† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Τό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 148, 1-1-2005
Χιλιαστικές οὐτοπίες
Ἐλευθερίου Χ. Οἰκονομάκου
Χιλιασμός καλεῖται ἡ ἀρχαία παρερμηνεία περί “ὁρατῆς εἰρηνικῆς καί εὐδαίμονος βασιλείας τοῦ Χριστοῦ μετά τῶν πιστῶν ἐπί τῆς γῆς πρό τῆς μελλούσης κρίσεως, διαρκείας χιλίων ἤ περισσοτέρων ἐτῶν... Πανταχοῦ θά βασιλεύσῃ ἐπί τῆς γῆς εἰρήνη καί εὐδαιμονία, θά παύσωσιν οἱ πόλεμοι, ἡ ἀγριότης τῶν θηρίων..., ἡ γῆ θά καταστῇ ὡραιοτέρα καί καρποφορωτέρα, ἡ δύναμις τοῦ θανάτου θά ἐξασθενήσῃ καί ὁ ἄνθρωπος θά ζῇ ἐπί πολλά ἔτη” (Κ. Ι. Δυοβουνιώτης, “Μεγάλη Ἑλλην. Ἐγκυκλοπαίδεια”, τ. ΚΔ΄). Εἰδυλλιακή οὐτοπία! Πρόκειται γιά νόθες ἑρμηνεῖες χωρίων τῆς Γραφῆς, ἰδίως τῆς Ἀποκαλύψεως (κ΄ 1 κα΄ 8). Αὐτά κηρύττουν καί οἱ σημερινοί Χιλιαστές, μαζί μέ πλῆθος ἄλλων παραχαράξεων καί παρερμηνειῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Διαχρονικό, ὅμως, πρόβλημα γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι ὅτι καί πολλά μέλη Της, κληρικοί καί λαϊκοί, ἐμφοροῦνται ἀπό ἀνομολόγητες ἔμμονες ἰδέες χιλιαστικῆς χροιᾶς, πού ὁδηγοῦν σέ ἐφησυχασμό καί κρατοῦν σέ καταστολή τό ἀγωνιστικό φρόνημα τῆς ψυχῆς.
Πολλοί βλέπουν τή σωτηρία “γραφειοκρατικά”. Τηρῶντας τό πρωτόκολλο κάποιων θρησκευτικῶν ἀρχῶν, τή θεωροῦν βέβαιη, νά συνδυάζεται, μάλιστα, μέ ζωή ἀνέφελη, μέ ἐπιτυχίες, πλοῦτο καί ὑψηλό πρεστίζ, ὑγεία, μακροζωία, ὑλική καί πνευματική εὐφορία.
Ὅλα αὐτά, ὑποδηλώνουν, κατά τό φρόνημα τοῦ κρυπτοχιλιαστῆ Χριστιανοῦ, εὔνοια Θεοῦ πρός ὅποιον τά βιώνει. Ἀνταπόδοση καλῶν ἔργων. Ἀντίθετα, τίθεται ἐν ἀμφιβόλῳ ἡ γνησιότητά του ὡς Χριστιανοῦ ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ζεῖ κάτω ἀπό ἄθλιες συνθῆκες, ἄσημος καί κατατρεγμένος στό περιθώριο, δυστυχής, φτωχός καί ἄρρωστος. Κάποιοι δέ διαθρυλούμενοι ὡς διορατικοί ποιμένες(;) ἀποφαίνονται ὅτι δοκιμάζεται γιά νά ἀποτινάξει πάθη ψυχοφθόρα καί κρυφές πράξεις αἰσχύνης, τίς ὁποῖες ἔχει διαπράξει!
Στήν Π. Διαθήκη, κυρίως, ὑπάρχουν, ὄντως, χωρία ὅπου ὁ Θεός ὑπόσχεται προστασία (“εὐλογία”) σ᾿ ὅσους πιστεύουν σ᾿ Αὐτόν καί τηροῦν τό Νόμο Του. Ὑπάρχουν, ἐξ ἄλλου, ἔντονες ἀπειλές γιά ἐγκατάλειψη (“κατάρες”) πρός ὅσους Τόν ἀρνοῦνται καί λατρεύουν θεότητες ἀνθρώπινης ἐπινοήσεως καί κατασκευῆς, ἀθετῶντας τό Νόμο Του. Αὐτές οἱ “εὐλογίες” καί οἱ “κατάρες” τοῦ Θεοῦ ἀποτελοῦν γιά πολλούς πιστούς “λίθον προσκόμματος”. Στό ἔδαφος αὐτῶν φυτρώνουν σά σαπρόφυτα οἱ χιλιαστικές οὐτοπικές προσδοκίες. Τό ἐρώτημα, τί θέλει μέ τά χωρία αὐτά νά ἐξαγγείλει στόν κόσμο ἡ θεόπνευστη γνώση καί ἡ ἔνθεη ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θέμα, πού ξεπερνᾶ τίς δυνατότητες αὐτοῦ τοῦ σημειώματος. Λίγα μόνο σχόλια, ἴσως, φανοῦν χρήσιμα.
Ἡ Γραφή δέν καλλιεργεῖ αὐταπάτες. Προειδοποιεῖ, μᾶλλον, τούς πιστούς ὅτι πολύ συχνά μιά θεωρούμενη εὐτυχία, συνοδεύει τή ζωή τῆς ἁμαρτίας. Χαρακτηριστικά, ὁ Δαυΐδ (Ψαλμ. ρμγ΄, 11-15) παρακαλεῖ τό Θεό νά τόν γλιτώσει ἀπό τά χέρια “υἱῶν ἀλλοτρίων”, δηλ. δυσσεβῶν (Θεοδώρητος PG 80 1961), πού ψεύδονται, ἀπατοῦν καί διαπράττουν κάθε εἴδους ἀδικία. Παρά ταῦτα, ὁ κόσμος τούς θαυμάζει, διότι οἱ γιοί τους εἶναι “ὡς νεόφυτα ἱδρυμένα ἐν τῇ νεότητι αὐτῶν (εὔρωστα βλαστάρια μέσα στή νιότη τους), οἱ κόρες τους ὄμορφα στολισμένες “ὡς ὁμοίωμα ναοῦ” (ὅπως τά περικαλή ἱερά τεμένη). Οἱ ἀποθῆκες τους ξεχειλίζουν ἀπό ἀγαθά. Τά πρόβατά τους βρίσκουν ἄφθονη τροφή καί πληθαίνουν. Τά βόδια τους παχαίνουν. Ὅλα τά ἀγαθά τους εἶναι ἀσφαλή σέ χώρους μέ τοίχους γερούς χωρίς ρωγμές. Θρῆνοι ποτέ δέν ἀκούγονται στίς συγκεντρώσεις τους!...
Πολλοί δίκαιοι ἄνδρες, κυρίως στήν Π. Διαθήκη, στάθηκαν ἐνεοί μπροστά στήν ἀκατανόητη γι αὐτούς σιωπή τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔβλεπαν τό νόμο Του, ὑπέρ τοῦ ὁποίου αὐτοί ἔπασχαν, νά τόν ἀθετοῦν ἐκεῖνοι, πού θεωροῦνταν καταξιωμένοι. Μέ τά λόγια τοῦ Ἱερεμία (ιβ΄ 1-2): “Δίκαιος εἶ, Κύριε,... πλήν κρίματα λαλήσω πρός σε (θά Σοῦ θέσω νά κρίνεις ἕνα πρόβλημα), τί ὅτι ὁδός ἀσεβῶν εὐοδοῦται (γιατί ἀσεβεῖς ἐπιτυγχάνουν στή ζωή), εὐθήνησαν πάντες οἱ ἀθετοῦντες ἀθετήματα (εὐδοκιμοῦν ὅλοι ὅσοι παραβαίνουν τίς ἐντολές Σου); Ἐφύτευσας αὐτούς καί ἐρριζώθησαν (ρίζωσαν γιά καλά). Ἐτεκνοποιήσαντο καί ἐποίησαν καρπόν (ἔκαναν παιδιά καί πλήθυναν)”. Καί τό κορύφωμα τῆς ὑποκρισίας τους: “Ἐγγύς εἶ σύ τοῦ στόματος αὐτῶν καί πόρρω ἀπό τῶν νεφρῶν αὐτῶν (μιλοῦν τιμητικά γιά Σένα, Σέ ἔχουν, ὅμως, βγάλει τελείως ἔξω ἀπό τή σκέψη καί τήν καρδιά τους)”. Ὁ Κύριος, βέβαια, στήν Κ. Διαθήκη ἔδωσε ὅλη τήν προοπτική τοῦ προβλήματος μέ τήν παραβολή τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου καί τοῦ πλουσίου. Ἡ ἐπιτυχία στή ζωή, δέν σημαίνει πάντα εὐλογία Θεοῦ. Μπορεῖ νά σημαίνει καί ἐγκατάλειψη...
Ὅταν ἡ Ἀγία Γραφή προβάλλει τό αἴτημα τῆς πίστεως στό Θεό καί τηρήσεως τοῦ Νόμου Του, προσβλέπει στή θέωση τοῦ ἀνθρώπου, στό “καθ᾿ ὁμοίωση”. Δέν ἀποσκοπεῖ στή θεμελίωση ἑνός Χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, οὔτε στήν ἐγκαθίδρυση ἑνός ἰδανικοῦ βασιλείου εἰρήνης καί εὐημερίας ἐπί τῆς γῆς. Στόν κόσμο, ὁ ὁποῖος “ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται” (Α΄ Ἰωάν. ε΄ 19), τό ἐγχείρημα θά ἦταν καί οὐτοπικό καί ἀλυσιτελές. Δέν προβάλλεται, ἑπομένως, στούς πιστούς ἡ ὀρθή πίστη σάν συνταγματική ἐπιταγή, καί οἱ ἠθικοί νόμοι καί τά τυπικά τῆς λατρείας σάν καταστατικά θέσμια, γιά νά γίνουν εὐτυχεῖς πολίτες μιᾶς εὐδαίμονος πολιτείας. Τά δόγματα, οἱ κανόνες καί τά τυπικά τῆς λατρείας, πού παραδίδονται ἀπό τή Γραφή ὡς θεῖες ἐντολές καί ἀποκαλύψεις, καί ἀπό τήν Παράδοση ὡς ἐμπειρίες ἁγίων, συνιστοῦν τό αὐτονόητο πλαίσιο ζωῆς ἐν Χριστῷ, ἐξημερώνουν τά ἤθη, ἐξευγενίζουν τόν ἄνθρωπο. Δέν εἶναι, ὅμως, ἱκανά νά γεφυρώσουν τό χάσμα μεταξύ τοῦ Δημιουργοῦ καί τοῦ ὑπαρξιακά διαβρωμένου ἀνθρώπου κατά τρόπο μαγικό. Σέ πολλά σημεῖα τῆς Γραφῆς ἔχει ἔντονα τονισθεῖ ὅτι ὁ Θεός, ὡς ἀνενδεής καί “ἐπέκεινα πάντων”, δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό τίς ὅποιες ἐνέργειές μας. Βδελύσσεται, μᾶλλον, καί ἐμᾶς καί αὐτές, ὅσο ὀρθή πίστη καί ἄν ὁμολογοῦμε, ὅσο καί ἄν Τόν λατρεύουμε, ἄν μένουμε ξένοι πρός Αὐτόν, σκληροτράχηλοι, ἐγκυστωμένοι στό ἐγώ μας. Ἄδικοι καιροσκόποι καί κερδοσκόποι. Ὑπαρξιακά ὑποκριτές.
Ἀπό τόν ἄνθρωπο ὁ Θεός ζητᾶ νά ἐπιστρέψει ἐν μετανοίᾳ μέ καρδιά μαλακωμένη. Σέ αὐτή τή βάση, ἀπευθύνει πρός ὅλους τήν πρόσκληση: “δεῦτε διαλεχθῶμεν (ἐλάτε νά τά ποῦμε)” (Ἡσ. α΄ 18). Ὁ Θεός διεκδικεῖ ὁλόκληρο τό πλάσμα Του μέ “πάθος”. Μέ ἀκραῖες ἐκφράσεις κενώσεως, μέ τολμηρό ἀνθρωποπαθή τρόπο αὐτοπροσδιορίζεται ὡς “Θεός ζηλωτής (ζηλιάρης)” (Ἔξ. κ΄ 5) δηλώνοντας τό βάθος τοῦ πόθου Του γιά τή σχέση. Καί ἐδῶ ἑστιάζεται ἡ ἄγρια πάλη γιά τό συνειδητό Χριστιανό: στή δική του προαίρεση ἐναπόκειται νά πεῖ τό ναί ἤ τό ὄχι στή θεία πρόσκληση. Ὅλες οἱ ἀντίθεες δυνάμεις, μέσα καί ἔξω ἀπ᾿ αὐτόν, μαίνονται, νά ἀποτρέψουν μιά θετική του ἀπάντηση. Μάχονται νά μή χάσουν τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ, πού πλανήθηκε καί μέ τή θέλησή του ἐξαρτήθηκε ἀπ αὐτές. Ἔτσι γίνεται ἀντιληπτό τό ἀποστολικό παράγγελμα: “μετά φόβου καί τρόμου τήν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε” (Φιλ. β΄ 12), πού εἶναι ἔξω ἀπό κάθε βολική χιλιαστική λογική.
Σέ τελευταία ἀνάλυση, οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ πρός τούς πιστούς Του κινοῦνται σέ τρεῖς ἄξονες. (α) Οἱ πειρασμοί, ὅσους ἐπιτρέψει νά τούς βροῦν, δέν θά εἶναι πάνω ἀπό τίς ἀντοχές τους. “Οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπέρ ὅ δύνασθε” (Α΄ Κορ. ι΄ 13). (β) Ἡ ἐν Χριστῷ νίκη θά εἶναι τό τέρμα τῶν θλίψεών τους. “Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε, ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον” (Ἰωαν. ιστ΄ 33). (γ) Τό πιό σημαντικό, αὐτή ἡ θλίψη θά ἀποβῆ σωτήρια, διότι “ἡ κατά Θεόν λύπη” εἶναι τό ἐργαστήριο, ὅπου παράγεται τό δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, δηλαδή ἡ μετάνοια. Εἶναι ὁ σταυρός, πού ὑψώνει ἡ ἐλευθερία τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅταν κάνη τή μεγάλη προσπάθεια γιά ἀπεξάρτηση (ἀπό τή φθορά). (Σχόλιο περιοδ. “Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής”, τ. 476). Εἶναι τό βάθεμα καί τό πλάτεμα τῆς ἐσωτερικῆς ἀνακαινίσεως, τῆς μετάνοιας καί τῆς ἐλευθερίας, πού ὁδηγεῖ στή θέωση. Στό “καθ᾿ ὁμοίωσιν”.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων