† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Τό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 135, 16-6-2004
ΑΛΛΑ ΤΟΤΕ... ΑΛΛΑ ΤΩΡΑ
Ἡ διένεξη μεταξύ Ἀθηνῶν καί Φαναρίου, τίς ἡμέρες, πού γράφονται οἱ γραμμές αὐτές, ἔχει λάβει ἀνησυχητικές διαστάσεις. Καί παρά τήν ἐποχιακή διευθέτηση, δέν ἀποκλείονται τραγικές μελλοντικές ἐπιπλοκές. Βαρύ τό πλήγμα καί γιά τόν Ἑλληνισμό καί γιά τήν Ὀρθοδοξία. Ποιόν βαρύνει ἡ εὐθύνη στή δημιουργία αὐτοῦ τοῦ προβλήματος, ποιό τό μέγεθος καί τό ποσοστό εὐθύνης τῆς κάθε μιᾶς πλευρᾶς καί ἄν ἡ εὐθύνη αὐτή, κατά νομική ὁρολογία, εἶναι “ἀλληλέγγυος καί εἰς ὁλόκληρον”, ὅλα αὐτά θά τά κρίνει μέ ἀντικειμενική θεώρηση ὁ ἱστορικός τοῦ μέλλοντος. Ἡ περιοδική μας ἔκδοση, μέ προηγούμενα ἄρθρα της, ἀναφέρθηκε στό πρόβλημα καί διατύπωσε καί τήν κανονική ἄποψη καί τή νομική θεώρηση, ἀναφορικά μέ τήν ἔννοια συγκεκριμένων διατάξεων τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη καί εἰδικότερα ἐκείνων πού ἀναφέρονται στή σύνταξη τοῦ καταλόγου τῶν ἐκλογίμων πρός ἀρχιερατεία καί στήν ἄσκηση τῶν δικαιωμάτων τοῦ Πατριαρχείου.
Σήμερα θά ἑστιάσουμε τίς ἀναφορές μας σέ μία μόνο παράμετρο τοῦ ὅλου προβλήματος καί εἰδικότερα σέ μία ἀπό τίς κυρώσεις πού ἐπέβαλε ἡ “διηυρυμένη” Πατριαρχική Σύνοδος στόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χριστόδουλο. Καί ἡ ἐκκλησιαστική αὐτή κύρωση εἶναι “ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας στή λατρεία καί στή διοίκηση”. Ἀλλά καί μετά τήν “ἀκοινωνησία” αὐτή δέν εἴδαμε νά χάνει ὁ Μακαριώτατος τήν ἀρχιεπισκοπική του ἰδιότητα καί κατεπέκταση δέν εἴδαμε νά στερεῖται οὔτε τῶν διοικητικῶν οὔτε τῶν ποιμαντικῶν οὔτε τῶν τελετουργικῶν του καθηκόντων. Παραμένει στό θρόνο τοῦ Προκαθημένου (ἄλλως τοῦ Προέδρου τῆς Συνόδου) τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας καί ἀσκεῖ ἀπό τή θέση αὐτή ὅλα τά καθήκοντα, πού ἀπορρέουν ἀπό τήν ἀρχιεπισκοπική του ἰδιότητα.
Ἄς μεταφερθοῦμε ὅμως χρονικῶς πίσω κατά ἕντεκα περίπου χρόνια καί συγκεκριμένα στήν ἀποφράδα ἐκείνη ἡμέρα τῆς 10ης Αὐγούστου τοῦ 1993, ὅταν ἡ ΔΙΣ (Ναί, ἡ ΔΙΣ τῶν 13 μελῶν), καί μάλιστα κατά πλειοψηφία, ἐπέβαλε “ἀκοινωνησία” στούς ἐναπομείναντες ἀπό τή χορεία τῶν “Δώδεκα” τρεῖς ἀγωνιστές καί ἀσυμβίβαστους Μητροπολίτες Σεβασμιωτάτους Θεολόγο, Κωνσταντῖνο καί Νικόδημο.
Ἀλλά ἡ ἐκκλησιαστική διοίκηση δέν σταμάτησε ἐδῶ. Προχώρησε στίς αὐθαιρεσίες της. Καί στή συνοδική ἀνακοίνωση, πού ἐκδόθηκε καί κοινοποιήθηκε στούς ἐνδιαφερόμενους Ἱεράρχες, προστίθενται καί τοῦτα τά τραγικά καί φοβερά: “Ὁ τιμωρηθείς δέν δύναται νά τελῆ τήν Θείαν Λειτουργίαν, πᾶς δέ μεταυτοῦ λειτουργῶν ὑπόκειται εἰς τήν αὐτήν ποινήν... Πρός δέ τούτοις ἡ ΔΙΣ, κρίνει ὑμᾶς καθαιρετέον καί ἀπογυμνωτέον πάσης ἱερατικῆς τιμῆς καί ἀξίας”! Καί ἐρωτᾶται. Ποῦ τά βρήκατε αὐτά Σεβασμιώτατοι; Καί σέ ποιό Ἱερό Κανόνα στηρίξατε αὐτές τίς συνέπειες; Καί τό παράδοξο εἶναι ὅτι ὁ συντάκτης αὐτῆς τῆς ἀνακοίνωσης ἀποκαλεῖ τούς “τιμωρηθέντες” στήν ἐπικεφαλίδα τῆς ἀνακοίνωσης ὡς “Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες”!!
Ἡ κύρωση τῆς “ἀκοινωνησίας”, εἰδικά μέ τό παραπάνω ἰδιάζον καί πρωτόγνωρο περιεχόμενο, πού αὐθαίρετα καί ἀβασάνιστα ἔδωσε σαυτή ἡ συνοδική πράξη τοῦ 1993, εἶναι προδήλως ἀντικανονική καί ἀνυπόστατη. Ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς ἔγραφε σχετικῶς: “Τό πρόσχημα τῶν δῆθεν ἐπιτιμίων στερεῖται κανονικότητος καί νομιμότητος” καί ὁ διαπρεπής Καθηγητής καί Κανονολόγος ἀείμνηστος Μουρατίδης προσέθετε: “Τό ἐπιτίμιο αὐτό τῆς ἀκοινωνησίας εἶναι κανονικῶς ἀνυπόστατο καί δέν παράγει κανένα ἀποτέλεσμα”. Ἡ διοίκηση τῆς ᾿Εκκλησίας τά ἀγνόησε ὅλα αὐτά. Καίτοι ἔκρινε τούς Μητροπολίτες “καθαιρετέους” καί ὄχι “καθηρημένους”, τούς ἀπομάκρυνε πάραυτα ἀπό τίς μητροπολιτικές τους ἕδρες, παρά τίς ἀντίθετες διατάξεις τοῦ ἄρθρου 34 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη καί χωρίς καμμιά ἄλλη διαδικασία καί ἀπαγόρευσε σαυτούς, ὄχι μόνο νά ἀσκοῦν τά διοικητικά καί ποιμαντικά τους καθήκοντα, ἀλλά καί νά τελοῦν καί αὐτή τή Θεία Λειτουργία! Καί προχώρησε καί παραπέρα. Μέ βάση αὐτό τό ἀλλοπρόσαλλο σκεπτικό εἰσηγήθηκε στήν Πολιτεία τήν ἀνάκληση τῶν ἀρχικῶν Διαταγμάτων ἀναγνωρίσεως τῶν Μητροπολιτῶν, κήρυξε τίς Μητροπόλεις ὡς χηρεύουσες καί προῆλθε μέ παράδοξες διαδικασίες σέ μεταθέσεις καί ἐκλογές νέων Μητροπολιτῶν.
Καί εὔλογα ἐδῶ γεννᾶται τό ἐρώτημα. Μποροῦν νά μᾶς ποῦν, ἡ ἐκκλησιαστική διοίκηση καί οἱ σοφοί κανονολόγοι καί νομικοί πού συνθέτουν τό ἐκκλησιαστικό περιβάλλον, κατά τί διαφέρει ἡ “ἀκοινωνησία” τῶν τριῶν Μητροπολιτῶν ἀπό ἐκείνη τήν ὁποία ἐπέβαλε στόν Ἀρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου; Μήπως στηρίζεται, καί ἐμεῖς δέν τό γνωρίζουμε, σέ κάποιον ἄλλο Ἱερό Κανόνα καί ἄν ναί, σέ ποιόν; Ἀλλά κάτι τέτοιο οὔτε ἡ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ἐπικαλεῖται, οὔτε καί ἐμεῖς τό ἀνακαλύψαμε παρά τίς ἐπιστάμενες ἀναζητήσεις μας. Καί μένουμε στίς παραπάνω διαπιστώσεις τοῦ Σεβ. Πειραιῶς ὅτι τέτοιο ἐπιτίμιο μέ τέτοιο περιεχόμενο “στερεῖται κανονικότητος καί νομιμότητος”.
Καί ἡ συμπερασματική ἀπορία μας. Ἀφοῦ λοιπόν ἡ “ἀκοινωνησία” δέν διαφέρει στίς παραπάνω δυό περιπτώσεις καί ἀφοῦ δέν γίνεται καμμιά ἐπίκληση Ἱεροῦ Κανόνα, πού νά διαφοροποιεῖ τή μία ἀπό τήν ἄλλη, δέν θά ἔπρεπε συνακόλουθα νά ἀνακληθεῖ τό Π. Δ/γμα ἐγκαταστάσεως τοῦ κου Χριστόδουλου ὡς Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί νά στερηθεῖ καί αὐτός ὅλων τῶν καθηκόντων του, ὅπως, κατά τά “κελεύσματα” τῆς συνοδικῆς πράξης τοῦ Αὐγούστου τοῦ 1993, ἔγινε γιά τούς τρεῖς Μητροπολίτες; Ἀλλά ἄς μᾶς ἐπιτραπεῖ νά δώσουμε ἐμεῖς τήν ἀπάντηση. Ὅλα ὅσα συνέβησαν, εἰδικά τήν τελευταία δεκαετία, σέ βάρος τῶν τριῶν Μητροπολιτῶν δέν μποροῦν, σέ ὁποιαδήποτε βάσανο καί ἄν ὑπαχθοῦν, νά εὕρουν κανένα κανονικό, κανένα ἐκκλησιαστικό, κανένα νομικό, ἀλλά καί κανένα λογικό ἔρεισμα. Συνθέτουν τή μελανότερη σελίδα τῆς σύγχρονης ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας καί ὄχι μόνο προξενοῦν λύπη καί ὀδύνη στό πλήρωμα, ἀλλά προσάπτουν στούς πρωταγωνιστές καί στούς συνεχιστές τους ὄνειδος καί ἐντροπή.
ΓΙΑΤΙ ἡ ἐκκλησιαστική μας διοίκηση παραβίασε τήν κανονική τάξη, ἐπιβάλλοντας ἐπιτίμια ἀντικανονικά καί ἀνυπόστατα, ἀπό τά ὁποῖα ὁ εὐσεβής λαός μας ἀπέστρεψε τό πρόσωπό του καί ἡ πλειοψηφία τοῦ κλήρου τά ἀγνόησε,
ΓΙΑΤΙ ἡ ἐκκλησιαστική διοίκηση παραβίασε τό ὑφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς, τό ὁποῖο διέπει τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, δηλαδή τόν ἴδιο τόν Καταστατικό Χάρτη καί τούς συναφεῖς ἐκκλησιαστικούς νόμους, οἱ ὁποῖοι ρητῶς καί κατηγορηματικῶς ὁρίζουν, ὅτι κανένας Μητροπολίτης δέν ἀπομακρύνεται, παρά μόνο γιά καθαίρεση, ἔκπτωση καί ἰσόβια ἀργία, πού ἐπιβάλλονται ἀμετάκλητα ἀπό τά Ἐκκλησιαστικά Δικαστήρια (ἄρθ. 34 παραγ. 4 ν. 590/1977),
ΓΙΑΤΙ ἡ ἐκκλησιαστική διοίκηση ἀγνόησε καί τίς πολλές ἀποφάσεις τοῦ Ἀνώτατου Ἀκυρωτικοῦ Δικαστηρίου τῆς χώρας, τριάντα τόν ἀριθμό καί πλέον, μία μάλιστα καί τῆς Ὁλομέλειας (1028/1993), μέ τίς ὁποῖες κρίθηκε ἀμετάκλητα καί κατεπανάληψη ὅτι οἱ ἐν λόγῳ Ἀρχιερεῖς εἶναι οἱ μόνοι νόμιμοι καί ἐν ἐνεργείᾳ Μητροπολίτες στίς οἰκεῖες μητροπολιτικές ἕδρες;
Καί ἀποτελεῖ πράγματι εἰρωνεία, νά ἔρχεται σήμερα ἡ ἑλλαδική Ἐκκλησία, στή διένεξή της μέ τό Πατριαρχεῖο, νά κόπτεται καί νά ἐμφανίζεται προσηλωμένη καί στήν ἐσωτερική καταστατική νομοθεσία καί στίς ἀποφάσεις τῶν ἑλληνικῶν Δικαστηρίων. Καί αὐτή ἡ ἀντίφαση, αὐτή ἡ τακτική τοῦ “δυό μέτρα καί δυό σταθμά”, δέν εἶναι μόνο εἰρωνεία, ἀποτελεῖ καί ἐντροπή, πού μειώνει τό κύρος της καί τῆς στερεῖ τή “νομιμοποίηση” στίς περαιτέρω διεκδικήσεις της.
Ὁ Σχολιαστής
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων