Περί Μοναστηριοῦ καί «Ἐγκλείστρας»

Τοῦ Ἐ. Χ. Οἰκονομάκου

Ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει ὡς καύχημα καί ἀκρόπολή της τόν Μοναχισμό καί τόν τιμᾶ. Τόν προασπίζεται καί τόν διατηρεῖ ἀναλοίωτο καί πλούσιο σέ πνευματικούς καρπούς, εὐεργετικούς γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία. Παρά ταῦτα, ὄχι λίγες φορές, ὁ Μοναχισμός δέχεται κριτικές καί ἐπιθέσεις, μέσα ἀπό τούς κόλπους τῆς Ἐκλησίας, μέ πρόσχημα τή διόρθωση κατά φαντασίαν «κακῶς κειμένων», πού δῆθεν τόν ἀλλοιώνουν. Στήν πολεμική αὐτή χρησιμοποιοῦνται κάποτε καί ... Ἱεροί Κανόνες (!), ἀλλοιωμένοι βέβαια ὡς πρός τήν ἔννοιά τους, πού καταντοῦν ἀγνώριστοι. Ἔτσι, ἦρθε σχετικά πρόσφατα στή δημοσιότητα στόν ἠλεκτρονικό τύπο, ἕνα κείμενο (τώρα ἔχει ἀποσυρθεῖ, γιαυτό δέν δίνουμε τή διεύθυνση), πού προβλημάτισε πολλούς. Πρότεινε μιά καινοφανῆ διαδικασία προκειμένου νά γίνει ἕνας νέος Μοναχός, ἡ ὁποία δέν ἴσχυσε ποτέ στήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Κατά τούς προτείνοντες στηρίζεται τάχα στόν 41ο Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Θά δοῦμε τόν Κανόνα αὐτόν παρακάτω, πρίν ὅμως, ἄς ἐξετάσουμε ἄν ἡ προτεινόμενη διαδικασία εἶναι «εὔλογη»1, δηλαδή, ἄν ἀντέχει στήν κοινή λογική. Εἶναι προφανές ὅτι οἱ Ἱ. Κανόνες δέν θεσπίζουν παραλογισμούς, οὔτε συγκαλύπτουν ἀνομολόγητες σκοπιμότητες. Ἀντιγράφουμε μερικά ἀποσπάσματα:

«Ἡ διαδικασία πού πρέπει νά ἀκολουθεῖται εἶναι: 1.) Νά δοκιμάζει ὁ ὑποψήφιος τήν ζωή στό μοναστήρι γιά τρία ἔτη. [...]. 2.) Μετά τό πέρας τῆς τριετίας, ὁ ἡγούμενος θά πρέπει νά ΣΤΕΛΝΕΙ ΠΙΣΩ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ τόν δόκιμο γιά ἕνα χρόνο! Αὐτό εἰδικά σήμερα σκανδαλίζει πολλούς, ἀλλά εἶναι ἔνα ἀκόμη δεῖγμα τῆς Σοφίας τῶν Πατέρων, πού δέν θέλουν νά φτιάξουν “ρομποτοποιημένους” μοναχούς ὅπως οἱ σέχτες, ἀλλά νά διασφαλίσουν τήν ἐλεύθερη ἐπιλογή τους. Μετά ἀπό τρία ολόκληρα χρόνια μοναστικῆς ζωῆς ὁ δόκιμος ἀναγκάζεται νά ἐπιστρέψει στό καμίνι τοῦ κόσμου γιά νά δοκιμαστεῖ ὁλοκληρωτικά. Μέ αὐτό τόν τρόπο διασφαλίζεται πώς [...] ὁ δόκιμος δέν ἔχει ἐπηρεαστεῖ ἀπό τόν δικό του ἄκριτο ἐνθουσιασμό. [...] Δέν ὑπάρχει χώρος γιά αὐταπάτες. Ὁποιεσδήποτε αὐταπάτες διαλύονται ὅταν ἡ πραγματικότητα ὀρθώνεται ἀνελέητη ....»

Στήν sui generis αὐτή διαδικασία, πού πομπωδῶς προβάλλεται, κάνει ἐντύπωση πῶς μιά λογική διάτρυτη, χαρακτηρίζεται ὡς «δεῖγμα τῆς Σοφίας τῶν Πατέρων»! Εἶναι δυνατόν νά «ἀναγκάζεται» ὁ δόκιμος, δηλαδή νά βιάζεται ἡ βούλησή του, νά γυρίσει στόν κόσμο .... γιά «δοκιμή»; Στόν κόσμο, τόν ὁποῖο ἄφησε οἰκειοθελῶς, ἐνήλικος πιά, καί γιά τρία ἤ περισσότερα χρόνια ἐγκαταβιώνει σέ Μοναστήρι προετοιμαζόμενος νά γίνει Μοναχός; Πρός τί αὐτός ὁ ἐξαναγκασμός, ἀφοῦ, ἄν κάτι τόν ἀπωθεῖ στό Μοναστήρι, ἄν νιώθει ὅτι τοῦ πέφτει «βαριά ἡ καλογερική», ὅτι ἐξαπατήθηκε, ὅτι διαψεύσθηκαν οἱ προσδοκίες του, ἄν νοστάλγησε τόν κόσμο, εἶναι ἐλεύθερος νά φύγει; Ἐξ ἄλλου, τί θά κερδίσει, μέσα σέ ἕνα χρόνο, μένοντας, παρά τή θέλησή του, ἀδιάφορος παρατηρητής στίς «κερκίδες» τοῦ κόσμου; Τί ἄλλο θά δεῖ ἀπό τό «καμίνι τοῦ κόσμου», πού δέν τό εἶχε δεῖ ἐπί 20 ἤ καί παραπάνω χρόνια, ὅταν ζοῦσε στόν κόσμο πρίν πάρει τήν ἀπόφαση νά γίνει Μοναχός; Τότε πού ὠρίμαζαν μέσα του ἐπιθυμίες ἀφιερώσεως, δέν βίωνε ὅλες τίς λίγο ὡς πολύ τραυματικές ἐμπειρίες κοινωνικῶν ἤ οἰκογενειακῶν συγκρούσεων, τίς ὁποῖες βιώνει καθημερινά κάθε ἄνθρωπος σ' αὐτή τή ζωή ἀπό τήν κούνια του;

Ἐξ ἄλλου, δέν παρατηρεῖ τά τεκτενόμενα στό «καμίνι τοῦ κόσμου» ἀπό τό Μοναστήρι; Εἶναι σέ ἀπομόνωση; Δέν συναστρέφεται ἐκεῖ ἀνθρώπους; Πρῶτα πρῶτα τά Μοναστήρια εἶναι κοινόβια σύγχρονων ἀνθρώπων, πού ἐλεύθερα ἐπέλεξαν νά ζοῦν ἐκεῖ, συνοδοιπόροι πρός ἕνα κοινό ὅραμα ζωῆς. Ὅλοι τους, σύγχρονοι ἄνθρωποι, ἔχουν, ὁ καθένας τή δική του νοοτροπία, τίς δικές του ἐμπειρίες, τραύματα, «ἀδιέξοδα» τοῦ κόσμου, πού σέρνει μαζί του, μέ τά ὅποῖα καί κονταροχτυπιέται. Ἐξ ἄλλου τά Μοναστήρια εἶναι προσιτά σέ προσκυνητές, ἐκκλησιαζομένους, ἐπισκέπτες, ἀκόμα τεχνῆτες, ἐργάτες, γεωργούς, πού ἐκτελοῦν ἐκεῖ ἔργα. Ὁ ἴδιος ὁ δόκιμος στέλνεται σέ διακονήματα ἐκτός Μοναστηριοῦ, ὅπου καί ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ κόσμο ποικίλων ἐπαγγελμάτων. Ὡς γνωστό δέ, οἱ ἄνθρωποι, πού ἔρχονται σέ ἐπαφή μέ Μοναστήρια ἄνοίγονται, ἐκθέτουν ὅλη τήν «ἀνελέητη πραγματικότητα» τοῦ κόσμου, τήν ὁποία βιώνουν ὡς αὐτουργοί ἤ θύματα, ζητῶντας κατανόηση, ἐνίσχυση, προσευχή. Δέν ἀνοίγονται βέβαια (χωρίς νά ἀποκλείεται) στούς δόκιμους, ἀλλά στούς γεροντότερους. Ὅμως οἱ δόκιμοι εἶναι νήπια, πού παίζουν ... «τυφλόμυγα»; Ἄνδρες 20, 25 ἐτῶν, δέν βλέπουν τήν πραγματικότητα; Ποιά ἐπίπλέον ἐμπειρία θά τούς προσέφεραν οἱ «κερκίδες» τοῦ κόσμου, ἔξω ἀπό τό Μοναστήρι;

Ἔνσταση: Νά μή μείνουν στίς «κερκίδες», ἀλλά νά ἐξαναγκαστοῦν νά κατέβουν στό «στίβο» τοῦ κόσμου. Μά, ὁ «στίβος» δέν εἶναι γιά παρατηρητές, οὔτε γιά ἐπισκέπτες, οὔτε γιά τουρίστες. Γιά νά τόν νιώσεις στό «πετσί σου» καί νά πεῖς ὅτι τόν γνώρισες, πρέπει νά ἀφιερώσεις τή ζωή τους ἐκεῖ. Μπορεῖς γιά ἕνα χρόνο καί μόνο νά βουτηχτεῖς ἐνεργά στίς ἀρένες τῆς ἀγορᾶς, τῆς ἐπιχειρηματικότητας, τῆς ὑπαλληλίας, στά ὄνειρα καί στούς ἀνταγωνισμούς τῆς ἐπιστημονικῆς, καλλιτεχνικῆς ἤ πολιτικῆς καριέρας, ὅταν μάλιστα ὅλ' αὐτά δέν σέ ἐνδιαφέρουν, ἀφοῦ τά ἔχεις πρό πολλοῦ ἀπορρίψει βάζοντας ἄλλους στόχους στή ζωή σου; Ἀλλ' ἐκτός αὐτοῦ, ποιός λογικός ἄνθρωπος μπορεῖ νά διανοηθεῖ ὅτι εἶναι δυνατόν νά σέ ὠθήσει νά βιώσεις ἐμπειρίες σχέσεων, πού συνεπάγονται γάμο, οἰκογενεία, γέννηση καί ἀνατροφή παιδιῶν, ... προσωρινά γιά δοκιμή(!) γιά ἕνα χρόνο; Τέτοιες ἀνοησίες δέν μπορεῖ νά ἔχει θεσπίσει ἡ «Σοφία τῶν Πατέρων». Δέν ὑπάρχει λογική νομιμοποίηση γιά τήν προτεινόμενη διαδικασία, ἀλλη ἀπό τό νά ρυμουλκηθεῖ ὁ δόκιμος νά διαγράψει ἀπό τή ζωή του τόν Μοναχισμό καί νά μείνει στόν κόσμο ....

Ναί, ὁ Μοναχισμός ἔχει τίς προϋποθέσεις του, πού πρέπει ὁ ὑποψήφιος Μοναχός νά λάβει ὑπ' ὄψη του. Νά ζυγίσει μέσα του, πρῶτα ἀπ' ὅλα, πόσα εἶναι διατεθημένος νά θυσιάσει γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Στή φάση αὐτή ἡ βοήθεια φωτισμένου πνευματικοῦ εἶναι ἀπαραίτητη, προφανῶς καί ἡ ἔντονη προσευχή: «Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν ἐν ᾖ πορεύσομαι». Καί ἴσως τά τρία χρόνια ζωῆς στό Μοναστήρι νά μήν ἀποτελοῦν δεσμευτική προθεσμία ἐντός τῆς ὁποίας «ὑποχρεοῦται» ὁ Δόκιμος νά πάρει τίς ὁριστικές του ἀποφάσεις. Καλύτερα νά ἀφήσει τό Θεό νά μιλήσει, ὅπως καί ὅταν Ἐκεῖνος κρίνει. Αὐτή περίπου εἶναι μιά πάγια τακτική, πού ἀκολουθεῖται. Τό νά τεθεῖ ὅμως ὡς προϋπόθεση νά βιώσει πρῶτα τό «καμίνι τοῦ κόσμου» καί τίς ἐμπειρίες, πού παρέχει ἡ ἐνεργός συμμετοχή σ' αὐτόν, μέ τήν λογική τῆς «δοκιμῆς», ἐκτός τοῦ παραλογισμοῦ, συνιστᾶ ὕβρη: ὑποκατάσταση τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ μέ κοσμικῆς ὑφῆς τεχνοκρατικά τέστ. Καλύτερα νά ξεχάσει τότε τό Μοναχισμό, τουλάχιστο μέχρι τά βαθειά γεράματά του. Τότε μόνο, ἴσως, μπορέσει νά ἀποδεσμευθεῖ ἀπό τά δεσμά τοῦ κόσμου, στά ὁποῖα θά ἔχει ὅμως ... «δοκιμασθεῖ»! ... Ἄν αὐτό ἔχει τότε πιά καμιά σημασία...

Ἄς δοῦμε ὅμως τί λέει ὁ 41ος Κανόνας τῆς Πενθέκτης Συνόδου. (Γιά οἰκονομία χώρου τόν παραθέτουμε στήν ὑποσημείωση 2). Βλέπουμε ἀμέσως ὅτι εὐθύς ἐξ ἀρχῆς μιλάει γιά δύο διαφορετικά πράγματα, γιά Μοναστήρι καί γιά «Ἐγκλείστρα». Πρώτη λοιπόν καί καραμπινάτη παραχάραξη. Λένε οἱ προτείνοντες τήν νέα διαδικασία: «τί Ἐγκλείστρα τί Μοναστήρι, τό ἴδιο κάνει». Δέν εἶναι καθόλου ἔτσι. Ἡ ἀκριβῆς ἔννοια τῆς Ἐγκλείστρας εἶναι: «Φυλακή»! Δέν λέμε: «ὁ τάδε κακοποιός καταδικάστηκε σέ τόσα χρόνια "ἐγκλεισμό" σέ σωφρονιστικό κατάστημα»; Φυλακή καί ἐγκλείστρα σημαίνουν καί τά δύο πολύ μικρή καί ἐλεγχόμενη ἤ καθόλου ἐπαφή μέ τόν ἔξω κόσμο. Στήν πραγματικότητα βέβαια ἡ διαφορά τους εἶναι τεράστια: στή μέν φυλακή σέ πάνε μέ βία καί χειροπέδες, μετά ἀπό καταδίκη γιά παραβατική σου συμπεριφορά, ἐνῶ στήν μοναστική Ἐγκλείστρα πᾶς οἰκριοθελῶς, ἀπό μόνος σου, «θεϊκῷ ἔρωτι πτερούμενος», γιά νά λατρεύσεις τό Θεό καί νά ὑπηρετήσεις τήν Ἐκκλησία μέ μεγαλύτερη ζέση, χωρίς τίς ὑποχρεώσεις καί τούς περισπασμούς, ὄχι μόνο τοῦ κόσμου, ἀλλά τῆς ἴδιας τῆς μοναστικῆς κοινοβιακῆς ζωῆς.

Ὁ ἐκκλησιαστικῶς «Ἔγκλειστος» εἶναι ἤδη Μοναχός (ἤ καί κληρικός) πού ἀποφάσισε νά ζήσει μόνος, συνήθως σέ σπηλιά. Εἶναι ὑπέρβαση τῆς κοινῆς μοναχικῆς ἀφιερώσεως, παράλληλη ἐκείνης τοῦ Ἀναχωρητῆ, τοῦ Ἀσκητῆ, τοῦ Στυλίτη, τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ κτλ. Τά βουνά καί οἱ ἑρημιές τῆς Πατρίδας μας εἶναι γεμάτα ἀπό παλιά ἀσκηταριά, στά ὁποία κατά καιρούς ἐγκαταβίωσαν «ἔγκλειστοι» Μοναχοί. Τό τί σημαίνει Ἔγκλειστος Μοναχός τό βλέπουμε στούς βίους τῶν Ἁγίων, πού ἔχουν τό προσωνύμιο αὐτό, ὅπως π.χ., ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος (12ος αἰών μ.Χ.) στήν Κύπρο, ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος στή Ρωσία (1815-1894), ἤ καί ἄλλοι, πού ἔζησαν τέτοιου εἴδους ζωή ἀσκήσεως, χωρίς νά φέρουν ἐνδεχομένως τό προσωνύμιο. Βλέπουμε δηλαδή σαφῶς ὅτι πρίν ἐγκαταβιώσουν σέ «ἐγκλείστρα» ἦταν ἤδη, ὄχι μόνο ἀφιερωμένοι Μοναχοί, ἀλλά συχνά καί Ἱερομόναχοι, ἐπί πολλά χρόνια. Μέ τούς ἀσκητικούς τούς δέ ἀγῶνες, τίς διδαχές τους, τίς προσευχές τους ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας, τά συγγράματά τους, ἡ Ἐκκλησία κατατάσσει κάποιους ἀπό αὐτούς στούς Ἁγίους Πατέρες.

Μετά ἀπό αὐτά, τό νόημα τοῦ Κανόνα εἶναι σαφές. Δέν χρειάζεται νά μποῦμε σέ λεπτομέριες. Ἡ οὐσία εἶναι: Νά ἀποθαρύνεται ὁ νέος, πού βρίσκεται στόν κόσμο, ἔστω καί ἄν διακατέχεται ἀπό ἔντονο «θεῖο ἔρωτα» γιά ἀκραία ἀφιέρωση, χωρίς ὅμως ἐμπειρία Μοναχισμοῦ, νά κλείνεται ἀπευθείας σέ Ἐγκλείστρα «κατά μόνας προσέχειν» τόν ἑαυτόν του· νά μή πετάγεται δηλαδή, ἀπό τό ἕνα ἄκρο στό ἄλλο, «ἀπό τό πολυτάραχον πέλαγος τοῦ βίου, εἰς τό δυσκολοδιάβατον πέλαγος τῆς ἡσυχίας» (Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης, Πηδάλιο, σελ. 257). Πρῶτα νά ἐντάσσεται σέ ἕνα Μοναστήρι, μέχρι νά προαχθεῖ καί νά δοκιμασθεῖ πνευματικά. Μέ διαδικασία δέ, πού σκιαγραφεῖ ὁ Κανόνας, νά κρίνεται καί νά δοκιμάζεται κατά στάδια μετά ἀπό κάποιο χρόνο ἡ ὡριμότητά του καί νά συναποφασίζεται τό μέλλον του τόσο ἀπό τόν ἴδιο (ἄν ἐξακολουθεῖ νά ποθεῖ περισσότερο τήν «Ἐγκλείστρα» ἀπό τή μοναστική ἀδελφότητα), ὅσο καί ἀπό τόν Ἡγούμενο (ἄν μέ κατανόηση, ἀγάπη, καί σεβασμό πρός τήν προσωπικότητά του, τόν κρίνει ὤριμο καί ἱκανό γι αὐτό), καί πάντως κάτω ἀπό τόν ἔλεγχο καί εὐλογία τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος θά εἶναι πλήρως ἐνήμερος. Αὐτά νομίζω «κανονίζει» ἡ Σοφία τῶν Πατέρων.

Τέλος, προβληματίζει καί ἡ προβαλλόμενη εὐαισθησία τῶν συντακτῶν τῆς νέας διαδικασίας, μήπως τά Μοναστήρια φτιάχνουν «ρομποτοποιημένους” μοναχούς ὅπως οἱ σέχτες»! Καί πρόκειται γιά ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες, κληρικούς, πού, κατά τεκμήριο, ἔδρασαν θεοφιλῶς στόν κόσμο. Σ' αὐτούς εὐσεβάστως θά λέγαμε: Ἀφῆστε τά Μοναστήρια στήν πορεία τους. Μή τούς «κουνᾶτε τό δάκτυλο» πρός σωφρονισμό. «Ρομποτοποιητικές» νοοτροπίες θάλλουν καί στόν θρησκευόμενο κόσμο, τόν ὁποῖο διαποιμαίνετε, ἀκόμα καί σέ Χριστιανικές οἰκογένειες. Τό ἰδανικό ἀρκετῶν ἀπό μᾶς στόν κόσμο, κληρικῶν ἤ λαϊκῶν, εἶναι: τά παιδιά, ἀκόμα καί ὅταν ἐνηλικιωθοῦν, νά εἶναι «ὑπάκουα» .... σάν ἐκπαιδευμένα σκυλάκια, πού μέ τό λουρί τά πάμε ὅπου θέλουμε, γιατί ἐμεῖς πάντα ξέρουμε πιό καλά τά πράγματα! ... Χωρίς δική τους ὑπεύθυνη βούληση γιά μιά προσωπική τους πορεία! Κάτι τέτοιο ὅμως ἔρχεται σέ σύγκρουση μέ τήν ἐσωτερική ἐλευθερία πού λαχταρᾶ ὁ Μοναχός στίς προσεγγίσεις του πρός τό Θεό. Ἐδῶ εἶναι τό πρόβλημα!

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ.

  1. Ὁ 6ος Κανόνας τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζει ὅτι ἕνας ἀπό τούς ὅρους προκειμένου μιά ἄποψη νά λάβει τό κῦρος Συνοδικῆς Ἀποφάσεως, πρέπει νά εἶναι «εὔλογη», νά στέκει στήν κοινή λογική. Δέν ἀρκεῖ, δηλαδή, νά ἔχει ἁπλῶς περάσει «κατά πλειοψηφία» ἀπό μιά Σύνοδο! Ἄλλως θά ἀποτελεῖ, ὄχι «Ἀπόφαση» ἀλλά ... Συνοδική «Αὐθαιρεσία».
  2. Ἀπόσπασμα τοῦ 41ου Κανόνος τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Τούς ἐν πόλεσιν, ἤ χωρίοις, ἐν ἐγκλείστραις βουλομένους ἀναχωρεῖν, καί ἑαυτοῖς προσέχειν, πρότερον ἐν Μοναστηρίῳ εἰσιέναι δεῖ, καί τήν ἀναχωρητικήν παιδοτριβεῖσθαι διαγωγήν, καί ἐπί τριετῆ χρόνον τῷ τῆς Μονῆς ἐξάρχοντι ἐν φόβῳ Θεοῦ ὑποτάττεσθαί, και τήν κατά πάντα, ὡς προσῆκεν, ὑπακοήν ἐκπληροῦν, καί οὔτως ὁμολογοῦντας περί τῆς ἐν τῷ τοιούτῳ βίῳ προαιρέσεως, καί ὡς ἐξ ὅλης καρδίας ἐκουσίως τοῦτον ἀσπάζονται, ὑπό τοῦ κατά τόπον δοκιμάζεσθαι προέδρου. Εἴθ' οὔτως, ἐφ’ ἕτερον ἐνιαυτόν, ἔξωθεν προσκαρτερεῖν τῆς ἐγκλείστρας, ὡς ἄν ὁ σκοπός αὐτῶν πλειόνως φανερωθείη. Τηνικαῦτα γάρ πληροφορίαν παρέξουσιν, ὡς, οὐ κενήν θηρώμενοι δόξαν, ἀλλά δι’ αὐτό τό ὄντως καλόν τήν ἡσυχίαν ταύτην μεταδιώκουσι. Μετά δέ τήν τοσούτου χρόνου συμπλήρωσιν, εἰ αὐτῇ προαιρέσει ἐμμένοιεν, ἐγκεκλεῖσθαι αὐτούς, καί μηκέτι τούτοις ἐξεῖναι, ὅτε βούλονται, τῆς τοιαύτης καταμονῆς ἀφίστασθαι, ἐκτός εἰ μή διά κοινήν λυσιτέλειαν, καί ὠφέλειαν, ἤ ἑτέραν ἀνάγκην πρός θάνατον αὐτούς βιαζομένην, πρός τοῦτο ἕλκοιντο, καί οὕτω, μετ' εὐλογίας τοῦ κατά τόπον Ἐπισκόπου. [...]».
Print Friendly, PDF & Email