† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Θεόφιλος Β΄ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας(1)
πρός
Ἀπολλώ τόν Πελοποννήσιο(2).
Ἐπιμέλεια, σχόλια καί ἀπόδοση στήν καθομιλουμένη νεοελληνική: Ἐ. Χ. Οἰκονομάκος
Τό κείμενο τῆς ἐπιστολῆς στήν αὐθεντική του λογία μορφή τό παραθέτει ὁ μακαριστός Ἀρχιμανδρίτης π. Ἠλίας Μαστρογιαννόπουλος στό βιβλίο του «Ἅγιες Μορφές τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος» Ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ» 1977, στήν ἀναφορά του γιά τόν Ἀπολλώ τόν Πελοποννήσιο, μέ τήν ἐπισήμανση ὅτι πρόκειται γιά «ἕνα ἀξιόλογο φιλολογικό μνημεῖο». Δυστυχῶς ὅμως σέ αὐτή της τή μορφή ἡ ἐπιστολή εἶναι σχεδόν ἀπρόσιτη γιά τόν σημερινό ἀναγνώστη. Γιά νά μή μείνει λοιπόν ἁπλό «μνημεῖο», ἀλλά μέ τήν ἐλπίδα ὅτι ἴσως κάποιος μπορέσει νά τήν ἀπολαύσει πνευματικά καί νά ὠφεληθεῖ, ἐπιχειρήσαμε τήν ἀπόδοσή της σέ νεοελληνική καθομιλουμένη γλῶσσα, προσπαθώντας νά μείνουμε πιστοί στά νοήματα τοῦ συγγραφέα. Ζητοῦμε κατανόηση γιά τήν ὅποια ἀστοχία μας.
Τέλος ἐπισημαίνουμε ὅτι στήν ἐπιστολή ψηλαφοῦμε, μέσα ἀπό τίς παραινέσεις πρός τόν ἀποδέκτη γιά καρτερία καί ἠρωικό ἀγωνιστικό φρόνημα, κάτι σάν προανάκρουσμα τοῦ ἀγώνα τῆς ἐθνικῆς μας ἀνεξαρτησίας, πού τότε ἐκυοφορεῖτο. Προφανῶς τέτοιες παραινέσεις ταίριαζαν ὄχι μόνο στό Ἀπολλώ, ἀλλά σέ ὅλο τό ὑπόδουλο τότε Ἑλληνικό γένος, πού βρισκόταν σέ ἀναβρασμό, μέσα σέ ἕνα παγκόσμιο, θά λέγαμε, κλίμα ἀμφισβητήσεως καί ἀναθεωρητισμοῦ ἰδεῶν καί συνόρων, γεωπολιτικῶν συγκρούσεων συμφερόντων καί διεκδικήσεων τῶν κυρίαρχων τότε μεγάλων δυνάμεων, μέ ὅ,τι ἐπιπτώσεις εἶχαν αὐτά στό ὑπόδουλο γένος, πού λαχταροῦσε τήν ἐλευθερία του. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ ἀξία τῆς ἐπιστολῆς εἶναι διαχρονική. Ἰσχύει καί γιά τίς μέρες μας, κατ’ ἐπίταση μάλιστα, ἀφοῦ βιώνουμε καί σήμερα ἀπειλητική τήν ἐμπειρία ἑνός παγκόσμιου, πολύπλευρου καί πολυμέτωπου ἀναβρασμοῦ, καί ὥς ἄτομα καί ὡς λαοί, μέ τραγικά ἐκκλησιαστικά καί ἐθνικά διακυβεύματα μπροστά μας.
*
Πρός τόν ὁσιώτατο άββᾶ Ἀπολλώ τόν ἑρημίτη ἐν Χριστῷ, πού ζεῖ στό ἀκρωτήριο τῆς Λεμονέας αὐτοῦ τοῦ νησιοῦ∙ θερμά παρακαλῶ τό Θεό γιά σένα, νά σοῦ δώσει κάθε τί, πού νά σέ ὁδηγεῖ στή σωτηρία.
Ἦλθε ὁ τιμιώτατος γέρων Ἀνδρέας καί μᾶς ἔφερε τό περιπόθητο γράμμα τῆς συνέσεώς σου, καί πληροφορήθηκα ὅσα μοῦ διεκτραγωδεῖς, πού σέ κάνουν νά ὀδύρεσαι. Μοῦ ζητᾶς δέ νά σοῦ δώσω τρόπον τινά ὅπλα, μήπως καί μπορέσεις νά ἀποκρούσεις εὐκολώτερα τούς λογισμούς πού σέ ἀντιμάχονται. Δέν νοιώθω ἰκανός νά σέ βοηθήσω καί πάρα πολύ στήν πραγματικότητα, οὔτε ὅμως ὁ νῦν καιρός μοῦ ἀφήνει περιθώρια νά σοῦ παραθέσω κάτι ἐκ τοῦ προχείρου. Καί ἐάν μέν ὑποκρίνεσαι, ἀγαπητέ μου, ζητῶντας ἀπό μένα αὐτά καί τά παρόμοια, ἄς ὑποκρίνεσαι∙ ἀπό τήν ἀγάπη σου καί τοῦτο προέρχεται. Ἄν ὅμως σοβαρολογεῖς, μοῦ φαίνεται ὅτι δέν γνωρίζεις ἀκόμη τόν Θεόφιλό σου.
Λοιπόν, ἀββᾶ μου, τί τό χαλεπό καί παράδοξο βλέπεις στό ὅτι ἀδυνατοῦμε καί πάσχουμε ἐμεῖς οἱ ἀδύναμοι; Γιατί τί παραπάνω ἀπό μιά «ἀδυναμία» εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς, τούς ὁποίους ἡ θεία Χάρις, καί μόνον, εἶναι αὐτή πού ἐλευθερώνει ἀπό τό κράτος τῆς φθορᾶς καί περιφρουρεῖ καί περιθάλπει καί ὁδηγεῖ ὅλους μας πρός τό καλύτερο; Ἡ ἐλπίδα γιά ὅλ΄ αὐτά, σέ μένα τουλάχιστόν, εἶναι βάλσαμο σέ κάθε τοῦ βίου δυσπραγία, ἤ γιά νά κυριολεκτήσουμε, σ΄ ὅλο τόν δυσπραγῆ μας βίο∙ γιατί τέτοιος εἶναι ὅλος ὁ παρών βἰος, ὅπως καταδεικνύει καί ὁ Ἰῶβ. Ἰδιαίτερα δέ θά προσέθετα καί τοῦτο, πότε ἤ ποῦ ὅσοι σήκωσαν τόν σταυρό τοῦ Σωτῆρος ἔμειναν ἐκτός στενοχωριῶν καί κινδύνων καί πειρασμῶν; Ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρ δέν ὑπῆρξε ἄγευστος αὐτοῦ τοῦ ποτηρίου καί οἱ μαθητές τοῦ Σωτῆρος καί ὅσοι ἀγωνίστηκαν νά τούς ἀκολουθήσουν. Νομίζεις ὅτι ὁ ἀγωνιστής τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι τέτοιος, ὅπως βλέπουμε νά εἶναι σήμερα οἱ μυριάδες τῶν ψευδομοναχοϊερομονάχων, πού ἔχουμε ἀνάμεσά μας; Μέ κανένα τρόπο. Αὐτοί, ἄν τούς μελετήσουμε μέ προσοχή, ἀποδεικνύονται παρωδίες μᾶλλον τοῦ σχήματος, παρά σχῆμα γνήσιο, πού τάχα κρύβεται∙ δέν ἀκούγεται τίποτα ἀπ’ αὐτούς, οὔτε κάν σάν ἀπόηχος, κάτι πού νά φανερώνει προθυμία καρδιᾶς, δέν προβάλλει οὔτε κάν σάν θρόισμα ἡ ἐπιμέλειά τους. Γι’ αὐτούς, ἐγώ τουλάχιστον, σοῦ λέγω νά κλαῖς (ὅταν βέβαια γιά κάτι ἀξίζει νά λυπᾶται κανείς καί νά κλαίει) γιατί βλέπουν τά μάτια σου πῶς καταντήσαμε οἱ Χριστιανοί: γίναμε σοφώτεροι τοῦ Θεοῦ! Γιατί βέβαια καμιά ἀξία δέν ἔχουν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ οὔτε ἡ εὐφυΐα, οὔτε ἡ ἐπιτέλεση θαυμάτων μέχρις ἀναστάσεως νεκρῶν, δυνατότητα μέ τήν ὁποία ἔχουν προικισθεῖ καί Ἰοῦδες Ἰσκαριῶτες(3), οὔτε ἡ πρόρρηση τῶν μελλόντων, μέ τήν ὁποίαν ἀξιώθηκε, ὅπως ἀκούσαμε, καί ὁ Καϊάφας(4), οὔτε αὐτή ἡ πίστη, πού μετακινεῖ ὄρη, οὔτε ὁτιδήποτε ἄλλο, ὅταν δέν συνοδεύεται ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον(5).
Καί τήν μέν πρός τόν Θεό ἀγάπη χαρακτηρίζει ἡ εἰλικρινής καί ἀκριβής ὑπακοή πρός τά προστάγματα τοῦ Θεοῦ, τήν δέ πρός τόν πλησίον τό νά μή κάνει κανείς στούς ἄλλους αὐτό, πού ὁ ἴδιος μισεῖ. Σύ δέ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, πέραν αὐτῶν, ἐπικύρωνε μέ ἔργα καί πάθη Σταυροῦ τό εὐαγγέλιο τοῦ ὁποίου εἶσαι ἐργάτης καί τό ὁποῖο πιστεύεις καί κηρύττεις. Διότι, κατά Παῦλον, εὐαγγελικῶς πολιτευόμενοι εἶναι ἐκεῖνοι πού καί πειράζονται καί διώκονται καί, μέσα σ’ ὅλα αὐτά, χαίρουν γιατί ἔτσι γεύονται θλίψεις, γιά τίς ὁποῖες ἀπονέμεται στέφανος(6).
Γιαυτό καί ὁ Σωτήρ ὑπαγορεύει ὅτι ὅποιος ὑπομένει μέχρι τό τέλος, αὐτός θά σωθεῖ∙ καί ἀλλοῦ λέγει: «ἔσο πιστός μέχρι τέλους καί δώσω σοι τόν στέφανον τῆς ζωῆς»(7). Διά πολλῶν θλίψεως εἰσάγει ὁ Χριστός τούς δικούς Του στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὥς ἐκ τούτου ὀφείλουμε καί ἐμεῖς μέ χαρά νά ὑποφέρουμε τίς ἀλγηδόνες καί ὄχι ὅπως κάποιοι Κυρηναῖοι νά σηκώνουμε τό Σταυρό τού Κυρίου σάν ἀγγαρεία(8)∙ εἰσήλθες, μᾶς λέγει, νά δουλέψεις γιά τόν Κύριο, ἐτοίμασε τόν ἑαυτόν σου γιά πειρασμό, γιά ἀγώνα, γιά σκάμματα. «Οὐκ ἔστι γάρ ἡμῖν ἡ πάλη πρός αἷμα καί σάρκα, ἀλλά πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας τοῦ αἰῶνος τούτου»(9). Ὁ πόλεμος αὐτός δοκιμάζει καί τούς ἀνδρείους καί τούς ἀνάνδρους∙ ἀλλά στούς μέν γίνεται ἀφορμή φόβου, γιαυτό καί γνωρίζουν ἦττες, στούς δειλούς καί ἀνάνδρους, στούς δέ μεγαθύμους λαμπρή προσφέρει τή δόξα. Γιατί οἱ στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά εἶναι ἀνδρεῖοι, καρτερικοί, καί, ἄν ζοῦν μέσα στήν ἡσυχία καί τήν ἠρεμία, νά εἶναι στολισμένοι μέ θεοσέβεια, σωφροσύνη, δικαιοσύνη, ταπεινοφροσύνη καί κάθε ἄλλη ἀρετή, μέσα δέ στήν παραζάλη καί τίς ταραχές μέ ὑπομονή καί καρτερία. Ἐγώ, γιά ὅλ’ αὐτά, δέν θά σοῦ πῶ πολλά, γιατί γνωρίζω ὅτι ἡ θεοφιλής καί ἱερή σου ψυχή φιλοσοφεῖ μέ ἀκρίβεια καί μέσα στήν ἠσυχία καί μέσα στούς πειρασμούς. Τά παθήματα τοῦ παρόντος καιροῦ δέν ἔχουν καμιά ἄξια μπροστά στή μέλλουσα δόξα, πού θά ἀποκαλυφθεῖ σέ μᾶς. Σέ μιά ψυχή, ἡ ὁποία φιλοσοφεῖ γι’ ὅλα αὐτά, καί ἡ ὁποία ἔχει καί τήν παρηγορία τοῦ Παρακλήτου, κάθε παραμυθία εἶναι περιττή, γιατί γνωρίζει πολύ καλά τί τεράστια ἀνακούφιση σέ κάθε θλίψη εἶναι τό νά σκοπεύει κανείς ὄχι σ’ αὐτά πού βλέπει, ἀλλά σέ ἐκεῖνα, πού δέν βλέπει, γιατί τά μέν εἶναι πρόσκαιρα, τά δέ αἰώνια(10). Θά φέρεις λοιπόν μέ γενναιότητα καί ἐπλίδα τά παρόντα δεινά ἄν τά θεωρήσεις ὡς πρόξενα αἰωνίων ἀγαθῶν, ὡς ἔργον προνοίας εὐεργετικό γιά σένα. Αὐτή ἡ πρόνοια, διά τῶν ἀγώνων, τῆς καρτερίας καί τῆς ὑπομονῆς προπονεῖ τήν βασιλική σου ψυχή καί συγχρόνως διά τῆς ἐλπίδας σέ δοκιμάζει ἄν μπορεῖς νά ἀτενίζεις, χωρίς νά ταλαντεύεσαι, τό Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι Ἐκεῖνος, πού μᾶς κατεβάζει στόν ἄδη ἤ μᾶς ἀνεβάζει(11). Τό νά λές δέ ὅτι χρείαν ἔχεις βοηθοῦ εἶναι ἀπόδειξη ὅτι ἔχεις βοήθεια∙ γιατί ἐκεῖνος, πού βοηθεῖται ἀπό τό Θεό τόσο, ὥστε νά συναισθάνεται αὐτή τήν ἀνάγκη, λίγο χρειάζεται βοηθό καί συμπαραστάτη. Ἀνάθεσε λοιπόν καί σύ αὐτήν σου τήν ἀνάγκη στόν παντογνώστη Θεό, ὁ Ὁποῖος ἄν καί μπορεῖ νά φαίνεται ὅτι «καθεύδει» καί δέν ἀντιλαμβάνεται τίς προσπάθειες, πού μέ προθυμία καί πίστη καταβάλουμε(12), στήν πραγματικότητα εἶναι μαζί μας∙ «τοῖς ἀγγέλοις γάρ αὐτοῦ ἐντελεῖται περί σοῦ τοῦ διαφυλάξαι σε ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς σου»(13).
Ἀλλά μήπως φαντάζεσαι ὅτι στά λέει αὐτά ὁ Θεόφιλος γιά παρηγοριά; Κάθε ἄλλο. Σέ γνωρίζω καλά: στά μύχιά τῆς καρδιᾶς σου ἑδρεύει τό παράκλητο Πνεῦμα, καί ἀπό ἐκεῖ ἀντλεῖς κάθε παρηγοριά καί δύναμη. Γιατί ὄντως μέσα στίς ἀδυναμίες μας εἶναι πού γνωρίζουμε τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὅπως μαζί, καί σύ καί ἐγώ, κάτω ἀπό τό αὐτό Πνεῦμα μαθαίνουμε νά βλέπουμε τά πράγματα∙ δηλαδή, καί σύ, ὁ ὁποῖος φαντάζεσαι τόν ἑαυτό σου ἀσθενέστερο, ἀλλά καί ἐγώ, ὁ ὁποῖος νιώθω ὄχι λιγότερο ἀπό σένα ὅτι ἀσθενῶ καί χρειάζομαι νοσηλεία. Κρατῆσου λοιπον γερά στήν ἀγαθή σου πρόθεση, ἀγαπητέ, ἀκολούθησε μέ προθυμία τή χάρη, πού σέ καθοδηγεῖ, τρέχε μέ προθυμία τό στάδιο, πού σοῦ ἀνοίγεται, ἀνάλαβε μέ ἀνδρεία τόν καλόν ἀγῶνα τοῦ καλοῦ καί ἄς στερεωθεῖ γερά ἡ καρδιά σου. «Περίζωσε τήν ρομφαίαν σου ἐπί τόν μηρόν σου ὁ δυνατός, ἔντεινε καί κατευοδοῦ καί βασίλευε»(14)∙ γιατί θά σέ καθοδηγήσει μέ θαυμαστό τρόπο ἡ δεξιά τοῦ Θεοῦ, χάριν τοῦ ὁποίου διακαῶς ἔχεις ἐπιθυμήσει νά ἀθλεῖς. Ζῶσε τή μέση σου σάν ἄνδρας, μπαῖς γενναία στό στίβο καί, ξεχνώντας ὅλα τά παλιά, ἀδραξε τό μέλλον. Κι’ ἄν μύριες ὅσες ἀπειλές ἐπισείουν ἐναντίον σου οἱ νοητοί καί αἰσθητοί ἐχθροί, σύ μή φοβηθεῖς κανένα ἀπό αὐτούς, πάρε δύναμη. «Μή φοβηθῇς ἀπό προσώπου αὐτοῦ, ὅτι μετά σοῦ εἰμί τοῦ ἐξαιρεῖσθαι σέ»(15), λέγει ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος τούς μέν ταπεινούς ἐξυψώνει τούς δέ ὑπερήφανους ταπεινώνει καί παρέχει στούς ὁσίους του τή χάρη, ἡ ὁποία, εὔχομαι, νά εἶναι μαζί σου σέ ὅλη σου τή ζωή.
Ἐν Πάτμω 1819 Δεκεμβρίου 4η
Ἀγαπητός σου ἐν Χριστῷ(16)
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΪΑΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΣΧΟΛΙΑ
(Ἐπιμέλεια καί ἀπόδοση στήν καθομιλουμένη νεοελληνική: Ἐ. Χ. Οἰκονομάκος).
Βρίσκεται βορειοανατολικά του Γερανού στην περιοχή Θερμιά.
Ανοικοδομήθηκε από τον μοναχό Απολλώ και αποτελείται από έναν μικρό ιερό ναό, κελιά και περιτείχισμα. Το χαριτωμένο λιμανάκι που βρίσκεται εκεί, βγάζει από τα έγκατα της γης ζεστό νερό.
Πανηγυρίζει των Αγίων Πάντων.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων