Ὁ Ἐπίσκοπος καί ἡ Ἐκκλησία

Τοῦ Ἐ. Χ. Οἰκονομάκου

Πολλοί ἀπό τούς σύγχρονους ῾Ιεράρχες διακατέχονται ἀπό ἕνα σύνδρομο ὑπεροχῆς, σάν ἐκεῖνο τοῦ Λουδοβίκου ΙΔ΄ ὅταν ἔλεγε: “I’ etat c’ est moi” (ἐγώ εἶμαι τό Κράτος), πού στήν περίπτωσή τους θά μποροῦσε νά ἔχει τή διατύπωση: ἐγώ εἶμαι ἡ ᾿Εκκλησία! ῾Η μεγαλομανία τους, μάλιστα, βρίσκει τάχα θεολογικά ἐρείσματα στά λόγια τοῦ ἁγίου ᾿Ιγνατίου ᾿Αντιοχείας (+107 μ. Χ.), ὁ ὁποῖος, δέσμιος, καθ᾿ ὁδόν πρός τό μαρτύριο στή Ρώμη, ἔγραφε στούς πιστούς τῆς Σμύρνης καί τούς συμβούλευε: “Μηδείς χωρίς ᾿Επισκόπου τι πρασσέτω τῶν ἀνηκόντων εἰς τήν ᾿Εκκλησίαν.... ῞Οπου ἄν φανῇ ὁ ᾿Επίσκοπος, ἐκεῖ τό πλῆθος ἔστω, ὥσπερ ὅπου ἄν ᾖ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ἐκεῖ ἡ καθολική ᾿Εκκλησία,.... ἵνα ἀσφαλές ᾖ καί βέβαιον πᾶν ὅ πράσσεται...” (“᾿Αποστολικοί Πατέρες”, Ἐκδ. ᾿Αστήρ, 1953, VΙΙΙ, 1-2).

Ποιό εἶναι, ὅμως, τό νόημα τῶν λόγων τοῦ ἁγίου; Στίς χῶρες, ὅπου ἡ ᾿Εκκλησία τότε ξαπλωνόταν μέ ταχεῖς ρυθμούς, ἐπικρατοῦσε ἕνας ἔντονος θρησκευτικός συγκρητισμός, ὁ γνωστός γνωστικισμός. Γράφει ὁ Β. Κ. Στεφανίδης: “῾Ο ἀνατολικός πολιτισμός καί αἱ ἀνατολικαί θρησκεῖαι μέ ἀκατανίκητον δύναμιν εἰσήλασαν πρός δυσμάς, συμπαρασύρασαι μεθ᾿ ἑαυτῶν εἰς τήν δίνην περισσότερον τόν χριστιανισμόν. ῾Ο γνωστικισμός ἦτο θρησκεία, εἶχε λατρείαν καί μυστηριακάς πράξεις, μῖγμα χριστιανικῶν καί ἐθνικῶν μυστηρίων... Εἶχεν ἰδιαιτέρους ἱερεῖς, ἀλλ᾿ ὄχι ἐπισκόπους (σ.σ. ἡ ὑπογράμμιση δική μας). Οἱ Γνωστικοί κατ᾿ ἀρχάς δέν ἀπεσπῶντο τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀλλά συνήρχοντο εἰς παρασυναγωγάς. ῞Οτε ὅμως ἀπεκλείσθησαν ἤ ἀπεσπάσθησαν τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀπετέλεσαν ἰδιαιτέρας κοινότητας” (“᾿Εκκλησιαστική ῾Ιστορία”, σελ. 62). ῾Η ᾿Εκκλησία, ἐξ ἄλλου, δέν εἶχε διατυπώσει ἀκόμα συστηματικά τή δογματική Της διδασκαλία. Δέν ὑπῆρχε ἡ παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν μετέπειτα αἰώνων, ἡ ὁποία καθοδηγεῖ τούς πιστούς κάθε ἐποχῆς μέ τά ἀπλανῆ πρότυπα τῶν ἐμπειριῶν τῶν ἁγίων καί τῶν βιωμένων διδαχῶν τῶν θεοφώτιστων Πατέρων. ᾿Ακόμα καί τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης κυκλοφοροῦσαν χωρίς τήν ἐπικύρωση τῆς ᾿Εκκλησίας γιά τή γνησιότητά τους ἀνάμεσα σέ πλῆθος ὑπόπτων (ἀπόκρυφων) κειμένων, πού δέν εἶχαν ἐπίσημα ἀπορριφθεῖ. Στίς παραινέσεις, λοιπόν, τοῦ ἁγίου ᾿Ιγνατίου πρός τούς πιστούς τῆς ἐποχῆς του βλέπουμε καταφανή τήν ἀγωνία του, μήπως καί ἀστοχήσουν νά συνδεθοῦν μέ τή γνήσια ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἐξωκείλουν σέ σέκτες καί παρασυναγωγές. Θεωροῦσε δέ ὡς μόνο ἐγγυητή τῆς γνησιότητας μιᾶς ᾿Εκκλησίας τόν ᾿Επίσκοπό Της, διότι, πράγματι, τό μόνο αὐθεντικό ἄνοιγμα, μέσῳ τοῦ ὁποίου, περνοῦσε τότε ἡ ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας στόν κόσμο ἦταν τό προφορικό κήρυγμα τῶν ᾿Αποστόλων καί τῶν ᾿Επισκόπων διαδόχων τους. ῾Ο ἅγιος ἀγωνιζόταν νά διασφαλίσει τό μικρό ποίμνιο τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν διωγμῶν καί τῶν κατακομβῶν ἀπό ὕπουλες διεισδύσεις τῆς φθορᾶς τοῦ κόσμου.

῾Ο ᾿Επίσκοπος (καί κατ᾿ ἐξουσιοδότησή του ὁ πρεσβύτερος), μέ τή Χάρη τοῦ μυστηρίου τῆς χειροτονίας ἔχει τήν ἁρμοδιότητα νά προΐσταται τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως, νά διδάσκει τό λαό, (νά ὀρθοτομῇ τόν λόγον τῆς ἀληθείας), καί νά τόν καθοδηγεῖ σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τή ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας, ποιῶν καί διδάσκων τήν πίστη καί τό ἦθος Της. ῎Οχι, βέβαια, ὡς ἐξουσιαστής, οὔτε ὡς θεσμικός ἡγέτης, ἀλλ᾿ ὡς πάντων ἔσχατος καί πάντων διάκονος (ὑπηρέτης) (Μαρκ. θ΄, 35). Φύλακας, προνοητής καί μέχρις αἵματος πρόμαχος τῆς ᾿Εκκλησίας καί τῆς ἀλήθειάς Της. Αὐτήν τήν ἀρχή βίωνε ὁ ἅγιος ᾿Ιγνάτιος, περί τά τέλη τοῦ 1ου αἰῶνα, καθώς καί οἱ ἄλλοι ἀποστολικοί Πατέρες, οἱ σύγχρονοί του ᾿Επίσκοποι, οἱ πλεῖστοι τῶν ὁποίων κατατάσσονται στούς μάρτυρες τῶν χρόνων ἐκείνων.

Θά ἦταν λάθος, ἐν τούτοις, νά θεωρήσουμε τή χειροτονία ὡς μόνη καί ἀπόλυτη ἐγγύηση ποιμαντικῆς γνησιότητας ἑνός ᾿Επισκόπου. ῎Αν κάτι τέτοιο δεχθοῦμε, τότε μένει ἀνεξήγητο τό ὅτι πλῆθος ᾿Επισκόπων στό διάβα τῆς ἱστορίας ἀστόχησαν καί ξέπεσαν, παρασύροντας ᾿Εκκλησίες ὁλόκληρες. Τότε μένει ἐκτεθειμένος ὁ ἱερός Χρυσόστομος (+407 μ.Χ.), πού ἔγραφε: “Οὐδένα δέδοικα ὡς τούς ᾿Επισκόπους πλήν ὀλίγων” (“Πρός ᾿Ολυμπιάδα” Θ΄, ΠΗ 52, 685). ῾Ο δέ Μ. ᾿Αθανάσιος (+373 μ.Χ.) θά πρέπει νά βρισκόταν σέ πλάνη, ὅταν συμβούλευε: “᾿Εάν ὁ ᾿Επίσκοπος ἤ ὁ Πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοί τῆς ᾿Εκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφωνται καί σκανδαλίζωσι τόν λαόν, χρή αὐτούς ἐκβάλλεσθαι (πρέπει νά ἀποβάλλονται). Συμφέρον γάρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον (ναόν), ἤ μετ᾿ αὐτῶν ἐμβληθῆναι, ὡς μετά ῎Αννα καί Καϊάφα, εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός” (ΠΗ 26, 1257).

Οἱ ἅγιοι αὐτοί Πατέρες, (καθώς καί ὅσοι ἄλλοι ἔχουν ἐκφράσει ἀνάλογες θέσεις), δέν εἶναι δυνατόν να ἀντιφάσκουν πρός τόν ἅγιο ᾿Ιγνάτιο. ῾Απλῶς, ζώντας τρεῖς αἰῶνες μετά, εἶχαν νά ἀγωνιστοῦν γιά τήν ᾿Εκκλησία σέ διαφορετικά ἀπό ἐκεῖνον μέτωπα. Μετά τούς αἰῶνες τῶν διωγμῶν οἱ εἰδωλολάτρες διῶκτες εἶχαν συντριβεῖ. ῾Η κοσμική ἐξουσία στήριζε τήν ᾿Εκκλησία καί ἐπιζητοῦσε καλές σχέσεις μέ τόν κλῆρο. Σέ ποιές περιπτώσεις αὐτό ἦταν ἀπόρροια συνειδητῆς ἀποδοχῆς τῆς νέας πίστεως ἐκ μέρους τῶν ἀρχόντων καί σέ ποιές ἦταν πολιτική σπέκουλα, μέ δεδομένη τήν ἔντονη διείσδυση τῆς ᾿Εκκλησίας στίς λαϊκές μάζες, (ἡ ἀριστοκρατία καί ἡ ἰντελιγκέντσια ἔμενε ἀκόμα πιστή στήν πατρώα εἰδωλολατρική παράδοση), εἶναι δύσκολο νά ἐρευνηθεῖ ἀντικειμενικά. ῾Ο θρίαμβος, πάντως, τῆς ᾿Εκκλησίας ἔφερε νέους πειρασμούς καί νέα δεινά. Τά ζιζάνια φύτρωσαν μέσα στούς κόλπους Της. ῾Η κοσμική ἐξουσία, ἀπό ἀντίθετη δύναμη πρίν, τώρα θεωρήθηκε ἱερή καί ἀπέκτησε δυνατότητες ἐπεμβάσεων στά ἐσωτερικά τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Από τήν ἄλλη πλευρά, ἡ ἐκκλησιαστική διοίκηση ἔγινε ἐπίσημη, παράπλευρη ἀρχή, θεσμοθετημένη ἀπό τό κράτος. Οἱ δέ ᾿Επίσκοποι προσέλαβαν αἴγλη καί ἰσχύ κοσμική, τήν ὁποία κανείς ᾿Απόστολος, κανείς ἀποστολικός Πατέρας, κανείς ἀπό τούς ἀρχαίους ᾿Επισκόπους δέν εἶχε. ῾Η διαπλοκή τῶν δύο ἐξουσιῶν ἦταν πιά ἀναπόφευκτη.

᾿Από αὐτό τό ἀδιανόητο γιά τήν πρώτη ᾿Εκκλησία συνοικέσιο προέκυψε μιά νέα τάξη πολιτικο-θρησκευτικῶν πραγμάτων. ῾Η ᾿Εκκλησία ἁπλωνόταν στούς λαούς. Νέοι πιστοί προσέτρεχαν χωρίς φόβο πιά κατά μάζες στίς τάξεις Της. Λίγοι, ὅμως, ἦταν πρόθυμοι νά ἀφήσουν ἐντελῶς τόν παλαιό ἄνθρωπο. Λίγοι ἀπό τόν κλῆρο καί τό λαό ἦταν διατεθειμένοι νά μιμηθοῦν στό φρόνημα τούς παλαιούς πιστούς τῶν κατακομβῶν. ῾Η γνησιότητα τῆς ᾿Εκκλησίας βρισκόταν σέ κίνδυνο. ῾Η ἀντίδραση δέν μποροῦσε νά εἶναι ἄλλη ἀπό τήν παλιά συνταγή: ἀγώνας καί μαρτύριο. Τότε φούντωσε ὁ μοναχισμός ὡς κίνημα γνησιότητας στήν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, ὡς ἔμπρακτη ὁμολογία γνήσιας ἀγάπης πρός Αὐτόν, ὡς βιωμένο κήρυγμα τῆς ᾿Αλήθειας, πού κινδύνευε νά ἀλλοιωθεῖ. Μέ στενές σχέσεις πρός τόν μοναχισμό, ἀναδείχθηκαν οἱ λίγοι, μιά μειοψηφία μεταξύ τῶν ᾿Επισκόπων, ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἀντιστάθηκαν καί διαμαρτηρήθηκαν, ὅπως ὁ Μέγας ᾿Αθανάσιος καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, πού προαναφέραμε, μέ στόχο νά ἐνημερωθεῖ ὁ λαός τοῦ Θεοῦ καί νά διαφυλάξει γνήσια τήν πίστη καί τό ἦθος τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Καί τό πέτυχαν γιά τήν ἐποχή τους καταβάλλοντας τό σύνηθες τίμημα: ὑπέστησαν διωγμούς. ᾿Εκθρονίσεις, ἐξορίες, μαρτύρια. ῎Οχι ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, ἀλλά ἀπό συνόδους ᾿Επισκόπων καί τή Χριστιανική Πολιτεία...

Print Friendly, PDF & Email