† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Ἄρθρο ἀπό τό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», τεῦχος 132, 1 Μαΐου 2004
Τό χρυσό κύκλωμα
Μητροπολίτου Ἀττικῆς και Μεγαρίδος Νικοδήμου
Στήν καρδιά, στήν ἐμπειρία καί στή διαλεκτική τοῦ μεγάλου μας Ἀποστόλου, τοῦ Παύλου, λειτουργεῖ ἕνα χρυσό, δυναμικό κύκλωμα. Μιά ἰδιότυπη σύνδεση, πού περιχωρεῖ καί ἐνεργοποιεῖ τίς τρεῖς πρωτογενεῖς ἱκανότητες τῆς ψυχῆς μας. Τήν “πίστη”, τήν “ἐλπίδα” καί τήν “ἀγάπη”. Ἡ χαρισματική κοινολόγηση τοῦ πλούτου τῆς καρδιᾶς του εἶναι πρόδηλη. Ἡ διατύπωση, κοφτή καί ξεκάθαρη: “Νυνί δέ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τά τρία ταῦτα· μείζων δέ τούτων ἡ ἀγάπη” (Α΄ Κορινθ. ιγ΄ 13).
Ἀκατανόητο τό σχῆμα τῆς διασύνδεσης πίστης, ἐλπίδας καί ἀγάπης στήν ὑλοκρατούμενη ἐποχή μας. Καθώς τό ἐφήμερο, τό “ἐδῶ” καί τό “τώρα” καλύπτει, σέ τούτη τή φάση τῆς ἱστορίας, τό μῆκος καί τό εὖρος τοῦ ὁραματισμοῦ μας, τῆς προσδοκίας μας καί τῆς εὐμάρειάς μας, τά τρία ἀναπτύγματα τῆς ψυχῆς δέν βρίσκουν ἔδαφος, γιά νά ἁπλώσουν τίς ρίζες τους καί ἀτμόσφαιρα, γιά νά ἀντλήσουν ἀναπνοή. Μένουν στό σκοτεινό ράφι τοῦ “χθές”. Στό μουσεῖο τῆς ἀναξιοποίητης ἱστορικῆς κληρονομιᾶς. Ἤ στά ὁράματα, πού τά ξεπέρασε, “δῆθεν”, ἡ θετικότητα τῶν προοδευτικῶν κινημάτων καί ἡ θριαμβευτική καταύγαση (!!) τοῦ “ὀρθοῦ λόγου”. Δέν προσεγγίζονται, πιά, μέ τήν εὐλάβεια καί τό δέος, πού ἐπιβάλλει τό ἄγγιγμα τῶν ἱερῶν στοιχείων τῆς ζωῆς, ἡ σεβαστική καί, ταυτόχρονα, ἀνανεωτική προσκύνηση τῆς “εἰκόνας” τοῦ Θεοῦ.
Δέν θεωροῦνται κεφάλαια γιά σύγχρονη ἐπένδυση στήν ἀνάπτυξη καί στόν πολιτισμό. Ἡ ἐποχή μου μετράει μόνο τό χρῆμα, τήν ἄνεση, τή γεύση τῆς ἡδονῆς καί τήν ἀνέλεγκτη ἐλευθερία. Ὅ,τι ἁπλώνεται πέρα ἀπό τή σπάταλη ἐμπειρία τῆς ὕλης καί τῆς σάρκας, μετριέται σάν λῦμα τοῦ παρελθόντος. Καί ἀπορρίπτεται.
Τό λάθος τῆς σύγχρονης ὑλοκρατίας δέν τό ἀνακαλύπτουν τά ἐργαστήρια τῆς ἐπιστήμης μας καί τῆς τεχνολογίας μας. Τό βιώνουν καί τό μαρτυροῦν οἱ καρδιές μας. Αὐτές οἱ καρδιές, πού, γιά νά δώσουν τόν ἀληθινό, τόν ὑπερφυσικό τους χτύπο, τόν ἱερό χτύπο τῆς ἄμετρης καί ἀνυστερόβουλης ἀγάπης, ἔχουν ἀνάγκη νά ζωογονηθοῦν μέσα στό ὀξυγόνο τῆς πίστης καί νά συντονιστοῦν μέ τό “βηματοδότη” τῆς ἐλπίδας. Ἡ πίστη ὑψώνει στό “ὑπέρ αἴσθηση” καί “ὑπέρ ἔννοια”. Στό “πραγματικό” καί στό “αἰώνιο”, πού ξεφεύγει, τούτη τή στιγμή, τήν ἐρευνητική καί γνωστική μας ἱκανότητα. Εἶναι “ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων” (Ἑβρ. ια΄ 1). Κοινωνία καί διάλογος μέ τό Θεό, πού εἶναι “Πατέρας” καί “Παντοκράτορας”, “ποιητής οὐρανοῦ καί γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων”. Χαρά “τῇ ἐλπίδι” τῆς μετοχῆς στήν ἀγάπη Του (Ρωμ. ιβ΄ 12). Καί ἐνεργοποίηση τῆς ἀγαπητικῆς σχέσης καί πρός τό Θεό καί πρός τό ἀνεκτίμητο πλάσμα Του, τόν ἄνθρωπο.
Δέν εἶναι χωρίς σημασία τό γεγονός, ὅτι, στήν ἐποχή μας, πού φιμώθηκε ἡ πίστη, ἀπονευρώθηκε, ταυτόχρονα καί ἡ γλυκειά ἐλπίδα τῆς θεϊκῆς, πατρικῆς παρουσίας καί ἀποπροσανατολίστηκε ἡ ἀγάπη. Κάποια ξεφτίδια τῆς ἀγάπης, πού ἀπόμειναν, δέν ἱκανοποιοῦν τίς καρδιές καί δέν νοηματίζουν τή ζωή. Ἡ ἀγάπη δέν βιώνεται ὡς ἀντανάκλαση καί ὡς ἀνταπόκριση στή θεία Ἀγάπη. Καί ἡ ἐλπίδα δέν εἶναι τό ξεπέρασμα τῶν κλειστῶν ὁριζόντων. Οἱ ἄνθρωποι περπατοῦν, ὡς “ἐλπίδα μή ἔχοντες, καί ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ” (Ἐφεσ. β΄ 12).
Ἡ ἐπανασύνδεση τῶν τριῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς, τῆς πίστης, τῆς ἐλπίδας καί τῆς ἀγάπης, μπορεῖ νά ἐπαναφέρει τήν ὕπαρξη στήν ὁλοκληρία. Στήν ἰσορροπία τοῦ πνεύματος. Στό πλήρωμα τῆς ζωῆς. Στήν καταξίωση τῆς προσωπικότητας. Στήν προσφορά, στήν ἀποδοχή καί στό χορτασμό τῆς ἀγάπης. Στήν ἐλπίδα τῆς αἰωνιότητας.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων