† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Ἡ κακή πληγή: Δικαιοδοσιαρχία (2)
Προβλήματα τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Ἀμερική
Τό κανονικό πρόβλημα
Ἀπό τόν μακαριστό π. Alexander Schmemann
Μετάφραση: Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος Μπουσδέκης
Ἡ ἔννοια τῆς κανονικότητας
Τό κανονικό (δικαιοδοσιακό) χάος στήν Ἀμερική δέν εἶναι ἀποκλειστικά «Ἀμερικάνικο» φαινόμενο. Μᾶλλον, ἡ ἐδῶ Ὀρθοδοξία εἶναι τό θῦμα μιᾶς μεγάλης, στήν πραγματικότητα μιᾶς πολυ-εκκοσμικευτικῆς ἀρρώστιας. Ἦταν λανθάνουσα ἀσθένεια ὅσο ἡ Ἐκκλησία ζοῦσε στήν παλαιά παραδοσιακή κατάστασι πού χαρακτηριζόταν πρωταρχικά ἀπό τήν ὀργανική ἑνότητα τοῦ Κράτους, τοῦ ἐθνικοῦ παράγοντα καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀργανώσεως. Μέχρι ἐντελῶς πρόσφατα, ἴσαμε τήν ἐμφάνισι τῆς μαζικῆς ὀρθόδοξης διασπορᾶς, ἡ ἐκκλησιαστική σταθερότητα καί ἡ τάξι διατηρούνταν ὄχι τόσο ἀπό κανονική «συνείδησι» ὅσο ἀπό τούς κανονισμούς καί τόν ἔλεγχο τοῦ Κράτους. Ἡ εἰρωνία τοῦ πράγματος εἶναι ὅτι δέν εἶχε μεγάλη διαφορά ἐάν τό κράτος ἦταν Ὀρθόδοξο (ἡ Ρωσική Αὐτοκρατορία, τό Ἑλληνικό Βασίλειο), Ρωμαιοκαθολικό (Αὐστροουγγαρία) ἤ Μουσουλμανικό (Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία). Τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μποροῦσαν νά καταδιώκονται σέ μή Ὀρθόδοξα Κράτη, ἀλλά ἡ ὀργάνωσι τῆς Ἐκκλησίας –καί αὐτό εἶναι τό οὐσιώδες τοῦ θέματος– ἐπικυρωνόταν ἀπό τό Κράτος καί δέν μποροῦσε νά μεταβληθῆ χωρίς τήν ἐπικύρωσι.
Αὐτή ἡ κατάστασι ἦταν φυσικά τό ἀποτέλεσμα τῆς ἀρχικῆς Βυζαντινῆς «συμφωνίας» μεταξύ Ἐκκλησίας καί Κράτους. Ἀλλά μετά τήν πτώσι τοῦ Βυζαντίου ἀπογυμνώθηκε σταδιακά ἀπό τήν ἀμοιβαία ἀλληλεξάρτησι Ἐκκλησίας καί Κράτους, πού ἀποτελοῦσε τήν καρδιά τῆς Βυζαντινῆς θεοκρατικῆς ἰδεολογίας.
Τό σημαντικό γιά μᾶς, αὐτό πού ἀποτελεῖ τήν «ἀρρώστια» τήν ὁποία ἀναφέραμε παραπάνω εἶναι ὅτι τό ὀργανικό μίγμα ἀπό Κρατικούς κανονισμούς, ἐθνική ἀλληλεγγύη καί Ἐκκλησιαστική ὀργάνωσι ὡδήγησε λίγο-λίγο σέ μιά διάζευξι τῆς κανονικῆς συνειδήσεως ἀπό τό δογματικό καί πνευματικό περιεχόμενό της. Ἡ κανονική παράδοσι πού κατανοήθηκε ἀρχικά σάν ἕνα ὀργανικό μέρος τῆς δογματικῆς παραδόσεως, σάν ἐφαρμογή της στήν ἐμπειρική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, κατάντησε Κανόνας δικαίου: ἕνα σύστημα κανόνων καί κανονισμῶν, νομολογιακῶν καί ὄχι πρωτίστως δογματικῶν καί πνευματικῶν ὅπως εἶναι ἐκ φύσεως, καί ἐρμηνεύτηκαν σ’ αὐτό τό πλαίσιο σάν κατηγορίες ξένες πρός τό πνευματικό νόημα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκριβῶς ὅπως δικηγόρος εἶναι αὐτός πού μπορεῖ νά βρῆ ὅλα τἀ πιθανά προηγούμενα καί τἀ ἐπιχειρήματα πού εὐνοοῦν τήν «ὑπόθεσή» του, ἔτσι καί κανονολόγος, μέσα σ’ αὐτό τό σύστημα σκέψεως, εἶναι αὐτός πού μπορεῖ νά βρῆ μέσα στήν πελώρια μᾶζα τῶν κανονικῶν κειμένων τό ἕνα τό ὁποῖο δικαιώνει τήν «ὑπόθεσί» του, ἀκόμα κι ἄν αὐτό μοιάζει νά ἀντιφάσκη μέ τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας. Καί μόλις βρεθεῖ τέτοιο «κείμενο», ἡ «κανονικότητα» ἔχει θεμελιωθεῖ. Ἐμφανίζεται, μέ ἄλλα λόγια, μιά διάζευξι μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας ὡς πνευματικῆς καί μυστηριακῆς ὑπόστασης καί τῆς Ἐκκλησίας ὡς ὀργανισμοῦ, ἔτσι πού ἡ δεύτερη παύει στήν πράξι νά θεωρῆται σάν ἔκφρασι τῆς πρώτης, παρ’ ὅτι ἐξαρτᾶται πλήρως ἀπ’ αὐτήν.
Ἐάν σήμερα στήν Ἀμερική τόσο πολλοί ἀπό τούς λαϊκούς εἶναι εἰλικρινά πεπεισμένοι ὅτι ἡ ὀργάνωσι τῆς ἐνορίας εἶναι ἕνα ἀποκλειστικά νομικό ἤ «ὑλικό» πρόβλημα καί ὁ χειρισμός του μπορεῖ νά γίνη χωριστά ἀπό τό «πνευματικό», ἡ ρίζα αὐτῆς τῆς πεποιθήσεως δέν εἶναι μέσα στό Ἀμερικάνικο ἦθος, ἀλλά καί στήν προοδευτική ἐκκοσμίκευσι τοῦ ἴδιου τοῦ Κανονικοῦ δικαίου. Καί τό ὅλο θέμα εἶναι ὅτι οἱ κανόνες δέν εἶναι ἀπλοί νόμοι, ἀλλά νόμοι τῶν ὁποίων ἡ αὐθεντία εἶναι ριζωμένη στήν πνευματική φύσι τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ κανόνες δέν συγκροτοῦν οὔτε δημιουργοῦν τήν Ἐκκλησία. Τό λειτούργημά τους εἶναι νά ὑπερασπίζωνται, νά ἀποσαφηνίζουν καί νά ρυθμίζουν τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Νά τήν κάνουν νά συμπίπτη μέ τήν φύσι τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι γιά νά κατανοηθοῦν, νά ἐρμηνευθοῦν καί νά ἐφαρμοστοῦν τά κανονικά κείμενα πρέπει πάντα νά ἀναφέρωνται σ’ αὐτή τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, καί στήν ἀλήθεια περί τῆς Ἐκκλησίας, πού κάποτε τήν ἐκφράζουν μέσα ἀπό εἰδική περίπτωσι καί πού δέν εἶναι κατ’ ἀνάγκην ἀπόλυτα σαφής στό κανονικό κείμενο καθ’ ἑαυτό.
Ἐάν μποῦμε στήν εἰδική κανονική περιοχή πού μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ, δηλαδή στήν περιοχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀργανώσεως καί τῆς ἐπισκοπικῆς ἐξουσίας, εἶναι πρόδηλον ὅτι ἡ βασική πραγματικότητα ἤ ἀλήθεια (στήν ὁποία ὅλοι οἱ κανόνες πού σχετίζονται μέ ἐπισκόπους, τήν χειροτονία τους καί τήν δικαιοδοσία τους, στοχεύουν καί ἀναφέρονται) εἶναι ἡ πραγματικότητα τῆς ἑνότητας, ὡς ἡ καθ’ αὑτό οὐσία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό ἐν Χριστῷ καί ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων, τοῦ ἑνός μέ τόν ἄλλο, ἐν Χριστῷ. Αὐτῆς τῆς νέας θεϊκῶς δοσμένης καί θεϊκῆς ἑνότητας ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό δῶρο, ἡ φανέρωσι, ἡ ἀνάπτυξι καί ἡ ἐκπλήρωσι. Καί κάθετί στήν ὀργάνωσί της, στό σύστημά της καί στή ζωή της εἶναι μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο συνδεδεμένο μέ τήν ἑνότητα καί πρέπει νά κατανοεῖται, νά ἐκτιμᾶται καί ἄν εἶναι ἀναγκαῖο νά κρίνεται ἀπ’ αὐτήν.
Ἡ ἀναγκαιότητα γιά μιά τέτοια προσπάθεια εἶναι ἰδιαίτερα πρόδηλη ἐδῶ στήν Ἀμερική. Ἡ Ἀμερικανική ἐκκλησιαστική κατάστασι εἶναι κατά τήν ἐκτίμησι τῶν περισσοτέρων χωρίς προηγούμενο. Ἀρκετός χρόνος καί ἐνέργεια ἔχουν δαπανηθεῖ σέ στεῖρες προσπάθειες ἀπλῶς γιά νά τήν «περιορίσουν» σέ πρότυπα τοῦ παρελθόντος, δηλαδή νά ἀγνοήσουν τήν πραγματική πρόκλησι πού ἐμφανίζει στήν κανονική συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας.
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων