Γεύτηκα τό γλυκό δάκρυ

«Παντοκράτωρ Κύριε, οἶδα, πόσα δύνανται τά δάκρυα».

Ἀνακάλυψα τή δύναμη τῶν δακρύων. Γεύτηκα τή γλυκύτητά τους. Ἀπόκτησα την ἐμπειρία τῆς λυτρωτικῆς δραστικότητάς τους.

***

Δέ χρειάστηκε νά περιμένω τό ἡλιόγερμα τῆς ζωῆς, γιά νά στάξουν τά μάτια μου. Στό βρεφικό μου λίκνο φυτεύτηκε τό πρῶτο μου δάκρυ. Δίχως νά τυπώσω μέσα μου τήν ἀφορμή. Δίχως νά κρατήσω στή μνήμη μου τό χρονικό τοῦ στεναγμοῦ μου.

Παιδί τοῦ Ἀδάμ, πού γεννήθηκα ἔξω ἀπ’ τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς (Γενέσ. γ΄ 23) πῆρα ἀπ’ τόν πατέρα μου τόν κλῆρο τοῦ πόνου καί φορτίστηκα μέ τό ξέχειλο σταμνί τῶν δακρύων. Ἔγινα δέκτης τοῦ θλιβεροῦ ἀγγέλματος: «ἀκάνθας καί τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καί φαγῇ τόν χόρτον τοῦ ἀγροῦ· ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τόν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τήν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης» (Γενέσ. γ΄18,19). Κι ἄρχισα νά γράφω μέ τό ἀνάβλυσμα τῶν ματιῶν μου τήν ἱστορία τῆς ζωῆς μου.

Ἔκλαψα, στέναξα, θρήνησα. Δέν ἀπόμεινε σελίδα στό χρονικό τοῦ βίου μου, πού νά μήν ποτιστεῖ μέ τό ἁλμυρό δάκρυ.

Κι αὐτό τό κλάμα τὄνοιωσα νά σταλάζει σά φαρμάκι μέσα μου. Σά γεύση ἀπογοήτευσης κι ἀφόρητης ὀδύνης.

***

Γεμάτος ἴσαμε τό ἀκρόχειλο μέ τό πικρό κλάμα τῆς περιπέτειας, δοκίμασα νά πλησιάσω τά κλαμένα πρόσωπα τῶν ἁγίων.

Καί, ξαφνικά, ἀνακάλυψα τό γλυκό δάκρυ. Τό ἀναφιλητό, πού εἶναι βάλσαμο τῆς ψυχῆς. Τό ἄνοιγμα τῶν κρουνῶν, πού λούζει καί καθαίρει τήν ὕπαρξη.

Ἄκουσα τούς ἁγίους νά μιλᾶνε ἀπό περιουσία καρδιᾶς γιά τό ἀνακαινιστικό δάκρυ τῆς μετάνοιας καί τό μαλακτικό δάκρυ τῆς κατάνυξης.

«Ἄλλα τά ἐκ τῆς μετανοίας δάκρυα καί ἕτερα τά ἐκ τῆς θείας προχεόμενα κατανύξεως. Τά μέν γάρ, ὡς ποταμός ἐπικλύζων καί κατασύρων πάντα τῆς ἁμαρτίας τά ὀχυρώματα· τά δέ, ὡς ὄμβρος ἐπ’ ἄγρωστιν γίνεται τῇ ψυχῇ καί ὡσεί νιφετός ἐπί χόρτον, τόν τῆς γνώσεως στάχυν ἐκτρέφοντα καί πολύχουν τοῦτον καί καρποφόρον ἀποτελοῦντα» (Ὁσίου Νικήτα: Πρώτη πρακτικῶν κεφαλαίων ἑκατοντάς, ο΄).

Τά δάκρυα τῆς μετάνοιας μοιάζουν μέ τό ὁρμητικό ποτάμι, πού ξεχειλίζει μέ παφλασμό καί παρασέρνει ὅλα τά ὀχυρώματα τῆς ἁμαρτίας.

Τά δάκρυα πού γεννάει ἡ κατάνυξη, μοιάζουν μέ τή σιγανή βροχή, πού ποτίζει τή γῆ καί βοηθάει τό ἀγριόχορτο νά βλαστήσει. Ἤ μοιάζει μέ τό ἁπαλό χιόνι, πού σκεπάζει τόν σπόρο τοῦ θεϊκοῦ λόγου καί τοῦ δίνει τή δύναμη νά γεννήσει τό στάχυ τῆς γνώσης καί τόν καρπό τῆς ἁγιότητας.

«Κἄν λουτρῶν ἐπιθυμῇς, ἔχεις, ἐάν θέλῃς καί λουτρόν κατοικίδιον καί κρουνούς ἰδίους, δι’ ὧν ἔστι τάς κηλίδας τῆς ψυχῆς ἀπορρίψασθαι, ᾧ ἐκέχρητο καί ὁ μέγας Δαβίδ καθ’ ἑκάστην νύκτα ἐντρυφῶν τῷ τοιούτῳ λουτρῷ» (Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τόν Ἐκκλησιαστήν, Γ΄).

Ἄν λαχταρᾶς νά καθαριστεῖς μέσα στό λυτρωτικό λουτρό, μπορεῖς εὔκολα νά κάνεις πράξη τή λαχτάρα σου. Ἔχεις λουτρό μέσα στήν ἴδια τήν ὕπαρξή σου. Διαθέτεις δικούς σου κρουνούς. Καί μπορεῖς, κάτω ἀπ’ αὐτούς, νά ξεπλύνεις τίς κηλίδες τῆς ψυχῆς σου. Αὐτό τό λουτρό χρησιμοποιοῦσε κι ὁ Δαβίδ ἐκεῖνος ὁ μεγάλος, λούζοντας τό κρεββάτι του μέ τά δάκρυα καί βρέχοντας τό στρῶμα του μέ τό ἀπόσταγμα τῆς μετάνοιάς του.

***

Αὐτά τά δάκρυα οἱ ἅγιοι δέν τά ἔχυσαν ἄσκοπα.

Τό κλάμα τους, γαλήνιο, συγκρατημένο, αἰσιόδοξο, ζυμώθηκε σέ προσευχή καί μεταποιήθηκε σέ δοξολογική ἐνατένιση καί σέ ἱκεσία ἐλέους.

«Δίψα καί ἀγρυπνία ἐξέθλιψαν καρδίαν· καρδίας δέ θλιβείσης ἐξεπήδησαν δάκρυα» (Ἰωάννης τῆς Κλίμακος).

Ἡ πνευματική δίψα κι ἡ ἀγρυπνία πίεσαν τήν καρδιά. Κι ἡ καρδιά πού πιέστηκε, ἄφησε νά ξεπηδήσουν ἀπό μέσα της τά δάκρυα.

«Προσευχή δ’ αὖθις δακρύων μήτηρ καί πάλιν θυγάτηρ» (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων).

Ἡ προσευχή εἶναι μητέρα τῶν δακρύων. Καί, ταυτόχρονα, εἶναι θυγατέρα τους.

Ὁ ἄνθρωπος πού προσεύχεται, βγάζει ἀπό μέσα του τό μύρο τῶν δακρύων καί λούζει μ’ αὐτό τά πόδια τοῦ ἀγαπημένου Κυρίου του.

Καί κεῖνος, πού νοιώθει τήν ἀνάγκη νά χύσει τά δάκρυα τῆς μετάνοιας, ἀφίνεται στήν προσευχή. Καί ζώντας τήν προσευχή, ἑνώνεται ἀγαπητικά μέ τόν Νυμφίο τῆς ψυχῆς του.

Ἔτσι, μέσα στά δάκρυα τῆς προσευχῆς καί μέσα στήν προσευχή τῶν δακρύων ἡ ὕπαρξη καθαίρεται. Ὁ ἐσωτερικός ὀφθαλμός ἀνοίγει. Ἡ γνώση κι ἡ γεύση τοῦ Θεοῦ γεμίζουν τήν ψυχή. Κι ὁ ἄνθρωπος καταυγάζεται ἀπ’ τό θεῖο φῶς καί τυλίγεται στή λυτρωτική θεία Ἀγάπη.

«Εἰ δάκρυον ἐκτήσω ἐν τῇ προσευχῇ σου, ὁ Θεός ἥψατό σου τῶν ὀφθαλμῶν τῆς καρδίας καί νοερῶς ἀνέβλεψας» (Μάρκου ἐρημίτου).

Ἄν κατόρθωσες ν’ ἀποκτήσεις στήν προσευχή σου δάκρυα, τότε ὁ Θεός ἄγγιξε τά μάτια τῆς καρδιᾶς σου κι ἀπόκτησες τήν ἱκανότητα νά κατοπτεύεις τήν οὐράνια πραγματικότητα.

***

Ἄκουσα τούς ἁγίους νά μιλοῦν καί τούς εἶδα νά χύνουν δάκρυα.

«Λούσω καθ’ ἑκάστην νύκτα τήν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τήν στρωμνήν μου βρέξω» (Ψαλμ. στ΄ 7).

«Δάκρυά μοι δός ὁ Θεός, ὥς ποτε τῇ γυναικί τῇ ἁμαρτωλῷ καί ἀξίωσόν με βρέχειν τούς πόδας σου, τούς ἐμέ ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς πλάνης ἐλευθερώσαντας» (Τροπάριο τοῦ μεγάλου Ἀποδείπνου).

«Ἤθελον δάκρυσιν ἐξαλεῖψαι, τῶν ἐμῶν πταισμάτων Κύριε, τό χειρόγραφον, καί τό ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς μου διά μετανοίας εὐαρεστῆσαί σοι» (Κατανυκτικό τοῦ Δ΄ ἤχου).

«Μετάνοιαν οὐ κέκτημαι, ἀλλ’ οὐδέ πάλιν δάκρυα· διά τοῦτο ἱκετεύω σε Σωτήρ, πρό τέλους ἐπιστρέψαι, καί δοῦναι μοι κατάνυξιν, ὅπως ρυσθήσομαι τῆς κολάσεως» (Κατανυκτικό τοῦ Πλ. β΄ ἤχου).

Γονατισμένοι οἱ ἅγιοι, ἀφίνουν τήν ψυχή τους νά ἐκφραστεῖ. Νά ξεδιπλώσει τή συναίσθηση τῆς μετάνοιας. Νά χύσει τά δάκρυα τῆς συντριβῆς. Νά ζητήσει τό ἔλεος.

Μέσα σ’ αὐτή τήν ἀτμόσφαιρα τό «Κύριε ἐλέησον» κι ἡ καρδιακή προσευχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν» γίνονται καθολικοί τρόποι ἀναφορᾶς στόν Θεό και μονοπάτια δυναμικῆς προσέγγισης στόν θρόνο τῆς Χάριτος.

***

Ἄκουσα τούς ἁγίους... καί εἶδα τούς ἁγίους.

Κι ἔνοιωσα κάτι νά μεταγγίζεται μέσα μου.

Πῆρα τό πρῶτο μάθημα. Ἀπόκτησα τήν πρώτη γεύση. Κατάλαβα νά πέφτει ἀπ’ τό μάτι μου τό πρῶτο δάκρυ.

Μέσα μου στάλαξε ἡ γλυκύτητα.

Ἡ ὅρασή μου ἐλευθερώθηκε ἀπ’ τό σκοτεινό σύννεφο τῆς ἐμπάθειας.

Ἄρχισα νά βλέπω. Νά περπατάω. Νά αἰσθάνομαι.

Ἄρχισα νά μαθαίνω «πόσα δύνανται τά δάκρυα».

Αὐθόρμητα γονάτισα κι ἱκέτεψα νά μοῦ δοθεῖ τό χάρισμα τῶν δακρύων.

«Οὐ δάκρυα, οὐδέ μετάνοιαν ἔχω οὐδέ κατάνυξιν· αὐτός μοι ταῦτα Σωτήρ ὡς Θεός δώρησαι» (Τροπάριο τοῦ Μεγάλου Κανόνος).

 

Μητροπολίτου
Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου
(Ἀνέκδοτο κείμενο)
 

Print Friendly, PDF & Email