† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Τό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 279, 16-6-2010
Ποιός τελικά εἶναι ὁ ἀδικούμενος;
Ἐλευθερίου Οἰκονομάκου
Οἰ ἀναγνῶστες μας γνωρίζουν τό πρόβλημα, πού προέκυψε ἀπό τίς ἐκθρονίσεις 12 ἱεραρχῶν τό 1974, καί πού ταλανίζει μέχρι σήμερα τήν Ἐκκλησία μας. Σημειώνουμε ὅτι, τόν τελευταίο καιρό, ἀκούγονται ὅλο καί πιό συχνά φράσεις συμπαθείας πρός τά θύματα ἀπό πολλά στόματα, ἀκόμα καί ἀξιωματούχων τῆς Ἐκκλησίας. Πανθομολογεῖται πιά ὅτι ἡ ἀναίτια, ἄνευ δίκης, πραξικοπηματική καταδίκη τῶν 12 σέ ἔκπτωση ἦταν πράξη ἄδικη. Καί ὅτι ἡ ἐπιβολή τοῦ ἐπιτιμίου ἀκοινωνησίας τό 1993 σέ τρεῖς ἐξ αὐτῶν, τότε ἐπιζόντες, δέν εἶχε κανονικό ἤ νομικό ἔρεισμα· ἦταν τό πρόσχημα γιά νά μήν ἐπανέλθουν στίς θέσεις τους μετά τή δικαίωσή τους ἀπό τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας. Ἀκόμα πιό ἄδικη χαρακτηρίζεται ἡ διαιώνιση αὐτῆς τῆς ἀνωμαλίας μέχρι καί σήμερα.
Ὡς τόσο, παρά τίς ξεκάθαρες θέσεις κάποιων, ὅπου καί ὅταν ὑπάρχουν, διακρίνουμε γενικά σ’ αὐτές τίς ἐκφράσεις συμπάθειας πλεόνασμα στρουθοκαμηλισμοῦ ἐκ μέρους κάποιων «εὐσεβῶν» καί, τό χειρότερο, ὑποκρισίας τῶν ταγῶν. Ἡ τάση εἶναι νά θεωρεῖται τό πρόβλημα ὡς μιά συνήθης σ’ αὐτόν τόν κόσμο ὑπόθεση ἀδικίας σέ βάρος κάποιων προσώπων, τήν ὁποία, λένε, «πρέπει νά ὑπομείνουν μέ καρτερία καί ἐλπίδα στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ»! Ὄχι ὡς κρίση μέσα στήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία. Ὄχι ὡς ἐκκλησιολογικό πρόβλημα. Τό ἐρώτημα, πού ἐκ συστήματος παρακάμπτεται, εἶναι: ποιός, σέ τελευταία ἀνάλυση, εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχήν ἀδικούμενος σ’ ὅλη αὐτήν τήν ὑπόθεση; Τέσσαρες εἶναι οἱ ἄξονες, πού, κατά τήν ἄποψή μας, προσδιορίζουν τήν κρίση ὡς βαθύτατη ἐκκλησιολογική ἐκτροπή.
Πρῶτον, οἱ ἀδικηθέντες ἦταν ποιμενάρχες καί ἡ ἀδικία πρός αὐτούς συνίστατο στήν ἀνακοπή τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου, πού τούς εἶχε ἀνατεθεῖ.
Τό πρόβλημα θά ἦταν πολύ διαφορετικό ἄν τούς στεροῦσαν, ἄς ποῦμε, τά ὑπάρχοντά τους μέ βία καί ἀπάτη ἤ ἄν τους ἐξύβριζαν. Θά τούς εἶχαν ἀδικήσει καί προσβάλει, ὡς πρόσωπα ὅμως· ὄχι στήν ἰδιότητά τους ὡς λειτουργῶν τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τῆς πνευματικῆς πατρότητας. Σέ τελευταία ἀνάλυση οἱ ὑπαίτιοι τῆς ἐκθρονίσεως τῶν 12 Ἱεραρχῶν καί ὅλοι ὅσοι συντηροῦν ἤ ἀνέχονται ἐπί 36 χρόνια αὐτές τίς ἐκθρονίσεις, ἔχουν ἀδικήσει τόν ποιμενόμενο λαό. Γιατί ὄντως ἀδικεῖ λαό ὅποιος ἀναίτια καί χωρίς λόγο τοῦ στερεῖ ποιμένες, πού εὐόρκως ἐργάζονται γι’ αὐτόν.
Δεύτερον, εὐτελίστηκε αὐτός οὗτος ὁ θεσμός τοῦ Ἐπισκόπου. Ἡ ποίμανση τοῦ λαοῦ εἶναι ὑπόθεση ἱερή καί τά πρόσωπα, πού τήν ἀναδέχονται, εἶναι ὑπεύθυνα πάνω ἀπ’ ὅλα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἁγίας Καθολικῆς Ἐκκλησίας Του. Κατά τή διδασκαλία καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἡ σχέση τοῦ Ἐπισκόπου πρός τό ποίμνιό του εἶναι σχέση ἀμοιβαίας ἀγάπης καί θυσιαστικῆς ἀφοσιώσεως, σχέση «συζυγική», ἀδιάρρηκτη, κατά τό πρότυπο τῆς σχέσεως τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ πρός τή Νύμφη Του Ἐκκλησία. Καί ὅπως κατά τή διδασκαλία τοῦ Κυρίου, ὁ φυσικός γάμος εἶναι ἀδιάλυτος, «παρεκτός λόγου πορνείας» (Ματ. ε΄ 32), ἔτσι καί στήν περίπτωση τῆς πνευματικῆς ἑνώσεως Ποιμένα-ποιμνίου, ἡ σχέση ἐπ’ οὐδενί διαρρηγνύεται, ἐκτός ἄν ὑπάρξει ἀτιμωτική ἐνέργεια τοῦ Ποιμένα καί σκανδαλισμός τοῦ ποιμνίου, ὁπότε ἡ ἐκκλησιαστική δικαιοσύνη ἔχει, καί ἐπιβάλλεται νά ἔχει, τό λόγο. Οἱ Ἐπίσκοποι δέν εἶναι ἁπλά διοικητικά ὄργανα ξένα πρός τό λαό, ἀξιωματοῦχοι μιᾶς κλειστῆς ἱεραρχικῆς δομῆς ἐξουσίας Βατικάνειου τύπου, ἡ ὁποία μπορεῖ νά τούς χειρίζεται αὐθαίρετα, σάν πιόνια, ἀνάλογα μέ τούς σχεδιασμούς της. Ὅπου αὐτό συμβαίνει εὐτελίζεται καίρια τό ἐπισκοπικό λειτούργημα.
Τρίτον, τό συλλογικό ὄργανο, πού διέπραξε καί συντηρεῖ τήν ἀδικία, εἶναι μιά Σύνοδος Ἐπισκόπων, τά ἔργα τῆς ὁποίας, ἐξ ὁρισμοῦ, πρέπει νά εἶναι ἱερά καί ἅγια. Ἄν δέν εἶναι, ἀπαξιώνεται καί ἀδικεῖται ὁ θεσμός τῆς Συνόδου. Πιό συγκεκριμένα, ἀποτελεῖ ἔκπτωση γιά μιά Ἱερά Σύνοδο νά ἀδικεῖ τό λαό στερώντας τον ἀπό ποιμενάρχες ἀκατηγόρητους, καί νά τόν ἀδικεῖ ἀκόμα περισσότερο, τοποθετώντας στίς θέσεις τους πρόσωπα ἀνάξια καί ἠθικῶς διάτρητα, γιατί αὐτό ἐπιτάσσουν ὐποχθόνιες σκοπιμότητες καί ἴντριγκες. Δυστυχῶς, καί τίς δύο ὄψεις τοῦ νομίσματος τίς ἔζησε ὁ λαός στό πετσί του ὅλ’ αὐτά τά 36 χρόνια πού σοβεῖ ἡ ἐκτροπή. Ὄχι μόνο οἱ 12 Ἱεράρχες, ἀλλά καί οἱ θεσμοί θυσιάστηκαν στό βωμό παιχνιδιῶν ἐξουσίας, ἄνομων συμφερόντων καί ἐπονείδιστων παθῶν, τά ὁποῖα οἱ ἅγιοι Συνοδικοί, οἱ ἐντεταλμένοι φύλακες τῆς ἁγιότητας τῆς Ἐκκλησίας, ἄφησαν νά κατακλύσουν τόν ἱερό Της χῶρο. Τί κύρος ἔχει, καί πόση ἀξιοπιστία μπορεῖ νά διαθέτει ἡ Ἱερά Σύνοδος, ὅταν ἐξαπολύει ἐγκυκλίους, μέ ἀφορμή τήν τρέχουσα οἰκονομική κρίση, καί ἐπισημαίνει ὅτι «τά πάθη τῆς φιληδονίας, τῆς φιλοδοξίας, τῆς φιλαργυρίας-φιλοκτημοσύνης εἶναι ἐκεῖνα, πού ὁδηγοῦν τούς ἀνθρώπους σέ οἰκονομικές κρίσεις»; Κάθε πολίτης αὐτῆς τῆς χώρας, πιστός ἤ ἄθεος, δικαιοῦται νά σχολιάσει: «ὑμεῖς ὄψεσθε».
Τέλος, τέταρτο, τό περί οὗ ὁ λόγος ἐκκλησιαστικό πρόβλημα, ἀποκάλυψε παγιωμένες καταστάσεις μηχανορραφιῶν καί ψεύδους στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἀμαυρώνουν αὐτό τοῦτο τό μήνυμά Της στόν κόσμο. Καί συγκεκριμένα, εἶναι τραγικό ὅτι ὅλ᾿ αὐτά τά 36 χρόνια ἡ ἐκκλησιαστική μας διοίκηση, πού μέ τόση δολιότητα πολιτεύτηκε καί ἀδίκησε πρόσωπα καί ἐκμαύλισε θεσμούς, διακηρύσσει ὅτι ἐνεργεῖ ex officio ὡς Σύνοδος ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Οἱ Ἱεράρχες μας στήν πλειοψηφία τους, (ὑπάρχουν τιμητικές ἐξαιρέσεις), προβάλλονται ἀπό τούς μηχανισμούς ἐπικοινωνίας, πού οἰκοδομοῦν γύρω τους, ὡς θεόπνευστοι(!) ἡγέτες, καί διεκδικοῦν τό ἀλάθητο τῶν ὅποιων συνοδικῶν ἀποφάσεών τους, ἀκόμα καί ἄν ἔχουν κατακρεουργήσει κάθε ἔννοια ἤθους δικαίου. Χωρίς νά τηροῦν κανένα ὅρο τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς δεοντολογίας, πού, μόνη αὐτή, καταξιώνει τίς Συνόδους τῶν Ἐπισκόπων ὡς ὄντως ἁγιοπνευματικές συνάξεις, σφετερίζονται τό κῦρος της. Εἶναι ποτέ δυνατόν τό Ἅγιο Πεῦμα στήν μέν Ἁγία Γραφή νά παραγγέλλει «ἅγιοι γίνεσθε» (Α΄ Πετρ. α΄ 16) καί «δικαιοσύνην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες ἐπί τῆς γῆς» (Ἠσ. κστ΄ 9), στά δέ διοικητικά σώματα τῆς Ἐκκλησίας μας νά ἐμπνέει τόση κατάφορη ἀδικία καί δολιότητα, πού σέ στιγμές εἰλικρίνειας οἱ ἴδιοι οἱ Ἱεράρχες ὁμολογοῦν καί στηλιτεύουν; Αὐτό πιά ἀγγίζει τά ὅρια τῆς βλασφημίας: ἀδικεῖται καί προσάγεται ὡς θύμα στό βωμό τῆς ἀνομίας αὐτό τοῦτο τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου: «Τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι᾿ ὑμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι» (Ρωμ. β΄ 24). Πῶς νά λάμψει στόν κόσμο ἀκηλίδωτο το μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου; Νά τό δοῦν πιστοί καί νά στηριχθοῦν, ἄπιστοι καί νά πλησιάσουν, ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας καί νά φιμωθοῦν;
Ἀπό τά παραπάνω εἶναι σαφές ὅτι λύση στό ἐκκλησιαστικό πρόβλημα δέν μπορεῖ νά δοθεῖ μέσα ἀπό διπλωματικά παζάρια, πού θά ἱκανοποιοῦσαν, τάχα, «ὅλες τίς πλευρές». Οὔτε πρόκειται νά βρεῖ λύση τό πρόβλημα μέ τό θάνατο καί τοῦ τελευταίου Ἱεράρχη, πού ἀδικήθηκε. Οἱ συνέπειες θά ταλαιπωροῦν τήν Ἐκκλησία μας γιά πολύ πολύ χρόνο. Ἡ λύση μπορεῖ νά προέλθει μόνο μέ μετάνοια: μέ τήν ἀναγνώριση ἐκ μέρους τῆς Ἱεραρχίας τῶν Ἐπισκόπων μας ὅτι ἐπί 36 χρόνια κινοῦνται ἔξω ἀπό τά ἱεροκανονικά πλαίσια καί κατά παράβαση τῶν νόμων δικαίου. Ἄν ἔμπρακτα καί μέ σοβαρή διάθεση νά ἐπουλωθοῦν πληγές, γίνει δεκτό αὐτό, τότε θά ἦταν ἐφικτός κάθε ἀναγκαῖος διακανονισμός οἰκονομίας. Ἡ πρόταση αὐτή δέν εἶναι δική μας. Ἔχει πέσει κατά καιρούς στό τραπέζι τῶν συνοδικῶν διασκέψεων ἀπό κάποιους Ἱεράρχες, χωρίς ὅμως ποτέ νά υἱοθετηθεῖ. Τουναντίον ἐξῆψε τό μένος τῆς πλειοψηφίας. Χαρακτηρίστηκε μάλιστα, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, ὡς αἶσχος γιά τή συνοδική ἀξιοπρέπεια!...
Δική μας λοιπόν ἀπομένει μόνο ἡ ὀδύνη καί ἡ εὐχή: “ἄμποτε νά δώσει ὁ Θεός".
Ἐ. Χ. Οἰκονομάκος
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων