† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Ἄρθρο ἀπό τό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», τεῦχος 199, 16 Φεβρουαρίου 2007
Ἡ κοινή ἀγωνία
Μητροπολίτου Ἀττικῆς και Μεγαρίδος Νικοδήμου
Ἔχω κουβεντιάσει πολλές φορές μέ συνανθρώπους μου, ἐνταγμένους στή φάλαγγα τῆς μαχητικῆς ἀθεΐας. Δίχως τό ἄναμμα τοῦ φανατισμοῦ. Καί δίχως τό τέντωμα τοῦ ἐχθρικοῦ τόξου. Ἀλλάξαμε τίς ἀπόψεις μας ἤρεμα. Σά διαβάτες, πού περπατᾶμε, φορτωμένοι τή χαρά ἤ τή λύπη, στό ἴδιο μονοπάτι τοῦ βίου. Σάν ὑπάρξεις, πού συναντᾶμε μπροστά μας, ἀπρόσμενα, τή βαριά σκοτεινιά ἤ τήν ἀνυποχώρητη ὁρμή τοῦ τυφώνα. ῾Η φιλική προσέγγιση, ἡ ἀφελότητα καί ἡ διάθεση ἐρευνητικοῦ διαλόγου, μᾶς ἐλευθέρωσαν ἀπό φανατικά σύνδρομα καί ἀπό παγιωμένες ντιρεκτίβες ἐξοντωτικῆς ἀντιπαράθεσης. Μιλήσαμε, ὄχι σάν ἐκπρόσωποι ἀντίπαλης, ὁμαδοποιημένης κουλτούρας. ᾿Αλλά σάν ὑπάρξεις, πού ἀναπνέουμε τήν ἴδια ἀτμόσφαιρα τῆς ἐπικαιρότητας καί ἀνοιγόμαστε, μέ ἀγωνία καί λαχτάρα, στό “αὔριο” καί στό “μεθαύριο”, στήν ἀπεραντωσύνη τῆς αἰωνιότητας, πού δέν μπορεῖ νά εἶναι ἑρμητικά κλειστή γιά μᾶς, ἀπρόσιτη καί ἀνεπίτευκτη.
Ἡ προσέγγισή μας καί ὁ διάλογός μας ἐξελίχτηκε σέ χαρά τῆς ψυχῆς. Σέ ἄνοιγμα διάπλατο τῶν μυστικῶν θαλάμων τῆς ὕπαρξης. Καί σέ κοινή μετοχή στό θησαύρισμα τῆς “ἄλλης” ἐμπειρίας. Συναντηθήκαμε καί συναδελφωθήκαμε σέ κοινό ἤ σέ παράπλευρο προβληματισμό. Αὐτόματα, τό ἄνοιγμα τῶν ψυχῶν μας, δρομολόγησε τό νοῦ μας καί τήν καρδιά μας, τό λογισμό καί τήν αἴσθηση, σέ ἀνησυχίες, σέ ἐρωτήματα και σέ προβληματισμούς, πού δέν τά ἐγγίζει ἡ σύγχρονη φιλοσοφία τῆς βιοπάλης, ἀλλά ἀναδύονται ἤρεμα ἤ ἀπειλητικά, ὅταν ἀπεκδυθοῦμε τόν πλουμιστό μανδύα τῆς εὐμάρειας καί κυττάξουμε, κατάματα, τόν πλοῦτο ἤ τήν πενία τῆς ψυχῆς μας.
Τό κεντρικό σημεῖο συνάντησης μέ τούς ἄθεους ἀδελφούς μου ἦταν τό πολυκλαδικό ἐρώτημα γιά τό νοηματισμό τῆς ὕπαρξης. Ἡ δύναμή μας, πού παράγει ἱστορία καί πολιτισμό. Καί ἡ ἀδυναμία μας, πού μᾶς σύρει στόν τάφο. ῾Η πλατειά καί ἐπίπονη μελέτη μας, πού ἀποκρυπτογραφεῖ τά μυστικά τοῦ ὑλικοῦ σύμπαντος. Καί ἡ ἀμάθειά μας, πού μᾶς σπρώχνει νά εὐτελίζουμε τό πρόσωπό μας καί νά τό ἰσοσταθμίζουμε μέ τόν πίθηκο. Ἡ ὑγεία, πού μᾶς γεμίζει μέ σφρῖγος. Καί ἡ βασανιστική ἀρρώστια, πού ἀκυρώνει τή δημιουργικότητα. Ἡ ζωή καί ὁ θάνατος. Ὅλα ὅσα ἐπισυμβαίνουν στή σύντομη κούρσα τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας καί δέν ἐλέγχονται, μήτε δαμάζονται, ἀλλά προκαλοῦν τριγμούς στό ἀνάκτορο τῶν ὀνείρων καί ἀνατρέπουν τούς αἰσιόδοξους σχεδιασμούς μας.
Εἶναι ἡ ζωή μας ἕνα ὄνειρο, πού δέν ἐκπληρώνεται; Εἶναι μιά καλοστημένη ἀπάτη; Εἶναι ἕνα κάτεργο στήν αὐλή τῶν εὐνοημένων; ῎Η εἶναι φῶς καί ἐλπίδα; Κόπος καί ὀδύνη, ἀλλά μέ ἀνοιχτό, πάντοτε, τόν ὁρίζοντα καί μέ προοπτική, πού δέ διακόπτεται ἀπό τίς ποικίλες καί ἀπανωτές ἀναποδιές τοῦ βίου καί ἀπό τό φρενάρισμα τοῦ προσωπικοῦ μας ὀχήματος στόν τερματικό σταθμό τοῦ ἐπίγειου μόχθου μας;
Αὐτά τά ἐρωτηματικά, πηγαῖα καί συγκλονιστικά, μᾶς φέρνουν, ὅλους τούς ἀνθρώπους στήν κοινή τράπεζα τοῦ διαλόγου καί τῆς κατάθεσης τῆς ἄμεσης, ὑπαρξιακῆς ἐμπειρίας μας. Καί ἐκεῖ, ἀδελφωμένοι, ἀρχίζουμε νά ψάχνουμε. Νά ρωτᾶμε. Νά ἐπεξεργαζόμαστε τήν ἀγωνία καί τήν προβληματική τοῦ συνοδοιπόρου μας. Νά ὑψώνουμε τό βλέμμα ψηλά. Νά ζητᾶμε φῶς καί βοήθεια ἀπό τήν “ὑπέρ λόγο” καί “ὑπέρ αἴσθηση” πραγματικότητα. Καί νά ἀνακαλύπτουμε τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, πού τεχνούργησε καί νοημάτισε τήν ἀπέραντη Δημιουργία.
Ἐντυπωσιασμένος, καταθέτω τήν ἐμπειρία μου: Δέν ὑπῆρξε περίπτωση νά διαλεχθῶ, φιλικά, μέ δηλωμένο ἄθεο, δίχως νά προκύψει στή συνομιλία μας τό ἐρώτημα γιά τό Θεό. Δίχως νά τρέξει ὁ λογισμός ὅλων μας στή μεγαλόπρεπη πύλη, πού σηματοδοτεῖ τό τελευταῖο ὅριο τοῦ “λόγου”, τῆς ἱκανότητάς μας νά ταξινομοῦμε σέ σύστημα τίς γνώσεις μας καί τίς ἐμπειρίες μας καί τήν ἀρχή τῆς ἄπειρης καί ἀπροσπέλαστης πραγματικότητας τοῦ αἰώνιου Θεοῦ.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων