† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Τό ἱστορικό στίγμα τοῦ μάρτυρα
Οἱ βιογραφίες τῶν κορυφαίων ἀγωνιστῶν τῆς ᾿Εκκλησίας μας δέν ἐπιδέχονται ἀφαίρεση. Δέ δικαιοῦται ὁ ἱστορικός νά φωτογραφίσει τή λάμψη τῆς ἁγιότητας καί νά παρακάμψει τήν ἔνταση καί τήν ποιότητα τῆς θυσιαστικῆς προσφορᾶς τους. Δέν τοῦ εἶναι ἐπιτρεπτό νά ἐμφανίσει τή μιά σελίδα καί νά ἀποσιωπήσει τήν ἄλλη. ῾Η βιογραφία εἶναι ἀφηγηματική εἰκονογράφηση. Προϋποθέτει τό σεβασμό στήν ὁλοκληρία τῆς προσωπικότητας καί τήν κατάθεση, ἀπερίτμητων καί ἀνόθευτων, τῶν στοιχείων, πού τήν ἀναδεικνύουν. ῞Ομοια μέ τή ζωγραφική, εἰκονική ἱστόρηση τοῦ προσώπου, πού, ἀποτυπώνοντας ὁ ἔμπειρος καί τίμιος τεχνίτης τή λεπτομέρεια στήν ἐπιφάνεια τοῦ πίνακα, στοιχειοθετεῖ καί ἐκφράζει τήν τελειότητα.
῾Ο σεπτός καί μαρτυρικός Μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος δέν προσφέρεται γιά πρόχειρη, “κατά συνθήκην”, ἀποσπασματική ἱστόρηση. Μέ ὑποσυνείδητο μοχλό τήν ἀτολμία ἤ μέ φόντο τή σκοπιμότητα. Εἶναι διαμάντι πολυεδρικό, ἀλλά καί μοναδικό. Ποιμένας μέ πολυσχιδή δράση, ἀλλά καί μέ αὐτοσυνειδησία ἀκεραιότητας. ᾿Ανήκει στήν κλάση τῶν μεγάλων, πού ἀνοίγουν δρόμους καί γράφουν ἱστορία. Τῶν ποιμένων τῆς ᾿Εκκλησίας μας, πού δέν εἶναι εὔκολο νά τούς προσεγγίσει καί νά τούς βιογραφήσει ἀποδοτικά ὁ ἄτολμος ἤ ὁ στρατευμένος ἱστορικός κάλαμος. ῎Αν ὁ βιογράφος του κινηθεῖ στίς τροχιές τῆς διαπλοκῆς, ἄν κρατήσει κυρίαρχη μέσα του τήν ἐξάρτηση ἀπό τήν κατεστημένη ἐξουσία, ἀπό τούς παράγοντες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ παρασκηνίου καί ἀπό τούς συντελεστές τῆς περιπέτειας καί τῆς ὀδύνης τοῦ μάρτυρα ᾿Επισκόπου Νικολάου, δέ θά νομιμοποιηθεῖ νά χαράξει ὑπεύθυνα καί ἀκριβοδίκαια τό στίγμα τῆς παρουσίας του καί δέ θά φωτίσει, μέ ἐπάρκεια, τόν πίνακα τῆς προσφορᾶς του. ῎Αν μείνει θαυμάζοντας τήν ἀρχιερατική του ἀξιοπρέπεια καί φοβηθεῖ νά θίξει τά εἰδωλικά βάθρα τῶν διωκτῶν του, δέ θά κατορθώσει νά σημαδέψει μέ ἀκρίβεια τά πατήματα τῆς αὐθεντικά Πατερικῆς βιοτῆς καί ποιμαντορίας του καί νά προσδιορίσει τό νόημα τῶν ἀγώνων του καί τῶν θυσιῶν του.
Χαράσσοντας αὐτές τίς γραμμές, μέ συνέχει ἡ πικρή αἴσθηση, πού στάλαξαν μέσα μου κάποιες ἀνθοδέσμες ἐγκωμίων, προσφορά συμβατικοῦ χρέους στόν τάφο τοῦ σεπτοῦ ῾Ιεράρχη. Κάποιες βιογραφικές σελίδες καί κάποιες ὁμιλίες, πού ἀνέβασαν τό πρόσωπο τοῦ Χαλκίδος Νικολάου ἴσαμε τόν τρίτο οὐρανό, ἀλλά δέν ἐνημέρωσαν τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα, πῶς αὐτός ὁ ἅγιος, ὁ προικισμένος μέ τά χαρίσματα τοῦ Παναγίου Πνεύματος, βρέθηκε ἐξόριστος, καθηλωμένος στά δεσμά τοῦ μαρτυρίου. Δέ μᾶς διευκρίνισαν, πῶς καί γιατί οἱ συνεπίσκοποί του, ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, φόρτωσαν στούς τίμιους ὤμους του τό βαρύ σταυρό. Καί γιατί ἡ διάδοχη γενιά τῶν ἡγετικῶν στελεχῶν τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀκόμα καί ἴσαμε τίς μέρες μας, δέν ἀποκατέστησε τή μνήμη του. Γιατί δέν κατέθεσε ἕνα στεναγμό μετάνοιας μπροστά στό σεπτό λείψανό του. Καί γιατί δέ ζήτησε, μέ τήν καταβολή μιᾶς σταλαγματιᾶς δακρύου, τή συγχώρεση καί τήν εὐχή του.
Οἱ πιό πολλοί, ἀπ᾿ αὐτούς πού μίλησαν καί ἀπ᾿ αὐτούς, πού ἔγραψαν, τρεῖς δεκαετίες τώρα, παρουσίασαν ἕναν ἅγιο ᾿Επίσκοπο ἐντελῶς ξεκομμένο ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό του περίγυρο καί ἀπό τήν προβληματική τῆς ἐποχῆς του. Δέ μίλησαν γιά τά δικά του τίμια, ἐπισκοπικά ὁράματα. Καί δέν ἱστόρησαν τούς κυματισμούς τῶν μικροτήτων, πού εἶχαν εἰσορμήσει, κείνη τή χρονική στιγμή, στό πιλοτήριο τῆς ἑλληνικῆς ᾿Εκκλησίας. Σά νά μήν εἶχε ἰδιοτυπία ἡ ἐποχή. Σά νά μήν ἀγωνίστηκε ὁ μακαριστός Νικόλαος καί νά μήν ἔπεσε ἡρωϊκά μέσα στό ἱστορικό γήπεδο. Λές καί περπάτησε, μέ σκυμμένο κεφάλι, δίχως νά κουβαλάει τίς ἀγωνίες τῆς ἐποχῆς του καί τοῦ λαοῦ του. Καί δίχως νά ποτίζει τό μονοπάτι του μέ τόν αἱμάτινο ἱδρώτα του. Οἱ εὐκαιριακοί ἐγκωμιαστές του ἄγγιξαν, μέ τό ἄκρο τοῦ δακτύλου τους, τήν καρδιά του, πού ἔκαιγε, σάν λαμπάδα ἀναμμένη, μπροστά στό Σταυρωμένο ᾿Ιησοῦ Χριστό. ᾿Αλλά, δέ μᾶς εἶπαν ἄν ἀντιμετώπισε καί πῶς ἀντιμετώπισε τόν ἀνθρώπινο περίγυρο. Τούς φίλους καί τούς ἐχθρούς. Τούς πολύτιμους συνεργάτες καί τούς ἑσμούς τῶν δολοπλόκων. Μᾶς τόν ἱστόρησαν, σά νά ἦταν κομήτης. Πού πέρασε σέ κάποια ἀπόσταση ἀπό τή γῆ μας, ἅπλωσε τίς φωτεινές δέσμες του, ἀλλά δέ δεινοπάθησε ἀπό τή σκότωσή μας καί δέν ἀντιπαρατάχτηκε μέ τίς μικρότητές μας.
Αὐτή ἡ βιογραφία, φτωχή, ἴσως καί ὑστερόβουλη, δέν εἶναι γνήσιο συναξάρι, ἄξιο νά παραδοθεῖ πρός φύλαξη καί πρός ἔμπνευση στά αὐριανά μέλη τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας μας.
Οἱ ἅγιοί μας, ὅλοι, βιογραφοῦνται μέ πιστότητα καί μέ ἀκρίβεια. ῾Ιστορεῖται ὁ πνευματικός τους ἀγώνας καί οἱ διαδοχικές φάσεις τοῦ μόχθου τους καί τοῦ μαρτυρίου τους. Δέν ἀποσιωπῶνται οἱ τάσεις καί οἱ ἐντάσεις τοῦ περιβάλλοντος. Καί δέν ἀποκρύπτονται οἱ σκληρότητες τῶν διωκτῶν τους. Οἱ δολοπλοκίες, πού τούς πλήγωσαν. Καί τά σκληρά μέτρα, πού τούς ξαπόστειλαν σέ κάποια “Κουκουσό” ἤ σέ κάποιο ἀμφιθέατρο.
῾Η ἐκκλησιαστική μας ἱστοριογραφία εἶναι πάντοτε ἔντιμη καί διάφανη. Δέν ἐπιδέχεται συμβιβασμούς, ὕποπτες καλύψεις ἤ πλαστογράφηση. Δέν ἐπιτρέπει τήν ἀποσιώπηση τῶν ἀπαξιωτικῶν πράξεων. Μήτε δικαιώνει τήν ἱστορική περιθωριοποίηση τῶν ἁγίων.
῾Ο Χαλκίδος Νικόλαος εἶναι μιά ἱστορία. ῞Ενα ὁλόκληρο κεφάλαιο στή νεότερη ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος. Αὐτόνομο. Γεμάτο περιστατικά. Καί φορτισμένο μέ μηνύματα. ᾿Επαναφέρει στό προσκήνιο τίς ἀπανωτές ραδιουργίες μιᾶς παρακμασμένης ἐποχῆς καί δίνει τό στίγμα τῆς ἀντοχῆς καί τῆς δυναμικότητας ἑνός ἁγίου.
Δέχτηκε τό Χάρισμα τῆς ἀρχιερωσύνης ἀπό τά ἁγιασμένα χέρια τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου τῶν ἀποστολικῶν ὁραματισμῶν, τοῦ μακαριστοῦ ῾Ιερωνύμου. Καί λιτάνευσε στήν Εὐβοϊκή γῆ τό ζωντανό Θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς του καί τή λάμψη τοῦ ἀσκητικοῦ βίου του. Δέ θησαύρισε στίς τσέπες του μήτε χρυσό, μήτε ἄργυρο, μήτε τήν κίβδηλη ἀνθρώπινη δόξα. ῞Ο,τι περιέφερε καί ὅ,τι πρόσφερε, ἀποτελοῦσε “θυσίαν, ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ” (Ρωμ. ιβ΄ 1). ῎Αρωμα βαθειᾶς εὐλάβειας καί μόχθο εἰλικρίνειας καί ἀπεριόριστης ἀγάπης. Προσφέρθηκε στήν ᾿Εκκλησία ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Καί θυσιάστηκε γιά τήν ᾿Εκκλησία. Αὐτό καί μόνο. Δίχως ὄνειρα κοσμικῆς καταξίωσης. Καί δίχως ξεστράτισμα σέ πλάγιους, ὕποπτους δρόμους. ῏Ηταν ἕνα φῶς τοῦ οὐρανοῦ στή γῆ μας. ῞Ενας ἄγγελος, σταλμένος ἀπό τό Θεό, στήν Εὐβοϊκή ἔπαλξη καί σ᾿ ὁλόκληρη τήν ᾿Ορθόδοξη παρεμβολή μας.
Αὐτό τόν ἅγιο ᾿Επίσκοπο, τόν μόχθησαν καί τόν πολέμησαν οἱ συνεπίσκοποί του. ᾿Εκεῖνοι, πού τοῦ χρωστοῦσαν τήν ἀδελφική ἀναγνώριση καί τήν τίμια συνεργασία. Καί τόν ἀπομάκρυναν, βίαια, ἀπό τό ἀγαπημένο του ποίμνιο. ᾿Από τούς ἀνθρώπους, πού τούς ἀγαποῦσε καί τούς διακονοῦσε ταπεινά. Καί πού τοῦ φιλοῦσαν τό χέρι μέ ἀφοσίωση παιδιοῦ πρός πατέρα.
᾿Αφορμή δέ βρῆκαν, γιά νά τόν στήσουν ὑπόδικο. Δίκη δέν ἔστησαν, ἔστω καί γιά θεατρικό ἐντυπωσιασμό. Μάρτυρες δέν ἐξέτασαν, γιά νά διαπιστώσουν ἄν ἔφταιγε. ᾿Απολογία δέν τοῦ ζήτησαν. Μέ ἕνα φιρμάνι καί μέ τήν κάλυψη τοῦ δικτατορικοῦ καθεστῶτος τῆς ἐποχῆς, τόν ἔσπρωξαν στό περιθώριο. Στήν ἐξορία. Στή στέρηση τῆς κοινωνίας μέ τά ἀγαπημένα του παιδιά. Στή θλίψη.
Τρεῖς δεκαετίες κοντεύουν νά συμπληρωθοῦν ἀπό τή σκοτεινή κείνη μέρα. Καί τό ποίμνιο τῆς ῾Ιερῆς Μητρόπολης Χαλκίδας, ἀλλά καί ὁλόκληρο τό ἑλληνικό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα, δέν ἀπάλειψε ἀπό τή μνήμη του καί ἀπό τήν καρδιά του τίς ἐμπειρίες καί τήν ὀδύνη τοῦ πένθους. Δέν ἔπαψε νά σταλάζει δάκρυα ἀγάπης, σεβασμοῦ καί θλίψης στόν τάφο τοῦ μακαριστοῦ ποιμενάρχη, τοῦ μάρτυρα Νικολάου. Καί, καθώς μετράει τίς πληγές τῆς τραγικῆς ἐκείνης ἱστορικῆς περιόδου καί καθώς ἀνιχνεύει στόν ὁρίζοντα κάποια ἀκτίνα τῆς ἐλπίδας, διακρίνει τό ἱλαρό πρόσωπο τοῦ ἀγωνιστή ῾Ιεράρχη Νικολάου καί τόν αἰσθάνεται ὡς τό πρωτογέννημα μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς ἀναγέννησης, πού θά φέρει καί θά ἐγκαταστήσει στούς θρόνους τῶν Ποιμένων γνήσιους διαδόχους τῶν ἁγίων ᾿Αποστόλων καί τῶν Θεοφόρων Πατέρων.
Ο ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων