† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Ἄρθρο ἀπό τό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», τεῦχος 224, 1 Μαρτίου 2008
Ἐπικαλοῦμαι τήν κρίση σας
Μητροπολίτου Ἀττικῆς και Μεγαρίδος Νικοδήμου
Συνοδοιπορήσαμε στήν ἐκτίμηση, πώς ἡ ραγδαία ἐπιστημονική ἀνάπτυξη τῶν τριῶν τελευταίων αἰώνων καί, παράλληλα, ἡ ἰλιγγιώδης ἐπιτάχυνση τῶν τεχνολογικῶν ἐφαρμογῶν, ἄνοιξαν τούς ὁρίζοντες τῆς γνώσης καί ἔλυσαν πολλά προβλήματα τῆς καθημερινότητας. Καί φαντάζομαι, πώς κανένας ἄνθρωπος στόν πλανήτη μας, μελετητής τῶν θαυμασίων τῆς ὑλικῆς Δημιουργίας ἤ χρήστης τῶν δεδομένων τῆς ἐπιστήμης καί τῶν διευκολύνσεων τῆς τεχνολογίας, δέ θά διανοηθεῖ νά ἀμφισβητήσει, πώς ἡ ἐξέλιξη αὐτή πρέπει νά καταγραφεῖ ὡς στοιχεῖο προόδου τῆς ἔρευνας καί τῶν ποικίλων πρακτικῶν ἐφαρμογῶν. Πώς ἀποτελεῖ ἔνδειξη καί ἀπεικόνιση τῆς χαρισματικῆς ἱκανότητας τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἀνήσυχου νοῦ του καί τῶν ἐπιδέξιων χεριῶν του, νά βυθίζεται ὁλοένα καί βαθύτερα στό μυστηριώδη κόσμο μας καί νά λειτουργεῖ ὡς διαχειριστής τοῦ κοσμικοῦ πλούτου καί ὡς προνομιοῦχος συνδημιουργός.
Ὠστόσο, βγαίνοντας ἔξω ἀπό τό ἐπιστημονικό ἐργαστήρι ἤ ἀπό τόν κολοσσό τῆς βιομηχανικῆς παραγωγῆς καί συναντώντας τόν ἁπλό συνάνθρωπο, τό σεμνό συνοδίτη τοῦ μόχθου ἤ τόν ἀγέρωχο διαχειριστή τῆς περισσῆς εὐμάρειας, νοιώθουμε νά παρεμβαίνει στό διάλογό μας ἕνας δεύτερος, ἀπρόσμενος προβληματισμός, πού σκιάζει τόν ὁρίζοντα, ἀφήνει ἕνα βάρος νά πιέσει τίς καρδιές καί σπρώχνει στήν, “ἀπό συμφώνου”, διατύπωση καί καταλογογράφηση μιᾶς ἄλλης ποιότητας ἐμπειριῶν καί συμπερασμάτων.
Ἔξω ἀπό τά μελετητήρια καί τά ἐργαστήρια συναντᾶμε τή βιοπάλη ἤ τή διαπάλη, τόν συναγωνισμό ἤ τόν ἀνταγωνισμό, τήν πλάγια ἤ τή σατανική ἀναρρίχηση στίς καρέκλες τῆς ἐξουσίας καί τή βίαιη ἐκπαραθύρωση τῶν ἀνεπιθύμητων ἀπό τά πόστα τῆς κοινῆς ἐξυπηρέτησης καί τῆς ἔντιμης προσφορᾶς. Ὅλα ἐκεῖνα τά στοιχεῖα, πού ἐκθηριώνουν τό ἀνθρώπινο πορτραῖτο, πού ἀλλοτριώνουν καί ἀπαξιώνουν τίς συμπεριφορές, πού σπρώχνουν τό δείκτη τῆς προόδου χιλιετίες πίσω, πού γεμίζουν τίς καρδιές μέ ἀπογοήτευση καί μέ τρόμο.
Ἔξω ἀπό τούς χώρους τῆς ἔρευνας καί τῶν ἐφαρμογῶν συρόμαστε κάτω ἀπό τά παράθυρα τῆς τηλεοπτικῆς ἀπάτης, ἤ στά κιόσκια τῆς ἔντυπης πληροφόρησης ἤ παραπληροφόρησης, πού μέ ἡμερονύκτια κραυγή ἤ κατακραυγή κατακρεουργοῦν τήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια, ἀνεβάζουν -κατά τή θέλησή τους ἤ τά συμφέροντά τους- σέ ὕψη τιμῆς τή διαπιστωμένη καί ἀπαξιωμένη διαφθορά ἤ πυροβολοῦν, μέ δέσμες λεκτικῶν σφαιρῶν, τήν ἀνεπιθύμητη σ᾿ αὐτούς καί στήν ἀντιπολιτευόμενη ὁμάδα τῶν παικτῶν τοῦ παιχνιδιοῦ τῆς ἐξουσίας. Ἔξω ἀπό τά ἐργαστήρια τῆς μελέτης καί τοῦ χειρονακτικοῦ ἔργου συναντᾶμε, προκλητική τήν ποδοπάτηση τοῦ Νόμου, τήν ἀθέτηση τῆς ἠθικῆς καί τῆς νομικῆς δέσμευσης, τήν κραυγαλέα ἀπάτη, τήν ἔντεχνη ληστεία, τήν πολιτική ραδιουργία, τήν ἀπάνθρωπη ἐκμετάλλευση, τούς ἄγριους φόνους τῆς γειτονιᾶς, τή σφαγή καί τήν ἐξόντωση ἐθνοτήτων ὁλόκληρων στό ὄνομα τῆς ἐλευθερίας καί τῆς δημοκρατίας, ἕνα πανδαιμόνιο, πού ξεσκίζει τίς περγαμηνές τῆς πολιτιστικῆς μας προόδου καί μᾶς ἀποδεικνύει ἄγρια θηρία τῶν δασῶν καί νονούς τῆς κόλασης.
Αὐτή τήν εἰκόνα τῆς παγκόσμιας καθημερινότητας, δέ φαντάζομαι, πώς θά βρεθεῖ ἄνθρωπος νά τήν ἀμφισβητήσει ἤ νά τήν ἀψηφήσει. Τρέχει στόν ἴδιο δρόμο, πού τρέχουμε ὅλοι μας. Σκοτίζει τόν ὁρίζοντα, πού ἀντικρύζουμε μπροστά μας. Δηλητηριάζει τό ψωμί, πού τρῶμε. Παγιδεύει τό σπίτι, πού μᾶς στεγάζει. Σπρώχνει πλάϊ μας, σά σύντροφο καί σά σκιάχτρο, τήν ἀβεβαιότητα καί τόν τρόμο. Μεταποιεῖ τή ζωή μας σέ αἴνιγμα. Τίς ἐλπίδες μας σέ σκοτάδι. Καί τήν καρδιά μας, τή γεννήτρα καί θησαυροφυλάκιο τῶν αἰσθημάτων μας, σέ πέτρα.
Καί τό ἐρώτημά μου, πού προτίθεμαι νά τό ὑποβάλω σέ ὅλους τούς φίλους και σέ ὅλους ἐκείνους, πού ἀντιστρατεύονται τή διαλεκτική μου: Αὐτό τό φαινόμενο τῆς ὑπαρξιακῆς παρακμῆς, αὐτή ἡ ἐκτεταμένη χωματερή, πού ἐκπέμπει ἀσταμάτητα τίς πνιγηρές ἀναθυμιάσεις τῆς φθορᾶς καί τῆς διαφθορᾶς, αὐτός ὁ καθημερινός, παγκόσμιος στιγματισμός τῆς χαοτικῆς ἔκπτωσης τοῦ προσώπου, μπορεῖ νά περάσει στό ἱστορικό μνημόνιο ὡς προοδευτικό ἀνέβασμα σέ ἡλιόλουστες κορυφές πολιτιστικῆς ἀνάπτυξης;
Δέν μπορῶ καί δέ δικαιοῦμαι νά μαντέψω τίς ἀντιδράσεις τῶν ἀναγνωστῶν μου, μετά τή μελέτη τῶν ἐπισημάνσεών μου. Ἔχουν τό δικαίωμα νά διαφωνήσουν. Καί, ἀκόμα, ἔχουν ἐλεύθερη τήν πένα καί μποροῦν νά μέ διαψεύσουν. Ἐγώ, “μέχρις ἀποδείξεως τοῦ ἐναντίου”, θά ὁραματίζομαι τήν πρόοδο, πρώτιστα, ὡς καλλιέργεια τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς μας, καί κατά δεύτερο λόγο τῶν μηχανῶν μας. Θά βλέπω μέ δέος καί προσδοκίες τήν ὕπαρξη, πού “νοεῖ”, (σκέφτεται), ἐπιλέγει σοβαρά καί ὑπεύθυνα, τήν πορεία τῆς ζωῆς της καί τούς στόχους της καί ἀναλαμβάνει τίς εὐθῦνες τῶν προτιμήσεών της. Δέ δέχομαι νά βάλω τίς μηχανές πάνω ἀπό τόν ἄνθρωπο. Τά δείγματα τῆς σοφίας του καί τῆς ἐπιδεξιότητάς του, πάνω ἀπό τό δημιουργό τους. Καί διατυπώνω τήν ἀπαίτηση ἡ πρόοδος νά μή μετριέται μέ τόν ἀριθμό τῶν σελίδων, πού ἀφιερώνονται στήν ἐπιστημονική ἀνάπτυξη, οὔτε μέ τά κλάξον τῶν αὐτοκινήτων, πού διακινοῦνται στούς δρόμους μας, ἀλλά μέ τήν ἀνθοφορία τῶν ὑπάρξεων, πού πολλαπλασιάζει τήν εὐωδία τῆς ἀνθρωπιᾶς μας καί νοηματίζει τήν πολιτιστική διαδρομή μας.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων