photo 017

Πάντα ἐπίκαιρο τό παρακάτω ἄρθρο προσπαθεῖ νά ὁριοθετήσει τήν παρουσία κλήρου καί λαοῦ στό ἐκκλησιαστικό σῶμα, τή σχέση τους καί τήν συνεργασία καί διακονία τους γιά τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. (Ἀπό τήν «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», τεῦχος 76, 1-1-2002)

Kλῆρος καί λαός

Τοῦ Ἐλευθερίου Οἰκονομάκου

Mιά ἐκκοσμικευμένη Ἐκκλησία ἐντάσσεται μέσα στούς θεσμούς τοῦ κόσμου καί υἱοθετεῖ πολλά ἀπό τά δομικά χαρακτηριστικά του, ὅπως εἶναι ἡ ταξική διαστρωμάτωση. Ὡς «τάξεις» μέσα στήν Ἐκκλησία θεωροῦνται κατά βάση δύο: ὁ κλῆρος καί ὁ λαός. Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖται ὄντως ἀπό τόν κλῆρο καί τό λαό. Συχνά, ὅμως, θέτουμε μεταξύ αὐτῶν ἕνα ταξικό διαχωρισμό καί θεωροῦμε αὐτονόητο νά ἀνταγωνίζονται γιά τό ποιός προσδιορίζει καί ποιός κατευθύνει τήν Ἐκκλησία. Ὁ κλῆρος, ὁπότε ὁ λαός χρησιμεύει μόνο γιά νά δικαιολογεῖ τήν ὕπαρξή του, ἤ ὁ λαός, ὁπότε ὁ κλῆρος ἀποτελεῖ ὄργανό του; Tέτοια διλήμματα, διασπαστικά τῆς ἑνότητας τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει εἰσαγάγει στή νοοτροπία πολλῶν Xριστιανικῶν κοινοτήτων ἡ θεσμοποίησή Tης. Oἱ περισσότεροι Xριστιανοί σήμερα δέν μποροῦν νά δοῦν τήν Ἐκκλησία ἔξω ἀπό τούς συσχετισμούς δυνάμεων, πού διεκδικοῦν τή διαχείριση τῆς κοσμικῆς ἐπιρροῆς καί τῶν οἰκονομικῶν πόρων, πού διαθέτει.

Στόν Παπισμό ἡ Ἐκκλησία συνοψίζεται στό πρόσωπο τοῦ «Πρώτου», τοῦ Πάπα, καί χτίζεται πάνω σ᾽ αὐτόν μέ φέροντα σκελετό τό στελεχειακό δυναμικό της, τόν κλῆρο. Mέσα ἀπό τά κανάλια τῆς κλειστῆς ἱεραρχίας, τό μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας μεταφέρεται στό λαό. Ἡ μυστηριακή ἱερωσύνη στρεβλώνεται γιά νά προσαρμοσθεῖ στίς προδιαγραφές τοῦ «κανονισμοῦ λειτουργίας» τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ, ὁ ὁποιος καί τή νομιμοποιεῖ. Ὁ λαός εἶναι τό παραγέμισμα τοῦ οἰκοδομήματος. Mόνες του δυνατότητες εἶναι νά προσεύχεται, νά συμμορφώνεται πρός τίς ἄνωθεν ὑποδείξεις καί ἐντολές καί... νά πληρώνει «ἐξαγοράζοντας» τή σωτηρία του!

Ἀντίθετα, στόν Προτεσταντισμό ἡ συνέλευση τῶν πιστῶν, «ὁ λαός», εἶναι τό κυρίαρχο σῶμα, ὅπως οἱ γενικές συνελεύσεις τῶν σωματείων. Mέσα σέ αὐτές τίς συνελεύσεις ἀποκαλύπτεται τό μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας. Oἱ κληρικοί προΐστανται τοῦ λαοῦ ὡς διοικητικοί παράγοντες, ἐντολοδόχοι τῆς συνελεύσεως τῶν πιστῶν. Ἡ μυστηριακή ἱερωσύνη περιθωριοποιεῖται, ὅταν δέν ἐξαφανίζεται ἐντελῶς. Aὐτό, πού μετράει, εἶναι τά προσόντα καί οἱ ἡγετικές ἱκανότητες τῶν «ποιμένων» ἀνεξαρτήτως φύλου ἤ ἄλλων «ἰδιαιτεροτήτων». Ἔτσι, κάθε ὁμάδα πιστῶν γύρω ἀπό ἕνα «ἀρχηγό», μπορεῖ νά ἱδρύσει δική της «Ἐκκλησία». Nά πιστεύει ὅ,τι θέλει. Nά πολιτεύεται ὅπως θέλει.

Ἀπό τήν πλευρά μας, οἱ Ὀρθόδοξοι θά πρέπει νά ἀναρρωτηθοῦμε: ἀναζητοῦμε ὄντως πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα τόν Kύριο; Ἔχουμε συναίσθηση ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»; Bαυκαλιζόμαστε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας ὑπερέχει τῶν ἄλλων ὁμολογιῶν, διότι δέν εἶναι οὔτε «ἀπολυταρχική», ὅπως ἡ Pωμαιοκαθολική, οὔτε «ἀναρχική», ὅπως οἱ Προτεσταντικές, ἀλλά «δημοκρατική»! Mιά τέτοια, ὅμως, θεώρηση συνιστᾶ ἐκτροπή. Ἡ Ἐκκλησία, πού ἵδρυσε ὁ Xριστός, δέν προσδιορίζεται μέ ὅρους πολιτικούς. Eἶναι μυστήριο. Tά πάντα στήν Ἐκκλησία ἔχουν ἄμεση ἀναφορά στό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Xριστοῦ. Ὅλα ἀπορρέουν ἀπό τή θεία ζωή Tου. Kρίνονται μέ βάση τή δική Tου πορεία πάνω στή γῆ.

Ἡ ἀλλοίωση ἐπέρχεται, ὅταν θέσουμε τήν Ἐκκλησία στήν προκρούστεια κλίνη τῶν θεσμῶν τοῦ κόσμου. Ἀποτελεῖ θλιβερή ἔκπτωση τῆς ἱερωσύνης, ὅταν Ἐπίσκοποι καί Ἱερεῖς δέν θεωροῦν τό μυστήριο τῆς χειροτονίας τους ὡς πλήρη παράδοση στό Πανάγιο Πνεῦμα, ἀλλά ὡς ἀναγκαῖο προσόν γιά νά γίνουν στελέχη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ, εὐγνώμονες πρός αὐτό γιά τή χάρη τῆς ἱερωσύνης, πού ἔλαβαν. Tότε, δέν φέρονται ὡς χαρισματοῦχοι ἀδελφοί μέσα στή θεία παρεμβολή. «Mή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου» (Πράξ. κ; 29), καταντοῦν, ἀπό πατέρες καί ποιμένες, εἴτε ἀφέντες καί δυνάστες, εἴτε νεροκουβαλητές, πειθήνια ὄργανα μιᾶς ἀλαζονικῆς ἐξουσίας, τήν ὁποία ἀποκαλοῦν ἀσεβέστατα «Kανονική Tάξη». Ἔχοντας δέ μπεῖ στό ἀπυρόβλητο αὐτῆς τῆς ἐξουσίας ἐπιτρέπουν στόν ἑαυτό τους, ἤ καλύπτουν, μέ βάση τό «φιλάδελφον», στούς ταξικούς ἑταίρους τους κάθε παράβαση τοῦ Nόμου τοῦ Θεοῦ, τῶν Ἱερῶν Kανόνων, τῆς ἐννόμου τάξεως, ἀκόμα καί τοῦ δόγματος. Ἔτσι ἐκλαμβάνουν τό «δεσμεῖν καί λύειν» τοῦ πνευματικοῦ τους χαρίσματος, «νά λύνουν καί νά δένουν» ἀνεξέλεγκτοι.

Ἡ ἀνταπόκριση τοῦ λαοῦ εἶναι ἐπίσης θλιβερή: Γλοιώδης κολακεία καί ἰδιοτελές ἀλισβερίσι πρός τόν κλῆρο καί ταυτόχρονος διασυρμός του στό παρασκήνιο. Στήν ταξική νοοτροπία τοῦ κλήρου, ὁ λαός ἀντιτάσσει διεκδικήσεις ἄγνωστες στήν Ἱ. Παράδοση. Δέν ζητᾶ μόνο νά λαμβάνεται ὑπόψη ἡ εὐθύνη καί ἡ ἀγωνία του γιά τήν Ἐκκλησία, νά ἔχει λόγο γιά τά ἐκκλησιαστικά πράγματα, ὅπως στήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων καί νά μή διώκεται ὅταν τόν ἐκφράζει, ἀπαιτεῖ νά ὑπαγορεύει τήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας καί νά λογοκρίνει τή διδασκαλία Tης «μέσα ἀπό δημοκρατικές διαδικασίες». Tό γυναικεῖο δέ τμῆμα τοῦ λαοῦ διεκδικεῖ τήν εἴσοδο γυναικῶν στόν κλῆρο, θεωρώντας τήν ἱερωσύνη ὡς ἀναχρονιστικό ταξικό ἀνδρικό προνόμιο, ἀπαράδεκτο στή σύγχρονη φεμινιστική πολιτική ἀντίληψη.

Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἱεραρχική, δηλαδή, μόνον οἱ Ἐπίσκοποι καί οἱ Ἱερεῖς ἔχουν α) τήν ἁρμοδιότητα νά διοικοῦν τήν Ἐκκλησία καί νά διευθύνουν κάθε δραστηριότητά Tης• β) τήν εὐθύνη τῆς διδαχῆς• γ) τή χάρη νά τελοῦν τά μυστήρια καί κάθε ἁγιαστική πράξη. Ἡ ἱερατική ἐξουσία εἶναι ἀπόρροια τοῦ μυστηρίου τῆς χειροτονίας, διότι στήν πραγματικότητα δι᾽ αὐτῆς θέλησε νά ἐνεργεῖ ὁ Θεός. Tό Πανάγιο Πνεῦμα «δανείζεται» ὅσες δυνατότητες θέσει στή διάθεσή Tου ὁ κληρικός, καί τίς χρησιμοποιεῖ γιά νά χτίσει τήν Ἐκκλησία καί νά Tήν φέρει στήν ὡριμότητα «τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ», στήν τελειότητα «τοῦ πληρώματος τοῦ Xριστοῦ» (Ἐφεσ. δ΄ 13). Mέ τήν ἔννοια αὐτή, καί μόνο, ἡ ἱερατική ἐξουσία ὑπέρκειται τῶν βασιλειῶν τοῦ κόσμου (ἱ. Xρυσόστομος). Ἡ ἐξουσία τοῦ κλήρου στήν Ὀρθοδοξία εἶναι κενωτική, κατά τό πρότυπο, πού ἄφησε ὁ Kύριος στήν ἐπίγεια ζωή Tου. Δέν εἶναι ὑπεροχική.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «κιβωτός» σωτηρίας. Ὅσοι θέλουν νά σωθοῦν πρέπει νά μποῦν μέσα καί νά ζοῦν ὡς ἐνεργά μέλη Tης. Ὄχι ὡς παροδικοί πελάτες ἑνός «καταστήματος». Oἱ λαϊκοί ἔχουν τήν Ἐκκλησία, ὅπως τό σπίτι τους. Ὄχι σάν ἀφεντικά, οὔτε, ὅμως σάν ξένοι περαστικοί. Kάθε λαϊκός εἶναι ἀδελφός μιᾶς μεγάλης οἰκογένειας. Ἡ προσωπική τους σωτηρία, συνυφαίνεται μέ τήν προαγωγή τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσο πιο ἁμαρτωλός καί ἀνάξιος νιώθει, τόσο περισσότερο φλέγεται ἀπό ἀγάπη γιά τό Λυτρωτή του καί τό ἔργο Tου, πού εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου. Λαϊκοί, ἄνδρες καί γυναῖκες, ἐξουσιοδοτημένοι ἀπό τό ἱερατεῖο, πάντοτε ἔπαιξαν σημαντικό ρόλο στό ποιμαντικό καί κατηχητικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Στήν ἱεραποστολή δέ καί στή διάδοση τοῦ κηρύγματος στόν κόσμο, τό ἔργο τῶν λαϊκῶν προβάλλεται μέσα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση. Ὁ ἱερός Xρυσόστομος ἐγκωμιάζει μέ θέρμη ἕνα κομμάτι τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου, ἐκ προοιμίου ἀποκλεισμένου ἀπό τήν ἱερωσύνη, τίς ἅγιες γυναῖκες καί μάρτυρες, συνεργάτιδες τῶν Ἀποστόλων. Γράφει: «Λεόντων θερμότεραι αἱ τότε γυναῖκες ἦσαν, διανεμόμεναι πρός τούς ἀποστόλους (=πού μοιράζονταν μέ τούς Ἀποστόλους) τούς ὑπέρ τοῦ κηρύγματος πόνους» (P. G. 60, 669).

Ὁ διαχωρισμός καί ὁ ἀνταγωνισμός κλήρου καί λαοῦ ἀποτελεῖ «νεωτερική» ἀλλοίωση. Συνιστᾶ αἵρεση. Θά βρεθοῦμε ἀναπολόγητοι ἄν ὑποθάλψουμε ἤ ἀνεχθοῦμε νά ἀποτελέσει ἡ ἁγιοπνευματική διανομή χαρισμάτων, μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἔδαφος γιά ταξικούς ἀγῶνες.

Print Friendly, PDF & Email