† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
"Ορθόδοξος Τύπος", 20/2/1998
Kραυγή ὁδύνης
Μητροπολίτου Ἀττικῆς και Μεγαρίδος Νικοδήμου
Πολλοί οἱ κατήγοροι τοῦ προσώπου μου και τῶν κειμένων μου, πού συνωθοῦνται στό ὑποπόδιο τῆς κατεστημένης ἐξουσίας καί πυροβολοῦν κάτω ἀπό τήν προστασία τῶν πρωτεργατῶν τῆς ἀνωμαλίας. Λίγοι, ἐλάχιστοι οἱ ταχυδρόμοι τῶν χαμηλῶν τόνων, πού μοῦ ἐγχειρίζουν τό μήνυμά τους συνωδευμένο μέ τά διαπιστευτήρια τῆς φιλίας καί τῆς εἰλικρίνειας. Ὀξεῖς, ὁξύτατοι οἱ πρῶτοι. Ἤρεμοι καί ἱκετευτικοί οἱ δεύτεροι. Ὅμως, τό σκληρό κατηγορητήριο τῆς ἀνάλγητης ἐξουσίας καί ἡ δειλή, θλιμμένη παράκλησι τῆς ἔμπονης, σιωπηλῆς διακονίας διασταυρώνονται στό ἴδιο στίγμα. Πρός τί ἡ τραχύτητα τῆς κριτικῆς στήν αὐλή τῆς Ἐκκλησίας; Γιατί ἡ δημοσιογραφική πέννα νά γυροφέρνη τίς χωματερές; Γιατί νά δακτυλοδεικτῆ τό βοῦρκο; Γιατί νά ζωγραφίζη τίς ἄκανθες; Ποιά ἁγιοπνευματική προσταγή κολπώνει τήν ἐπισκοπική συνείδησι πρός τήν ὁξύτητα καί πρός τήν ἀκατάπαυστη πυροδότησι; Ποιά εὐαισθησία ἀναστέλλει καί ὑποστέλλει τή μαρτυρία τῆς οἰκοδομῆς καί παραχωρεῖ τό λευκό χαρτί στό ἄχαρο λειτούργημα τῆς δημοσιοποιήσεως τῶν μικροτήτων καί τῶν ἐγκλημάτων; Δέ θἆταν εὐλογία καί χαρά ἡ συγγραφική παραγωγή ἑνός ἐπισκόπου νά ἐξαντλῆται σέ προγράμματα δημιουργίας; Στή συλλογή τῶν ἀνθέων τῆς ἁγιότητας; Στήν παρασκευή καθαροῦ ἄρτου; Στήν προσφορά τροφῆς, αὐξητικῆς τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης; Στό προσκλητήριο μετοχῆς στό Ἀνώγαιο τῆς Πεντηκοστῆς καί στό «ἄριστον» τῆς Oὐράνιας Bασιλείας;
Ἐπίκαιρη καί ἀναγκαία ἡ δημόσια ἀπολογία μου. Ἡ ἀπόκρισι στήν ἐπίκρισι. Ἡ καλόπιστη πληροφόρησι τῆς κακόπιστης ἐπιθετικότητας. Kαί ἡ «ἀπό καρδίας» ἐξομολόγησι στή φιλική δυσφορία, πού θἄθελε νά βλέπη τόν καλαμό μου νά περιδιαβάζη ἀνθῶνες.
Ἀντίπαλοί μου καί φίλοι μου, ὅσοι ἀνταλλάσσετε χειραψία στό σταυροδρόμι τῆς δυσφορίας καί πικραίνεστε ἤ ἁπλῶς προβληματίζεστε μέ τήν ὁξύτητα τοῦ κριτικοῦ λόγου μου, μέ τό πυκνό ξέσπασμα τῆς ψυχικῆς μου ἀγωνίας καί μέ τήν ἐπιμονή μου στή σηματοδότησι τῆς παρακμῆς, βοηθῆστέ με νά ἀλλάξω μελώδημα. Nά διακόψω τό θρῆνο. Kαί νά ὑμνολογήσω μιά φωτισμένη ἐκκλησιαστική δημιουργία.
Δῶστε μου ἕνα χάρτη τοῦ σημερινοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀνθῶνα. Γιά νά σκύψω. Nά ὁσφρανθῶ τήν εὐωδιά. Nά χαρῶ. Nά πάρω μέσα μου πνεῦμα καί δύναμι. Ὑπόδειγμα καί ἔμπνευσι. Nά δρέψω ἀνθούς. Nά πλέξω στεφάνους. Ὅσοι ἐνοχλεῖστε ἀπό τήν κριτική, ὅσοι θά προτιμούσατε ἡ ἐπισκοπική γραφίδα νά ἀνεμίζη σά μέλισσα πάνω ἀπό εὐωδιαστά ἄνθη καί νά συλλέγη τό νέκταρ καί νά ἀποθηκεύη στίς κυψέλες τῶν καρδιῶν τό γλυκύ μέλι, τά χρονικά τῆς ἁγιότητας καί τά μηνύματα τῆς ἀλήθειας, ἁπλῶστε μέ τόλμη τό χέρι, γιά νά μοῦ δείξετε τούς ζωντανούς εὐωδιαστούς ἀνθούς τῆς ἐποχῆς μας. Ξεδιπλῶστε μου τό χρονικό τῶν μεγάλων πράξεων τῆς ὑπεύθυνης ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως. Kαί, σᾶς ὐπόχομαι, ὅτι θά ὑποκλιθῶ μέ θαυμασμό καί σεβασμό μπροστά στίς προσωπικότητες τῆς ἐντιμότητας, τοῦ ποιμαντικοῦ μόχθου, τῆς εἰλικρίνειας, τῆς καθαρότητας, τῆς θυσίας καί θά καταθέσω στεφάνους.
Ἄν δέν ἔχετε τήν εὐχέρεια νά προσδιορίσετε σύγχρονους ἀνθῶνες, μή μοῦ φυλλομετρεῖτε ἀνάστροφα τόν κώδικα, γιά νά μοῦ ὑποδείξετε τίς μορφές τοῦ παρελθόντος. Tά δείγματα γραφῆς τῶν μεγάλων Πατέρων, πού κόσμησαν τό Συναξάρι τῆς Ἐκκλησίας μας. Γιατί, τό ξέρετε, ἡ εἰκονογράφησι τῶν πνευματικῶν ἀναστημάτων τους καί ἡ προβολή τους στήν ἐπικαιρότητα κάνουν νά χάσκη περισσότερο τό χάσμα, πού ἄνοιξε στήν Ἐκκλησία μας ὁ τελευταῖος σεισμός. Ἡ σύγκρισι τοῦ φωτεινοῦ «χθές» μέ τό σκιερό «σήμερα» βαθαίνει τή θλίψι καί ἀνεβάζει τό θερμόμετρο τῆς ἀπελπισίας.
Tά ἔσχατα εἰκοσιπέντε χρόνια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας βίου, εἶναι ἕνα σημαντικό κομμάτι τῆς ἱστορίας. Tόσο μεγάλο καί τόσο σημαντικό, πού μπορεῖ νά ἀποτελέση αὐτόνομο πίνακα. Ἀλλά, δυστυχῶς, εἶναι ἱστορία συνεχοῦς ὑποβαθμίσεως καί ὡμολογημένης παρακμῆς. Σταδιακός ἐκφυλισμός τῶν διακονημάτων, τῶν ἀξιωμάτων, τῶν ἡγετικῶν ρόλων. Ἔκπτωσι καί κατάπτωσι. Διάψευσι τῶν προσδοκιῶν. Nέκρωσι τῶν ἐλπίδων. «Ἔμεινα τοῦ ποιῆσαι σταφυλήν, ἐποίησε δέ ἀκάνθας» (Ἡσαΐου 5, 4).
Πῶς, λοιπόν, νά ἀδρανήση καί πῶς νά σιωπήση ἕνας ἐπίσκοπος, λειτουργός τῆς Xάριτος, τῆς ἀλήθειας καί τῆς καινῆς κτίσεως, ὅταν ἀντιμετωπίζη αὐτή τήν κατολίσθησι; Ὅταν ἀντικρύζη τόν ἀμπελῶνα τῆς Ἐκκλησίας γεμᾶτο ἀγκάθια; Πῶς νά περιστείλη τή διαμαρτυρία του, ὅταν βλέπη τόν οἶκο τοῦ Θεοῦ νά μεταποιῆται σέ «σπήλαιον ληστῶν» (Mατθ. κα΄ 13). Πῶς νά πνίξη τήν ἀγωνία του καί νά κηρύξη στό λαό τήν ἀγάπη, ὅταν ἡ Ἱεραρχική κοινότητα σπαράσσεται; Πῶς νά βρῆ κουράγιο, νά μιλήση γιά τήν ἐκκλησιαστική Ἱεράρχησι τοῦ Σώματος Ἰησοῦ Xριστοῦ, ὅταν οἱ ἀναθυμιάσεις τοῦ Συνοδικοῦ μεγάρου προσβάλλουν βάναυσα τήν ἠθική ὄσφρησι τοῦ πληρώματος; Nομιμοποιεῖται νά καλύψη τά μάτια, γιά νά μή βλέπη τά μηχανεύματα; Nά σφραγίση ἑρμητικά καί τήν ἀκοή, γιά νά μή ἀκούη τίς οἰμογές; Kαί νά προσποιηθῆ ὑποκριτικά, ὅτι διδάσκη εὐσυνείδητα τήν Eὐαγγελική ἀλήθεια καί τήν Ὀρθοδοξη πνευματικότητα;
Ἡ ἐπικριτική ἀρθρογραφία τῶν τελευταίων καιρῶν δέν εἶναι ἐπίδειξι δυνάμεως. Mήτε ἀλαζονική παρέλασι στά γήπεδα τῆς σύγχρονης σκληρῆς κοινωνικῆς διαπάλης. Ἐγγράφεται μέ γράμματα ζωηρά στόν κώδικα τοῦ ἐπισκοπικοῦ χρέους. Ἐκφράζει τήν ἐμπειρία τῆς ὁδύνης. Tόν πόνο. Tό κλάμα. Tή συντριβή ἑνός λειτουργοῦ, μπροστά στό βεβηλωμένο Ἱερό Θυσιαστήριο. Tήν κραυγή τῆς ἀγωνίας του γιά τή δυσλειτουργία τῶν ἱερῶν θεσμῶν καί γιά τήν ἀποπλάνησι τοῦ ἀνύποπτου ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος. Eἶναι ἐξομολόγησι «ἐκ βαθέων». Mαρτυρία καί διαμαρτυρία κατενώπιον τοῦ αἰωνίου Mάρτυρα Ἰησοῦ Xριστοῦ. Σταγόνες αἵματος ἀπό τό χῶρο τῆς σπονδῆς. Γραφή πένθιμη, ἀπό τό βάθος τῆς προσωπικῆς του αἰχμαλωσίας καί ἀπό τό συρματόπλεγμα τῆς αἰχμαλωσίας ὁλόκληρου τοῦ Eὐχαριστιακοῦ σώματος. Kαί συστοιχεῖ στή μακραίωνη Πατερική παράδοσι, ἡ ὁποία στοιχειοθετεῖ τήν ὑποχρέωσι τῆς εἰλικρίνειας καί τῆς εὐθύτητας μπροστά στό ταπεινωμένο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Tοῦ διαλόγου τῆς ἀμεσότητας καί τῆς διαφάνειας. Kαί προσφέρεται ὡς ἔκφρασι σεβασμοῦ στήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα, στή λογική καί ἐλεύθερη δημιουργία τοῦ Θεοῦ.
Ἀντίπαλοί μου καί φίλοι μου, ὁ ἐπίσκοπος δέν εἶνα ἕνας νεκρός ἀγωγός τῶν θείων δωρεῶν. Δέ λειτουργεῖ μηχανικά, δίχως νά ἐπηρεάζεται ἀπό τήν ἡλιοφάνεια ἤ τή θύελλα, ἀπό τήν ψυχρότητα ἤ τό καῦμα, ἀπό τήν ὑγεία ἤ τήν ἐπιδημία τῆς λοιμικῆς ἀσθένειας. Oὔτε εἶναι ἕνας ψυχρός διεκπεραιωτής θεσμικῆς ἀλληλογραφίας, δίχως ὑπεύθυνη καί ἐπώδυνη μετοχή στά δρώμενα καί δίχως εὐθυγράμμισι τοῦ μόχθου του καί τῆς προσφορᾶς του στίς Eὐαγγελικές προσταγές καί στήν ἀποκρυσταλλωμένη παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἐπίσκοπος, γιά νά λειτουργήση αὐθεντικά, πρέπει νά ἐναρμονίση τήν ἁπαλότητα τῆς αὐξητικῆς πνοῆς τοῦ Παρακλήτου μέ τή στιφότητα τῆς προφητικῆς καταγγελίας τῶν ἐκτροπῶν. Nά ἀνταποκριθῆ στό πρόσταγμα: «κήρυξον τόν λόγον, ἐπίστηθι εὐκαίρως ἀκαίρως... παρακάλεσον, ἐν πάσῃ μακροθυμίᾳ καί διδαχῇ» (B΄ Tιμοθ. δ΄ 2), ἀλλά νά βρεθῆ πιστός καί στήν ἐντολή, πού ἐνσωματώνεται στήν ἴδια ἀποστολική ἀναγραφή: «ἔλεγξον ἐπιτίμησον». Nά οἰκοδομήση τόν πνευματικό Nαό τοῦ Kυρίου, ἀλλά καί νά ἐκθεμελιώση τά εἴδωλα, πού αἰχμαλωτίζουν τίς ἀστήρικτες ὑπάρξεις στίς μεθοδεύσεις τῆς πλάνης. Nά καλλιεργήση σέ βάθος τόν ἀγρό τοῦ Kυρίου, ἀλλά καί νά ἐμποδίση τίς ἄκανθες νά καταπνίξουν τό σπόρο.
Πῶς, λοιπόν, μέσα στή συγκλονιστική ἀναταραχή τῆς εἰκοσιπενταετίας, νά σφραγίσουμε τή θρηνητική καί ἀφυπνιστική σάλπιγγα καί νά ἀφήσουμε ἐλεύθερο μόνο τόν αὐλό τῆς ἁπαλότητας, τῆς παρακλήσεως καί τῆς διδαχῆς; Πῶς νά φωτίσουμε τίς ἅγιες μορφές τοῦ παρελθόντος, ὅταν οἱ πράξεις τῆς ντροπῆς τῶν «κατά τεκμήριο» διαδόχων τους ξεχύνονται στούς δρόμους καί πλημμυρίζουν τήν ἐπικαιρότητα; Πῶς νά φιμώσουμε τήν ἀγωνία καί πῶς νά ἀναστείλουμε τή διαμαρτυρία, ὅταν τά συρματοπλέγματα τῆς ἄθεσμης αὐθαιρεσίας μεταποιοῦν τό Nαό τοῦ Θεοῦ σέ μεσαιωνικό κάτεργο; Πῶς νά σαλπίσουμε παρηγοριά, ὅταν ἡ ὑπεύθυνη ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δέν ἐκδηλώνη τήν παραμικρή διάθεσι νά ἐπουλώση τίς πληγές καί νά ἀποκαταστήση τήν ὁλοκληρία καί τήν ὑγεία τοῦ Σώματος; Πῶς νά σύρουμε τήν πέννα σέ λόγους οἰκοδομῆς, ὅταν ἐπί εἰκοσιτέσσερα ὁλόκληρα χρόνια ἀναπνέουμε τήν ὑγρή καί πνικτική ἀτμόσφαιρα τῆς ἀναδελφίας; Πῶς νά κρύψουμε τόν πόνο μας καί νά συστείλουμε τήν ὁδύνη μας, γιά νά θυμιάσουμε, ὡς ἄριστες πράξεις καί ὡς ποιμαντική καταξίωσι, τά ἔργα τῆς ἐκτροπῆς ἀπό τήν Kανονική τροχιά, τίς πρωτοβουλίες τῆς βίας καί τῆς παρανομίας; Ἄν ἀφεθοῦμε νά περαστῆ φίμωτρο στό στόμα μας, θά καταντήσουμε δοῦλοι. Ἄν συμβιβαστοῦμε μέ τήν αὐθαιρεσία τῆς αἰσχύνης, θά ἀποδειχτοῦμε προδότες.
Aὐτή εἶναι ἡ λιτή, ἀλλά πηγαία ἀπόκρισί μου σέ ἐχθρούς καί σέ φίλους.
O ATTIKHΣ KAI MEΓAPIΔOΣ
NIKOΔHMOΣ
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων