† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Τό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 202, 1-4-2007
“Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν”
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου
Ἕνας ἀπό τούς πρώιμους ἐκκλησιαστικούς μας συγγραφεῖς, ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς, στέκεται ἐκστατικά μπροστά στόν Ἐσταυρωμένο μας Κύριο, ἀναπλάθει μέσα του τά περιστατικά καί προσπαθεῖ νά εἰσδύσει στή διαλεκτική τους καί στά μηνύματά τους. Σέ κάποια φάση τῆς εὐλαβικῆς ἀναζήτησής του, ἐπικεντρώνει τόν εὐαίσθητο στοχασμό του στόν “στέφανον ἐξ ἀκανθῶν”. Μελετάει τήν ἄκαρδη ἐπινόηση τῶν εἰδωλολατρῶν Ρωμαίων στρατιωτῶν. Βιώνει τήν ὀδύνη, πού προκάλεσε ἡ πράξη τους στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, στό μεγάλο Θύμα τῆς Ἱστορίας. Βγάζει ἀπό μέσα του σταλαγματιές δακρύων. Καί καταλήγει σέ λόγο βαθύ, ἐμπειρικό, ἀπαύγασμα ἐσώτερης ἔλλαμψης καί μήνυμα ὁδηγητικό γιά κεῖνον, πού λαχταράει νά προσεγγίσει τό κοσμοσωτήριο μυστήριο του Γολγοθά.
“Ὁ μέν γάρ τοῦ Κυρίου στέφανος ἡμᾶς ᾐνίττετο προφητικῶς, τούς ποτε ἀκάρπους, τούς περικειμένους αὐτῷ διά τῆς Ἐκκλησίας, ἧς ἐστι κεφαλή”.
(Ὁ στέφανος τοῦ Κυρίου ὑπαινίσσεται, προφητικά, ἐμᾶς ὅλους, πού εἴμασταν κάποτε ἄκαρποι, σάν τά ἀγκάθια, καί πού, μέσα στήν Ἐκκλησία, Τόν περικυκλώνουμε, σά στεφάνι, ἀφοῦ εἶναι ἡ κεφαλή Της).
Δέν εἶναι μόνο οἱ λίγοι, οἱ ἄξεστοι, εἰδωλολάτρες Ρωμαῖοι στρατιῶτες, πού πλήγωσαν, μέ τό ἀγκάθινο στεφάνι, τό μέτωπο τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας. Ἀγκάθι στό μετωπό Του καταντάει ὁ καθένας ἀπό μᾶς, πού περιφέρει τήν τιμημένη προσωνυμία τοῦ “πιστοῦ μαθητή Του” καί τόν προδίδει μέ τίς σκοτεινές συμπεριφορές του. Καθώς οἱ χρόνοι κατηφορίζουν καί οἱ γενιές παρελαύνουν, ἐμεῖς, τά ἄκαρπα μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του, ἀντί νά λειτουργοῦμε ὡς “στέφανος ἀνθέων”, ὡς δείγματα χαρισματικῆς πνευματικῆς ὀμορφιᾶς καί ὡς εὐωδιά ἁγιότητας, καταντᾶμε ἀρνητικά στοιχεῖα, αἰχμηρά ἀγκάθια στό στεφάνι τῆς θεϊκῆς δόξας Του. Βαθαίνουμε τίς πληγές τοῦ προσώπου Του. Καί αὐξάνουμε τόν πόνο Του καί τήν ὀδύνη Του.
Στό ἴδιο κείμενο, ὁ ἴδιος ἐκκλησιαστικός συγγραφέας, ἀνακαλύπτει καί μιά δεύτερη τυπολογία. Καί τήν ἐπεξεργάζεται μέ ἱερό δέος.
“Ἀλλά καί τῆς πίστεώς ἐστι τύπος· ζωῆς μέν διά τήν οὐσίαν τοῦ ξύλου, εὐφροσύνης δέ διά τήν προσηγορίαν τοῦ στεφάνου· κινδύνου δέ διά τήν ἄκανθαν· οὐδέ γάρ ἀναιμωτί προσιέναι τῷ Λόγῳ ἔξεστιν”.
(Ἀλλά, ὁ ἀκάνθινος στέφανος εἶναι τύπος καί τῆς πίστης μας. Ἡ ὕλη του, δηλαδή τό ξύλο, εἶναι ὁ τύπος τῆς ζωῆς. Ἡ ὀνομασία του, δηλαδή “στεφάνι”, εἶναι ὁ τύπος τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐφροσύνης. Καί τό ἀγκάθι, εἶναι ὁ τύπος τοῦ κινδύνου. Καί αὐτό, γιατί δέν μποροῦμε νά πλησιάσουμε τό Λόγο τοῦ Θεοῦ, χωρίς τόν κίνδυνο τοῦ διωγμοῦ καί τοῦ αἵματος).
Ἡ ἀνάπτυξη καί ἡ πνευματική ὡρίμανση τοῦ προσώπου μας, δέν ἀποτελεῖ συμβάν αὐτόματης καί τυχαίας ἐξέλιξης. Εἶναι ὑπόθεση σοβαρῆς καί εὔστοχης καλλιέργειας. Ὅπως τό στέλεχος τοῦ “ἀγκαθωτοῦ στεφανιοῦ, πῆρε χυμούς ἀπό τό χῶμα τῆς γῆς καί ἀναπτύχτηκε, ἔτσι καί ἡ ὕπαρξή μας, ἀντλώντας δύναμη καί θεία Χάρη ἀπό τή μητέρα Ἐκκλησία, μπορεῖ νά αὐξηθεῖ εἰς “ναόν ἅγιον ἐν Κυρίῳ” (Ἐφεσ. β΄ 21).
Κατά δεύτερο λόγο, καί μόνο ἡ ὀνομασία “στεφάνι” ἀνοίγει μπροστά μας τήν προοπτική τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐφροσύνης. Τό ἀγκάθινο στεφάνι, πού καταπλήγωσε τήν κεφαλή τοῦ Κυρίου μας, ἀποτελεῖ τή μοναδικότητα τῆς ἱστορίας. Στήν καθολικά ἀποδεκτή τάξη, στεφανώνονται οἱ νικητές τῶν ἀθλητικῶν ἀγώνων καί οἱ ἥρωες. Καί ἡ τιμή αὐτή εἶναι πρόξενη χαρᾶς καί ἀπροσμέτρητης εὐφροσύνης. Μέ δεδομένη αὐτή τήν πρακτική καί αὐτή τήν ἐμπειρία, ὁ βαθύνους στοχαστής μεταφέρει τήν εἰκόνα στόν πνευματικό ἀγώνα. Ὁ συνειδητοποιημένος πιστός, πού ἀγωνίζεται μέ σοβαρότητα καί μέ ἐπίγνωση, στεφανώνεται ἀπό τόν ἀγωνοθέτη Κύριο μέ “τόν ἀμαράντινον τῆς δόξης στέφανον” (Α΄ Πέτρ. Ε΄ 4). Καί βιώνει τή χαρά καί τήν ἀδιατάρακτη εὐφροσύνη, πού ἀπολαμβάνουν ὅλοι οἱ ἀθλητές τοῦ πνευματικοῦ σταδίου, οἱ ἀθλητές τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἁγιότητας.
Καί ὁ τρίτος συμβολισμός· Ὁ στέφανος τοῦ πιστοῦ δέν εἶναι πλεγμένος μόνο μέ ἄνθη. Ἡ τραχύτητα τοῦ βίου καί ἡ κακότητα τοῦ περιβάλλοντος παρεμβάλλουν ἀγκάθια σκληρά, πού προκαλοῦν πόνο καί δάκρυα. Καί ἡ πορεία καταντάει ἐπώδυνη καί θυσιαστική. Θυσία, πού συνοδεύει τήν πνευματική ἄσκηση καί, τελικά, καταξιώνει τήν ὕπαρξη. “Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ, διωχθήσονται” (Β΄ Τιμοθ. γ΄ 12). Τό πλησίασμα στό Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀφοσίωση στήν ἀγάπη Του καί στό θέλημά Του, δέν εἶναι ἀθλήματα ἀνώδυνα. Δέν ἀποτελοῦν προελάσεις, δίχως τά συναπαντήματα τῶν διωκτῶν καί δίχως τίς ἐμπειρίες τῆς περιπέτειας.
Φίλοι μου, ἀδελφοί μου, ἀφῆστε τό δακρυσμένο μάτι σας καί τήν πληγωμένη καρδιά σας νά μείνουν καθηλωμένα στό πονεμένο πρόσωπο τοῦ Σταυρωμένου Κυρίου μας καί στό ἀγκάθινο στεφάνι Του. Ἡ σιωπή Του, ἐκφραστική καί ἀποκαλυπτική, προσδιορίζει τό βάθος καί τό πλάτος τῆς θείας Ἀγάπης. Καί ἡ παρουσία τῶν “ἀτιμωτικῶν” ἀγκαθιῶν, πού πληγώνουν τό μέτωπό Του, δίνει μηνύματα ζωτικά στή δική μας ὕπαρξη καί νοηματίζει τή διακίνησή μας μέσα στήν Ἐκκλησία καί στούς πνευματικούς μας ἀγῶνες.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων