† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Τό παρακάτω ἄρθρο ἀπό τήν «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση» (τεῦχος 124, 1-1-2004) διαπραγματεύεται τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας. Εἶναι ἐξουσία ἄλλης ποιότητας πού περιγράφεται ἀναλυτικά. Πάντα ἐπίκαιρες σκέψεις.
Εὐθύνη-Ἐξουσία-Ἐλευθερία
Τοῦ Ἐ. Χ. Οἰκονομάκου
Ἀναμφίβολα, ἡ ᾿Εκκλησία, σ᾿ ὅλη τήν πορεία Της πάνω στή γῆ, ἐνεργεῖ ὡς μιά ἀρχή ἐξουσίας. ῞Οταν, ἐντούτοις, στόν χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας παίζονται θλιβερά “παιχνίδια ἐξουσίας”, ὅπως αὐτά, πού, κατά κοινήν ὁμολογία, λαμβάνουν χώρα κατά τήν τρέχουσα διαμάχη μεταξύ ᾿Αθηνῶν καί Φαναρίου, τότε ἡ συνείδηση τοῦ πιστοῦ προβληματίζεται. Τί εἴδους ἐξουσία διαχειρίζονται σήμερα οἱ ἐκκλησιαστικοί μας ἡγέτες; ᾿Εκκλησιαστική ἤ κοσμική; Πῶς πρέπει νά λειτουργεῖ ἡ ἐξουσία τῆς ᾿Εκκλησίας μέσα στόν κόσμο;
῾Η ἐξουσία τῆς ᾿Εκκλησίας προδιαγράφηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο. Πράγματι, ὅταν ὡς ἄνθρωπος περπάτησε πάνω στή γῆ, ἄσκησε ἐξουσία, καί μέ αὐτή προίκισε τήν ᾿Εκκλησία Του. ᾿Εξουσία θεανθρώπινη. ᾿Ασκεῖται μέσα στόν κόσμο, ἀλλά δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου. Σεμνή καί διακριτική, δρᾶ στήν ἀφάνεια. “Οὐ μετά παρατηρήσεως” (Λουκ., ιζ΄ 20). Χωρίς κομπασμό καί φανφάρες, πού ἐντυπωσιάζουν. Δέν ἀποβλέπει σέ καθυπόταξη λαῶν. ῾Ο Κύριος δέν χρησιμοποιεῖ τή βία τῶν ὅπλων, τή διπλωματία τῆς ἀπάτης, τόν ἐκμαυλισμό συνειδήσεων, τήν πλύση ἐγκεφάλων, ὅπως οἱ κοσμοκράτορες. Δέν καταδυναστεύει τούς ὑφισταμένους, ὅπως τά σκληρά ἀφεντικά. ῾Ο Χριστός διαβεβαιεῖ: “ὁ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν” (Ματθ. ιβ΄ 30). ῞Οσοι ἔχουν μάτια νά βλέπουν κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῶν πραγμάτων ἀναγνωρίζουν στό θεῖο Πρόσωπό Του τόν ἀπόλυτο ῎Αρχοντα καί συνάμα τόν στοργικό Πατέρα, ὁ ῾Οποῖος παρέχει στόν ἄνθρωπο ἀπόλυτη ἐλευθερία αὐτοδιαθέσεως καί προσωπικῆς ἐπιλογῆς. “Εἴ τις θέλει... ἀκολουθείτω μοι” (Ματθ. ιστ΄ 24).
῾Ο Κύριος δέν προβάλλει ἀξιώσεις γιά “ἀπαράγραπτα δικαιώματα” δικαιοδοσιῶν. ῞Οταν, μόνον ἡ μικρή ὁμάδα τῶν 12 μαθητῶν ἀπομένει κοντά Του, δέν διεκδικεῖ ὡς δικαίωμά Του τήν παραμονή τους. Τούς ἀφήνει ἐλεύθερους, ἄν θέλουν, νά φύγουν: “μή καί ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;” (᾿Ιωάν. ζ΄ 67). ᾿Αναζητώντας γνήσια υἱική ἀγάπη καί ὄχι ὑποταγή ἀλλοτριωμένων ὀπαδῶν ἤ ἐπευφημίες ἐγκάθετων καιροσκόπων, θέτει κάθε πιστό ἐνώπιον τῶν εὐθυνῶν του. Βδελύσσεται τήν ὑποκρισία καί τήν ἐλαστικότητα συνειδήσεων. Δέν ἐκμεταλλεύεται τή θρησκοληψία συνειδήσεων περιδεῶν. ῾Η ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι κυριαρχική. Εἶναι κενωτική. ᾿Ενδίδει στό προαιώνιο θεῖο θέλημα καί, “τετρωμένη ἀγάπης” (῎Ασμ. β΄ 5), ὑπομένει τήν ταπείνωση τοῦ σταυρικοῦ θανάτου, “δέσμια” μιᾶς σφοδρῆς ἐπιθυμίας νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Νά τόν φέρει στήν κατάσταση τῆς υἱικῆς ἐλευθερίας, γιά τήν ὁποία τόν ἔπλασε.
Παρά τή σταυρική θυσία καί τήν ἔνδοξη ἀνάστασή Του, ὁ Χριστός δέν διεκδικεῖ ὡς μονομερές δικαίωμά Του τήν ἀναγκαστική σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. ῾Η σωτηρία αὐτή δωρίζεται. ᾿Εναπόκειται, ὅμως, στό αὐτεξούσιο κάθε ἀνθρώπου τό ἄν θά τήν κάνει κτῆμα του. ῾Ο Χρυσόστομος τονίζει ζωηρά τοῦτο στόν περί ῾Ιερωσύνης λόγο του (2,3 PG 48): “῾Η ἐξουσία τοῦ δέξασθαι (νά δεχθεῖ κανείς) τήν ἰατρείαν οὐκ ἐν τῷ προσάγοντι (ὄχι σ᾿ αὐτόν, πού προσφέρει) τό φάρμακον, ἀλλ' ἐν τῷ κάμνοντι κεῖται (ἐναπόκειται στόν ἄρρωστο).... Μάλιστα μέν γάρ ἁπάντων χριστιανοῖς οὐκ ἐφεῖται πρός βίαν ἐπανορθοῦν (κατ᾿ ἐξοχήν στούς Χριστιανούς δέν ἐπιτρέπεται νά διορθώνουν διά τῆς βίας) τά τῶν ἁμαρτανόντων πταίσματα.... οὐ τούς ἀνάγκῃ τῆς κακίας, ἀλλά τούς προαιρέσει ταύτης ἀπεχομένους στεφανοῦντος τοῦ Θεοῦ (διότι ὁ Θεός ἐπιβραβεύει ὄχι ὅσους δέν κάνουν τό κακό ἐξ ἀνάγκης, ἀλλά ὅσους τό ἀποφεύγουν μέ δική τους προαίρεση)... ῾Ο γάρ καταναγκάζων καί ἄκοντα θεραπεῦσαι δυνάμενος οὐκ ἔστι (δέν ὑπάρχει κανείς, πού νά μπορεῖ νά θεραπεύσει στανικά ὅποιον δέν θέλει)” (PG 48).
῾Ο Χριστός δέν δημαγωγεῖ. Δέν ὑπηρετεῖ σκοπιμότητες. Δέν συγκαλύπτει συμπεριφορές αἰσχρές. Δέν κολακεύει ριχές, διάτρυτες διασημότητες τῆς ἡμέρας. ῾Ο λόγος Του, ἁπλός καί καίριος, ἐκπλήσσει τόν ἀγαθῆς προαιρέσεως λαό μέ τήν γνησιότητά του. “᾿Εξεπλήσσοντο ἐπί τῇ διδαχῇ αὐτοῦ: ἦν γάρ διδάσκων αὐτούς ὡς ἐξουσίαν ἔχων, καί οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς” (Μαρκ. α΄ 22). ᾿Εξ αἰτίας αὐτῆς τῆς αὐθεντικῆς ἐξουσίας, θορυβοῦνται τά φθονερά κέντρα τῆς ex officio ἐξουσίας. ᾿Αμφισβητοῦν τήν γνησιότητά της καί διεξάγουν “ἀνακρίσεις”: “εἰπέ ἡμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς, ἤ τίς ἐστιν ὁ δούς σοι τήν ἐξουσίαν ταύτην;” (Λουκ. κ΄ 2). Τεκμήριο γνησιότητας γιαυτούς δέν εἶναι τά σοφά λόγια πλαισιωμένα μέ μιά ἁγία ζωή καθαρότητας καί αὐτοθυσίας, ἀλλ᾿ ἡ σφραγίδα τῆς ἐξουσιοδοτήσεως!
Τέτοια εἶναι μέ ἀδρές γραμμές ἡ χριστομίμητη ἐξουσία τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Εξουσία, πού ἀνακεφαλαιώνεται στό λειτούργημα τοῦ ᾿Επισκόπου, ἀπ᾿ ὅπου, ὡς ἐνδιαμέσου, διοχετεύεται σ᾿ ὅλο τό ἐκκλησιαστικό σῶμα. Καί πρωτίστως μέν, διαχειριστές τῆς ἐξουσίας τῆς ᾿Εκκλησίας, σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στόν ἁγιασμό καί στή διαποίμανση τῆς κοινότητας, εἶναι οἱ φορεῖς τοῦ θείου χαρίσματος τῆς ἱερωσύνης. ῾Ο ᾿Ορθόδοξος λαός ἀναγνωρίζει καί τιμᾶ τήν ἱερατική ἐξουσία. Σέ κάποια μέρη τῆς ῾Ελλάδας δίνουν στούς ἱερεῖς τήν εὐχή: “νά χαίρεσαι τή βασιλεία σου”! ῾Ιερωσύνη=βασιλεία! Γενικῶς, ὅμως, ἐξουσία καί εὐθύνη νά διαχειρίζεται τό ἔργο τῆς σωτηρίας του, ἔχει κάθε πιστός. ῞Ολοι, κλῆρος καί λαός, ἄνδρες καί γυναῖκες, πρῶτοι καί ἔσχατοι, ὁποιαδήποτε θέση καί ἄν ἔχουμε μέσα στή θεία παρεμβολή, θά δώσουμε λόγο γιά τήν πολιτεία μας, “γυμνοί καί τετραχηλισμένοι”, μπροστά στό ἀπροσωπόληπτο δικαστήριο τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ὡς μόνοι ὑπεύθυνοι.
῾Η ᾿Εκκλησία μας δέν εἶναι ἕνα κέντρο παροχῆς θρησκευτικῶν ὑπηρεσιῶν. Εἶναι τό σπίτι, στό ὁποῖο μένουμε ὡς οἰκογένεια. ᾿Εκεῖ φωτιζόμαστε, ἁγιαζόμαστε καί ὁδηγούμαστε στή σωτηρία κατά τήν προαίρεση ἑκάστου. Αὐτονόητο ὅτι μετέχουμε στήν γενική ἐξουσία καί τό καθολικό χρέος νά νοιαζόμαστε γιά τή στερεότητά του. Καί προσευχόμαστε: “Τοῦτον τόν οἶκον στερέωσον Κύριε”. ῾Ο Θεός στερεώνει τήν ᾿Εκκλησία μας, θέτει, ὅμως, ὡς προϋπόθεση τό δικό μας ἐνδιαφέρον γιά τήν καθαρότητα καί τήν εὐταξία Της. ῎Αν Τήν ἐγκαταλείψουμε σέ χέρια ἀνάξια πανούργων καί λαοπλάνων, αἵρει τήν προστασία Του. ῾Ο Μέγας Βασίλειος λέει: “῞Οταν ἴδῃς (τούς ἄξιους νά γίνουν κληρικοί) λανθάνοντας, ἤ ἀμελουμένους (νά παραμελοῦνται ξεχασμένοι), καί ἀντ' αὐτῶν τούς ἀναξίους προβεβλημένους (νά προωθοῦνται οἱ ἀνάξιοι), γίνωσκε ὅτι ἀπό τοῦ τοιούτου λαοῦ ἀφεῖλεν ὁ Κύριος πρεσβύτερον (μάθε ὅτι ὁ Κύριος στέρησε ἀπό ἕνα τέτοιο λαό τούς -ἄξιους- ἱερεῖς)... Κἄν ᾿Εκκλησίαν δέ ἴδῃς ὑπό τῶν ἐν πανουργίᾳ δουλούντων τόν λόγον ἀγομένην καί ὑπό τῶν ἐν ὑποκρίσει ψευδολόγων, γίνωσκε ὅτι ἐμπαῖκται κυριεύουσιν αὐτῆς, οἱ διά τῆς χρηστολογίας καί πιθανολογίας ἐξαπατῶντες τούς ἀκεραιοτέρους (καί ἄν δεῖς μιάν ᾿Εκκλησία νά διευθύνεται ἀπό πανούργους δημαγωγούς καί ψεῦτες ὑποκριτές, μάθε ὅτι Τήν ἔχουν ἁλώσει ἀπατεῶνες, πού ἐξαπατοῦν ὅσους παραμένουν κάπως ἀκέραιοι, μέ ἠθικολογίες καί ὀρθές σκέψεις)” (῾Ερμ. εἰς τόν ῾Ησαΐαν, 3 103,109). Τί νά ποῦμε, ὅταν κληρικοί καί λαϊκοί στηρίζουν μέ τή σιωπή ἤ τίς ὑπογραφές τους, διάτρητα ἠθικῶς πρόσωπα τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως ἀπό φόβο ἤ ὑπολογισμό; ῞Οταν οὐδείς μεγαλόσχημος δικάζεται, οὔτε κάν ἐλέγχεται, πῶς δέν θά ἐξαχρειωθεῖ ὁ κάποτε ἅγιος λαός τοῦ Θεοῦ; “῞Οπως μηδείς μήτε δικάζεται μήτε ἐλέγχῃ μηδείς: ὁ δέ λαός μου ὡς ἀντιλεγόμενος (ξεπεσμένος, χωρίς κῦρος) ἱερεύς” (῾Ωσ. δ΄ 4)!
Χωρίς νά λείπουν οἱ τιμητικές ἐξαιρέσεις, ὅλα δείχνουν ὅτι οἱ κατέχοντες σήμερα κάποια καρέκλα στή διοίκηση τῆς ᾿Εκκλησίας δέν ἀσκοῦν ἐξουσία Χριστοῦ, ἀλλά κοσμική. ῾Υποκύπτουν στόν πειρασμό, τόν ὁποῖον ἀπέκρουσε ὁ Κύριος μέ σφοδρότητα. Προσκυνοῦν τόν ἄρχοντα τοῦ κόσμου καί φοροῦν τήν ἐξουσία, πού αὐτός τούς δίνει. ᾿Εξουσία κατακτητική. “Εἶπεν ὁ διάβολος: σοί δώσω τήν ἐξουσίαν ἅπασαν καί τήν δόξαν (τῶν βασιλειῶν τῆς οἰκουμένης) ἐάν προσκυνήσῃς ἐνώπιόν μου” (Λουκ. δ΄ 5-8).
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων