Ἐμπειρίες αἰώνων

Αἰφνιδιάζει, ὡς τολμηρή καί ἀπρόσφορη, ἡ ἄποψη, πώς τό αἴτημα τῆς νομοθετικῆς καί πρακτικῆς ἀποδέσμευσης τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπό τό θεσμικό πλαίσιο τῆς Πολιτείας δικαιοῦται νά τό παρουσιάσει καί νά τό ὑποστηρίξει, μέ τή δική του ἐκκλησιολογική καί ἱστορική διαλεκτική, ἕνας λειτουργός τοῦ πανίερου Θυσιαστηρίου.

Οἱ εἰσηγήσεις, γιά τό χωρισμό Κράτους-᾿Εκκλησίας, ἠχοῦν μονόπαντα, ἀπό τά στρατηγεῖα τῆς ἀπέναντι ὄχθης. Οἱ ἀκοές μας ἔχουν στομώσει ἀπό τά μακρόσυρτα, ἠχηρά συνθήματα καί ἀπό τίς νευρώδεις ἀπαιτήσεις τῶν ἐκπροσώπων τοῦ στρατευμένου ἀθεϊσμοῦ καί τῶν διαφημιστῶν τοῦ, πνευματικά ἀχρωμάτιστου, ἀλλά ὁμοιόμορφου, παγκοσμιοποιημένου ἐκσυγχρονισμοῦ. Τόν ὀρυμαγδό τόν ἐντοπίζουμε -δεκαετίες τώρα- νά ξεσηκώνεται ἀπό τά στρατηγεῖα τῆς μανιακῆς ἀντιεκκλησιαστικῆς προπαγάνδας καί νά περνάει στήν πίστα τῶν κοινωνικοπολιτικῶν ἀντιπαραθέσεων ὡς προοπτική “πολιτιστικῆς ἀνάπτυξης” καί “προόδου”.

᾿Από τήν ἐκκλησιαστική μας διοίκηση δέν ἐκπορεύεται στίγμα ἀποδοχῆς τῶν κοσμικῶν αἰτημάτων. ᾿Αντίθετα, τά πρακτορεῖα τῶν ἐκκλησιαστικῶν εἰδήσεων καί, προπάντων, οἱ ἐπίσημες καθέδρες τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀξιωματούχων ἐκπέμπουν “σῆμα κινδύνου”. Διαμαρτύρονται “στεντορείως”, ὅτι ὁ χωρισμός, ἄν ἀποτολμηθεῖ καί πραγματοποιηθεῖ, θά εἶναι χτύπημα προδοτικό κατά τῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς “τροφοῦ τοῦ ῎Εθνους”, καί ἀπόπειρα ἄρνησης καί ξεπουλήματος τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν, πού ἐμπλουτίζουν τό ἱστορικό μας θησαυροφυλάκιο.

Μέσα σ᾿ αὐτό τό ἐπικοινωνιακό καί δημοσιογραφικό πλαίσιο, ἡ ἐμφάνιση ἀντίστροφων ἀπόψεων ἀπό ἕνα ὑπηρέτη τῆς ᾿Ορθόδοξης ἑλληνικῆς μας ᾿Εκκλησίας κινδυνεύει νά ἑρμηνευτεῖ ὡς ἀνορθογραφία. ῾Ως ἐπικίνδυνη ἀποστασιοποίηση ἀπό τίς δομές, πού λειτούργησαν “γόνιμα”(!!), ἐπί σειρά αἰώνων καί ὡς ἀνορθόδοξη σύναψη πρωτοκόλλου φιλίας μέ τό ἐκκοσμικευμένο μοντέλο τῆς παγκοσμιοποιημένης, σύγχρονης, κουλτούρας, πού βρίσκεται σέ ἀέναη μεταλλαγή καί ἐξέλιξη, ὄχι, ὅμως, μέ πειστική πρόταση ἀνθρωπιστικοῦ ὁράματος καί μέ ἀποδεκτή ἐγγύηση σεβασμοῦ τοῦ προσώπου καί τῆς ἐλευθερίας του.

Αὐτές μπορεῖ νά εἶναι οἱ πρῶτες ἀντιδράσεις, στό ἄκουσμα, ὅτι ἕνας λειτουργός τῆς ᾿Εκκλησίας γυρίζει τά νῶτα στό σχῆμα τῆς πλοκῆς καί συνεργασίας(;) Πολιτείας καί ᾿Εκκλησίας, πού ἐπιβλήθηκε καί -μέ ἐνθουσιασμό ἤ μέ γογγυσμό- βιώθηκε ἐπί σειρά αἰώνων καί χαιρετίζει, μέ προσδοκίες ἐκκλησιαστικῆς ἀνακαίνισης, τήν πρόταση τοῦ χωρισμοῦ καί τῆς πλήρους ἀνεξαρτοποίησης τοῦ ᾿Εκκλησιαστικοῦ Σώματος.

***

Χρέος μου νά προσφέρω περισσότερες καί διαφανέστερες ἐξηγήσεις. Καί, σάν εἰσαγωγή σ᾿ αὐτή τήν προσπάθειά μου, θά παραθέσω δυό ἀποσπάσματα ἐπιστολῶν τοῦ θεοφώτιστου ποιμένα τῆς ᾿Εκκλησίας μας, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Οἱ ἐπιστολές αὐτές ἀποτελοῦν ντοκουμέντα τῶν ἱστορικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ἐξελίξεων, πού πραγματοποιήθηκαν μετά τήν κατάπαυση τῶν διωγμῶν. ᾿Αφοῦ ἡ ᾿Εκκλησία εἶχε βρεῖ θέση ἀναγνώρισης καί τιμῆς στήν αὐτοκρατορία. Καί ἀφοῦ ἡ παρασκηνιακή διαπλοκή τῶν παραγόντων τοῦ παλατίου καί κάποιων ἡγετικῶν στελεχῶν τῆς ᾿Εκκλησίας εἶχε παρουσιάσει τά πρῶτα νοσηρά καί καταστροφικά της συμπτώματα.

Κατά τή συγκεκριμένη ἱστορική περίοδο, πού ἡ γενναιότητα σφράγιζε καί δραστηριοποιοῦσε τήν φωτισμένη προσωπικότητα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἡ αὐτοκρατορική αὐλή, ἀνώριμη στούς θεολογικούς διαλόγους, ὑπέκυψε στή φραστική πολιορκία, πού τῆς εἶχαν στήσει οἱ αἱρετικοί-᾿Αρειανοί. Δέχτηκε τήν πλανεμένη διδαχή τους. Καί ἐξαπέλυσε διωγμό ἐνάντια στούς ἀνυπεράσπιστους ᾿Ορθόδοξους.

῾Ο ἁγιασμένος καί φωτισμένος ᾿Επίσκοπος τῆς Καισάρειας, ὁ Μέγας Βασίλειος, στά τέλη τοῦ 371 ἤ ἀρχές τοῦ 372, μέ Συνοδική ἐπιστολή, πού τή συνέταξε ὁ ἴδιος καί τήν προσυπόγραψαν τριανταδυό ᾿Επίσκοποι τῆς ἀνατολῆς, ἀπευθύνθηκε στούς ᾿Επισκόπους τῆς ᾿Ιταλίας καί τῆς Γαλλίας, ἐξέθεσε τά γεγονότα, τίς ἀνησυχίες του καί τούς προβληματισμούς του καί, ἀνάμεσα στά ἄλλα, τούς ἔγραψε·

 

“...᾿Ανατέτραπται μέν τά τῆς εὐσεβείας δόγματα, συγκέχυνται δέ ᾿Εκκλησίας θεσμοί. Φιλαρχίαι δέ τῶν μή φοβουμένων τόν Κύριον ταῖς προστασίαις ἐπιπηδῶσι καί ἐκ τοῦ προφανοῦς λοιπόν ἆθλον δυσσεβείας ἡ προεδρία πρόκειται, ὥστε ὁ τά χαλεπώτερα βλασφημήσας εἰς ἐπισκοπήν λαοῦ προτιμότερος. Οἴχεται σεμνότης ἱερατική, ἐπιλελοίπασιν οἱ ποιμαίνοντες μετ᾿ ἐπιστήμης τό ποίμνιον τοῦ Κυρίου, οἰκονομίας πτωχῶν εἰς ἰδίας ἀπολαύσεις καί δώρων διανομάς παραναλισκόντων ἀεί τῶν φιλαρχούντων. ῾Ημαύρωται κανόνων ἀκρίβεια, ἐξουσία τοῦ ἁμαρτάνειν πολλή. Οἱ γάρ σπουδαῖς ἀνθρωπίναις παρελθόντες ἐπί τό ἄρχειν ἐν αὐτῷ τούτῳ τῆς σπουδῆς τήν χάριν ἀνταναπληροῦσι τῷ πάντα πρός ἡδονήν ἐνδιδόναι τοῖς ἁμαρτάνουσιν. ᾿Απόλωλε κρῖμα δίκαιον, πᾶς τις τῷ θελήματι τῆς καρδίας αὐτοῦ πορεύεται. ῾Η πονηρία ἄμετρος, οἱ λαοί ἀνουθέτητοι, οἱ προεστῶτες ἀπαρρησίαστοι. Δοῦλοι γάρ τῶν δεδωκότων τήν χάριν οἱ δι᾿ ἀνθρώπων ἑαυτοῖς τήν δυναστείαν κατακτησάμενοι. ῎Ηδη δέ καί ὅπλον τισί τοῦ πρός ἀλλήλους πολέμου ἡ ἐκδίκησις δῆθεν τῆς ὀρθοδοξίας ἐπινενόηται, καί τάς ἰδίας ἔχθρας ἐπικρυψάμενοι ὑπέρ τῆς εὐσεβείας ἐχθραίνειν κατασχηματίζονται. ῎Αλλοι δέ τόν ἐπί τοῖς αἰσχίστοις ἐκκλίνοντες ἔλεγχον τούς λαούς εἰς τήν κατ᾿ ἀλλήλων φιλονικίαν ἐκμαίνουσιν, ἵνα τοῖς κοινοῖς κακοῖς τό καθ᾿ ἑαυτούς συσκιάσωσι. Διό καί ἄσπονδός ἐστιν ὁ πόλεμος οὗτος, τῶν τά πονηρά εἰργασμένων τήν κοινήν εἰρήνην ὡς ἀποκαλύπτουσαν αὐτῶν τά κρυπτά τῆς αἰσχύνης ὑφορωμένων. ᾿Επί τούτοις γελῶσιν οἱ ἄπιστοι, σαλεύονται οἱ ὀλιγόπιστοι· ἀμφίβολος ἡ πίστις, ἄγνοια κατακέχυται τῶν ψυχῶν, διά τό μιμεῖσθαι τήν ἀλήθειαν τούς δολοῦντας τόν λόγον ἐν κακουργίᾳ. Σιγᾷ μέν γάρ τά τῶν εὐσεβούντων στόματα, ἀνεῖται δέ πᾶσα βλάσφημος γλῶσσα· ἐβεβηλώθη τά ἅγια, φεύγουσι τούς εὐκτηρίους οἴκους οἱ ὑγιαίνοντες τῶν λαῶν ὡς ἀσεβείας διδασκαλεῖα, κατά δέ τάς ἐρημίας πρός τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς Δεσπότην μετά στεναγμῶν καί δακρύων τάς χεῖρας αἴρουσιν...” (Πρός ᾿Ιταλούς καί Γάλλους).

(Μετάφραση)

(Τά δόγματα τῆς εὐσέβειας ἔχουν ἀνατραπεῖ καί ἔχουν περιέλθει σέ σύγχυση οἱ θεσμοί τῆς ᾿Εκκλησίας. Καί οἱ φιλοδοξίες ἐκείνων, πού δέ φοβοῦνται τόν Κύριο, εἰσπηδοῦν στά ἀξιώματα καί, ἀνοιχτά, ἡ προεδρία τῆς ᾿Επισκοπῆς προσφέρεται ὡς ἄθλος τῆς δυσσέβειας, ἔτσι, πού νά εἶναι προτιμότερος στό ἔργο τῆς προστασίας τοῦ λαοῦ ἐκεῖνος πού ἔχει βλαστημήσει χειρότερα. ῎Εχει φύγει ἡ ἱερατική σεμνότητα. Λιγόστεψαν ἐκεῖνοι, πού ποιμαίνουν μέ ἐπιστήμη τό ποίμνιο τοῦ Κυρίου. Οἱ φίλαρχοι καταναλώνουν πάντοτε τίς προσφορές, πού κάνουν οἱ πιστοί γιά τή βοήθεια τῶν φτωχῶν, στήν ἐξυπηρέτηση τῶν δικῶν του ἀπολαύσεων καί στή διανομή δώρων. ῎Εχει ἀμαυρωθεῖ ἡ ἀκρίβεια τῶν Κανόνων. ῾Η ἐλευθερία, γιά νά ἁμαρτάνουν οἱ ἄνθρωποι, εἶναι πολλή. Καί τοῦτο, γιατί ἐκεῖνοι, πού κατέκτησαν τήν ἐξουσία νά ἄρχουν, μέ ἀνεπίτρεπτες ἐξυπηρετήσεις, ἀνταποδίδουν τήν ἐξυπηρέτηση μέ τοῦτο, μέ τό νά παρέχουν σέ κείνους, πού ἁμαρτάνουν, κάθε ἐλευθερία στήν ἀπόλαυση τῶν ἡδονῶν. ῎Εχει χαθεῖ ἡ δικαιοκρισία. ῾Ο καθένας πορεύεται σύμφωνα μέ τά θελήματα τῆς καρδιᾶς του. ῾Η πονηρία ἔχει καταντήσει ἄμετρη. Οἱ λαοί μένουν ἀνουθέτητοι. Οἱ προεστῶτες δέν ἔχουν καμμιά παρρησία. Γιατί αὐτοί, πού κατέκτησαν τή δυναστεία μέ τή βοήθεια ἀνθρώπων, ἔχουν καταντήσει δοῦλοι ἐκείνων, πού τούς ἔδωσαν αὐτό τό χάρισμα. Καί ἤδη, σάν ὅπλο τοῦ ἀναμεταξύ τους πολέμου, ἔχει ἐπινοηθεῖ ἡ δῆθεν ὑπεράσπιση τῆς᾿Ορθοδοξίας. Καί, κρύβοντας κάτω ἀπό τόν ἰσχυρισμό αὐτό τίς δικές τους ἐχθρότητες, ὑποκρίνονται, ὅτι μάχονται γιά τήν εὐσέβεια. ῎Αλλοι δέ, γιά νά ξεφύγουν τόν ἔλεγχο τῶν λαϊκῶν γιά τίς αἰσχρότατες πράξεις τους, τούς ἐρεθίζουν νά φιλονικοῦν ἀναμεταξύ τους, ὥστε μέσα στό κλίμα τῶν κοινῶν κακῶν νά ἐπισκιάσουν τά δικά τους. Καί ὁ πόλεμος αὐτός εἶναι ἄσπονδος, ἐπειδή ἐκεῖνοι, πού ἐργάζονται τά πονηρά, φοβοῦνται, ὁτι ἡ κοινή εἰρήνη θά γίνει ἀφορμή νά ἀποκαλυφθοῦν οἱ κρυφές πράξεις τῆς καταισχύνης τους. Γι᾿ αὐτό, γελοῦν οἱ ἄπιστοι. Σαλεύονται οἱ ὀλιγόπιστοι. ῾Η πίστη παρουσιάζεται ἀμφίβολη. ῾Η ἄγνοια πλημμυρίζει τίς ψυχές. Καί αὐτό, γιατί ἐκεῖνοι, πού νοθεύουν τό λόγο τοῦ Θεοῦ, προσπαθοῦν νά μιμηθοῦν τήν ἀλήθεια. Σιγοῦν τά στόματα τῶν εὐσεβῶν. ᾿Ανοίγει δέ κάθε βλάσφημη γλώσσα. Βεβηλώθηκαν τά ἅγια. Φεύγουν ἐκεῖνοι, πού ἔχουν ὑγιές φρόνημα, ἀπό τούς εὐκτήριους οἴκους, γιατί τούς βλέπουν νά εἶναι διδασκαλεῖα τῆς ἀσέβειας. Τρέχουν στίς ἐρημιές. ᾿Εκεῖ, μέ στεναγμούς καί δάκρυα, σηκώνουν τά χέρια, καί ἱκετεύουν τό Δεσπότη, πού βρίσκεται στόν οὐρανό).

 

Θά ζητήσω τήν ἄδειά σας, νά παραθέσω καί ἕνα δεύτερο θρηνῶδες ξέσπασμα, ἀπόσπασμα ἀπό μιά ἄλλη ἐγκύκλιο ἐπιστολή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ φωτισμένου καί πονεμένου ποιμένα, πού τήν ἀπευθύνει, κατά τήν ἄνοιξη τοῦ 376 στούς ἴδιους ἀποδέκτες.

 

“Διωγμός κατείληφεν ἡμᾶς, ἀδελφοί τιμιώτατοι, καί διωγμός ὁ βαρύτατος. Διώκονται γάρ ποιμένες, ἵνα διασκορπισθῶσι τά ποίμνια. Καί τό βαρύτατον, ὅτι οἱ μέν κακούμενοι ἐν πληροφορίᾳ μαρτυρίου τά πάθη δέχονται, οἱ δέ λαοί οὐκ ἐν μαρτύρων τάξει τούς ἀθλητάς θεραπεύουσι διά τό Χριστιανῶν ὄνομα τοῖς διώκουσι περικεῖσθαι. ῞Εν ἐστιν ἔγκλημα νῦν σφοδρῶς ἐκδικούμενον, ἡ ἀκριβής τήρησις τῶν πατρικῶν παραδόσεων. Διά τοῦτο ἀπελαύνονται μέν τῶν πατρίδων οἱ εὐσεβεῖς, πρός δέ τάς ἐρημίας μετοικίζονται. Οὐ πολιά παρά τοῖς κριταῖς τῆς ἀδικίας αἰδέσιμος, οὐκ ἄσκησις εὐσεβείας, οὐ πολιτεία κατά τό Εὐαγγέλιον ἐκ νεότητος εἰς γῆρας διανυσθεῖσα. ᾿Αλλά κακοῦργος μέν οὐδείς ἄνευ ἐλέγχων καταδικάζεται, ἐπίσκοποι δέ ὑπό μόνης συκοφαντίας ἑάλωσαν καί μηδεμιᾶς ἀποδείξεως τοῖς ἐγκλήμασιν ἐπενεχθείσης ταῖς τιμωρίαις ἐκδίδονται. Τινές δέ οὔτε ἔγνωσαν κατηγόρους οὔτε εἶδον δικαστήρια οὔτε ἐσυκοφαντήθησαν τήν ἀρχήν, ἀλλ᾿ ἀωρί τῶν νυκτῶν βιαίως ἀναρπασθέντες εἰς τήν ὑπερορίαν ἐφυγαδεύθησαν ταῖς ἐκ τῆς ἐρημίας κακοπαθείαις παραδοθέντες εἰς θάνατον. Τά δέ τούτοις ἑπόμενα γνώριμα παντί, κἄν ἡμεῖς σιωπήσωμεν· φυγαί πρεσβυτέρων, φυγαί διακόνων, παντός τοῦ κλήρου λεηλασία· ἀνάγκη γάρ ἤ προσκυνῆσαι τῇ εἰκόνι ἤ τῇ πονηρᾷ φλογί τῶν μαστίγων παραδοθῆναι· στεναγμός λαῶν, δάκρυον διηνεκές καί κατ᾿ οἴκους καί δημοσίᾳ πάντων πρός ἀλλήλους ὀδυρομένων ἅ πάσχουσιν, οὐδείς γάρ οὕτω λίθινος τήν καρδίαν ὥστε πατρός στερηθείς πράως φέρειν τήν ὀρφανίαν· ἦχος θρηνούντων ἐν πόλει, ἦχος ἐν ἀγροῖς, ἐν ὁδοῖς, ἐν ἐρημίαις· μία φωνή ἐλεεινή πάντων τά σκυθρωπά φθεγγομένων, ἐξῆρται χαρά καί εὐφροσύνη πνευματική· εἰς πένθος ἐστράφησαν ἡμῶν αἱ ἑορταί, οἶκοι προσευχῶν ἀπεκλείσθησαν, ἀργά τά θυσιαστήρια τῆς πνευματικῆς λατρείας· οὐκέτι σύλλογοι Χριστιανῶν, οὐκέτι διδασκάλων προεδρίαι, οὐ διδάγματα σωτήρια, οὐ πανηγύρεις, οὐχ ὑμνωδίαι νυκτεριναί, οὐ τό μακάριον ἐκεῖνο τῶν ψυχῶν ἀγαλλίαμα, ὅ ἐπί ταῖς συνάξεσι καί τῇ κοινωνίᾳ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων ταῖς ψυχαῖς ἐγγίνεται τῶν πιστευόντων εἰς Κύριον” (Πρός ᾿Ιταλούς καί Γάλλους ᾿Επισκόπους, περί τῆς καταστάσεως καί συγχύσεως τῶν ᾿Εκκλησιῶν).

(Μετάφραση)

(Τιμιότατοι ἀδελφοί, μᾶς κατέλαβε διωγμός. Καί, μάλιστα, διωγμός βαρύτατος. Γιατί διώκονται οἱ ποιμένες, μέ προοπτική νά διασκορπιστοῦν τά ποίμνια. Καί τό βαρύτατο εἶναι τοῦτο· ἐκεῖνοι, πού κακοχοῦνται, δέχονται τά πάθη μέ τήν ἐσωτερική μαρτυρία, ὅτι ὑφίστανται μαρτύριο. Τά πλήθη, ὅμως, τοῦ λαοῦ, δέ σέβονται τούς ἀθλητές ὡς μάρτυρες, ἐπειδή ἐκεῖνοι, πού τούς διώκουν, φέρουν τήν ἐπωνυμία τῶν Χριστιανῶν. Αὐτή τή στιγμή ἕνα εἶναι τό ἔγκλημα, πού τιμωρεῖται σκληρά, ἡ ἀκριβής τήρηση τῶν πατρικῶν παραδόσεων. Γι᾿ αὐτό τό λόγο ἐξορίζονται ἀπό τίς πατρίδες τους οἱ εὐσεβεῖς καί μετοικίζονται στίς ἐρημιές. ᾿Από τούς κριτές τῆς ἀδικίας δέν εἶναι σεβαστά οὔτε τά ἄσπρα μαλλιά τῶν γερόντων, οὔτε ἡ ἄσκηση τῆς εὐσέβειας, οὔτε ἡ πολιτεία τοῦ βίου, ἡ σύμφωνη μέ τό Εὐαγγέλιο, πού βιώθηκε ἀπό τή νεανική ἡλικία ἴσαμε τό γήρας. ᾿Αλλά, ἐνῶ κανένας κακοῦργος δέν καταδικάζεται χωρίς ἔλεγχο τῶν καταγγελιῶν, ᾿Επίσκοποι, μέ μόνη τή συκοφαντία συλλαμβάνονται καί χωρίς νά προσαχθεῖ καμμιά ἀπόδειξη γιά τά ἐγκλήματα, πού τούς καταλογίζουν, παραδίνονται σέ τιμωρίες. Μερικοί, μάλιστα, ἀπό αὐτούς, οὔτε γνώρισαν κατήγορους, οὔτε εἶδαν δικαστήρια, οὔτε κἄν συκοφαντήθηκαν, ἀλλά, παρά ταῦτα, ἀργά τή νύχτα, συνελήφθηκαν βίαια καί φυγαδεύτηκαν στήν ἐξορία καί ἐκεῖ στήν ἔρημο, ἐξ αἰτίας τῶν κακοπαθειῶν, παραδόθηκαν στό θάνατο. Καί τά γεγονότα, πού ἀκολούθησαν εἶναι γνωστά σέ ὅλους, ἀκόμα καί ἄν ἐμεῖς σιωπήσουμε. Φυγές πρεσβυτέρων. Φυγές διακόνων. Λεηλασία ὅλων τῶν κληρικῶν. Γιατί τούς ἀναγκάζουν νά προσκυνήσουν τήν εἰκόνα τῆς διδαχῆς, πού τούς προτείνουν καί ἄν δέν τό κάνουν, τούς παραδίνουν στήν πονηρή φλόγωση τῶν μαστίγων. Οἱ λαοί στενάζουν. Συνεχῶς τρέχουν δάκρυα, εἴτε μέσα στά σπίτια τους, εἴτε καί δημόσια ὅλοι διεκτραγωδοῦν τίς περιπέτειές τους καί θρηνοῦν γι᾿ αὐτά, πού ὑποφέρουν. Γιατί κανένας δέν ἔχει τόσο πέτρινη καρδιά, ὥστε, ὅταν στερηθεῖ τόν πατέρα του, νά ὑποφέρει μέ πραότητα τήν ὀρφάνια. ᾿Ακούσματα θρήνων μέσα στήν πόλη. ᾿Ακούσματα θρήνων στούς ἀγρούς, στούς δρόμους, στίς ἐρημιές. ῞Ολοι ἐκφράζονται μέ μιά λυπητερή φωνή καί μέ σκυθρωπά πρόσωπα. Χάθηκε ἡ χαρά καί ἡ πνευματική εὐφροσύνη. Οἱ γιορτές μας μεταστράφηκαν σέ πένθος. Οἱ οἴκοι τῶν προσευχῶν μας ἔκλεισαν. Τά θυσιαστήριά μας ἀργοῦν καί δέν πραγματοποιοῦν τήν πνευματική λατρεία. Δέ γίνονται πιά συνάξεις Χριστιανῶν. Δέν ἀνεβαίνουν στό βῆμα οἱ δάσκαλοι τῆς ἀλήθειας. Δέν ἀκούγονται σωτήρια διδάγματα. Δέ γίνονται πανηγύρια. Οὔτε ὁλονύχτιες ὑμνωδίες. Οὔτε ἀπολαμβάνουμε ἐκεῖνο τό ἀγαλλίαμα, πού προκαλεῖται στίς ψυχές ὅσων πιστεύουν στόν Κύριο, ὅταν συνάγονται στή λατρεία καί ὅταν μετέχουν στά πνευματικά χαρίσματα. Σέ μᾶς ταιριάζει νά λέμε· “Δέν ὑπάρχει γιά μᾶς ἄρχοντας, τοῦτο τόν καιρό, οὔτε προφήτης, οὔτε ἡγούμενος, οὔτε προσφορά, οὔτε θυμίαμα, οὔτε τόπος γιά νά προσφέρουμε θυσία στόν Κύριο καί νά βροῦμε ἔλεος).

 

Πονεμένα τά ἀποσπάσματα τῶν ἐπιστολῶν τοῦ μεγάλου ἁγίου μας. Στάζουν θλίψη καί δάκρυ. Δέν πρόλαβε ὁ σοφός καί ἅγιος ποιμένας τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Καισάρειας, ὁ Μέγας Βασίλειος, νά χαρεῖ τήν παύση τῶν διωγμῶν καί βιώνει τήν ὀδύνη τῆς ἐπικράτησης, μέ τή βοήθεια τοῦ αὐτοκρατορικοῦ σκήπτρου, τῆς ἀρειανικῆς αἵρεσης καί τῆς πνιγμονῆς τοῦ ᾿Ορθόδοξου ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.

***

Διαβάζοντας τά ἔμπονα ξεσπάσματα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, κοινωνοῦμε στήν ὀδύνη τῶν πρώτων ἐμπλοκῶν, πού ἔφερε ἡ σύσφιξη τῶν δεσμῶν Κράτους καί ᾿Εκκλησίας καί ἡ ἀνάμιξη τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας στά ἐνδότερα τῆς ᾿Εκκλησίας. ῎Αν, ἀπό κεῖ καί πέρα, θελήσουμε νά διατρέξουμε τή μακρότατη ἱστορική λεωφόρο τῶν ἑπόμενων αἰώνων καί νά παρακολουθήσουμε τήν ἐξέλιξη αὐτῆς τῆς σχέσης, θά διαπιστώσουμε, πώς ἡ ᾿Εκκλησία συνεχῶς διώκεται καί σταυρώνεται. ᾿Εξωτερικά δείχνει νά πορεύεται αὐτόνομα καί νά διαμορφώνει, μόνη, τό κλίμα τῆς δόξας Της ἤ τό πινάκιο τῶν ἐνοχῶν τῆς, κατά καιρούς, ἡγεσίας Της. ῞Ομως, ἡ αὐτονομία Της παγιδεύεται, σέ κάθε Της βῆμα, ἀπό τίς παρεμβατικές πρωτοβουλίες τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας καί ἀπό τίς ὑπόγειες διαπλοκές τοῦ ἀσύνετου καί καιροσκόπου κρατικοῦ καί ἐκκλησιαστικοῦ λύματος. ᾿Από τίς “δῆθεν” θετικές εἰσηγήσεις καί τούς “δῆθεν” εὐεργετικούς διακανονισμούς τῶν τρεχόντων θεμάτων, πού ἀπολήγουν σέ ζημία. Καί ἀπό τίς προκλητικά ἐπιθετικές ἐφορμήσεις κατά τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος ὅλων ἐκείνων, πού ἰδεολογικά ἐντάσσονται στό στρατόπεδο τῆς ἄρνησης.

Νηφάλια μελέτη τοῦ ἱστορικοῦ ὑλικοῦ καί ζύγισμα τῶν περιστατικῶν, ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα, πώς ἡ σύζευξη δέν μπορεῖ νά συνεχιστεῖ. Πρέπει, κάποια στιγμή, νά διακοπεῖ. Νά κλείσει καί ἡ κεντρική πύλη τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, ἀλλά καί ἡ πίσω πόρτα, πού δέχεται, μετά χαρᾶς καί μετά τιμῶν, τούς ἐπίορκους καί τούς φαύλους ρασοφόρους καί τούς προωθεῖ, προνομιακά σέ ἐπίκαιρες θέσεις, γιά νά ἁλώσει, “ἐκ τῶν ἔνδον” καί νά ἐξουθενώσει τήν ᾿Εκκλησία ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.

Οἱ κοσμικοί παράγοντες, (ἰδεολογικοί, πολιτικοί ἤ δημοσιογραφικοί) πού προπαγανδίζουν τό χωρισμό ᾿Εκκλησίας καί Πολιτείας, ἔχουν, σάν ὅραμα καί σά στόχο, τήν ἀποσυναρμολόγηση τοῦ νομικοῦ πλαισίου, πού θεσμοποιεῖ τήν ᾿Εκκλησία καί τή συρρίκνωση τῶν πλεονεκτημάτων καί τῆς προστασίας, πού Τῆς ἐξασφαλίζει ὁ Νόμος. Δέν ἔχουν τίποτα νά ποῦν -καί δέν θέλουν νά ποῦν τίποτα- γιά τά ἐρωτηματικά, τούς προβληματισμούς, καί τίς προοπτικές, πού θά ἀνοιχτοῦν μπροστά στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, μετά τήν ἀποδέσμευσή Της ἀπό τήν κηδεμονία καί τήν ἐπικυριαρχία τοῦ Κράτους.

῾Η ᾿Εκκλησία δέν ἔχει τίποτα νά χάσει μέ τό χωρισμό. ᾿Ακόμα καί ἄν ὁ παγκόσμιος πνευματικός ὁρίζοντας σκοτεινιάσει ἀφόρητα, ἀκόμα καί ἄν οἱ παράγοντες τῶν διεθνῶν μετεξελίξεων στήσουν τά ὅπλα τους μπροστά στήν πύλη τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀκόμα καί ἄν ἡ διωκτική μανία φτάσει στήν ἐκστρατεία αἱματοκυλίσματος, ὁ ᾿Εσταυρωμένος ᾿Ιησοῦς καί ἡ ᾿Εκκλησία Του θά συνεχίσουν νά χύνουν βάλσαμο στίς πληγές καί νά ἀναζωογονοῦν τίς ὑπάρξεις.

Οἱ πιό κοντινές μας σελίδες τῆς ἱστορίας μᾶς δίνουν τό μάθημα. Στίς περιοχές τοῦ πλανήτη μας, πού ἐπιχείρησε νά τίς κατακάψει ἡ πύρινη λαίλαπα τῆς ἀθεΐας, ἡ πίστη στό Θεό καί ἡ ἀνάταση τῆς καρδιᾶς στήν ἄπειρη, κρυστάλλινη ἀγάπη Του, δέν ἀφανίστηκαν. ῾Η φωτιά πέρασε. ῾Ο τρόμος ἁπλώθηκε ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη. ῾Η ἐλπίδα, ὅμως, κρατήθηκε, ἀτρόμητη. Καί ἡ μέρα τῆς ἀνάστασης καί τῆς λύτρωσης ἀνέτειλε. Γεμάτη φῶς. Καί φορέας ῾Αγιοπνευματικῶν μηνυμάτων.

῾Ο προφητικός λόγος ἔγινε ἱστορία. Σημερινή καί βαθειά ἀποκαλυπτική ἱστορία: “῾Η γάρ δρόσος ἡ παρά σοῦ ἴαμα αὐτοῖς ἐστιν, ἡ δέ γῆ τῶν ἀσεβῶν πεσεῖται” (῾Ησ. κστ΄ 19).

***

Νοιώθω τή δέσμευση καί τήν ἐσωτερική παρακίνηση, νά πῶ δυό λόγια, γιά τό βηματισμό τῆς ᾿Εκκλησίας, μετά τήν ἀπαγκίστρωσή Της ἀπό τήν κοσμική ἐξουσία. Ποιές οἱ προοπτικές γιά τήν ἐκκλησιαστική διοίκηση. Ποιό τό ᾿Επισκοπικό χρέος. Καί ποιό τό οὐσιαστικό ὠφέλημα τοῦ λαοῦ.

Εἶναι αὐτόδηλο, ὅτι ἀπό τή στιγμή, πού θά ἐπισημοποιηθεῖ τό “διαζύγιο” Κράτους-᾿Εκκλησίας, ὁλόκληρο τό βάρος τῆς εὐθύνης, γιά τή χάραξη τῆς καινούργιας πορείας, θά πέσει, μονομερῶς, στούς ὤμους τῶν ᾿Επισκόπων. Αὐτοί θά πρέπει νά γυρίσουν ἀνάστροφα τίς σελίδες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, γιά νά συναντήσουν τήν ἀτμόσφαιρα, τό πνεῦμα καί τήν πρακτική τῆς ἀνεξάρτητης, ᾿Αποστολικῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτοί θά ὑποχρεωθοῦν νά ὁριοθετήσουν, μέ ἱερό δέος καί μέ πεντακάθαρες διαδικασίες, τό Κανονικό πλαίσιο, πού θά τεθεῖ ὡς θεμέλιο στήν αὐτόνομη, Συνοδική λειτουργία. Αὐτοί, θά ὑποσχεθοῦν, ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ὅτι στίς ἐπισκοπικές καθέδρες καί στήν ὁμήγυρη τῶν Συνοδικῶν διασκέψεων θά προωθήσουν τούς ἄριστους, τούς ἄνδρες τοῦ ἤθους, τῆς βαθειᾶς θεολογικῆς κατάρτισης καί τοῦ ἀνεξάντλητου ἱεραποστολικοῦ ζήλου. Αὐτοί θά ἀνοιχτοῦν σέ Εὐαγγελισμό τοῦ λαοῦ καί σέ ἀνασκευή τῶν ἰδεολογημάτων καί τῶν συνθημάτων, πού θολώνουν τόν πνευματικό ὁρίζοντα καί κατατυραννοῦν τίς συνειδήσεις.

῎Ισαμε τώρα, οἱ Συνοδικοί Μητροπολίτες τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος ἰσχυρίζονται -καί ὁ ἰσχυρισμός τους ἀποτελεῖ σύμπτωμα ψευδαίσθησης- ὅτι κυβερνοῦν, μόνοι αὐτοί καί κατευθύνουν, ὑπεύθυνα, τό σκάφος τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Αλλά κάποτε, σέ κάποια στροφή τῶν ἑλιγμῶν τους, σκοντάφτουν στίς κλειστές, ἀμπαρωμένες πόρτες τοῦ κοσμικοῦ γίγαντα. Καί τότε, ἔντρομοι, ἀναγκάζονται νά ὁμολογήσουν -δέν μποροῦν καί δέν τολμοῦν νά τό ἀποκρύψουν- ὅτι ἡ παρέμβαση τοῦ κρατικοῦ παράγοντα καί οἱ ποικίλες πολιτικές καί οἰκονομικές μεθοδεύσεις περισφίγγουν τόν ἐκκλησιαστικό διοικητικό μηχανισμό καί, συχνά, τόν σύρουν, ὕπουλα ἤ βίαια, στήν ἐξυπηρέτηση ἀλλότριων ὁραματισμῶν καί ὕποπτων συμφερόντων.

Τό ὑπόδειγμα τῆς δυναμικῆς αὐτοδυναμίας βρίσκεται κρυμμένο καί φυλαγμένο, στά βάθη τῆς ἱστορίας. Εἶναι τό ἀποστολικό καί τό μεταποστολικό status qwo καί ἡ φωτεινή Παράδοση, πού μᾶς παραδόθηκε ὡς τό ἀκριβότερο θησαύρισμα.

Γυρίζοντας σ᾿ αὐτή τήν ἱστορική φάση, ἀνακαλύπτουμε στοιχεῖα, δομές καί συμπεριφορές, πού -μόνες αὐτές- ἀναδεικνύουν τήν ῾Αγιοπνευματική ὑπόσταση τῆς ᾿Εκκλησίας, τήν ποιότητα τῆς ζωῆς Της καί τόν πλατύ ὁρίζοντα τῶν μηνυμάτων Της.

***

Στήν ᾿Αποστολική καί στή μεταποστολική ἐποχή τήν ὁδηγητική εὐθύνη τοῦ Σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας καί τήν ἁρμοδιότητα ἐπίλυσης τῶν ἐμπλοκῶν καί τῶν ποικίλων διαφορῶν, τήν εἶχαν οἱ ἅγιοι. ῞Οσο ζοῦσαν οἱ ἅγιοι ᾿Απόστολοι, συγκροτοῦσαν τό σῶμα τῆς αὐθεντικῆς διακυβέρνησης τῶν τοπικῶν ᾿Εκκλησιῶν. Καί ἀπό τή στιγμή, πού ἔγειραν στήν κλίνη τοῦ θανάτου καί ἀναπαύτηκαν “ἐν εἰρήνῃ” καί “ἐν προσδοκίᾳ” τῆς λαμπροφόρου ἡμέρας τῆς ᾿Ανάστασης, τό λειτούργημά τους πέρασε στά χέρια τῶν ἁγίων διαδόχων τους. Τῶν Πατέρων μας, πού μάθαμε νά τούς τιμοῦμε και νά τούς ἀναγνωρίζουμε γιά δασκάλους μας. Τῶν καθαρῶν συνειδήσεων, πού δέν ὑπέκυψαν στίς σκοπιμότητες καί δέν ἀλλοίωσαν μήτε τό ἦθος τους μήτε τή διδαχή τους. Αὐτοί μᾶς κληροδότησαν τίς πίκρες τους καί τίς χαρές τους. Τή βία, πού προσπάθησε νά ἀσκήσει πάνω τους ἡ κοσμική ἐξουσία. Καί τό ἀνίκητο θάρρος τῆς ψυχῆς τους, πού ἀντιστάθηκε στούς ἐκβιασμούς καί κράτησε ἀνόθευτη τήν ᾿Ορθόδοξη πίστη.

Αὐτοί καί μόνο αὐτοί, μποροῦν νά μᾶς καθοδηγήσουν στήν αὐριανή μέρα τῆς ἐλευθερίας.

Ο ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ 
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ

Print Friendly, PDF & Email