μετοχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου στό ἔργο τῆς σωτηρίας. Τήν εὐθύνη καί τό μόχθο, γιά τήν οἰκείωση τῆς Χάρης τοῦ Σταυροῦ.
Ὅλα στήν Ἐκκλησία εἶναι δωρήματα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά σέ ὅλα τά δωρήματα τοῦ Θεοῦ φτάνουμε μέ τόν ἀγώνα καί μέ τήν ἄσκηση. “Οὐδείς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματίαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ. ἐάν δέ καί ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐάν μή νομίμως ἀθλήσῃ” (Β΄ Τιμοθ. β΄ 4, 5). Αὐτή τήν τυπολογία τή συναντᾶμε στά κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἀλλά τή βρίσκουμε καί σέ ὅλο τό θησαύρισμα τῆς Πατερικῆς γραμματείας. Καί, προπαντός, τήν ἀνακαλύπτουμε στά ζωντανά καί ἐπιβλητικά παραδείγματα τῶν ἁγίων μας.
Τό ἀγώνισμα τοῦ δρόμου προσδιορίζει τή μιά κατεύθυνση τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα μας. Ἡ ζωή μας δέν εἶναι ἕνα τυχαῖο συμβάν, πού ἐξαντλεῖται στήν τυχαία διάβαση ἀπό τή γέννηση στό θάνατο. Εἶναι ἀγώνας δρόμου πρός τήν αἰωνιότητα. “Ἀγωνίζου τόν καλόν ἀγῶνα τῆς πίστεως· ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς, εἰς ἥν καί ἐκλήθης καί ὁμολόγησας τήν καλήν ὁμολογίαν ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων” (Α΄ Τιμοθ. στ΄ 12). “Οὔκ οἴδατε ὅτι οἱ ἐν σταδίῳ τρέχοντες πάντες μέν τρέχουσιν, εἷς δέ λαμβάνει τό βραβεῖον; οὕτω τρέχετε, ἵνα καταλάβητε” (Α΄ Κορινθ. θ΄ 24).
Ἕνα δεύτερο ἀγώνισμα, ἡ “ἄρση τῶν βαρῶν”, ἀναφέρεται στά κείμενα τῶν Γραφῶν, γιά νά δώσει τή διάσταση τῆς ἡρωϊκῆς ἄρσης τῶν βαρῶν τῆς ζωῆς. Τοῦ μόχθου καί τοῦ πόνου. Καί μάλιστα, ὄχι μόνο τοῦ προσωπικοῦ μας μόχθου καί πόνου, ἀλλά καί ὅλων τῶν ἀδελφῶν μας. “Ἀλλήλων τά βάρη βαστάζετε, καί οὕτως ἀναπληρώσατε τόν νόμον τοῦ Χριστοῦ” (Γαλάτ. στ΄ 2). Ἡ ἀδελφική, ἀγαπητική παρουσία, εἶναι ἔμπονη συμμετοχή στόν πόνο καί στήν ὀδύνη τοῦ ἀνθρώπου, πού ὑποφέρει καί στενάζει δίπλα μας. Εἶναι συμπαράσταση καί συναντίληψη στήν ἄρση τοῦ σταυροῦ.
Καί ἡ ἄσκηση στόν ἁγιασμό. Τό μέγιστο καί εὐγενέστατο ἄθλημα. Κανείς δέν μπορεῖ νά τό ἀγνοήσει. Οὔτε νά τό σπρώξει ἔξω ἀπό τό γήπεδο τῆς καθημερινῆς μας προσπάθειας. “Πᾶς δέ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται, ἐκεῖνοι μέν ἵνα φθαρτόν στέφανον λάβωσιν, ἡμεῖς δέ ἄφθαρτον” (Α΄ Κορινθ. θ΄ 25). “Ἐγώ τοίνυν οὕτω τρέχω, ὡς οὐκ ἀδήλως, οὕτω πυκτεύω, ὡς οὐκ ἀέρα δέρων, ἀλλ᾿ ὑποπιάζω μου τό σῶμα καί δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτός ἀδόκιμος γένωμαι” (Α΄ Κορινθ. θ΄ 26, 27).
Προκαλεῖ μελαγχολία τό γεγονός, ὅτι ἡ ἐποχή μου ὑπηρετεῖ μέ πάθος τήν ἄθληση του σώματος, ἀλλά ἀγνοεῖ προκλητικά τήν ἄθληση τῆς ψυχῆς. Ἐκδαπανᾶται στήν ὀργάνωση τῆς Ὀλυμπιάδας τῆς σωματικῆς ἅμιλλας καί λησμονεῖ τήν ψυχική γυμνασία, πού ἀναδεικνύει τήν προσωπικότητα καί τεχνουργεῖ τήν ἁγιασμένη ὕπαρξη. Ἡ περιφρονητική αὐτή στάση δέν εἶναι δίχως συνέπεια. Εἰσάγει τό διχασμό τῆς ἀνθρώπινης ὀντότητας. Τή θεοποίηση τοῦ κορμιοῦ καί τήν ἐξουδετέρωση τῶν πνευματικῶν δυνάμεων. Τή θωπεία καί τήν ἐξυπηρέτηση τοῦ γήϊνου στοιχείου καί τόν πλήρη ἀφανισμό τῆς ψυχῆς, πού σηματοδοτεῖ τήν ὕπαρξη. Ἀπό κεῖ καί πέρα ἡ ὀλίσθηση στό μηδενισμό ἤ στή στείρα σαρκολατρεία εἶναι τό ἀναμενόμενο σύμπτωμα. Ὁ ἐκβαρβαρισμός τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀφανισμός τῆς πνευματικῆς ὡραιότητας.
Πρόσφατο δημοσίευμα ἀθηναϊκῆς ἐφημερίδας μέ συγκλόνισε. Πέρασε στή στήλη “Πρόσωπα καί προσωπεῖα” τῆς ἐφημερίδας “Ἐλεύθερος Τύπος” τήν Τρίτη 13 Ἰανουαρίου 2004. Καί ἀναφέρεται στή μετάλλαξη τῆς ζωῆς τοῦ παλαίμαχου Ἀργεντινοῦ ποδοσφαιριστή Μαραντόνα. Τοῦ ἀνθρώπου, πού, παθιασμένος, δόθηκε στό ἄθλημα καί ἔχασε τήν ὕπαρξη. Τό μεταφέρω ὁλόκληρο: “Ντιέγκο Μαραντόνα,... ὁ μεγαλύτερος ἄσος τῆς μπάλας ὅλων τῶν ἐποχῶν, “ἔγινε” θεατρικό μιούζικαλ μέ τίτλο “Νούμερο δέκα: Μεταξύ παραδείσου καί κολάσεως”. Στήν παγκόσμια πρεμιέρα, τό βράδυ τοῦ περασμένου Σαββάτου στό Μπουένος Ἄιρες, δέν ἔπεφτε καρφίτσα. Βγαίνοντας, οἱ περισσότεροι θεατές εἶπαν ὅτι σοκαρίστηκαν ἀπό τόν ὠμό τρόπο μέ τόν ὁποῖο παρουσιάστηκαν οἱ λεγόμενες “σκοτεινές πλευρές” τῆς ζωῆς τοῦ μεγάλου ποδοσφαιριστή. Σμίγοντας μύθο μέ πραγματικότητα, τό ἔργο ἐμφανίζει τόν Μαραντόνα νά συμμετέχει σέ σεξουαλικά ὄργια, νά πλακώνεται στό ξύλο μέ παπαράτσι καί νά ἐπιτίθεται ἐναντίον τοῦ πρίγκηπα Καρόλου καί ἑνός διεφθαρμένου Ἀργεντινοῦ προέδρου. Τά τελευταία 4 χρόνια ὁ Μαραντόνα περνᾶ τόν περισσότερο χρόνο του στήν Κούβα, προσπαθώντας νά ἀποτοξινωθεῖ ἀπό τά ναρκωτικά. Δέν παρέστη στήν πρεμιέρα τοῦ μιούζικαλ, ἀλλά οἱ παραγωγοί εἶπαν ὅτι ἔδωσε τήν ἔγκρισή του προτοῦ παιχθεῖ καί θά ἔχει καί ἕνα σεβαστό ποσοστό ἀπό τίς εἰσπράξεις. Τό φινάλε τοῦ ἔργου εἶναι μελαγχολικό. Ὁ Μαραντόνα γονατισμένος στή μέση ἑνός γηπέδου, νά ἀπευθύνεται στόν Θεό καί νά τοῦ λέει: “Τί νά τό κάνω πού μ᾿ ἔκανες τόν καλύτερο ποδοσφαιριστή στόν κόσμο ὅταν δέν εἶμαι εὐτυχισμένος;”.
Κάπου πρέπει νά σταματήσει ἡ ἐποχή μου τόν μονόπλευρο καί ξέφρενο ὑπερτονισμό τῆς ἄθλησης τοῦ κορμιοῦ. Καί νά ὑπηρετήσει στό σύνολό της καί στήν καθολική ὀμορφιά της τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Νά διατηρήσει τήν ἄσκηση τοῦ σώματος. Ἀλλά νά δρομολογήσει, μέ συνέπεια καί φόβο Θεοῦ, καί τήν ἄσκηση καί τόν ἐξευγενισμό τοῦ πνεύματος. “Τοιγαροῦν καί ἡμεῖς, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καί τήν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι᾿ ὑπομονῆς τρέχομεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν,…” (Ἑβρ. ιβ΄ 1-2).
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων