Ἀπελευθέρωση
ἀπό τά εἰδωλικά σχήματα

Ἡ πίστη μου δέν εἶναι θολός πίνακας. Χάραγμα σουρεαλισμοῦ, πού εἰκονίζει ἀτέρμονη ἀβεβαιότητα καί ψυχικό χάος. Εἶναι συνειδητό ἄνοιγμα στό ὑπερούσιο Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Στάση τῆς ὕπαρξής μου καί ἐμπειρία κοινωνίας μέ τόν ᾿Απρόσιτο, πού εἶναι ἡ Πηγή τῆς ἀλήθειας καί τῆς ζωῆς.

“Τήν πίστιν ἐτυμολογητέον, τήν περί τό ὄν στάσιν τῆς ψυχῆς ἡμῶν” (Κλήμεντος ᾿Αλεξανδρέως· Στρωματεῖς, ΙV).

Τήν πίστη πρέπει νά τήν ἐτυμολογήσουμε, ὡς τή στάση τῆς ψυχῆς μας ἀπέναντι στό “῎Ον”. ῾Ως τήν ψυχική μας ἀνύψωση πάνω καί ἔξω ἀπό ὅλα τά ὑλικά πράγματα, πού μᾶς περιβάλλουν καί τό βύθισμά μας στόν ἀπέραντο ὠκεανό τῆς θείας παρουσίας.

Μέ δεδομένο αὐτό τό ἐτυμολογικό τῆς πίστης καί μέ ἐπίσης δεδομένη τήν πλούσια καί καθοριστική παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας, θά ἦταν βεβήλωση νά χαρακτηρίσει κανείς τήν πίστη στό Θεό καί τήν ἐπανάπαυση τῆς ψυχῆς στίς αἰώνιες ἀλήθειες ὡς ἔκφραση φόβου ἤ δέους μπροστά στό ἄγνωστο καί στή μυστηριώδη πολυπλοκότητα τοῦ κοσμικοῦ χώρου. ῾Η πίστη δέν εἶναι μήτε ἀφέλεια, μήτε ἀγνωσία. Εἶναι ἀποτέλεσμα πολλῆς πνευματικῆς ἀναζήτησης, λιπαρῆς μελέτης καί γλυκειᾶς μυστικῆς ἐμπειρίας. Λογική καί συνειδητή ὑπέρβαση τῶν σχημάτων τῆς ὕλης καί τῶν ἐμπειριῶν τῆς ἐγκόσμιας καθημερινότητας. Διάλογος ψυχῆς μέ τόν “῎Οντα”. Καί, παράλληλα, κατάφαση στά ἱστορικά γεγονότα, πού ὑφαίνουν τήν ἄλλη ὄψη τοῦ ἀνθρώπινου βίου, δηλοποιοῦν τήν παρουσία καί τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μέσα στό χρόνο καί ἀποκαλύπτουν τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τῆς θείας τελειότητας.

Ἡ πίστη μου βυθίζεται στό μυστήριο. ᾿Αλλά διαβάζει καί τήν ἱστορία καί ψαύει στίς σελίδες τῆς ἀνθρώπινης περιπέτειας τά σημάδια τῆς παρέμβασης τοῦ “ὄντως ῎Οντος”, τήν ἀγαπητική συγκατάβασή Του πρός τίς “εἰκόνες” Του καί τό βηματισμό Του στά μονοπάτια τῆς δικῆς μας περατότητας καί τῆς καταλυτικῆς ἀθλιότητας.

Εἶμαι καί ἐγώ γεμάτος, ὑπερπληρωμένος, ὅπως ὅλοι οἱ σκαπανεῖς τοῦ πλανήτη μας, ἀπό τίς εἰκόνες καί τίς παραστάσεις τοῦ ὑλικοῦ σύμπαντος καί ἀπό τούς φυσικούς ἤ ἱστορικούς συσχετισμούς, πού ψηφιδογραφοῦν τή ζωή καί τήν ἀνθρώπινη ἱστορία μας. ᾿Αξιοποιῶ, καθημερινά, τίς γνώσεις καί τίς θετικές ἤ ἀρνητικές ἐμπειρίες, πού σώρευσε, ἴσαμε σήμερα, τό ἀνθρώπινο γένος. Καί εἶμαι ἀνοιχτός σέ κάθε προσθήκη, πού ἔρχεται μέ τό ἅρμα τοῦ μόχθου καί τῆς ὀδύνης καί μέ τήν εὐσυνείδητη ἐπεξεργασία τῶν νέων εὑρημάτων.

Ὡστόσο, ὅταν ἡ ψυχή μου ἀναζητάει τό Θεό, δέν τόν ψάχνω στά δημιουργήματα. Δέν εἰδωλοποιῶ τόν ἥλιο ἤ τό φεγγάρι ἤ τήν ἀστραπή ἤ τή γονιμότητα. Δέν πλάθω θεούς, ἀπεικονίσεις καί ἀπομιμήσεις τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας καί προεκτάσεις τῆς δραματικῆς, ἀνθρώπινης ἀποπλάνησης στόν κατήφορο τῆς διαφθορᾶς. ῎Αν πλάσω τό Θεό στά ἀνθρώπινα μέτρα μου καί ἄν τόν κοσμήσω μέ τίς ἀνθρώπινες σκοτεινές κηλίδες μας, δέν κάνω τίποτα περισσότερο, ἀπό αὐτό, πού ἔκαναν καί κάνουν οἱ προσκυνητές τῶν εἰδώλων. ᾿Αντί νά ἀνεβάσουν τό πλάσμα στήν ἀγκαλιά τοῦ ὑπερούσιου Πλάστη, κατεβάζουν τή θεότητα στή λάσπη καί στήν πνικτική δυσοσμία τῶν ἀνθρώπινων παθῶν.

“Τά εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἀργύριον καί χρυσίον, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων· στόμα ἔχουσι καί οὐ λαλήσουσιν, ὀφθαλμούς ἔχουσι καί οὐκ ὄψονται” (Ψαλμ. ριγ΄ 12, 13).

Τά εἴδωλα, πού μορφοποιοῦν καί προσκυνοῦν τά εἰδωλολατρικά ἔθνη, εἶναι ἀσήμι καί χρυσάφι. ῎Εργα τῶν ἀνθρώπινων χεριῶν. ῎Εχουν στόμα, μά δέν μποροῦν νά μιλήσουν. ῎Εχουν μάτια, ἀλλά δέν μποροῦν νά δοῦν.

“Μύθους γάρ μᾶλλον καί μωρίας συνέταξαν περί τῶν κατ᾿ αὐτούς θεῶν· οὐ γάρ ἀπέδειξαν αὐτούς θεούς ἀλλά ἀνθρώπους, οὕς μέν μεθύσους, ἑτέρους πόρνους καί φονεῖς” (Θεοφίλου ᾿Αντιοχείας: Πρός Αὐτόλυκον Β΄, Β. Ε. Π. τ. 5, σ. 25).

Οἱ συγγραφεῖς καί οἱ ποιητές καί οἱ φιλόσοφοι, πού παρουσίασαν βιογραφίες τῶν θεῶν, συνέταξαν μᾶλλον μύθους καί ἀνοησίες γιά νά παρουσιάσουν τούς θεούς τους. Καί μέ ὅσα ἔγραψαν, δέν τούς ἀπέδειξαν θεούς, ἀλλά ἀνθρώπους. ῎Αλλους ἀπό αὐτούς τούς παρουσίασαν μέθυσους, ἄλλους πόρνους καί ἄλλους φονεῖς.

“Χρυσός ἐστι τό ἄγαλμά σου, ξύλον ἐστίν, λίθος ἐστίν, γῆ ἐστιν, ἐάν ἄνωθεν νοήσῃς, μορφήν παρά τοῦ τεχνίτου προσλαβοῦσα· γῆν δέ ἐγώ πατεῖν, οὐ προσκυνεῖν μεμελέτηκα· οὐ γάρ μοι θέμις ἐμπιστεῦσαί ποτε τοῖς ἀψύχοις τάς τῆς ψυχῆς ἐλπίδας” (Κλήμεντος ᾿Αλεξανδρέως: Προτρεπτικός ΙV).

Ἄν σκεφτεῖς ἀπό περιωπή, θά συνειδητοποιήσεις, πώς τό ἄγαλμά σου εἶναι χρυσάφι, εἶναι ξύλο, εἶναι πέτρα, εἶναι χῶμα, πού πῆρε μορφή ἀπό τήν ἐπεξεργασία τοῦ τεχνίτη. Καί ἐγώ ἔχω μάθει νά τήν πατάω τή γῆ καί ὄχι νά τήν προσκυνάω. Γιατί δέν μοῦ ἐπιτρέπεται νά ἐμπιστευτῶ τίς ἐλπίδες τῆς ψυχῆς μου στά ἄψυχα.

Ο ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ

Print Friendly, PDF & Email