Κωνστάντιος Χρόνης
Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως

Παραθέτουμε παρακάτω ένα ολόκληρο κεφάλαιο από το βιβλίο του μητροπολίτου Αττικής και Μεγαρίδος Νικοδήμου «Δηλώνω Δημοσιογράφος» (κεφάλαιο 10. «Στόχος ο λευκός γέροντας», σελ. 96-114). Ένα μοναδικό κείμενο πού εξαίρει τήν αγία μορφή της Εκκλησίας μας, τον πράο και μαχητή επίσκοπο, τον μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως Κωνστάντιο.

Φίλοι δημοσιογράφοι, γιατί χτυπήσατε το λευκό κι άκακο γέροντα; Γιατί πετάξατε λάσπη στο χιόνι; Γιατί πληγώσατε κείνον, που, κατά τις φρικτές νύχτες της σκλαβιάς και της οδύνης, έχυνε λάδι και κρασί στις πληγές και μαλάκωνε τον πόνο; Γιατί τα βέλη σας τα αποσύρατε απ’ τους εκμεταλλευτές, απ’ τους πλαστογράφους, απ’ τους τυράννους, απ’ τους μοχλούς της βίας και της βαρβαρότητας και τα καθηλώσατε στο πρόσωπο, που έλαμψε σαν αστέρι παρηγοριάς στις σκοτεινιές των προσωπικών και των εθνικών περιπετειών μας; Στιγματίζω τη συμπεριφορά σας. Εγγράφω την ευθύνη σας. Σαλπίζω την ενοχή σας. Γυρίζω το κουμπί της πληροφόρησης στη μεγαλύτερη έντασή του, για να φωνάξω και να μ’ ακούσει η ελληνική γη. Για να φτάσει ο ήχος της διαμαρτυρίας μου πέρα απ’ τα σύνορα της ελληνικής πατρίδας. Και να κατατεθεί σαν κατηγορητήριο στο δικαστήριο της οικουμενικής συνείδησης. Σαν μαρτυρία γεγονότων, που υποβαθμίζουν το κύρος της δημοσιογραφίας κι αφίνουν ακάλυπτους τους χειριστές των μηχανών της ενημέρωσης.

Τούτη τη στιγμή όλα δείχνουν, πως το δημοσιογραφικό έγκλημα έχει ξεχαστεί. Ποιός απ’ τους ενεργούς παράγοντες της δημόσιας ζωής θυμάται την αστραφτερή όψη του γέροντα Κωνστάντιου Χρόνη; Ποιός δημοσιογράφος, από κείνους, που τον πολέμησαν και τον τραυμάτισαν, διασώζει στη μνήμη του το καθαρό βλέμμα του γαλήνιου πρεσβύτη; Η ιστορία κυλάει ασταμάτητα. Οι σελίδες γυρίζουν. Οι προσωπικότητες παρελαύνουν στο γεφύρι της ζωής και βυθίζονται στο αδιαπέραστο δάσος της αιωνιότητας. Η μνήμη γίνεται λήθη. Η ιστορία καταχωνιάζεται στις βιβλιοθήκες.

Εγώ, όμως, δε θέλω ν’ αφήσω το γέροντα να κρυφτεί στη σκιά της λησμοσύνης. Η παρουσία του ήταν φως, που δεν πρέπει να δύσει στον ορίζοντα. Κι ο πόλεμος, που του έγινε, σκοτάδι, που εξακολουθεί να με πνίγει. Και με αναγκάζει να καταγγέλλω δημόσια τους λειτουργούς της δημοσιογραφίας σαν υπηρέτες της σκοπιμότητας και σαν αναξιόπιστους πληροφοριοδότες της ιστορικής ύφανσης.

Δεν θα μείνω στη γενική διατύπωση της μομφής μου. Θα δώσω το στίγμα του γέροντα. Αδρές, γενικές γραμμές της προσωπικότητάς του. Το μεγαλείο, που κρυβόταν μέσα στο ράσο της απλότητάς του. Την ανδρεία, που νεύρωνε το ατάραχο βλέμμα του. Τον πλούτο, που εκπορευόταν απ’ την απόλυτη φτώχεια του.

***

Όταν οι Γερμανοί μας κήρυξαν τον πόλεμο, ο Κωνστάντιος Χρόνης ήταν αρχιμανδρίτης, ιεροκήρυκας στην Καβάλα.

Με το στρίγκλισμα των σειρήνων, οι προύχοντες έφυγαν. Ο πνευματικός ηγέτης, ο Μητροπολίτης, εξαφανίστηκε. Φοβήθηκε την εισβολή των Γερμανών και την κάθοδο των Βουλγάρων. Ηγετικά στελέχη της κοινωνίας παράτησαν τις επάλξεις τους και ζήτησαν καταφύγια στο νότο, έτσι, που να μη βρίσκονται στην ακτίνα βολής των εχθρικών πολυβόλων.

Ο ταπεινός λευίτης, ο Κωνστάντιος έμεινε. Μέσα στην επικίνδυνη ζώνη. Για να σηκώσει το βάρος του τρόμου. Για να δώσει κουράγιο στον αποκαμωμένο λαό. Για να στηρίξει τις οικογένειες των στρατευμένων. Για να θρέψει τα ορφανά.

Την πρώτη κιόλας μέρα του πανικού και της φυγής βρέθηκε μπροστά σε μια επαναστατημένη μάζα.

Λίγες μέρες πριν την κήρυξη του γερμανικού πολέμου, είχε επισκεφτεί την Καβάλα, τη φτωχή και προβληματική εργατούπολη, ο δήμαρχος των Αθηναίων Κώστας Κοτζιάς. Και σαν έκφραση αλληλεγγύης των πολιτών της πρωτεύουσας προς τους πολίτες της Καβάλας, είχε καταθέσει ένα σημαντικό χρηματικό ποσό. Για να μοιραστεί σε απόρους, σε άνεργους, σε ορφανά.

Τα χρήματα είχαν κατατεθεί στην Τράπεζα. Δικαίωμα να τα διαχειριστεί είχε μια επιτροπή δημόσιων λειτουργών, που προεδρευόταν απ’ το Μητροπολίτη.

Κείνη την αποφράδα Δευτέρα, που ακούστηκαν οι σειρήνες και τα σιδερένια θεριά της γερμανικής αεροπορίας αυλάκωσαν τους γαλάζιους ελληνικούς αιθέρες, η φτωχολογιά της Καβάλας μαζεύτηκε έξω απ’ το Μητροπολιτικό οίκημα με απλωμένο το χέρι και ζητούσε τη διανομή της βοήθειας.

Δεν βρέθηκε αρμόδιος, για να ικανοποιήσει το αίτημα. Το προσωπικό, που γυρόφερνε αμήχανα, δεν είχε καμμιά εξουσιοδότηση να ασχοληθεί με τη διανομή των χρημάτων.

Αγανακτημένο το πλήθος, χτύπησε τη διπλανή πόρτα. Την κατοικία του ιεροκήρυκα Κωνστάντιου. Κι άρχισε να φωνάζει και να διαμαρτύρεται ενάντια στους δεσποτάδες και τους παπάδες, που δέσμευσαν τα χρήματα και τα καταχράστηκαν.

Ο ιερέας του Θεού τους κύτταξε αμήχανα. Δεν γνώριζε τη γενναιόδωρη πράξη του δήμαρχου της Αθήνας. Και, πολύ περισσότερο, δεν ήξερε ποια ήταν τα μέλη της επιτροπής, που είχαν αναλάβει τη διανομή των βοηθημάτων. Καθησύχασε το λαό με τον γλυκό λόγο του. Αυτός, όμως, ανησύχησε και κινήθηκε με βιασύνη, για ν’ ανακαλύψει το μίτο της υπόθεσης.

Έτρεξε στα μητροπολιτικά γραφεία. Ρώτησε. Έμαθε.

- Να, τώρα, ο διευθυντής του ταμείου κι οι άλλοι κατεβαίνουν στο μώλο, για να μπαρκάρουν. Το καράβι, που βρίσκεται αγκυροβολημένο στο λιμάνι, θα φύγει για τον Πειραιά. Κι όλοι αυτοί, σκιαγμένοι, σαν τους λαγούς, αφίνουν το πόστο τους και κατηφορίζουν κατά το νότο.

Δεν έμεινε περισσότερο να κουβεντιάσει και να ζυμώσει το κουτσομπολιό. Κατέβηκε βιαστικά στην παραλία. Έτρεξε να προλάβει τους υπεύθυνους. Να τους ικετέψει να γυρίσουν πίσω. Ν’ ανοίξουν τα ταμεία τους. Να μοιράσουν το βοήθημα της παρηγοριάς στα απλωμένα χέρια. Και, μετά, να πάνε στο καλό.

Σαν έφτασε, συνάντησε ένα παράξενο σύμπλεγμα. Άνθρωποι στην παραλία με μουσκεμένα μάτια και με μαντήλια στα χέρια. Και μερικές βάρκες, που, σιγά-σιγά, ξεμάκραιναν. Ο γυαλός ρηχός, δεν άφινε τα καράβια ν’ αράξουν. Οι βάρκες μετάφεραν τους ταξιδιώτες και τις αποσκευές τους στο μεγάλο πλεούμενο, που αγκυροβολούσε πάντοτε στα βαθειά νερά.

Ρώτησε για τον προϊστάμενο του Ταμείου και το διευθυντή της Τράπεζας. Κι αμέσως κάποιος σήκωσε το χέρι και με το δάχτυλο έδειξε τη βάρκα, που βρισκόταν σε απόσταση βολής απ’ την ακροθαλασσιά.

Φώναξε μ’ όλη του τη δύναμη ο φλογερός ιερωμένος.

- Γυρίστε πίσω να δώσετε τη βοήθεια στον κόσμο και, μετά, φύγετε.

Κανένας δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα. Όλοι έδειξαν, πως δεν άκουσαν.

Ξαναφώναξε. Μα και πάλι δεν πήρε απάντηση.

Πλάϊ στον παπα-Κωνστάντιο έστεκε νωχελικά κάποιος φαντάρος. Έκανε υπηρεσία σκοπιάς. Στον ώμο του είχε κρεμασμένο το όπλο του. Και περιπολούσε πάνω-κάτω.

Ο ιερέας στύλωσε το βλέμμα πάνω του και τον ρώτησε:

- Έχει σφαίρες μέσα;

- Όχι παππούλη, απάντησε ο στρατιώτης.

- Δώστο μου γρήγορα.

Ο στρατιώτης δίχως να το πολυσκεφτεί, ίσως από μια εσωτερική διαίσθηση, άπλωσε το χέρι κι απόθεσε το τουφέκι του στην ιερατική παλάμη. Σ’ αυτή την παλάμη, που κρατούσε με δέος το σώμα και το Αίμα του Σωτήρος Χριστού.

Πρότεινε ο παπα-Κωνστάντιος το όπλο σε στάση βολής και έσκουξε με προσποιητή στριγκλιά φωνή:

- Γυρίστε πίσω, γιατί θα σας πυροβολήσω.

Οι επιβάτες της βάρκας αντιλήφθηκαν, πως δε μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τον παπά. Αν πίεζε τη σκανδάλη θα τους καταβρόχθιζε ο βαθύς γυαλός.

Ο βαρκάρης πρώτος αποφάσισε να στρέψει το τιμόνι της βάρκας του. Ν’ αφήσει τους επιβάτες στην ακρογιαλιά. Και να γλυτώσουν κι αυτός και οι υπόλοιποι τη ζωή τους.

Σε λίγη ώρα η Τράπεζα άνοιγε και τα χρήματα μοιράζονταν στους συναγμένους Καβαλιώτες. Έπαιρνε ο καθένας το μικρό βοήθημά του. Και, ταυτόχρονα, ένοιωθε να χύνεται μέσα του η παρηγοριά απ’ τη θερμή καρδιά του ιεροκήρυκα Κωνστάντιου.

***

Όταν οι Βούλγαροι ώρμησαν και κατάλαβαν την Καβάλα, η σκοτεινιά της δουλείας απλώθηκε στην πόλη, που την άγιασε με την παρουσία του, με το περπάτημά του και με το φλογερό κήρυγμά του ο απόστολος των Εθνών, ο Παύλος. Τρόμος και αγωνία. Κανένας δεν ήξερε, αν το δειλινό θα το διαδεχτεί μια καινούρια αυγή ή αν τα κορμιά των σκλάβων Ελλήνων θα τα βρει ζωντανά η δύση του ήλιου.

Ο ιεροκήρυκας Κωνστάντιος κατηφόρισε για λίγο στην πνευματική του εστία, στο ιερό κοινόβιο, που το κάλυπτε με την αγάπη του και το καθοδηγούσε με τη σοφία του ο σεβαστός του γέροντας και το πλούτιζαν οι αγαπημένοι πνευματικοί αδελφοί του. Να μιλήσει. Να πεί τα προβλήματα. Να πάρει κουράγιο. Να νοιώσει ζεστασιά.

Ο πνευματικός του, ο χαρισματούχος κληρικός Σεραφείμ Παπακώστας, τον καλοδέχτηκε. Με αδελφική αγάπη. Και τον άκουσε.

Το μεσημέρι, στην επίσημη τράπεζα, τον καλωσόρισε μπροστά σ’ όλους τους αδελφούς. Και είπε:

- Νοιώθουμε όλοι χαρά, που έχουμε σήμερα τον πατέρα Κωνστάντιο ανάμεσά μας. Έρχεται από μια περιοχή της πατρίδας μας, που βρίσκεται σε ιδιαίτερη θλίψη και εθνική περιπέτεια. Η ζωή του πραγματικά κινδυνεύει εκεί πάνω. Κρέμεται σε μια κλωστή. Οι κατακτητές τον απειλούν. Γιατί τον θεωρούν εμπόδιο στα σχέδιά τους. Στην εθνική και πνευματική αφομοίωση του λαού. Δεν μπορώ να του επιβάλω την επιστροφή του. Γιατί μια τέτοια εντολή θα σήμαινε, πως τον στέλνω στον τόπο της εκτέλεσης. Όμως, μέσα μου πιστεύω, πως η θέση του βρίσκεται εκεί. Ανάμεσα στο λαό, που υποφέρει και αντιμάχεται καθημερινά με το φάσμα του θανάτου.

Σιώπησε ο πνευματικός προϊστάμενος. Η σιγή του απλώθηκε σ’ όλη την τράπεζα. Και μέσα στη σιωπή άνθισε η προσευχή.

Το απόγευμα, ο νεαρός ιεροκήρυκας Κωνστάντιος Χρόνης πήρε τη βαλίτσα του κι αναχώρησε. Για την περιοχή της ευθύνης του και του χρέους του. Για τον τόπο του μαρτυρίου.

Οι Βούλγαροι άρχισαν να τον απειλούν. Να του στήνουν παγίδες. Και να τον διατάσσουν να εγκαταλείψει την πόλη. Εκείνος δεν έδινε απόκριση. Ολύμπιος. Σιωπηλός και, ταυτόχρονα, αεικίνητος. Συνέχιζε το έργο του. Σαν να μη συναντούσε κανένα εμπόδιο. Σαν να μην ήταν ξενική κατοχή. Σαν να μη διάκρινε μπροστά του τις κάννες των πολυβόλων.

Ήθελαν να τον αναγκάσουν να φύγει, δίχως να ασκήσουν φανερή βία. Για να μη δημιουργηθεί αναβρασμός στο λαό. Ο ιεροκήρυκας, όμως, κώφευε στις εντολές και στις απειλές. Δυναμωμένος απ’ τη Χάρη του Θεού, γυρόφερνε τη Μητροπολιτική περιφέρεια, ασκώντας με το δικό του τρόπο το λειτούργημα του δασκάλου του κρυφού σχολειού.

Στο τέλος οι κατακτητές δεν άντεξαν. Προχώρησαν στη χρήση της βίας. Έκαναν αυτό, που προσπαθούσαν να αποφύγουν. Την κατά μέτωπο επίθεση στον άνθρωπο του Θεού. Στο στύλο, που βρισκόταν στερεωμένος στην πλατύτερη λαϊκή βάση. Τον έπιασαν. Τον χτύπησαν αλύπητα. Του πήραν την ταυτότητα. Και, μετά, τον μπουζούριασαν σ’ ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο και τον έβγαλαν έξω απ’ την περιοχή της ευθύνης τους.

Ο ιερέας Κωνστάντιος Χρόνης, εξόριστος, θλιμμένος, κατηφόρισε. Τιμημένος με το στεφάνι του διωγμού. Και φορτωμένος την οδύνη της αποκοπής απ’ το αγαπημένο του ποίμνιο.

Δεν έμεινε, ωστόσο, στην αδράνεια. Η απραξία είναι για τους δειλούς. Δεν είναι για τους ήρωες. Περιμένοντας ν’ ανοίξει και πάλι η πύλη της διακονίας του στη Βουλγαροκρατούμενη Καβάλα, έτρεξε να βοηθήσει μια άλλη περιοχή, τα δοξασμένα Καλάβρυτα.

Πρόθεσή του και πρόγραμμά του, να προσφέρει το θησαυρό της καρδιάς του. Να διδάξει την αλήθεια Ιησού Χριστού. Να κηρύξει το Ευαγγέλιο. Να χειραγωγήσει στην Εκκλησία. Να συνδέσει τα πονεμένα αδέλφια με την πηγή της παρηγοριάς και της δύναμης.

Πριν προλάβει να ρίξει ρίζες στο νέο χωράφι, τον ταρακούνησε η θύελλα.

Στη μικρή πόλη των Καλαβρύτων απλώθηκε η είδηση, ότι οι αντάρτες αποφάσισαν να ανατινάξουν τον οδοντωτό σιδηρόδρομο. Για να φράξουν την πρόσβαση των Γερμανών κατακτητών στις περιοχές, που είχαν τα κρυσφύγετά τους.

Κείνη την εποχή το μικρό οδοντωτό τραίνο ήταν το μόνο μεταφορικό μέσο, που έφτανε στα Καλάβρυτα. Δρόμος δεν υπήρχε. Αυτοκίνητο δεν ανηφόριζε.

Άμα ανατιναζόταν η γραμμή του οδοντωτού, οι Καλαβρυτινοί θα καταδικάζονταν στην απομόνωση και στη στέρηση. Άνθρωποι δε θα έφταναν εκεί. Τρόφιμα δε θα μεταφέρονταν.

Ο πληθυσμός έπεσε σε θλίψη. Έβλεπαν όλοι τον ολοθρευτή να αγγίζει τις παρυφές της πολίχνης. Είχαν σταθερά το αυτί τεντωμένο, για ν’ ακούσουν τη βροντή της ανατίναξης και το άγγελμα της επίσκεψης του θανάτου.

Ο πατήρ Κωνστάντιος πήρε την απόφαση.

- Θα πάω να συναντήσω τον Άρη το Βελουχιώτη. Τον αρχηγό των ανταρτών. Και θα του ζητήσω να ακυρώσει την εντολή.

Φοβήθηκαν οι Καλαβρυτινοί, που τον αγαπούσαν.

- Όχι γέροντα. Θα σε σκοτώσει. Και θα ψάχνουμε στα βουνά, για να βρούμε το κουφάρι σου.

- Θα πάω. Ακόμα κι αν με σκοτώσει, θα έχω κάνει το καθήκον μου. Αν μείνω εδώ, θα πεθάνω κι εγώ θα πεθάνετε κι όλοι εσείς. Αν πάω, μπορεί να πεθάνω εγώ, αλλά θα ζήσετε εσείς.

Κίνησε. Σκαρφάλωσε ράχες. Βυθίστηκε σε λαγκαδιές. Δυο μερόνυχτα περπατούσε στα βουνά. Μέσα στα δάση. Σε περιοχές παρθένες. Που δεν τις πάτησε ανθρώπινο πόδι. Που δεν τις τάραξαν ποτέ μήτε οι χαρές μήτε οι θρήνοι.

Κάποτε έφτασε. Περνώντας από φυλάκια ανταρτών, από έρευνες και τρομάρες, κατόρθωσε να προσεγγίσει το πρόσωπο του αρχηγού.

Παραξενεύτηκε εκείνος, σάν τον αντίκρυσε. Ένας παπάς πάνω στα βουνά, ήταν αναπάντεχο φαινόμενο.

Νάταν η κούραση! νάταν ο πόνος! ο ταπεινός λευίτης έδειχνε αλλοιωμένος. Δεν διατηρούσε το αστραφτερό του βλέμμα. Δεν ανέβαινε στα χείλη του ο θαρρετός λόγος.

- Αρχηγέ, είπε δειλά και ταπεινά, έδωσες εντολή να ανατινάξουν τη μοναδική γραμμή τροφοδοσίας αυτού του λαού. Άμα γίνει αυτό, θα πεθάνουν όλοι στα Καλάβρυτα. Δεν θα μείνει κανένας. Φτωχός λαός είναι αυτός, που θα πεθάνει. Τίμιοι δουλευτάδες της γής.

Ο Βελουχιώτης κύτταξε τον παπά. Σαν να μη τολμούσε να τον διώξει από μπροστά του. Σα να ένοιωθε την ανάγκη ν’ απολογηθεί.

- Μα, δεν ξέρεις παπά, πως κάνουμε αγώνα; Πόλεμος είναι. Θυσίες θα έχουμε. Άμα οι Γερμανοί καβαλήσουν στα Καλάβρυτα και κουβαλήσουν στρατό, θα χτενίσουν τα βουνά και θα μας αφανίσουν όλους. Τώρα καταφέρνουμε και κρυβόμαστε στις απάτητες κορφές του Χελμού. Άμα, όμως, φορτώσουν πάνω στο τραίνο μερικούς λόχους, θα μας κυκλώσουν και θα μας εξοντώσουν.

Πήρε θάρρος ο άδολος αχθοφόρος του ανθρώπινου πόνου.

- Καπετάνιε, έπεσες θύμα. Κάποιοι θέλουν να σε παρασύρουν σε πράξη απάνθρωπη. Ξέρεις πόσα βαγόνια έχει αυτό το τραίνο; Μονάχα ένα. Σ’ ένα μικρό βαγονάκι, πόσοι Γερμανοί μπορούν να στριμωχτούν; Δώσε μου μένα ένα τουφέκι και σου τους εξολοθρεύω.

Άνοιξε τα θολά του μάτια, τα στήλωσε καρφωτά στον καπετάνιο και ξανάπε:

- Ένα μικρό βαγονάκι. Κι αυτό, όταν φτάνει στις γαλαρίες, περπατάει πιό σιγά κι απ’ το γάϊδαρο. Πώς είναι δυνατό να τολμήσουν οι Γερμανοί να φορτώσουν λόχους πάνω σ’ αυτό το τραινάκι και να τους ξαπολύσουν σ’ ολόκληρο το Χελμό;

Ο αντάρτης είχε σουφρώσει τα φρύδια. Άκουγε με περίσκεψη. Δεν ήταν Καλαβρυτινός. Και δεν ήξερε τα κατατόπια. Το σκηνικό, έτσι, όπως το ξετύλιγε μπροστά του ο παπάς, του φαινόταν αληθινό. Μα, κρατούσε μέσα του και την υποψία.

Αν είναι βαλτός; Αν κάτω απ’ τα ράσα κρύβεται ο πράκτορας;

Με ύφος τραχύ φώναξε δυο απ’ τα παλικάρια του.

- Πόσα βαγόνια έχει η αμαξοστοιχεία του οδοντωτού; ρώτησε κοφτά.

Χαμογέλασε το ένα παλικάρι.

- Βαγόνια; Μόνο ένα. Κι αυτό μικρό.

- Τότε τι νόημα έχει να ανατινάξουμε τη γραμμή; Για να καταδικάσουμε στην πείνα και στο θάνατο τους Καλαβρυτινούς;

Ξαμόλυσε μια βλαστήμια. Για κείνους, που τον παράσυραν στην απόφαση της ανατίναξης.

- Δώστε αμέσως σήμα, είπε, να σταματήσει η επιχείρηση ανατίναξης. Δεν έχει νόημα. Αν σταματήσει να κυκλοφορεί το τραινάκι, θα πεινάσουμε κι εμείς. Κι οι Καλαβρυτινοί δεν θα μπορέσουν να μας τροφοδοτήσουν.

Και γυρίζοντας στον παπά με το λαμπερό προσωπάκι, είπε:

- Πήγαινε παπά μου. Δεν θα ανατιναχθεί ο οδοντωτός. Εγώ δεν ευνοώ τους παπάδες και τα λιβάνια. Αλλά η παρουσία σου με εντυπωσίασε. Ο κόπος, που έκανες να φτάσεις εδώ πάνω, με έβαλε σε περίσκεψη. Κι είδα, ότι έχεις δίκιο.

Η ιερατική καρδιά σκίρτησε. Η χαρά ανέβηκε στα μάτια. Και κατέβηκε σα βροχή δακρύων να μουσκέψει την ολοκάθαρη γενειάδα του.

Είπε ένα «ευχαριστώ» στον άθεο αντάρτη. Κι ανάπεμψε μυστική δοξολογία στο θρόνο του Θεού.

***

Η γραμμή του οδοντωτού δεν ανατινάχτηκε. Η συγκοινωνία με το Διακοφτό δεν σταμάτησε. Αλλά το δεύτερο κύμα της θύελλας, το πιο δυνατό, δεν αργοπόρησε.

Το ολοκαύτωμα της ιερής πόλης των Καλαβρύτων δεν θα λησμονηθεί, όσο κινούνται άνθρωποι στον πλανήτη.

Οι Γερμανοί κατακτητές σκότωσαν, έκαψαν. Αφάνισαν τη ζωή και την ελπίδα. Άφησαν παιδιά ορφανά και γυναίκες χήρες.

Όλος ο αντρικός πληθυσμός, από δεκατεσσάρων χρόνων και πάνω, οδηγήθηκε στο χώρο της εκτέλεσης. Και τουφεκίστηκαν. Τα κορμιά τους σωριάστηκαν στη γή. Κι απόμειναν άταφα. Δίχως τις νεκρικές φροντίδες. Δίχως το λουλούδι της αγάπης και την ψαλμωδιά της παρηγοριάς.

Ο θρήνος έζωσε τη μικρή πολιτεία. Τα σπίτια καμμένα. Οι άντρες νεκροί.

Ντυμένος στο ρούχο του πένθους ο ιεροκήρυκας Κωνστάντιος, έγινε ο λευκός άγγελος της ανακούφισης και της συμπαράστασης.

Μόλις αποσύρθηκαν τα αποσπάσματα των εκτελεστών, ανηφόρισε, μαζί με τις αλαφιασμένες γυναίκες στο λόφο της εκτέλεσης. Έψαλε τη νεκρώσιμη ακολουθία. Παρακάλεσε το Θεό «των πνευμάτων και πάσης σαρκός» να συγχωρήσει «πάν πλημμέλημα εκούσιόν τε και ακούσιον». Κι άρχισαν να σκάβουν τάφους και να πλαγιάζουν τους αδικοσκοτωμένους.

Ο πόνος κι η φρίκη σε μια σύνθεση, που παγώνει και με μόνο το άκουσμα.

Ο Ιερέας του Θεού Κωνστάντιος, μαυροφορεμένος ανάμεσα στις μαυροφορεμένες, κλαμένος ανάμεσα στις κλαμένες, έμοιαζε με ηγούμενο μοναστηριού, που αποκλειστικό διακόνημα έχει το θρήνο.

Κανένας απ’ τους φορείς της εξουσίας δεν ανηφόρισε στην εστία του πένθους και του οδυρμού.

Ο δεσπότης της περιοχής, κατατρομαγμένος, κλείστηκε στο κατάλυμμά του κι απόφυγε την παραμικρή κίνηση, που θα τον έβγαζε στο γήπεδο του κινδύνου.

Οι νομάρχες κι οι δήμαρχοι, διορισμένοι απ’ τη δοσίλογη κυβέρνηση της κατοχής, δεν εκδηλώθηκαν ενάντια στο αποτρόπαιο έγκλημα.

Οι δημοσιογράφοι των Αθηνών και της επαρχίας, υποταγμένοι στο σύστημα της λογοκρισίας, δεν τόλμησαν να καταγράψουν και να μεταδώσουν στο λαό τη φρίκη της σφαγής.

Ένα φράγμα σιωπής κύκλωσε το λόφο του θρήνου. Ύποπτης σιωπής. Που την κινούσε ο μαέστρος του φόβου και την εκτελούσε πιστά η δουλικότητα.

Ο μόνος άνθρωπος, που αψήφησε τους κινδύνους, τίς απειλές των κατακτητών και τις επιθέσεις των αγριεμένων σκύλων, ήταν ο ιεροκήρυκας Κωνστάντιος. Γύριζε ολημερίς τις γειτονιές, για να παρηγορήσει τις χήρες και τα ορφανά. Κι ανηφόριζε το βράδυ στο βουνό του ολοκαυτώματος, για να προστατέψει τους ρηχούς τάφους απ’ τη μανία των άγριων σκυλιών, που έσκαβαν με τα νύχια τους και ξεπαράχωναν τους σκοτωμένους.

Σαν πέρασαν τα χρόνια, έστησαν μνημείο για τους νεκρούς. Και κατάγραψαν τα ονόματα των θυμάτων, για να τα διαβάζουν οι διάδοχες γενιές και να προσφέρουν θυμίαμα ευγνωμοσύνης.

Λησμόνησαν, όμως, κάπου εκεί, να χαράξουν και το όνομα του πατρός Κωνσταντίου, του ανθρώπου, που πρόσφερε αυτόβουλα τον εαυτό του θυσία, εκπληρώνοντας το μεγάλο, το ιερατικό του καθήκον.

***

Ο πατήρ Κωνστάντιος το 1967 έγινε επίσκοπος. Μητροπολίτης της Αλεξανδρούπολης.

Ήταν η περίοδος της Δικτατορίας των συνταγματαρχών. Αλλ’ η ζωή έτρεχε. Κι οι ανάγκες της Εκκλησίας δεν επέτρεπαν την πολυτέλεια της ανακοπής.

Ο Κωνστάντιος Χρόνης ανηφόρισε στην ακριτική πολιτεία κουβαλώντας, σα μοναδική αποσκευή του, τη γενναία καρδιά του. Ήταν ένας δουλευτής του αγρού του Θεού. Και τότε, που κυριαρχούσε η μπόττα του κατακτητή και τότε, που η ελληνική στρατιωτική εξουσία κατάλυε τη δημοκρατική, κοινοβουλευτική κυβέρνηση.

Έστεκε ανάμεσα στο Θεό και στο λαό. Δίχως να φοβάται τον κίνδυνο. Και δίχως να μετράει τις ανθρώπινες κρίσεις. Έργο του η προσφορά μηνυμάτων αγάπης κι ελπίδας.

Σαν γύρισε το φύλλο κι εγκαταστάθηκε το δεύτερο κλιμάκιο της δικτατορίας, ο προκαθήμενος της Εκκλησίας, ο εκλεκτός του δικτάτορα Ιωαννίδη Σεραφείμ, πέτυχε να εκδιώξει το Μητροπολίτη Κωνστάντιο απ’ το ποίμνιό του. Κι εγκατέστησε άλλο, από κείνους, που στριφογύριζαν στους συνοδικούς διαδρόμους κι ασκούσαν με επιτυχία το έργο της κολακείας.

Ο σεμνός Ιεράρχης πήρε και πάλι το δρόμο της εξορίας. Φορτωμένος την ιστορία του. Και την πικρία του.

Κείνη τη στιγμή θάπρεπε να σημάνει συναγερμός. Να ανάψουν τα ραδιόφωνα. Να μπουκώσουν οι τηλεοράσεις. Να γεμίσουν οι στήλες των εφημερίδων. Να οργανωθούν μέτωπα αντίστασεις.

Αν τα παρατηρητήρια του συστήματος της ενημέρωσης δούλευαν σωστά, έπρεπε να πιάσουν το έγκλημα και να το σαλπίσουν. Να καταγγείλουν στο λαό την αποτρόπαιη πράξη. Να κηρύξουν πένθος. Να απαιτήσουν την αποκατάσταση της δικαιοσύνης. Την απόδοση της τιμής και της δικαιοσύνης στο γέροντα, που σαράντα ολόκληρα χρόνια προσφερόταν θυμίαμα στο Θεό κι ολοκαύτωμα αγάπης στους πονεμένους ανθρώπους.

Τίποτα απ’ αυτά δεν έγινε. Η δημοσιογραφία βρισκόταν δέσμια. Σε αφλογιστία. Κι οι δημοσιογράφοι έδιναν άχυρα στο λαό, διαφημίζοντας, ότι παρέχουν αυθεντικές πληροφορίες για τη ζωή και κρίσεις αμερόληπτες για τις πρωτοβουλίες των προσώπων της εξουσίας.

Κανένας δεν ανακάλυψε τον ήρωα, που έπεφτε θύμα. Κανένας δε συγκλονίστηκε απ’ τις θυσίες του. Κανένας δεν ένοιωσε την υποχρέωση να χύσει λάδι μαλακτικό στις πληγές του και να ράνει με κάποιες δάφνες το λευκασμένο κεφάλι του.

Οι δημοσιογράφοι στόλιζαν τα κούφια είδωλα. Υμνούσαν την εξουσία. Δόξαζαν τους άτιμους. Υπηρετούσαν δουλικά τους χαμαιλέοντες. Δεν γύρισαν, όμως, το βλέμμα εκεί, που υπήρχε η γνησιότητα, η ακένωτη προσφορά της αγάπης, η αυτοθυσία του Χελμού και των Καλαβρύτων, η πατρική σκέπη της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης.

***

Η συγκυρία σε λίγες μέρες ανάτρεψε τη σιωπή. Και στο βάθρο της ανέβασε τον τηλεβόα.

Η Δικτατορία έπεσε. Η Δημοκρατία εγκαταστάθηκε μέσα σε ιαχές θριάμβου και σε πλησμονή υποσχέσεων. Η απαγόρευση δημοσίευσης εκκλησιαστικών ειδήσεων, αυτόματα, καταργήθηκε. Οι δημοσιογράφοι μας έπιασαν στο χέρι την πέννα κι υποσχέθηκαν να ασκήσουν το λειτούργημά τους με ευσυνειδησία και πιστότητα.

Και τι έγινε; Ποιός ανακάλυψε τον γέροντα Κωνστάντιο, που βρισκόταν πεταμένος και πληγωμένος στην άκρη του δρόμου;

Όλοι τους, ναί, όλοι τους τον ανακάλυψαν. Αλλ’ όχι για να υψώσουν σαν σύμβολο προσφοράς και καθαρότητας. Τον ανακάλυψαν, για να τον βρίσουν. Να τον σπιλώσουν. Να του πετάξουν το ανάθεμα του χουντικού και τη μομφή του συνεργάτη των καταλυτών της δημοκρατίας.

Η Χούντα, η στρατιωτική κι η εκκλησιαστική τον έστειλε στην εξορία. Κι η δημοσιογραφία της ελεύθερης πατρίδας τον στιγμάτισε σαν χουντικό κι άρχισε να καταχωρεί στις εφημερίδες κατεβατά εναντίον του. Δεν ανακάλυψε στα ντουλάπια της την προσφορά του ήρωα ρασοφόρου. Δεν έφτασαν στα δώματά της οι εμπειρίες κι οι ομολογίες του λαού, που ασπαζόταν με ευλάβεια το χέρι του και διηγόταν τους μόχθους του. Δεν έπιασαν οι κεραίες της τα μηνύματα ευγνωμοσύνης, που έστελναν οι χήρες των Καλαβρύτων κι οι πολυδοκιμασμένοι αδελφοί της βόρειας Χώρας μας. Έπιασαν μόνο τις ντιρεκτίβες των κομματικών μηχανισμών και προσάρμοσαν τη γραφίδα τους στις προσταγές των αόρατων χειριστών του παρασκηνίου.

Ομολογώ, ότι η δημοσιογραφική αυτή επίθεση ενάντια στο γέροντα της αγνής προσφοράς και της αθόρυβης θυσίας με σκανδάλισε. Κυριολεκτικά με κλόνισε. Γκρέμισε μέσα μου τον ανδριάντα του δημοσιογράφου. Που τον είχα σμιλέψει ακριβοδίκαιο. Να ζυγιάζει με ευθύνη και να σημειώνει στα τεφτέρια του, στις εφημερίδες μονάχα την αλήθεια.

Η επίθεση στο γέροντα Κωνστάντιο ήταν αναλήθεια. Ήταν αδικία. Ήταν μυωπική ανάγνωση της ιστορίας και πλαστογράφηση των προσώπων και των γεγονότων.

Ο ιεράρχης Αλεξανδρουπόλεως Κωνστάντιος πικράθηκε. Αλλά δεν αλλοιώθηκε. Τη δόξα του την πήρε στον ουρανό. Και την κρυστάλλινη υστεροφημία του την κληροδότησε στις καρδιές των μελών της Εκκλησίας.

Η δημοσιογραφία μένει δεμένη στο εδώλιο του κατηγορούμενου. Υπόλογη για την παραχάραξη. Υπεύθυνη για την προδοσία της ιστορικής αλήθειας και για τη σπίλωση της αδαμάντινης προσωπικότητας.

Print Friendly, PDF & Email