† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Τό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 273, 16-3-2010
ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΗ ΕΛΛΑΔΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ,
καί ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ
Α΄ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
Ἡ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία εἶναι Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία. Τὸ σύστημα τῶν σχέσεων ποὺ τὴ συνδέει μὲ τὴν Ἑλληνικὴ Πολιτεία εἶναι «τῆς νόμῳ κρατούσης Πολιτείας», ἢ, ἄλλως, «τῆς συναλληλίας», ἢ, διαφορετικά, ὅπως θέλετε τὸ ὀνομάζετε. Κατὰ τὸ σύστημα αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀσκεῖ μὲν ἐλεύθερα τὰ ποιμαντικὰ καὶ τὰ τελετουργικά της καθήκοντα, σὲ ὅ,τι ὅμως ἀφορᾶ στὶς διοικητικές της ἁρμοδιότητες, αὐτὲς κανονίζονται καὶ ρυθμίζονται μὲ νόμους τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, οἱ ὁποῖοι προφανῶς ἐκδίδονται μετὰ ἀπὸ διεργασίες καὶ συνεννόηση μὲ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση.
Οἱ δυὸ βασικοὶ νόμοι, ποὺ διέπουν ὅλο αὐτὸ τὸ φάσμα τῶν διοικητικῶν ἁρμοδιοτήτων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἀφενὸς ὁ Καταστατικός της Χάρτης (Κ.Χ.Ε.Ε.), ὁ ὁποῖος καταρτίσθηκε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία μετὰ τὴ μεταπολίτευση καὶ προωθήθηκε στὴ συνέχεια στὴ Βουλὴ πρὸς ψήφιση, καὶ εἶναι ὁ Νόμος 590 τοῦ ἔτους 1977 καὶ ἀφετέρου ὁ Νόμος 5383/1932 «Περὶ Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων». Ὁ τελευταῖος αὐτὸς νόμος ἰσχύει καὶ σήμερα μετὰ τὴν περὶ ἰσχύος του ρητὴ ἀναφορὰ στὸ ἄρθ. 44 τοῦ Κ.Χ.Ε.Ε. Πρέπει δὲ ἐδῶ νὰ τονισθεῖ ὅτι ὁ Κ.Χ.Ε.Ε. (ν. 590/1977) πρὸ τῆς ψηφίσεώς του ἀπὸ τὴ Βουλὴ εἶχε σταλεῖ στὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἔτυχε καὶ τῆς ἐγκρίσεώς του. Ὅλα αὐτὰ κινήθηκαν μέσα στὰ πλαίσια τῶν διατάξεων τοῦ ἄρθ. 3 τοῦ Συντάγματος τοῦ ἔτους 1975.
Στόν ἴδιο τὸν Καταστατικὸ Χάρτη καὶ συγκεκριμένα στὴν παράγ. 4 τοῦ ἄρθρου 1 ὁρίζεται, ὅπως ἄλλωστε τὸ θέλησε (ἢ τὸ δέχθηκε) καὶ ἡ Ἐκκλησία, ὅτι ἡ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία, οἱ Μητροπόλεις κ.ἄ. εἶναι Νομικὰ Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.). Δέσμευση σοβαρὴ καὶ σπουδαία, ἡ ὁποία προδήλως ἔχει καὶ τὶς συνέπειές της. Μὲ βάση δὲ αὐτὲς τὶς ρυθμίσεις το Σ.τ.Ε. μὲ πάγια νομολογία του χαρακτήρισε τοὺς Μητροπολίτες ὡς «ὄργανα διοικήσεως».
Εἰδικότερα: Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὰ θέματα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας (πέραν τῶν Ποιμαντικῶν καὶ Τελετουργικῶν), ἡ ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση καὶ γενικῶς οἱ διοικητικοί της σχηματισμοὶ θὰ πρέπει νὰ ἐφαρμόζουν τοὺς εἰδικοὺς ἐκκλησιαστικοὺς νόμους, ὡς αὐτοὶ ἔχουν ψηφισθεῖ, δημοσιευθεῖ καὶ ἰσχύουν. Ἡ τυχὸν ἀντισυνταγματικότητα καὶ συνεπῶς τὸ ἀνίσχυρο κάποιας ἢ κάποιων διατάξεων (ἂν τυχὸν ὑπάρχει) θὰ πρέπει νὰ κριθεῖ καὶ νὰ ἀπαγγελθεῖ μόνο ἀπὸ τὰ δικαστήρια τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας, στὰ ὁποία, κατὰ ρητὴ συνταγματικὴ ἐπιταγή, ἀνήκει ἀποκλειστικὰ ὁ ἔλεγχος τῆς συνταγματικότητας τῶν νόμων.
Ἑπομένως ὅλα τὰ θέματα καὶ εἰδικότερα ἡ μετὰ τὴν ἐκλογὴ τοποθέτηση σὲ Μητρόπολη τοῦ Ἐπισκόπου, ἡ προαγωγική του ἐξέλιξη, ἡ μετάθεσή του, ὅπως καὶ ὅλα τὰ διαδικαστικὰ ζητήματα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἐλέγχου, θὰ συντελοῦνται μετὰ ἀπὸ τήρηση τῆς διαδικασίας καὶ τῶν ἐπιταγῶν τῶν κειμένων νομοθετημάτων καὶ εἰδικότερα τῶν παραπάνω νόμων 590/1977 (Κ.Χ.Ε.Ε.) καὶ 5383/1932 (Ε.Δ.). Κάθε δὲ παρέκκλιση ἀπὸ αὐτὲς τὶς νομοθετικὲς ρυθμίσεις ὑπόκειται στὸν ἔλεγχο τῆς Ἑλληνικῆς Δικαιοσύνης.
Εἰδικά ἡ ἐκδίκαση τῶν κανονικῶν παραπτωμάτων τῶν Μητροπολιτῶν (καὶ κάθε Κληρικοῦ) σαφῶς ὁρίζεται, καὶ στὶς ἄλλες διατάξεις, ἀλλὰ κυρίως στὸ ἄρθ. 44 τοῦ Κ.Χ.Ε.Ε. Ἐκεῖ προβλέπεται καὶ ρυθμίζεται καὶ ἡ διαδικασία ἐνώπιον τῶν Ε.Δ. σὲ δυὸ βαθμοὺς οὐσιαστικῆς κρίσης, πρωτοβάθμιας καὶ δευτεροβάθμιας. Καὶ ὅταν λέμε οὐσιαστικὴ δικαστικὴ κρίση ἐννοοῦμε πλήρη ἔρευνα τῆς ἐκδικαζόμενης ὑπόθεσης, κατὰ τὴν κανονική, νομικὴ καὶ πραγματικὴ βάση.
Ἐκεί ὅμως ποὺ ἄλλες διατάξεις τῶν παραπάνω βασικῶν νόμων ρυθμίζουν ἄλλως, καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ πλαίσια τῆς ἐκκλησιαστικῆς δίκης, συγκεκριμένα θέματα καταστάσεως τῶν κληρικῶν (βλ. καὶ Μητροπολιτῶν), αὐτὲς οἱ εἰδικὲς διατάξεις θὰ ἐφαρμόζονται ὑποχρεωτικῶς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Τυχὸν δὲ ἀντίθετες ἐνέργειες ἢ παραλείψεις τῆς διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ παράβαση αὐτῶν τῶν διατάξεων, ἐπάγονται καὶ ποινικὲς συνέπειες γιὰ παράβαση καθήκοντος (ἄρθρ. 259 καὶ 13 Π.Κ.), ἀλλὰ δημιουργοῦνται παράλληλα καὶ ἀκυρωτικὲς διαφορὲς στὰ διοικητικὰ δικαστήρια. Καὶ τέτοιες διαφορὲς ἔχουν ἀπασχολήσει πολλὲς φορὲς τὴν Ἑλληνικὴ Δικαιοσύνη, στὴν ὁποία προσέφυγαν εἴτε οἱ θιγόμενοι Ἱεράρχες εἴτε καὶ ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία ὡς Ν.Π.Δ.Δ.
Β΄ ΤΟ «ΕΚΚΛΗΤΟΝ»
Ὅπως τονίσθηκε ἡ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία εἶναι Αὐτοκέφαλη. Καὶ κατὰ τὸ κρατοῦν σήμερα σύστημα τῶν σχέσεών Της μὲ τὴν Ἑλληνικὴ Πολιτεία, ὑπόκειται ἀπόλυτα στοὺς νόμους τοῦ Κράτους. Ἐνόψει τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ συστήματος τῶν σχέσεών της μὲ τὴν Πολιτεία, τὸ ὁποῖο ἡ ἴδια ἀσμένως καὶ ἀβιάστως τὸ δέχθηκε, τὸ Πατριαρχεῖο δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ προτείνει ἐνέργειες, ποὺ εὑρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὶς εἰδικὲς αὐτὲς ρυθμίσεις.
Εἰδικῶς τὸ ἄρθρο 44 τοῦ Κ.Χ.Ε.Ε. προβλέπει καὶ ρυθμίζει σαφῶς τὴ μοναδικὴ περίπτωση ποὺ ἀσκεῖται ἡ ἔκκλητη προσφυγή ἐνώπιον τοῦ Πατριαρχείου. Καὶ ἡ διάταξη αὐτὴ περιορίζει ἀποκλειστικῶς τὸ «ἔκκλητον» σὲ ἐκεῖνες ΜΟΝΟ τὶς περιπτώσεις, οἱ ὁποῖες, μετὰ τὴν οὐσιαστικὴ ἐκδίκαση τῶν κανονικῶν παραπτωμάτων καὶ μετὰ τὴν τήρηση τῆς διαδικασίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς δίκης, κατέληξαν σὲ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαστηρίου γιὰ καθαίρεση, ἀργία καὶ ἔκπτωση τοῦ κληρικοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια τότε μόνο ἀσκεῖται ΠΑΡΑΔΕΚΤΩΣ τὸ «ἔκκλητον», ὅταν ἔχουμε πρωτοβάθμια καὶ στὴ συνέχεια δευτεροβάθμια κρίση Ε.Δ., μέσα στὰ πλαίσια τῆς ἐκκλησιαστικῆς δίκης, ἡ ὁποία καταλήγει σὲ τελεσίδικη καταδικαστικὴ ἀπόφαση. Σὲ καμμιὰ ἄλλη περίπτωση δὲν μπορεῖ τὸ Πατριαρχεῖο νὰ ἐπιληφθεῖ τῆς ἔκκλητης προσφυγῆς Μητροπολίτη καὶ κάθε κληρικοῦ. Πρέπει δὲ νὰ λεχθεῖ ὅτι πρὸ τοῦ Νόμου 590/1977 (Κ.Χ.Ε.Ε.) τὸ «ἔκκλητον» ἴσχυε μόνο γιὰ τοὺς Μητροπολίτες τῶν λεγομένων νέων χωρῶν καὶ ὄχι καὶ γιὰ τοὺς Μητροπολίτες τῆς Αὐτοκέφαλης Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐπέκταση καὶ γιὰ τοὺς τελευταίους ἔγινε (ἄγνωστο ἢ μᾶλλον γνωστὸ πῶς) τὸ πρῶτον τὸ 1977 μὲ τὸ ἀνωτέρω ἄρθ.44 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου (ν. 590/1977).
Γ΄ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 160 ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 5383/1932
Πέραν τῶν ὅσων παραπάνω ἐκτέθηκαν, τὸ ἄρθ. 160 τοῦ ἰσχύοντος (ὅπως δέχεται καὶ τὸ Πατριαρχεῖο) Ν. 538/1932 ρυθμίζει μία ὅλως ἐξαιρετικὴ καὶ εἰδικὴ περίπτωση. Καὶ εἶναι ἡ περίπτωση ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Μητροπολίτης (καὶ κάθε κληρικός) καταδικάσθηκε ἀμετάκλητα ἀπὸ τὸ ποινικὸ δικαστήριο σὲ βαθμὸ κακουργήματος. Ἐδῶ ὁ ἐκκλησιαστικὸς νομοθέτης ἐπιτάσσει τὴν ἄμεση καθαίρεση τοῦ Μητροπολίτη. Ἡ καθαίρεση αὐτὴ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴ διαδικασία τῆς ἐκκλησιαστικῆς δίκης, ἀφοῦ στὸ ἴδιο τὸ ἄρθρο160 ὁρίζεται ρητῶς «ἄνευ ἑτέρας τινὸς διαδικασίας». Καὶ ἐπὶ πλέον ἡ πράξη αὐτὴ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα δικαιοδοτικῆς κρίσης Ε.Δ., ἀφοῦ δὲν προβλέπεται τήρηση εἰδικῆς διαδικασίας οὔτε γίνεται ἔρευνα τῆς ὑπόθεσης κανονική, νομικὴ καὶ πραγματική. Εἶναι ἁπλῶς ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ καὶ μάλιστα δέσμιας ἐνέργειας, ποὺ ἐκδίδεται μὲ μόνη τὴν τυπικὴ διαπίστωση τῆς ἀμετάκλητης ποινικῆς καταδίκης γιὰ κακούργημα «ἄνευ ἑτέρας τινὸς διαδικασίας». Εἶναι πράξη, πού γίνεται ἐν συνεχείᾳ τῆς ποινικῆς δίκης, ἀλλά ἀπό τήν Ἐκκλησία, διότι τό ποινικό Δικαστήριο δέν μπορεῖ νά ἐπιβάλει τήν ποινή τῆς καθαιρέσεως. Καὶ ἡ πράξη αὐτή, τὴν ἔκδοση τῆς ὁποίας ὁ νομοθέτης ἁπλῶς ἀναθέτει στὸ πρωτοβάθμιο Ε.Δ., δὲν ἀποτελεῖ ὁπωσδήποτε ἀπόφαση Ε.Δ., μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν ὑπόκειται οὔτε σὲ ἔφεση οὔτε πολὺ περισσότερο στὴν ἔκκλητη προσφυγὴ τοῦ ἄρθρ. 44 τοῦ Κ.Χ.Ε.Ε., ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση τελεσίδικη οὐσιαστικὴ ἀπόφαση Ε.Δ. Τοῦτο ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα, ἐὰν ἡ Ἐκκλησία δὲν συμμορφωθεῖ μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ ἄρθρ. 160, ἀφενὸς νὰ προκύψουν γιὰ τοὺς ὑπευθύνους ποινικὲς συνέπειες γιὰ παράβαση καθήκοντος κατὰ τὸν ἰσχύοντα Ποινικὸ Κώδικα (ἄρθρ. 259 καὶ 13) καὶ ἀφετέρου ἡ ὑπόθεση νὰ ὑπόκειται στὸν ἀκυρωτικὸ ἔλεγχο τοῦ Σ.τ.Ε. γιὰ παράλειψη νόμιμης ὀφειλόμενης δέσμιας ἐνέργειας. Οἱ ἴδιες ποινικὲς καὶ διοικητικὲς συνέπειες βαρύνουν τοὺς ὑπευθύνους καὶ σὲ περίπτωση τυχὸν ἀνάκλησης τῆς ἐπιβληθείσης καθαίρεσης, ἀφοῦ ἡ ἀνακλητικὴ πράξη θὰ στερεῖται προδήλως νομίμου ἐρείσματος.
Δ΄ Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ
Ἡ θέση ἐδῶ τοῦ Πατριαρχείου εἶναι μία καὶ μοναδική. Καὶ ἀποτελεῖ μονόδρομο. Στὴν πράξη τῆς καθαίρεσης τοῦ Μητροπολίτη μὲ τὴ διαδικασία τοῦ ἄρθρ. 160, ποὺ δὲν ἔχουμε ὄχι μόνο τελεσίδικη οὔτε κᾶν ἀπόφαση Ε.Δ. μετὰ ἀπὸ δικαιοδοτικὴ κρίση, τὸ Πατριαρχεῖο δὲν ἔχει καμμιὰ δικαιοδοσία, καμμιὰ ἐξουσία καὶ καμμιὰ ἁρμοδιότητα νὰ ἐπιληφθεῖ. Ἡ μόνη κρίση του πρέπει νὰ περιορίζεται στὴν ἀπόρριψη τῆς ἔκκλητης προσφυγῆς ὡς «τύποις ἀπαραδέκτου». Ἡ δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου περιορίζεται ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ νομοθεσία μόνο στὴν περίπτωση τοῦ «ἐκκλήτου», ὅπως ὅμως αὐτὸ ἀναλυτικῶς προσδιορίσθηκε κατὰ τὴ σαφῆ γραμματικὴ διατύπωση καὶ ἀναντίρρητη ἑρμηνεία τῶν οἰκείων διατάξεων καὶ συγκεκριμένα ἐκείνης (τῆς μοναδικῆς) τοῦ ἄρθρ. 44 § 2 τοῦ Κ.Χ.Ε.Ε.
Το Ἑλληνικὸ Κράτος δὲν εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ δεχθεῖ παρεμβάσεις καὶ ὑποδείξεις τρίτων, σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν ἰσχὺ καὶ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν νόμων. Γιατί κάτι τέτοιο θὰ ἀποτελοῦσε ἀπαράδεκτη ἐπέμβαση στὶς λειτουργίες του, τὴ δικαστική, τὴ νομοθετικὴ καὶ τὴν ἐκτελεστική, κάτι ποὺ δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὸ ἀπὸ τὸ ἰσχύον Σύνταγμα.
Καὶ κλείνουμε μὲ τούτη τὴν ἐπισήμανση. Τὸ ἄρθρο 160 τοῦ Ν. 5383/1932, τὸ ὁποῖο ὁρίζει τὴν ἄμεση καθαίρεση σὲ μόνη τὴν εἰδικὴ καὶ ἐξαιρετικὴ περίπτωση τῆς ἀμετάκλητης ποινικῆς καταδίκης τοῦ Μητροπολίτη γιὰ κακούργημα καὶ τὸ ὁποῖο ἐπιτάσσει ἡ καθαίρεση αὐτὴ νὰ γίνεται «ἄνευ ἑτέρας τινός διαδικασίας» μὲ ἁπλὴ διαπιστωτικὴ διοικητικὴ πράξη δέσμιας ἐνέργειας, δὲν προβλέπει περαιτέρω οὔτε ἔκδοση ἀπόφασης Ε.Δ. κατὰ τὴ διαδικασία τῆς ἐκκλησιαστικῆς δίκης, οὔτε ἄσκηση κατὰ μείζονα λόγο ἔκκλητης προσφυγῆς ἐνώπιον τοῦ Πατριαρχείου. Τὸ «ἔκκλητον» ὁ νομοθέτης τὸ περιορίζει ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴν περίπτωση τῆς παραγ. 2 τοῦ ἄρθρου 44 τοῦ Κ.Χ.Ε.Ε., ὅπως σαφῶς ἐπισημάνθηκε.
Καὶ στὶς ρυθμίσεις αὐτὲς τῶν ἐκκλησιαστικῶν νομοθετημάτων τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας δὲν εἶναι ἐπιτρεπτές, οὔτε παραδεκτές, ὑποδείξεις καὶ ὑπομνήσεις.-
Ὁ Σχολιαστὴς
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων