Ἡ ἀποστολική γνησιότητα

Τοῦ Ε. Χ. Οἰκονομάκου

Στίς μέρες μας προβάλλονται συχνά στό θρησκευτικό, καί ὄχι μόνο, Τύπο ἱερατικές μορφές ἐκ τῶν ἐγγύς καί τῶν μακράν, στά πρόσωπα τῶν ὁποίων ἐνσαρκώνεται τό ὅραμα πολλῶν γιά μιά ᾿Εκκλησία, πού νά πορεύεται μέσα στόν κόσμο δυναμικά μέν, ἀλλά “ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ”, λιτά, ἀσκητικά, γνήσια. ᾿Ιδού μιά εἰκόνα ἀπό τό χῶρο τῆς σύγχρονης ἱεραποστολῆς· “ὁ ᾿Αφρικανός ᾿Επίσκοπος στόν ἐπισκοπικό θρόνο πού ἦταν μιά ἁπλῆ καρέκλα, δίπλα στούς ὄρθιους ἱεροψάλτες, στό φόντο τῆς πλίνθινης ἐκκλησίας. Σ᾿ αὐτήν καθόταν ὁ ἀπέριττος ᾿Επίσκοπος, δίνοντας τή μαρτυρία ὅτι κάθεται εἰς τύπον καί τόπον ᾿Εκείνου, πού γεννήθηκε σέ Φάτνη καί ὡς ἐπίγειο Θρόνο Του ἐπέλεξε τό Σταυρό” (Περ. Σύνδεσμος, Καλαμάτα, τ.362, σ. 178).

Τέτοιες εἰκόνες παραπέμπουν στή γνησιότητα τῆς ἐποχῆς τῶν ᾿Αποστόλων, τότε, πού τά στάνταρτ τῆς ᾿Εκκλησίας γιά τή στελέχωσή Της ἦταν πολύ ψηλά. Παράδειγμα ὁ ἔφηβος ἐκεῖνος, πού τό 45 μ.Χ., ὅταν ἡ ᾿Εκκλησία τῆς ᾿Αντιόχειας ἔστελνε τόν Παῦλο καί τόν Βαρνάβα σέ ἱεραποστολική πορεία, “παρακολουθοῦσε τήν ἱερή τελετή μέ μάτια πού ἄστραφταν, κι᾿ ἀπό τότε ἔκρυψε μέσα του πύρινη λατρεία πρός τόν ᾿Απόστολο Παῦλο.... ᾿Αργότερα, καθόταν στά πόδια τοῦ Εὐαγγελιστοῦ ᾿Ιωάννου, καί τριάντα χρόνια ὕστερα..., χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος ᾿Αντιοχείας, καί μετά ἄλλα τριάντα χρόνια, ἐπί αὐτοκράτορος Τραϊανοῦ, στό ἀμφιθέατρο τῆς Ρώμης, τόν ἔρριξαν στά λιοντάρια κι᾿ ἐμαρτύρησε. Εἶναι ὁ περίφημος ἐπίσκοπος ᾿Ιγνάτιος ᾿Αντιοχείας” (J. Holzner, Παῦλος, ῎Εκδ. Δαμασκός 1961, σελ. 98).

Στήν πορεία τοῦ ἀποστολικοῦ αὐτοῦ Πατέρα, δέν θά βρεῖ κανείς πομπώδεις ἐμφανίσεις καί κραυγαλέες ἐκδηλώσεις. Δέν θά ἀκούσει κηρύγματα ἐπίκαιρης πολυπραγμοσύνης, πού τέρπουν τίς μάζες, γιά τά ἐθνικά ἤ παγκόσμια προβλήματα τοῦ καιροῦ του. Δέν θά δεῖ ἡγεμονικές διεκδικήσεις. Στίς ἐπιστολές, πού ἔστελνε, ἐνῶ πορευόταν στό μαρτύριο διαπιστώνουμε μία ἀπίστευτη ἐξοικείωση μέ τό θάνατο. “Καλόν μοι ἀποθανεῖν εἰς ᾿Ιησοῦν Χριστόν (γιά τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό), ἤ βασιλεύειν τῶν περάτων τῆς γῆς. ᾿Εκεῖνον ζητῶ, τόν ὑπέρ ἡμῶν ἀποθανόντα· ἐκεῖνον θέλω, τόν δι᾿ ἡμᾶς ἀναστάντα... ῾Ο ἐμός ἔρως ἐσταύρωται καί οὐκ ἔστιν ἐν ἐμοί πῦρ φιλόϋλον” (ἀγαπῶ τόν Κύριο καί τόν σταυρό Του· μέσα μου δέν ὑπάρχει οὔτε σπίθα ἀγάπης γιά τά ὑλικά πράγματα τοῦ κόσμου) (Πρός Ρωμαίους VΙ-VΙΙ). “Τί δέ καί ἑαυτόν ἔκδοτον δέδωκα τῷ θανάτῳ, πρός πῦρ, πρός μάχαιραν, πρός θηρία” (γιατί ρίχνω τόν ἑαυτό μου στό πῦρ, στή μάχαιρα, στά θηρία γιά νά πεθάνω); “ἀλλ᾿ ἐγγύς μαχαίρας ἐγγύς Θεοῦ, μεταξύ θηρίων μεταξύ Θεοῦ· μόνον ἐν τῷ ὀνόματι ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ” (διότι, ὅταν εἶμαι κοντά στή μάχαιρα καί ἀνάμεσα στά θηρία -στό μαρτύριο- προσεγγίζω τό Θεό, ἐφ᾿ ὅσον τό κάνω γιά χάρη τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ)... (Πρός Σμυρναίους, ΙV).

Αὐτή ἡ “κραταιά ὡς θάνατος ἀγάπη καί ὁ σκληρός ὡς ᾅδης ζῆλος” (῎Ασμα, η΄, 6) ἦταν διά μέσου τῶν αἰώνων τό φρόνημα ὅλων τῶν ἁγιασμένων ψυχῶν, πού βάδισαν πρός τό μαρτύριο, εἴτε τοῦ αἵματος (μάρτυρες), εἴτε τῆς συνειδήσεως (ὁμολογητές, ὅσιοι, ἀσκητές). ῏Ηταν τό μυστικό σκίρτημα ἐκείνων, πού χύνοντας θερμό τό δάκρυ τῆς μετάνοιας νοστάλγησαν νά ζήσουν μέ γνησιότητα ὡς “πάροικοι καί παρεπίδημοι” ἐν Χριστῷ· πού ἔνιωσαν βιωματικά ὅτι “ὁ Θεός δέν εἶναι ἀφθονία· εἶναι στέρηση, ἔλλειψη, δοκιμασία. Τόν συναντᾶς στήν ἔρημο, στόν ἐγκλεισμό τοῦ πόνου ἤ σάν βρεθεῖς ἀπόκοσμος στήν ἔρημο τοῦ κόσμου” (Περ. Εὐθύνη, τ. 362, σ. 90).

Γιά ἔρωτα πρός τόν Κύριο μίλησε καί ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος. ῎Οχι ὅμως γιά νά διεγείρει ἱερούς πόθους γιά τό μαρτύριο καί τήν ταπεινή ζωή τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἔμπονης, ἀφανοῦς διακονίας στό σωτήριο ἔργο τῆς ᾿Εκκλησίας. Προσπάθησε νά αἰτιολογήσει τήν κραυγαλέα πολυτέλεια, πού ἐπιδεικνύουν πολλοί κληρικοί, καί ὁ ἴδιος, πρῶτος καί καλύτερος, κατά τή λατρεία, μέ τά πανάκριβα ἄμφιά τους. Δημοσιογραφικές ἀκριτομύθιες ἀνεβάζουν τήν ἀξία μιᾶς πλήρους ἀρχιεπισκοπικῆς στολῆς στό ὕψος τοῦ κόστους πολυτελοῦς κατοικίας! Εἶπε, λοιπόν, σέ κήρυγμά του ἀπό ἄμβωνος ὁ κ. Χριστόδουλος· “῎Αν ἀγαπᾶς, ἄν εἶσαι ἐρωτευμένος μέ ἕνα πρόσωπο κάνεις τό πᾶν γι᾿ αὐτό” (᾿Αδέσμευτος, 18-10-2001)! Μέ ἄλλα λόγια, κάνεις τό πᾶν προκειμένου νά εὐχαριστήσεις τόν ἀγαπημένο Κύριο, φορώντας ὅ,τι πιό πολύτιμο μπορεῖς πρός τιμήν Του. Ποιός, ὅμως, μπορεῖ νά μᾶς βεβαιώσει ὅτι ὁ πρᾶος καί ταπεινός Κύριος, πού, ὅταν ἦλθε στή γῆ, διάλεξε γιά λίκνο τή φάτνη καί θρόνο τό σταυρό, θεωρεῖ τιμή Του νά βλέπει τούς λειτουργούς Του νά Τόν λατρεύουν βαρυφορτωμένοι μέ ὅλη αὐτή τή φανταχτερή χλιδή; Ποιός μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι τέτοιες ἐμφανίσεις δέν ἀποτελοῦν ἀκύρωση τοῦ μηνύματος τοῦ περί πτωχείας Διδάσκοντος, τό ὁποῖον ὁ ῎Ιδιος βίωσε καί κήρυξε πάνω στή γῆ; ῞Οτι δέν ἀποτελοῦν πέτρα σκανδάλου καί “βλασφημία τοῦ ὀνόματός Του ἐν τοῖς ἔθνεσιν”;

῾Η ᾿Ορθόδοξη παράδοση θέλει τήν ᾿Εκκλησία, λειτουργούς καί λαό, νά παρουσιάζεται ἐνώπιον τοῦ Νυμφίου Της γιά νά Τόν λατρεύσει, ὄχι ἀτημέλητη καί ρυπαρή, ἀλλά, “τῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ Μαρτύρων ὡς πορφύραν καί βύσσον τά αἵματα στολισαμένη”. Τήν θέλει “μή ἔχουσαν σπίλον ἤ ρυτίδα”, γιατί ἔτσι Τήν ἔχτισε ὁ Χριστός, ὅταν πρός χάρη Της “ἑαυτόν παρέδωκεν” (πρβλ. ᾿Εφ. ε΄, 25-27). ῾Ο στολισμός, ὅμως, τῆς ᾿Εκκλησίας, καί κάθε θεοφιλοῦς ψυχῆς εἶναι οἱ ἀρετές, μεταξύ τῶν ὁποίων ἡ σεμνότητα, ἡ ἁπλότητα καί ἡ λιτότητα κατέχουν θέση περίοπτη. Τεκμήριο δέ τῆς ἀγάπης πρός τόν Νυμφίο Χριστό εἶναι ὄχι τά πανάκριβα ἄμφια, ἀλλά ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. “᾿Εάν ἀγαπᾶτε με, τάς ἐντολάς τάς ἐμᾶς τηρήσατε” (᾿Ιωαν. ιδ΄, 15).

῎Ελλειψε στούς καιρούς μας ἡ γνησιότητα τῶν ᾿Αποστόλων καί τῶν ἀρχαίων ἐκείνων ᾿Επισκόπων τῶν διαδόχων τους, διότι τήν ᾿Εκκλησία ταλαιπωροῦν πολλά στοιχεῖα ξένα, πού “κληροδότησαν σ' αὐτήν οἱ αἰῶνες τῆς παρακμῆς” (᾿Ιωαν. Καρμίρης). Οἱ θρόνοι τῶν ᾿Επισκόπων, καί μάλιστα τῶν Προκαθημένων, ἔγιναν ἡγετικά πόστα, κατά τά πρότυπα τῆς θεσμοθετημένης ἱεραρχικῆς δομῆς τοῦ κόσμου. “᾿Εμένα μέ ὑποδέχονται μέ τιμές, ὅπου κι ἄν πηγαίνω ὡς ἡγέτης τῆς ᾿Ορθοδοξίας”, ἔχει δηλώσει ὁ Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος (Αὐριανή, 12-4-2001). ῾Ο δέ ἐπικοινωνιολόγος Σ. Μ. Τζούμας, στενός συνεργάτης τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου κ. Χριστοδούλου διατείνεται σέ ἄρθρο του· “Στό πρόσωπο (τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου) ἐκπροσωπεῖται ἡ ᾿Εκκλησία ὡς θεοΐδρυτος θεσμός” (᾿Επενδυτής 16-2-2002). Τέτοια συγκεφαλαίωση τῆς ᾿Εκκλησίας στά πρόσωπα ᾿Επισκόπων καί ἡ ἀποκλειστική ἐκπροσώπησή Της ἀπό αὐτά εἶναι ἄγνωστη στήν ἀποστολική παράδοση. Κανείς ᾿Απόστολος, κανείς ἀπό τούς Πατέρες δέ προέβαλε τέτοιους ἰσχυρισμούς. Διεκδικήσεις αὐτοῦ τοῦ εἴδους κορυφώθηκαν στόν παπισμό καί ὁδήγησαν σέ αἱρέσεις. Ταλαιπωροῦν, ὅμως, καί τίς κατά τόπους ᾿Ορθόδοξες ᾿Εκκλησίες.

᾿Εδῶ θά πρέπει, ἴσως, νά ἀναζητηθεῖ ἡ κύρια αἰτία τῆς διαρκοῦς διαμάχης μεταξύ πολλῶν προκαθημένων ᾿Ορθοδόξων ᾿Εκκλησιῶν γιά τά “πρωτεῖα” καί τίς “δικαιοδοσίες”. Πρώτιστο μέλημά τους εἶναι, ὄχι ἡ ποίμανση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀλλά πῶς θά προασπίσουν τά ὅποια προνόμια, γνήσια ἤ πλαστά, τῶν θρόνων τους. Πῶς θά πολιτεύονται σύμφωνα μέ τίς ἀπαιτήσεις τοῦ πρωτοκόλλου τῶν ἡγετικῶν θέσεών τους, ἔτσι ὥστε ἀκόμα καί μέ τήν ἐξωτερική τους ἐμφάνιση, πού πρέπει νά φαντάζει “αὐτοκρατορική”, νά ἐμπεδώσουν θέση ὑπεροχῆς ἔναντι τῶν συλλειτουργῶν τους. ῎Ετσι, ὡς ἡγέτες λαῶν, θά ἔχουν πιό εὔκολη τήν πρόσβαση στούς ἡγέτες τῆς γῆς, καί μάλιστα στούς πλανητάρχες.

Προτίμησαν, ἀντίθετα πρός τούς γνήσιους ποιμένες, τούς ἀποστολικούς Πατέρες, “βασιλεύειν τῶν περάτων τῆς γῆς”...

Print Friendly, PDF & Email