† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Τό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 26, 1 Δεκεμβρίου 1999
TO ZHTOYMENO
Ἐλευθέριου Οἰκονομάκου
Προκαλεῖ πόνο στήν ὀρθόδοξη συνείδηση ἡ εἰκόνα, πού παρουσιάζει σήμερα γενικά ἡ Ἀρχιερωσύνη. Aὐτό τό θεοσύστατο κέντρο κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας. Πόνο, πού τόν νοιώθει ὁ λαός, ὅταν ἀκούει τόν ἀθεολόγητο, ξύλινο λόγο πολυπραγμόνων Ἀρχιερέων. Ἤ παρατηρεῖ τήν λιθώδη ἄφωνη ἀπραξία καί ἀναισθησία κάποιων ἄλλων. Πῶς πολιτεύονται «βύσσῳ καί πορφύρᾳ διανθιζόμενοι καί ταῖς λιπαραῖς τραπέζαις ἐμπιαινόμενοι», ἔχοντας ἁπλώσει βαθειές ρίζες σέ γῆ, στήν ὁποία «πολλοί κάτωθεν ἐπιρρέουσιν οἱ ἡδονῶν ὀχετοί» (Γρηγόριος Nύσσης). Ὅταν βλέπει τόν ἀγώνα τους γιά ἐπιβολή πάνω στούς συν-Ἱεράρχες τους. Γιά καθυπόταξη τοῦ ποιμνίου τους κάτω ἀπό τό πέλμα τους. Γιά ἐπέκταση τῆς κυριαρχίας τους. Γιά πολλαπλασιασμό τοῦ πλούτου τους. Ὅταν γίνεται μάρτυς μιᾶς σχεδόν εἰδωλολατρικῆς προσκόλλησής τους σέ ἀνιστόρητα δῆθεν κανονικά προνόμιά τους, πού ἐπινοοῦν μέ ζηλευτή ἐφευρετικότητα. Σέ ἀνούσιους τελετουργικούς τύπους καί πομπώδεις τίτλους, τήν τήρηση τῶν ὁποίων ἔχουν ἀναγάγει σέ προσήλωση πρός τήν κανονική τάξη! Oἱ Ἐπίσκοποι, πού, ὡς ἐξαιρέσεις τοῦ κανόνα, μέ φόβο Θεοῦ κατέχουν τούς θρόνους τους, ἔχουν δύο μόνο ἐπιλογές: ἤ «καταστενάζοντες καί κατωδυνώμενοι» (᾽Iεζ. θ΄ 4) νά ἀρκεσθοῦν στό περιθώριο, πού τούς ὠθεῖ τό «σύστημα», ἤ νά κριθοῦν δύσχρηστοι καί ἐνοχλητικοί, ἄν ἀντιδράσουν καί νά ἀποβληθοῦν. Nά χάσουν τούς θρόνους τους.
Ὁ μακαριστός π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ὁ γνωστός γιά τήν ἁγία βιωτή του καί τή σοφία του, πνευματικός τῆς νεώτερης Ἑλλάδος, εἶχε κατηγορηθεῖ ἀπό κάποιον Mητροπολίτη ὅτι ἔβλαψε τήν Ἐκκλησία, διότι «κακῶς καί ἐναντίον τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ ἔπραξε, ἀρνηθείς προαγωγήν εἰς Ἐπίσκοπον».
Πράγματι, εἶχε ἀρνηθεῖ προαγωγή του σέ Ἐπίσκοπο, παρά τίς πιέσεις, πού εἶχε δεχθεῖ. Δέκα χρόνια μετά τήν κοίμησή του, ἦλθε στό φῶς τῆς δημοσιότητας ἕνα ἀξιόλογο ἐξομολογητικό καί ἀπολογητικό κείμενό του, (Ἔκδοσις «Tροχαλία», 1999). Σ᾽ αὐτό ἀναλύει τούς προσωπικούς λόγους, πού τόν ὁδήγησαν στή στάση του αὐτή, θέτει, ὅμως, καί κάποιους γενικότερους προβληματισμούς. Ἀφοῦ ἐκθέτει μέ σεμνότητα τό ἔργο του στήν Ἐκκλησία, γράφει: «ἄν δέν εἰσῆλθον ἐν πομπῇ εἰς τούς Nαούς, φέρων μανδύαν μετά μακρᾶς “οὐρᾶς”, προπορευομένων Ἱερέων καί Διακόνων καί κρουομένων χαρμοσύνως τῶν κωδώνων, ἄν δέν ἤκουσα ψαλλομένας “φήμας” ὑπό καλλιφώνων χορωδιῶν, ἄν δέν ηὐλόγησα διά δικηροτρικήρων τά πλήθη, ἄν δέν παρήλασα χρυσοστόλιστος ἀνά τάς ὁδούς ἐν μέσῳ διπλῶν στίχων παρατεταγμένων στρατιωτῶν καί ὑπό τούς ἤχους τῆς “Mπάντας” τοῦ Δήμου,... δέν ὑπῆρξα ὅμως καί ρίψασπις ἤ λιποτάκτης». Σαφέστατη ἡ λεπτή εἰρωνεία πρός τήν πλειοψηφία τῶν σύγχρονων Ἀρχιερέων, πού ἐξαντλοῦν τή δραστηριότητά τους μόνο σ᾽ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τίς πομπώδεις ἐθιμοτυπίες, τίς κενές περιεχομένου. Πού ἔχουν, ὅμως, τήν ψευδαίσθηση ὅτι “ἐκδαπανῶνται” στήν ἐπιτέλεση τοῦ καθήκοντός τους! Kαί κατηγοροῦν, ὅσους θέτουν κάποιες ἄλλες προτεραιότητες στήν ἄσκηση τῆς διακονία τους. Kαταθέτει, συνάμα, ὁ μακαριστός π. Ἐπιφάνιος καί τήν πεποίθησή του ὅτι καί οἱ ἐπισκοπικοί θρόνοι μπορεῖ νά γίνουν πεδία δράσεως εὐεργετικῆς γιά τήν Ἐκκλησία, «ὑπό τόν ὅρον ὅτι ἐν αὐτοῖς ἵστανται ἄνδρες ἱκανοί καί γενναῖοι καί ὄχι “ἄψυχες κοῦκλες”...». Aὐτές οἱ “ἄψυχες κοῦκλες”, πού ἵστανται σέ ἐπισκοπικούς θρόνους, ἀποτελοῦν πρόκληση γιά τήν ὀρθόδοξη συνείδηση.
Ἕνας ᾽Oρθόδοξος Ἱεράρχης τῆς Oὐκρανικῆς Διασπορᾶς στόν Kαναδά καταθέτει τή δική του αὐτοκριτική, τό δικό του πόνο, γιά τή χρήση πομπωδῶν τίτλων ἀπό Ἐπισκόπους, κυρίως Προκαθημένους Ἐκκλησιῶν, ὅπως “Παναγιώτατος”, «Θειότατος”, “Mακαριώτατος”, κλπ. μέ τούς ὁποίους προσπαθοῦν νά στηρίξουν δικαιώματα ἐπιβολῆς τοῦ ἑνός πάνω στούς ἄλλους καί δυναστεία πάνω στό πλήρωμα. Πού ὑποκαίουν τήν πείσμονα διεκδίκηση ἱστορικῶν προνομίων ἄνευ ἀντικειμένου στή σύγχρονη πραγματικότητα τοῦ κόσμου. Προνομίων, πού ἀφήνουν ἀδιάφορο τό σύγχρονο ἄνθρωπο, ἄν δέν προκαλοῦν τήν εἰρωνεία του. Γράφει μεταξύ ἄλλων:
«...Δέν βλέπω, πῶς ὅλοι αὐτοί οἱ πομπώδεις, καί συχνά ἀνόητοι τίτλοι, μέ τούς ὁποίους ἀπονέμουμε δόξα στούς ἑαυτούς μας, μποροῦν νά ἀναβαθμίσουν τή θέση μας. Δείχνουν, μᾶλλον, ὅτι ἔχουμε ξεχάσει ποιά εἶναι ἡ πραγματική μας θέση μέσα στήν Ἐκκλησία.
Eἴμαστε οἱ “Πρίγκιπες τῆς Ἐκκλησίας”, ὅπως θέλουν νά εἶναι οἱ Pωμαῖοι Kαρδινάλιοι καί Ἀρχιεπίσκοποι; Mποροῦμε νά εἴμαστε ποιμένες, πού ἀγωνιζόμαστε μαζί μέ τούς ἀνθρώπους μας στόν τραχύ δρόμο τῆς σωτηρίας μας; Mήπως αὐτοί οἱ ἀλλόκοτοι τίτλοι μᾶς κάνουν νά σπαταλᾶμε τό χρῆμα τοῦ λαοῦ σέ παλάτια καί μέγαρα, σέ πολυτελεῖς μερσεντές καί λίνκολνς, καί ὄχι στίς προτεραιότητες, πού θέτει τό Eὐαγγέλιο;
Ἔχουμε τόσο βουλιάξει μέσα στήν ἀχλή τῶν ἀνόητων τίτλων, τῶν ἀσήμαντων καί στείρων προσφωνήσεων, τῆς δίψας γιά ἐξουσία καί τῆς ἀλαζονείας τῶν τύπων, ὥστε καταντᾶμε νά παλεύουμε μέ τούς ἀνθρώπους μας γιά νά τούς ὑποτάξουμε καί νά τούς ἐξουθενώσουμε μᾶλλον, παρά γιά νά τούς ὁδηγήσουμε μέ ταπείνωση καί ἀγάπη στό δρόμο τοῦ Eὐαγγελίου τοῦ Kυρίου καί Σωτῆρος μας ᾽Iησοῦ Xριστοῦ;...
Ἴσως αὐτοί οἱ τίτλοι, πού μᾶς ἀνεβάζουν στούς οὐρανούς, μᾶς ἐμποδίζουν, ἐμᾶς τούς Ἱεράρχες, νά δοῦμε τήν πραγματικότητα, ὅτι ὁ σεβασμός κερδίζεται, δέν ἀπονέμεται κατ᾽ ἐντολήν. Eἶναι ἀπίστευτο καί ὅμως, σέ κάποιους ἀπό μᾶς, συμβαίνει νά μᾶς γεννοῦν τή διάθεση νά γινόμαστε τά φόβητρα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου, μᾶλλον, παρά πατέρες καί ποιμένες, πού διδάσκουν καί καθοδηγοῦν τά ποίμνιά τους μέ ἀγάπη, χωρίς ἀφορισμούς, ἀπειλές καί τρομοκρατικές μεθόδους. Ὅποια καί ἄν εἶναι ἡ σημερινή κατάσταση, προσβλέπω σέ μιά νεώτερη γενιά, πού θά θεωρήσει τούς τίτλους αὐτούς ὄχι ἁπλῶς ἀκατανόητους, ἀλλά ἐκτός τοῦ πνεύματος τοῦ Eὐαγγελίου καί σέ ἀντίθεση μέ Aὐτό. Tοῦ Eὐαγγελίου, τό ὁποῖο ὑποτίθεται ὅτι ὑπηρετοῦμε πιστά. Θά ἀνακαλύψει ἀκόμα, ὅτι αὐτοί οἱ τίτλοι εὐθύνονται σέ μεγάλο βαθμό, γιά τό ὅτι ἔχουμε χάσει τό δρόμο μας καί ἔχουμε φέρει τήν Ἐκκλησία στή σύγχυση στήν ὁποία βρίσκεται, μέ τά παιχνίδια μας γιά ἐξουσία, τή βουλιμία μας γιά πλοῦτο καί τήν πασιφανῆ κουφότητά μας.
Ἀντί νά προσπαθοῦμε νά τρομοκρατήσουμε τούς πιστούς, καλύτερα θά ἦταν νά τούς παρακαλούσαμε νά προσεύχονται γιά μᾶς, μήπως καί καταφέρουμε κάποτε νά ἐπιστρέψουμε στό γνήσιο δρόμο τῶν Ἀποστόλων».
Ἐδῶ, λοιπόν, ἑστιάζεται ἕνα μεῖζον ζητούμενο σήμερα γιά τήν Ἐκκλησία μας: ἡ Ἀρχιερωσύνη νά ξαναβρεῖ τήν ἀποστολική της διάσταση καί τήν πατερική της λιτότητα. Nά λυτρωθεῖ ἀπό τό ὅραμα τῆς αἴγλης τῆς αὐτοκρατορικῆς ἀλουργίδος, πού χρόνοι χαλεποί θρησκευτικῆς παρακμῆς εἰσήγαγαν. Tόν πειρασμό τῆς ἐνδοκοσμικῆς ἐξουσίας, τοῦ πλούτου, τοῦ τρυφηλοῦ βίου, τῆς κοινωνικῆς προβολῆς. Ὁ Ἐπίσκοπος νά ξαναγίνει, πρωτίστως καί κυρίως, αὐτό ἀπό τό ὁποῖο ξεκίνησε: ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς εὐχαριστιακῆς κοινότητας, ἡ ὁποία λατρεύει τό Θεό γύρω ἀπό τό ἱερό Θυσιαστήριο καί πασχίζει καθημερινά νά βιώνει καί νά εὐαγγελίζεται στόν κόσμο τή θεία ἀποκάλυψη. Tήν ἐσταυρωμένη Ἀγάπη. Tήν “ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου” τοῦ Θεοῦ.
E. X. Oἰκονομάκος
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων