† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 236, 1-9-2008
Κριτική-αὐτοκριτική
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου
Ἕνα ἀπό τά καυτά ἐρωτήματα, πού ἀναδύεται ἀπό τά συνειδησιακά βάθη τοῦ σύγχρονου, εὐρύτατου, κοινωνικοῦ διαστρώματος, εἶναι τοῦτο· πῶς λειτουργεῖ τό δίδυμο κριτική-αὐτοκριτική στούς χώρους καί στά ὄργανα τῆς κατεστημένης σήμερα ἐκκλησιαστικῆς μας διοίκησης; Πῶς δομεῖται, πῶς διατυπώνεται καί πῶς ἐκφέρεται στό ἀνοιχτό φόρουμ τοῦ δημόσιου διαλόγου ὁ κριτικός λόγος τῆς ᾿Εκκλησίας μας, πού ἀναλύει, ἀξιολογεῖ, κατακυρώνει ἤ ἀπαξιώνει τά ποικίλα ρεύματα τῆς ἐποχῆς καί πού φωτίζει σταθερά τό ἀνέσπερο φῶς τῆς Εὐαγγελικῆς ἀλήθειας καί τήν ποιότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βιώματος; Καί, παράλληλα, σέ ποιά ἔκταση, μέ ποιά ἔνταση θάρρους καί μέ ποιά διαύγεια εἰλικρίνειας, οἱ σημερινοί ποιμένες ἀσκοῦν αὐτοκριτική; Πόσο ἐμπνέονται, πόσο ἐπηρεάζονται καί πόσο εὐθυγραμμίζονται στήν πρακτική τῆς ταπεινότητας τοῦ μεγάλου μας ᾿Αποστόλου, τοῦ Παύλου, πού, ἀνοίγοντας διάπλατα τήν καρδιά του, ἐκβάλλει στή δημόσια ἐξαγόρευση: “᾿Εγώ γάρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων, ὅς οὐκ εἰμί ἱκανός καλεῖσθαι ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ” (Α΄ Κορινθ. ιε΄ 9); (᾿Εγώ εἶμαι ὁ τελευταῖος, ὁ ἐλάχιστος στήν ὁμάδα τῶν ἀποστόλων, πού δέν εἶμαι ἄξιος καί ἱκανός οὔτε κἄν νά ὀνομάζομαι ἀπόστολος, γιατί πολέμησα τήν ᾿Εκκλησία τοῦ Θεοῦ;). Καί πόσο διατηροῦν στή συνείδησή τους ἄσβεστη τήν Παύλεια εὐαισθησία εὐθύνης, πού ἀποτυπώνεται στήν αὐτοβιογραφική του κατάθεση: “ἀνέβην κατά ἀποκάλυψιν (στά ῾Ιεροσόλυμα) καί ἀνεθέμην αὐτοῖς τό εὐαγγέλιον ὅ κηρύσσω ἐν τοῖς ἔθνεσι, κατ᾿ ἰδίαν δέ τοῖς δοκοῦσι, μήπως εἰς κενόν τρέχω ἤ ἔδραμον” (Γαλατ. β΄ 2); (᾿Ανέβηκα στά ῾Ιεροσόλυμα, μετά ἀπό ἀποκάλυψη, πού μοῦ ἔκανε ὁ Θεός. Καί ἐξέθεσα στή σύναξη τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν ῾Ιεροσολύμων τό Εὐαγγέλιο, πού κηρύσσω στούς ᾿Εθνικούς. Καί, “κατ᾿ ἰδίαν” ἐξέθεσα τή δραστηριότητά μου στούς ἐπιφανεῖς καί διακεκριμένους ᾿Αποστόλους, γιά νά ἀκούσω τήν ἄποψή τους καί νά ἔχω τήν πληροφορία, ὅτι δέν ἔτρεξα καί δέν κοπίασα μάταια).
***
Στίς σύγχρονες κοινωνίες ἡ ἀνάγκη καί τό αἴτημα τῆς κριτικῆς καί τῆς αὐτοκριτικῆς ἔχει πάρει διαστάσεις ἀδήριτης προτεραιότητας καί ἔχει ἐνταχτεῖ στή λειτουργικότητα τῶν δημοκρατικῶν θεσμῶν.
Εἶναι ἀδιανόητη ἡ λειτουργία τοῦ Δημοκρατικοῦ Πολιτεύματος, σέ ὁποιαδήποτε χώρα τοῦ πλανήτη μας, δίχως τήν καθολική ἐξασφάλιση τοῦ δικαιώματος κριτικῆς σέ ὅλους τούς παράγοντες, πού προεξάρχουν καί πρωτοστατοῦν στήν προάσπιση τῶν θεσμῶν καί στή δίκαιη ὀργάνωση τῆς καθημερινότητας. ῾Η ἄσκηση τῆς ἀνώτατης βαθμίδας τῆς πολιτειακῆς καί πολιτικῆς ἐξουσίας, εἶναι ἀνοικτή στήν ἐλεύθερη κρίση καί στόν ἔλεγχο. Τά νομοθετικά σχήματα, πού τροχιοδρομοῦν τήν κοινωνική καί πολιτιστική ἀνάπτυξη καί οἱ μεθοδεύσεις, πού ἐνεργοποιοῦν τίς νομικές ἐπιταγές καί τά λαϊκά ὁράματα, ἐκδιπλώνονται, ὑποχρεωτικά καί ἀναλυτικά, στίς συνελεύσεις τῶν Κοινοβουλίων κάθε χώρας. Καί δέν ἀποκρυσταλλώνονται σέ δεσμευτικές ἀποφάσεις, ἄν δέν περάσουν ἀπό ἐλεύθερη καί συχνά, δριμύτατη κριτική καί ἄν δέν συγκεντρώσουν τήν πλειοψηφία τῆς συναίνεσης.
᾿Αλλά καί μετά τήν Κοινοβουλευτική διεργασία καί ἔξω ἀπό τόν ἐπίσημο χῶρο τοῦ δημοκρατικοῦ διαλόγου, τό δικαίωμα τῆς κριτικῆς δέν ἀκυρώνεται καί ὁ σκληρός ἤ ὁ φαρμακερός λόγος δέν ἐλλείπει ἀπό τά ρεπορτάζ τῆς δημοσιογραφικῆς ἐπικαιρότητας. ῾Ο ”καθημερινός Τύπος” ἀσκεῖ κριτική. ῾Η τηλεόραση διαπομπεύει τούς ἐργάτες τοῦ σκότους καί τούς καταχραστές τοῦ δημόσιου πλούτου. ῾Η θεσμοθετημένη Δικαιοσύνη στήνει στά ἑδώλια τῶν κατηγορούμενων ὅλους ἐκείνους, πού προδίδουν τήν ἀποστολή τους καί τό χρέος τους. ῾Η φιλική συνάντηση στό κάθε σπίτι καί ἡ ἀναστροφή στήν καφετέρια ἐπεξεργάζονται τά πλάνα τῆς καθημερινῆς εἰδησεογραφίας καί διατυπώνουν ἐλεύθερη ἄποψη.
Γιά ὅλο αὐτό τό πολυσχιδές σχῆμα τοῦ ἐλεύθερου, δημοκρατικοῦ διαλόγου καί τῆς κριτικῆς, πού ἐκπορεύεται ἀπό κάθε αἴθουσα θεσμικῆς ἁρμοδιότητας καί ἀπό κάθε παλόμενη καρδιά, ἔχω νά κάνω δυό παρατηρήσεις.
῾Η πρώτη παρατήρηση: ῾Η κριτική εἶναι πάντοτε ἐξωστρεφής. Στοχεύει στόν ἔλεγχο τῶν ἄλλων. Τῶν προσώπων ἤ τῶν ὁμάδων, πού διαχειρίζονται ἤ καταχρῶνται τήν κοινή εὐημερία. ᾿Απουσιάζει παντελῶς ἡ αὐτοκριτική. ῾Η ὁμολογία τῶν λαθεμένων ἐπιλογῶν. Τῆς κακοδιαχείρισης τοῦ ἐξουσιαστικοῦ προνομίου. Καί τῆς κατασπατάλησης τοῦ κοινοῦ πλούτου. ῞Ολα αὐτά ἐπισημαίνονται καί στιγματίζονται ἀπό τήν ἀντίπερα ἔπαλξη, ἀλλά δέν ὁμολογοῦνται καί δέν ἀποκηρύσσονται ἀπό τό κύκλωμα τῶν δραστῶν.
῾Η δεύτερη παρατήρηση: Κοινή ἐμπειρία, πού ἀποτυπώνεται στίς συμπεριφορές καί στίς καθημερινές ἀντιδράσεις τῆς πλατειᾶς λαϊκῆς μάζας, εἶναι, πώς ἡ ἐπεξεργασία τῶν σχεδιασμῶν τῆς ἐξουσίας καί ἡ πολυεπίπεδη ἐνημέρωση, περνοῦν -μέ ἀκοίμητο μάτι- ἀπό τούς μηχανισμούς τῆς πολιτικῆς ἤ τῆς πολιτιστικῆς σκοπιμότητας. Καί διαμορφώνονται σέ ὀργανογράμματα καί σέ δημοσιογραφική διαφήμιση, ἀφοῦ ἐξασφαλιστεῖ ἡ συναίνεση καί, συχνά, ἡ χρηματοδότηση ἐκ μέρους τῶν κυρίαρχων πολιτικῶν καί οἰκονομικῶν κεφαλῶν. Καμμιά πληροφορία, πού φτάνει στά τυπογραφικά πιεστήρια τῆς δημοσιογραφίας καί καμμιά ἀνακοίνωση, πού ἀκούγεται ἀπό τό ὀρθάνοιχτο παράθυρο τῆς τηλεόρασης, δέν ἐκφράζει, μέ πιστότητα ἀδιαπραγμάτευτης εἰλικρίνειας, τήν παθογένεια τοῦ συστήματος καί τήν πηγαία, λαϊκή ἐκτίμηση τῆς πραγματικότητας. Καί καμμιά σφυγμομέτρηση δέν εἶναι ἀνεξαρτητοποιημένη ἀπό πολιτικά ἤ οἰκονομικά συμφέροντα, δέ δημοσιοποιεῖται, ἐνισχυμένη μέ τήν ἔμφαση θαρρετοῦ φρεναρίσματος τῆς διάχυτης, ὁρμητικῆς, διαφθορᾶς καί δέ σηματοδοτεῖται ὡς ἀφετηρία γιά καινούργια, ἔντιμη καί διάφανη πορεία.
Μέ αὐτά τά κουσούρια, ἡ δημόσια κριτική, πού γεμίζει τήν καθημερινότητα καί καταπιέζει τίς καρδιές, δέ δίνει τό στίγμα τῆς προόδου, ἀλλά τό σῆμα τῆς κατακρύμνισης στό χάος τῆς ἀπελπισίας.
***
Μετά ἀπό τή σύντομη αὐτή σκιαγραφία τῆς λειτουργίας τοῦ συστήματος “κριτική-αὐτοκριτική” στήν κοινωνικοπολιτική μας ἐπικαιρότητα καί μέ ἐφόδιο τήν πλούσια, κοινή μας ἐμπειρία, ἄς ἀνοίξουμε καί τόν ἄλλο φάκελλο, πού περιέχει τίς ἔμπονες, προσωπικές καί κοινές μας ἐκκλησιαστικές ἐμπειρίες. Τίς ἀνησυχίες μας καί τά ὁράματά μας, γιά τό “σήμερα” καί γιά τό “αὔριο” τοῦ ἱεροῦ σκάφους, πού ξεκίνησε τό ἱστορικό του ταξίδι, μέ Κυβερνήτη τόν Σταυρωμένο καί ᾿Αναστημένο Κύριό μας καί μέ συγκυβερνῆτες τούς ἐκλεγμένους διακόνους Του καί λειτουργούς Του ᾿Επισκόπους καί ποιμένες.
Τό ἱστορικό θησαύρισμα, πού κληροδοτήθηκε, ἀπό τήν ᾿Αποστολική ὁμήγυρη, στίς διάδοχες γενιές τῶν ᾿Επισκόπων, εἶναι ἡ ἀπόλυτη διαφάνεια στά ὁράματα καί στίς κινήσεις. ῾Η ταπεινή, “κατενώπιον τοῦ Θεοῦ” καί ἐξομολογητική ἀναγνώριση τῶν σφαλμάτων. Καί ἡ προσεκτική, “ἐν φόβῳ Θεοῦ” ἄσκηση τῆς κριτικῆς στίς περιπτώσεις ἀλλοίωσης ἤ ἀλλοτρίωσης τῆς διδαχῆς ἤ στά φαινόμενα νόθευσης τοῦ χαρισματικοῦ, ἐκκλησιαστικοῦ βιώματος.
᾿Από τήν Κ.Δ. στούς ἐκλεκτούς ᾿Αποστόλους τοῦ Κυρίου μας, ἀπό τή Θεοφώτιστη ἀποστολική ὁμάδα στίς διάδοχες γενιές τῶν σεμνῶν καί διάφανων φυσιογνωμιῶν τῶν ποιμένων καί διδασκάλων τῆς ᾿Εκκλησίας μας καί ἀπό αὐτούς στήν ἐποχή μας ἔχει κληροδοτηθεῖ, ὡς πράξη καί ὡς ἐντολή, τό θεσμοθετημένο ἀπό τόν Σαρκωμένο λόγο τοῦ Θεοῦ χρέος τῆς ἀπόλυτης διαφάνειας. Στήν ἐξαγγελία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου καί στήν ἄσκηση τοῦ ποιμαντικοῦ λειτουργήματος δέν ἀφήνεται τό παραμικρό περιθώριο γιά τή φαρισαϊκή ὑποκρισία. Δέν ἐπιτρέπεται σέ κανένα ἀπό τούς παραστάτες τοῦ ῾Ιεροῦ Θυσιαστηρίου νά καμουφλάρει, μέ ὡραιολογίες καί μέ πράξεις κοσμικῆς ἐπίδειξης, τό σκοτεινό βάθος τῆς ψυχῆς του καί τίς δόλιες προθέσεις του καί νά διακινεῖται στό δημόσιο χῶρο μέ τήν ἐπιτηδευμένη τεχνική τῆς φαρισαϊκῆς αὐτοπροβολῆς καί μέ τόν πλαστό φωτισμό τῆς σκοτεινῆς ἐπικαιρότητας.
***
Στήν ἐκκλησιαστική μας ἱστορία διακρίνει κανείς ὁλοκάθαρα τή διακίνηση τοῦ ἀπόλυτου σεβασμοῦ στήν ἀλήθεια καί τήν ἐλεύθερη, ἄσκηση τῆς κριτικῆς καί πρός τούς “ἔξω” καί πρός τούς “ἐντός” τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ περιβόλου.
῎Εχουμε μπροστά μας εἴκοσι αἰῶνες ἐκκλησιαστικοῦ βίου. Μέ διακυμάνσεις ποικίλες. Θετικές καί ἀρνητικές. Μέ τήν παρουσία τῶν φωτισμένων Πατέρων μας πού στοιχήθηκαν, μέ ἀκρίβεια, στά προστάγματα τοῦ Κυρίου μας καί στό βηματισμό τῶν ἁγίων ᾿Αποστόλων. Καί μέ τίς διαδρομές τῶν ἀποτυχημένων νοσταλγῶν καί κυνηγῶν τῶν ἀξιωμάτων, πού λέκιασαν, μέ τίς συμπεριφορές τους, τίς σελίδες τῆς ἱστορικῆς ἀπομνημόνευσης καί ναρκοθέτησαν τή ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος.
῾Η ἀναφορά τῶν κατοπινῶν γενεῶν στίς προσωπικότητες τῶν ἁγίων Πατέρων προκαλοῦσε, αὐτόματα καί προκαλεῖ ἴσαμε σήμερα, ἕνα κέντρισμα ἐλέγχου τῶν δικῶν μας, ἀτυχῶν ἐπιλογῶν καί μιά ἔμπνευση σέ συστοιχία καί συμπόρευση.
Μεταφέρω μιά χαρακτηριστική φράση τοῦ Διδύμου τοῦ ᾿Αλεξανδρέως, συγγραφέα τοῦ τέταρτου αἰώνα, πού ἔζησε τό μεγαλεῖο τῶν Πατερικῶν ὁραμάτων καί -παράλληλα- τίς μικρότητες τῶν παραγόντων τῆς μειοδοσίας, τόσο στήν πίστι, ὅσο καί στό ἦθος.
Τυφλός, στά μάτια τοῦ σώματος καί γεμάτος φῶς, στά μάτια τῆς ψυχῆς του, γράφει ὁ Δίδυμος στόν ἀποδέκτη τῶν θεολογικῶν στοχασμῶν του· “Εἰ δ᾿ ἄν πᾶσι προσεῖχες καί εἰ ἐπίστευες αὐτῷ τῷ Θεῷ Πατρί καί τῷ μονογενῇ αὐτοῦ Υἱῷ, ἔτι δέ καί τοῖς τοσούτοις ἁγίοις, ὧν οἱ ὀφθαλμοί τῆς διανοίας οὕτως ἐγρηγόρουν, ὡς οἱ Χερουβικοί, οὕς ἡμεῖς, ὅσῳ πλέον αἰσχυνόμεθα καί τιμῶμεν, τοσούτῳ μᾶλλον τήν ἔργῳ γενομένην τε παρ᾿ αὐτῶν συμβολήν καί διδαχήν καί τήν ἐπιδειχθεῖσαν πίστιν ὀρθῶς δεχόμεθα” (Περί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, Η΄ α΄). (῎Αν προσεῖχες σέ ὅλους καί σέ ὅλα καί ἄν πίστευες στό Θεό Πατέρα καί στό Μονογενή Υἱό Του, καί, ἀκόμα, ἄν ἔσκυβες καί μελετοῦσες τούς βίους τῶν τόσων ἁγίων, πού τά μάτια τῆς διάνοιάς τους ἦταν σέ τέτοια κατάσταση ἐγρήγορσης, ὅπως εἶναι τά Χερουβικά, θά πίστευες στήν ἀποκαλυμμένη ᾿Αλήθεια, ὅπως πιστεύουμε καί μεῖς, πού ὅσο πιό πολύ συστελλόμαστε ἀπό σεβασμό καί ὅσο τούς τιμᾶμε, τόσο περισσότερο ἐκτιμοῦμε τήν ἔμπρακτη συμβολή τους στό ἔργο τῆς ᾿Εκκλησίας καί τή διδαχή τους καί δεχόμαστε, μέ ἀκρίβεια, τήν ἔκφραση τῆς πίστης τους).
᾿Αντίστροφα, ἡ διακίνηση στήν αὐλή τῆς ᾿Εκκλησίας καί ἡ εἰσπήδηση στό ῾Ιερό Θυσιαστήριο προσώπων μέ κοσμικά ὁράματα, μέ ἀκόρεστη καί ἀκυβέρνητη τή δίψα τῆς ἐξουσίας, μέ ἐκφυλισμένο τό ἦθος καί μέ ἀνεπαρκή τό θεολογικό ὁπλισμό, προκάλεσε διαδοχικούς σπασμούς στό Σῶμα ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί πληγές, πού, ἀκόμα καί σήμερα, λειτουργοῦν ὡς δυνάμεις ἀνασταλτικές τῆς πορείας Του.
***
῾Η ἱστορική ἀνέλιξη τῆς ᾿Εκκλησίας ἔχει πυκνές καί βαθειές τίς διακυμάνσεις της. ᾿Αλλά πλαισιώνεται σταθερά, ἀπ᾿ ἀρχῆς μέχρι τέλους, ἀπό τήν ῞Ωρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἴσαμε τούτη, τή σκοτεινή καί τραγική ὥρα, ἀπό πρόσωπα ἁγιασμένα, πού διαθέτουν ἀνίκητο θάρρος γνώμης καί ἐπιβλητική παρρησία λόγου. ῞Ολοι αὐτοί, εὐσυνείδητοι διαχειριστές τοῦ ποιμαντικοῦ χαρίσματος, τολμοῦν καί ἐγγίζουν τό δάχτυλο στίς ἀδυναμίες καί στά λάθη τῶν συλλειτουργῶν τους καί συμποιμένων τους. Συχνά μέ δάκρυ συντριβῆς καί μέ γλωσσάριο ἐξομολογητικό. Καί, κάποιες φορές, μέ πόνο διαμαρτυρίας καί μέ ἐπιχειρήματα ἀφυπνιστικά, πού ἀναλύουν τήν πλάνη καί καλοῦν σέ ἐπιστροφή, καί σέ πιστή εὐθυγράμμιση μέ τό κήρυγμα τῶν ἁγίων ᾿Αποστόλων καί μέ τήν ῾Αγιοπνευματική παράδοση τῶν σεπτῶν Πατέρων.
῾Η παρουσία καί ἡ δραστηριότητα αὐτῶν τῶν ἀσυμβίβαστων μέ τίς ἴντριγκες καί μέ τήν ποικίλη διαφθορά ἐκκλησιαστικῶν λειτουργῶν εἰκονογραφεῖ μέ πιστότητα καί μέ ἀκρίβεια τίς διακυμάνσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας. Φωτίζει τήν ἁγιότητα καί τήν εὐπρέπεια. ῾Υπογραμμίζει, ὅμως καί στιγματίζει καί τίς ἐκτροπές, πού ἀλλοτριώνουν τή Συνοδική ἀγνότητα καί τήν καταντοῦν “Συνέδριο ἀνόμων”.
Εἶναι χαρακτηριστικό καί -θά τολμοῦσα νά πῶ- ἀποκλειστικό, τό φαινόμενο. Στή μακρότατη ἐκκλησιαστική διαδρομή, ἡ φωνή καί ὁ κάλαμος, πού λειτουργοῦν “ἐν ἐπιγνώσει” τῆς εὐθύνης τους, ἐνημερώνουν μέ ἀδιαμφισβήτητη ἀντικειμενικότητα τήν ἐποχή τους καί διαβιβάζουν τίς χαρές καί τίς ἀπογοητεύσεις τῆς Εύχαριστιακῆς τους Σύναξης στίς διάδοχες γενιές, εἶναι ἡ πηγαία μαρτυρία τῶν ἁγίων Πατέρων μας καί ἡ ἔντιμη καί ἀσάλευτη γραφίδα τους. Τίς σκοτεινές πτυχές τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας βίου τίς μαθαίνουμε ἀπό τίς διδαχές καί ἀπό τίς ἱστορικές συγγραφές τῶν ἁγίων μας. Δέν μας κρύβουν καμμιά σκιά. Δέν ἀποσιωποῦν κανένα ἔκτροπο. Δέν ἐπιδίδονται σέ εἰκονικό ἀγώνα ὡραιοποίησης τῆς φαυλότητας ἤ έκκλησιοποίησης τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος.
῎Ετσι γράφτηκε ἡ ἱστορία τῆς διακίνησης τῆς ᾿Εκκλησίας μας στά ἀφρισμένα κύματα τῆς κοσμικῆς ἀντιπαλότητας. Καί ἔτσι παραδόθηκε στά δικά μας χέρια καί στίς δικές μας καρδιές τόσο ἡ καθημερινή πρακτική, ὅσο καί ἡ ἱστορική ἀποδελτίωση τῶν θετικῶν καί τῶν ἀρνητικῶν συμπεριφορῶν.
***
῾Η σημερινή ἡγεσία τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος ἔχει ὅλο αὐτό τό θησαύρισμα ὡς ἐμπνευστή καί ὁδηγό στήν ἄσκηση τοῦ λειτουργήματός της. ῎Εχει, ὅμως, ἐπί πλέον καί τή σύγχρονη νομική δέσμευση, πού τήν ὑποχρεώνει νά ἀσκεῖ ἀνυπόκριτο αὐτοέλεγχο καί, κατά προέκταση, κριτική καί ἔλεγχο ὅλων τῶν παραγόντων, πού ἐνεργοποιοῦνται στό ἔργο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί στήν ποιμαντική διακονία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Τό ἄρθρο 4 παράγρ. στ΄ τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος ὁρίζει: ῾Η ῾Ιερά Σύνοδος τῆς ῾Ιεραρχίας τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος “ἀσκεῖ τήν ἀνωτάτην ἐποπτείαν καί τόν ἔλεγχον ἐπί τῶν πράξεων τῆς Δ.Ι.Σ., τῶν ᾿Αρχιερέων, τῶν διοικητικῶν ὀργάνων τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος, ὡς καί τῶν ἐπί μέρους ᾿Εκκλησιαστικῶν Νομικῶν Προσώπων, κατά τάς κειμένας διατάξεις”.
῾Η διατύπωση τοῦ ἄρθρου εἶναι σαφέστατη. ῾Η Διαρκής ῾Ιερά Σύνοδος, πού εἶναι τό μόνιμο Συνοδικό ὄργανο τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος λειτουργεῖ κάτω ἀπό τήν ἐποπτεία καί τόν ἔλεγχο τοῦ ἀνώτατου διοικητικοῦ ὀργάνου, πού εἶναι ἡ Σύνοδος τῆς ῾Ιεραρχίας. ῾Ο ᾿Αρχιεπίσκοπος καί οἱ ᾿Αρχιερεῖς, πού διαποιμαίνουν τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα τῆς ἐπαρχίας τους, δέ διακονοῦν αὐτόνομοι καί ἀσύδοτοι. Δεσμεύονται νά λογοδοτοῦν στό ἀνώτατο διοικητικό Σῶμα, κατά τήν τακτική ἤ τήν ἔκτακτη Συνέλευσή του καί νά δέχονται, μέ ταπείνωση, τόν ὁποιοδήποτε ἔλεγχο. Καί ὅλα τά ἐπί μέρους Νομικά Πρόσωπα τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος καί ὅλα τά ἐκκλησιστικά διοικητικά ὄργανα, πού λειτουργοῦν στά πέρατα τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας, ὑπάγονται στήν ἐποπτεία καί στόν ἔλεγχο τοῦ ᾿Ανώτατου Συνοδικοῦ Σχήματος.
Αὐτό σημαίνει, πώς ἡ ῾Ιεραρχία τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος, εἶναι θεσμικά ὑποχρεωμένη, κατά τήν τακτική Της γενική Συνέλευση, σέ ἀτμόσφαιρα ἐνσυνείδητης περισυλλογῆς καί μέ πνεῦμα ταπεινόφρονης μετάνοιας, νά ἀφιερώνεται, πρώτιστα, σέ μιά διαδικασία γόνιμης αὐτοκριτικῆς. Νά ἐλέγχει, στό σύνολό του καί στά ἐπί μέρους του, τήν ποιότητα τοῦ ποιμαντικοῦ της μόχθου, πού προγραμμάτισε καί πού ἄσκησε κατά τήν ἐνδιάμεση χρονική περίοδο. Καί νά διερευνᾶ “μή τις ὑστερῶν ἀπό τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, μή τις ρίζα πικρίας ἄνω φύουσα ἐνοχλῇ καί διά ταύτης μιανθῶσι πολλοί”(῾Εβρ. ιβ΄ 15).
Δέν εἶναι ἐπιτρεπτή καί δέν εἶναι νοητή ἡ περιθωριοποίηση αὐτῆς τῆς ὑποχρέωσης. ῾Η ῾Ιεραρχία τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος, εἶναι δέσμια τῆς νομικῆς ἐντολῆς, νά ἐντάσσει στήν ἡμερήσια διάταξή της καί τόν ἀπαραίτητο ἔλεγχο τῶν πράξεων τῆς Διαρκοῦς ῾Ιερᾶς Συνόδου καί τῶν ἄλλων διοικητικῶν ὀργάνων τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος. ῾Ο πρόεδρος τῆς Διαρκοῦς ῾Ιερᾶς Συνόδου καί τά μέλη της νά λογοδοτοῦν. Οἱ ἄλλοι ὑπεύθυνοι νά ἐκθέτουν τίς δραστηριότητές τους καί νά δέχονται, μέ ταπείνωση καί μέ διάθεση ἐπανόρθωσης, ὅλη τήν κριτική καί τίς συμβουλές τοῦ Σώματος τῆς ῾Ιεραρχίας.
Σαφές, σαφέστατο, ὅτι κανένας μέσα στόν ἱερό περίβολο τῆς ᾿Εκκλησίας δέν εἶναι αὐτόνομος καί ἀνεξάρτητος. Κανένας δέν ἔχει τό δικαίωμα νά αὐτοσχεδιάζει καί νά αὐτενεργεῖ, μέ κίνητρα σκοτεινῆς σκοπιμότητας καί μέ στόχους, πού δέν ἐντάσσονται καί δέν καταξιώνονται ἐκεῖ, πού ἱερουργεῖται τό Μυστήριο τῆς ἀγαπητικῆς, Σταυρικῆς Θυσίας.
Αὐτή, ἡ νομική δέσμευση. Διαμετρικά διάφορη ἡ πράξη. ῾Η Συνοδική λειτουργία δείχνει, ὅτι τό ᾿Ανώτατο διοικητικό Σῶμα ἀγνοεῖ ἤ ἔχει διαγράψει σκόπιμα τό χρέος τῆς γόνιμης αὐτοκριτικῆς καί τό καθῆκον τοῦ εὐρύτερου ἐλέγχου τῶν στεγαζόμενων στήν ἁρμοδιότητά του καί στήν εὐθύνη Του κλαδικῶν ὑπηρεσιῶν.
Στήν ἡμερήσια Διάταξη τῆς ῾Ιεραρχίας δέν ἀναγράφεται κριτική καί ἔλεγχος. Τά θέματα, πού καθορίζονται γιά μελέτη, εἶναι γενικά καί θεωρητικά. ῾Η ἐπιλογή τους γίνεται μέ ἕνα καί μοναδικό κριτήριο. Νά καλύψουν τό χρόνο τῆς Συνέλευσης. Νά μήν ἀφήσουν περιθώρια γιά κριτική καί γιά πρόκληση σάλου. Νά φτάσει τό Σῶμα στό τέλος τῆς Συνοδικῆς ἀπασχόλησης, δίχως νά ἐνοχληθεῖ κανένας καί δίχως νά δοθεῖ ἀφορμή στά παραφυλάγοντα μέσα τῆς ἐνημέρωσης καί τοῦ κουτσομπολιοῦ νά στραπατσάρουν τό ἴματζ τῆς ἐπηρμένης δεσποτικῆς ἡγεσίας.
῎Αν σέ κάποια στροφή τῆς Συνοδικῆς διαδρομῆς καί σέ φάση ἀναμόχλευσης τῶν προσωπικῶν ἀντιπαθειῶν, θολώσει ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς τεχνητῆς εὐπρέπειας καί ἐκτοξευτοῦν φαρμακερά λεκτικά βέλη ἀπό ἀδελφό ῾Ιεράρχη σέ ἀδελφό ῾Ιεράρχη, ἡ παρείσακτη στιχομυθία φρενάρεται μέ ἐπιτακτική ἤ καί μέ βίαιη παρέμβαση. Πετιέται στό καλάθι τῆς λησμοσύνης. Καί δέν καταγράφεται, οὔτε ὡς ἀπευκταῖο συμβάν στά Πρακτικά τῆς Συνόδου, γιά νά μή τυπωθεῖ ὁ λεκές στήν τεχνητά -καί ὑποκριτικά- ἄψογη σύμπνοια τοῦ Συνοδικοῦ Σώματος.
***
Παραμένει ἀνοιχτό καί ἀναπάντητο καί τό ἄλλο σκέλος τοῦ προβλήματος. ῾Η σοβαρή μελέτη καί ὁ κριτικός λόγος τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας μας γιά τά ποικίλα ρεύματα ἰδεῶν καί προτύπων ζωῆς, πού προβάλλονται καί διαφημίζονται στήν εὐρύτατη, παγκοσμιοποιημένη, πολιτιστική σκηνή, ὡς τά καταξιωμένα εὑρήματα τῶν “προοδευτικῶν” ὁμάδων καί πού διεκδικοῦν τήν ἐτικέτα τῆς μοναδικότητας καί τῆς ἀποκλειστικότητας.
Κατά τίς διασκέψεις τόσο τῆς Διαρκοῦς ῾Ιερᾶς Συνόδου ὅσο καί τῆς Συνόδου τῆς ῾Ιεραρχίας τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος τά προβλήματα τῆς καταιγιστικῆς ἰδεολογικῆς ἀναταραχῆς καί οἱ ἀγωνίες τῶν πιστῶν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας, πού νοιώθουν τό πνευματικό θησαύρισμα τῆς καρδιᾶς τους νά διακυβεύεται στό φανταχτερό παζάρι τῶν νέων σχημάτων, δέν ἐρεθίζουν τό ἐνδιαφέρον τῶν Συνοδικῶν μελῶν καί δέν καταστρώνονται στό τραπέζι τῆς ἔρευνας, τῆς προσεκτικῆς μελέτης καί τῆς διατύπωσης χαρισματικῆς ῾Αγιοπνευματικῆς ἀπόκρισης.
Κάποιοι ᾿Επίσκοποι, ἐδῶ κι᾿ ἐκεῖ, φιλοτιμοῦνται νά διατυπώσουν ἕνα λόγο κριτικό, πού ἐπισημαίνει τήν κατολίσθηση τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας καί εἰσάγει ἄλλο ὅραμα. ᾿Αλλά ὁ ἀντιρρητικός αὐτός λόγος εἶναι τόσο πρόχειρος καί τόσο φτωχός, πού ἀντί γιά τήν προσοχή καί τό ἐνδιαφέρον διεγείρει τήν ἀρνητική κρίση ἤ καί τό εἰρωνικό μειδίαμα.
Στό “χθές” καί στό “προχθές” τῆς ᾿Εκκλησίας, κατά τή μακρά περίοδο,πού κύλησε ἀπό τή δυναμική ἀποστολική ἐξάπλωση στά διαμερίσματα τοῦ γνωστοῦ τότε κόσμου, ἴσαμε τίς μέρες μας, οἱ μεγάλοι καί φωτισμένοι Πατέρες μας καί οἱ σοβαρά καί γόνιμα διανοούμενοι παράγοντες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου στάθηκαν, μέ βαθύ ἐρευνητικό πνεῦμα, ἀλλά καί μέ γνήσιο σεβασμό στήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα, μπροστά στούς ἀλλεπάλληλους κυματισμούς τῶν κοσμικῶν ἰδεολογιῶν καί τῶν κοινωνικῶν μεταλλαγῶν. Καί διατύπωσαν ἄποψη σοφῆς κριτικῆς, υἱοθετώντας ὅ,τι θετικό καί ἀποτελεσματικό πρότειναν οἱ εἰσηγητές τῶν ἀλλαγῶν καί σταθμίζοντας μέ εὐθυκρισία τά ἐλλείμματα, πού ἀποπροσανατόλιζαν τόν ἄνθρωπο, τόν καθήλωναν στή γῆ καί στήν ὕλη καί τοῦ ἔκλειναν τόν ὁρίζοντα τῆς αἰωνιότητας. Τά κείμενα, πού σώθηκαν, μᾶς μεταφέρουν τό πνεῦμα τῆς ἐλευθερίας, τήν ἱκανότητα τοῦ διαλόγου καί τή φωτισμένη διαλεκτική τῶν ἀνθρώπων τῆς πίστης, πού στάθηκαν, γενναῖοι, μπροστά στά στίφη τῶν εἰδωλολατρῶν ἤ τῶν ἀθέων καί μελώδησαν, μέ τά κριτικά ἤ τά ἀπολογητικά τους ἐπιχειρήματα τή χαρισματική ὀμορφιά τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βιώματος καί τήν πληρότητα τῆς χαρᾶς καί τῆς ἱκανοποίησης, πού θρονιάζονται στά βάθη τῆς ὕπαρξης, ὅταν διαλέγεται μέ τό Δημιουργό καί Πατέρα της.
Πρέπει νά ὁμολογηθεῖ, μέ συνοχή ψυχῆς, ὅτι τό θάρρος τῆς ῾Αγιοπνευματικῆς πληρότητας, ἡ εὐχέρεια τῆς ἄρτιας θεολογικῆς κατάρτισης καί ἡ ἐξωνυχιστική διερεύνηση τῶν ἰδεολογημάτων καί τῶν τάσεων τῆς κάθε ἱστορικῆς περιόδου, πού χαρακτήριζε τούς Πατέρες καί τούς ἄλλους ἀπολογητές, δέν πλεονάζουν σήμερα στά κεντρικά καί στά περιφερειακά στέκια τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης. Πειστικό ἀποδεικτικό στοιχεῖο αὐτῆς τῆς στέρησης εἶναι τά δημοσιογραφικά ὄργανα, πού ἐκπορεύονται τόσο ἀπό τό Συνοδικό κέντρο, ὅσο καί ἀπό τίς, ἀνά τή χώρα, Μητροπολιτικές ἐπάλξεις. Τά φυλλάδια καί τά περιοδικά, πού ἐκδίδονται κάθε μήνα, εἶναι, πραγματικά δυσεξαρίθμητα. ῎Ογκος πού ἐντυπωσιάζει καί βαρύνει. Τό περιεχόμενο, ὅμως, ὅλου αὐτοῦ τοῦ ὄγκου δέν ξεπερνάει, σέ βάθος καί δύναμη, τόν ἀτέλειωτο ἀλλά ἀφελή διάλογο, πού ἐκδιπλώνεται στό καφενεῖο ἑνός ἀπόμακρου ἑλληνικοῦ χωριοῦ. Οἱ πληροφορίες γιά τίς κινήσεις καί τίς παραστάσεις τοῦ Μητροπολίτη καί οἱ ἀτέλειωτες φωτογραφίες -ἀπό σαράντα ἴσαμε πενήντα σέ κάθε φύλλο- πού ἐπικυρώνουν τήν πραγματοποίηση τῶν ἐμφανίσεων καί φέρουν σέ εὐρύτερη ἐπίδειξη τόν πλοῦτο τῆς δεσποτικῆς γκαρνταρόμπας, δέν ἀποτελοῦν μήτε κριτική τῆς τρέχουσας πνευματικῆς καί ἰδεολογικῆς σύγχυσης, μήτε αὐτοκριτική τῶν ἐλλείψεων τῶν κατεστημένων ποιμένων. Εἶναι λόγος αὐτοθαυμαστικός καί ὄχι καθοδηγητικός καί ἀποκαλυπτικός. Λειτουργεῖ ὡς πασαρέλα ἐκκλησιαστικῆς μόδας καί ὄχι ὡς σχολή ἀλήθειας καί ὡς διάλογος ἐξαγιασμένης ἀγάπης.
Οἱ ἐκφορεῖς τῆς φλύαρης αὐτῆς αὐτοκολακείας γνωρίζουν πολύ καλά, ὅτι οἱ λόγοι τους καί τά κείμενά τους δέν ἐγγίζουν τούς ἀποδέκτες καί δέ λειτουργοῦν ὡς ἀγαπητική χειραγωγία στήν αὐλή τῆς θεϊκῆς πατρότητας. ᾿Ενῶ, ὅμως, διαπιστώνουν αὐτή τήν ἀδυναμία τους, δέ διαθέτουν τή δύναμη καί τήν ἀπαραίτητη πνευματική θωράκιση, γιά νά μετακινηθοῦν ἀπό αὐτή τή στεῖρα αὐτοδιαφήμιση καί νά ἀναπτυχτοῦν στήν περιπέτεια τῆς γόνιμης, ἀνανεωτικῆς αὐτοκριτικῆς καί στή διατύπωση λόγου, πού θά χειραγωγήσει τό ποίμνιο στά ἀπέραντα λειβάδια τῆς θείας γνώσης καί τῆς θαλπωρῆς τῆς θείας ἀγάπης.
***
Θά ὁλοκληρώσω τήν κατάθεση τῶν προβληματισμῶν μου μέ τήν παρουσίαση ἑνός ἀποσπάσματος τῆς ἀνήσυχης καρδιᾶς καί τῆς ὀξύτατης γραφίδας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης·
“Γενόμεθα τοίνυν κατά τόν παροιμιώδη λόγον ῾Εαυτῶν ἐπιγνώμονες. (Παροιμ ιβ΄ 26 “ἐπιγνώμων δίκαιος ἑαυτοῦ φίλος ἔσται”) τό γάρ ἑαυτόν γνῶναι καθάρσιον τῶν ἐκ τῆς ἀγνοίας πλημμελημάτων γίνεται. ἀλλ᾿ οὐκ ἔστι ράδιον ἑαυτόν κατιδεῖν τόν γε ἀληθῶς ἑαυτόν ἰδεῖν βουλόμενον μή τινος ἐπινοίας δυνατόν ποιούσης ἡμῖν τό ἀδύνατον” (“Λόγος εἰς τούς κοιμηθέντας”, Jaeger IX, 40). (῎Ας γίνουμε, λοιπόν, σύμφωνα μέ τό λόγο τῶν Παροιμιῶν, στοχαστικοί ἐρευνητές τοῦ ἑαυτοῦ μας. ῾Η ἐπίγνωση αὐτή τοῦ ἑαυτοῦ μας μᾶς κάνει ἱκανούς νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά πλημμελήματα, πού ὀφείλονται στήν ἄγνοια. ᾿Αλλά δέν εἶναι εὔκολο νά δεῖ κανείς τόν ἑαυτό του, δέν μπορεῖ νά τόν ἐξερευνήσει ἐκεῖνος, πού πραγματικά ποθεῖ νά τόν μάθει, ἄν κάποια δυναμική γνώση καί ἐμπειρία δέν τόν καταστήσει ἱκανό νά πετύχει τό ἀδύνατο).
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων