Περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 156, 1-5-2005

“Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός”

Ὁ φόβος καί τό δάκρυ. ῾Η πανανθρώπινη γεύση. ῾Η ἀέναη σπονδή μπροστά στό τρομακτικό μυστήριο τοῦ θανάτου. ῾Η πλησμονή τῆς ἀγωνίας, πού κατακυριεύει τήν ψυχή, ὅταν ὁ ἀνήσυχος λογισμός ἐγγίσει, ἔστω ἀπρόθυμα, ἔστω διστακτικά, τή βαρειά καί ἀμπαρωμένη τερματική πύλη καί τολμήσει νά ἐπεξεργαστεῖ τό καυτό ἐρώτημα τοῦ “ἐπέκεινα”. Πίσω ἀπό τή βαρειά Πύλη... τί;

Καί, συνακόλουθο, τό καυτό δάκρυ. ῾Η θλίψη, μπροστά στό ἄψυχο κορμί τοῦ ἀγαπημένου προσώπου. Καί τά ἐρωτήματα: Γιατί ὁ θάνατος; Γιατί ὁ σκληρός χωρισμός; Γιατί ἡ παγερή σιωπή; Γιατί ἡ βαρειά πλάκα στόν τάφο τοῦ νεκροῦ καί στίς καρδιές ἐκείνων, πού σέρνουν τά βήματα στό μονοπάτι τοῦ πένθους;

Μέ τό φόβο καί μέ τό δάκρυ ἡ ἀνθρωπότητα ἀπαντάει στό θάνατο, ἀπό τήν αὐγή τῆς ἱστορίας ἴσαμε σήμερα. Καί θά συνεχίζει νά ἀπαντάει μέ τόν ἴδιο πικρό λόγο, ὅσο ἀποτολμάει νά στοχαστεῖ ἤ νά φιλοσοφήσει, ἐνταγμένος σέ μιά πένθιμη πομπή ἤ ὀρθός, μπροστά στό φρεσκοσκαμμένο μνῆμα, μέ σφραγισμένη τήν ἀκοή καί μέ ἀλλοτριωμένη τήν πνευματική ὅραση. ῞Οσο καί ἄν βιάσει ὁ ἄνθρωπος τό λογισμό του, ὅσο καί ἄν ἱκετέψει τήν αἰσιόδοξη ἐπιστημονική ἐμπειρία, δέν ἔχει ἐλπίδα νά λύσει τό μυστήριο. Νά ἀντιπαρατάξει τή γνώση του στήν πικρή γεύση τοῦ φόβου καί τῶν δακρύων.

Σκληρή ἡ προσωπική ἀναμέτρηση μέ τό θάνατο. ᾿Αδύναμη ἡ ἀνθρώπινη ἐρευνητική ἀποφασιστικότητα, νά διαπεράσει, μέ τίς δικές της, καί μόνο, ἐκτιμήσεις, τήν κλειστή πύλη καί νά νοηματίσει τή ζωή καί τό θάνατο. ῾Ωστόσο, αὐτό, πού εἶναι γιά τή δική μας γνωστική προσέγγιση ἀπρόσιτο, ἔρχεται, ὡς Θεῖο δώρημα, μέ τήν ᾿Ανάσταση τοῦ σαρκωμένου Λόγου τοῦ Θεοῦ. Μέ τό δυναμικό ἄνοιγμα τοῦ σφραγισμένου Τάφου. Καί τή θριαμβική ἐμφάνιση τοῦ ἀναστημένου Κυρίου μας στούς ἀγαπημένους Του μαθητές καί στόν εὐρύτερο κύκλο τῶν ἀκολούθων Του.

Κατά τήν ἀδιάψευστη μαρτυρία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὁ Χριστός “ἀπέθανεν ὑπέρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν... καί ἐτάφη καί ἐγήγερται τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατά τάς γραφάς, καί ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα· ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ, ἐξ ὧν οἱ πλείους μένουσιν ἕως ἄρτι, τινές δέ καί ἐκοιμήθησαν” (Α΄ Κορινθ. ιε΄ 3-6).

Ἀπό κείνη τήν ὥρα οἱ οὐρανοί ἄνοιξαν. Τό σκοτεινό μυστήριο φωτίστηκε. ῾Η βεβαιότητα τῆς ἀνάστασης θρονιάστηκε στίς καρδιές. ῾Η ἀγωνία μεταποιήθηκε σέ ἐλπίδα καί φώτισε τά πρόσωπα. Καί τό δάκρυ περιορίστηκε σέ στιγμιαῖο αἴσθημα λύπης, σύνδρομο τοῦ πρόσκαιρου χωρισμοῦ. “Οὐκέτι θάνατε κυριεύεις, ὁ γάρ τῶν ὅλων δεσπότης τό κράτος σου συνέτριψε”. ῾Η προσδοκία δρομολογήθηκε, ὡς ἡ νέα προοπτική τῆς ζωῆς καί ὡς τό δυναμικότερο βίωμα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. “Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια”. “Χριστός ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο”.

Ο ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ

Print Friendly, PDF & Email